Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο


ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ



Ο ΧΡΟΝΟΣ

 ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ο Ιλυα Πριγκοζίν, στο βιβλίο του “Τάξη μέσα από το Χάος”(Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) αναφερόμενος στη σχέση χρόνου και εντροπίας,γράφει (σελ.380)” Για να αντιστρέψουμε την κατεύθυνση του χρόνου, θα χρειαζόμασταν άπειρη πληροφορία:δεν μπορούμε να παράγουμε καταστάσεις που θα εκτυλίσσονταν στο παρεθόν! Αυτό είναι το εντροπικό φράγμα που έχουμε εισάγει”

 Το πρόβλημα του χρόνου κατά τον Αριστοτέλη και τον Πριγκοζίν

Στο ερώτημα «Ποια είναι η φύση του χρόνου;» ο Ιλια Πριγκοζίν με το πρωτοποριακό του έργο στα θερμοδυναμικά συστήματα μακράν της ισορροπίας έφερε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο που παίζει το βέλος του χρόνου, η διάκριση δηλαδή μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος μέσα στον φυσικό κόσμο.

Εδώ θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Γιατί είναι τόσο σημαντική η ιδέα του βέλους του χρόνου; Δεν έχουμε όλοι συνείδηση της μη αναστρέψιμης ροής του χρόνου, όπου το παρελθόν είναι δεδομένο και το μέλλον ανοιχτό; H απάντηση είναι η εξής: Παρά το γεγονός ότι όλοι γνωρίζουμε από την εμπειρία μας πως στις φυσικές διαδικασίες ο χρόνος ακολουθεί μία μόνο κατεύθυνση, από το παρελθόν προς το μέλλον, εν τούτοις κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες η ιδέα της μη αναστρεψιμότητας του χρόνου αποκλείστηκε από τους νόμους της φυσικής. Με την κυριαρχία της νευτώνειας μηχανικής το σύνολο του φυσικού κόσμου αντιμετωπίστηκε σαν μια τεράστια μηχανή, όπου κυριαρχεί ο ντετερμινισμός και όπου ο κόσμος είναι συμμετρικός ως προς τον χρόνο. Σε ένα τέτοιο μοντέλο η περιγραφή του κόσμου καταλήγει σε μια ταυτολογία, εφόσον τόσο το μέλλον όσο και το παρελθόν εμπεριέχονται στο παρόν. Με άλλα λόγια, το βιβλίο της ιστορίας του Σύμπαντος έχει ήδη γραφεί και δεν υπάρχει περιθώριο για το καινοφανές, το απρόβλεπτο και το γίγνεσθαι μέσα στη φύση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρόβλημα του χρόνου το συνέδεσε ο Πριγκοζίν με το δίλημμα του ντετερμινισμού όχι μόνο στη νεότερη και σύγχρονη επιστήμη αλλά και στην αρχαιότητα. Αναφέρεται έτσι στο εγχείρημα του Επίκουρου να σπάσει τον ντετερμινισμό της δημοκρίτειας θεωρίας με την «παρέγκλισιν» των ατόμων και τονίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Ηράκλειτος υπήρξε ο πρώτος φιλόσοφος που υποστήριξε την ιδέα του γίγνεσθαι της φύσης, κάτι το οποίο, κατά τον Πριγκοζίν, κλείνει μέσα του τον σπόρο της ιδέας του βέλους του χρόνου.

Η σύνδεση αυτή του γίγνεσθαι με τον χρόνο αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επισήμανση, που μας φέρνει στην καρδιά του προβλήματος. Εκείνο όμως που λείπει από το ταξίδι του Πριγκοζίν, αναφορικά με το θέμα του χρόνου, πίσω στην αρχαία ελληνική σκέψη είναι η αναφορά στον Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν ο πρώτος φιλόσοφος στην αρχαιότητα που ασχολήθηκε με έναν τρόπο συστηματικό και ουσιαστικό με το πρόβλημα του χρόνου. Για τον λόγο αυτόν στόχος μου στο παρόν πόνημα είναι να επιχειρήσω μια σύνδεση του έργου του Πριγκοζίν με τον σταγειρίτη φιλόσοφο.

* Το γίγνεσθαι της φύσης

Σε αντίθεση προς τις θεωρίες των προκατόχων του, του Παρμενίδη, του Ζήνωνα και του Δημόκριτου, οι οποίοι απέρριπταν την ιδέα της μεταβολής, της ανάπτυξης και του γίγνεσθαι μέσα στη φύση, ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι στον φυσικό κόσμο συντελείται μέσα στον χρόνο πραγματική μεταβολή ποιοτήτων, γένεσις και φθορά, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Για τον Σταγειρίτη, δηλαδή, ο κόσμος έχει μια θεμελιώδη χρονική δομή, κάθε διαδικασία έχει εγγενή χρονικά μέρη και σχέσεις που αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο της πραγματικότητάς της. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή, αν δεν λάβουμε υπόψη μας τη χρονική της δομή. Ας δούμε όμως τα πράγματα με συντομία από την αρχή.

Θα πρέπει κατ' αρχήν να τονίσουμε το γεγονός ότι η ιδέα της κίνησης βρίσκεται στην καρδιά της αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας, εφόσον ο Σταγειρίτης ταυτίζει τα «φύσει» με τα «κινούμενα». Με άλλα λόγια, η κίνηση, με την έννοια της μεταβολής και του γίγνεσθαι, είναι αυτό το οποίο προσπαθεί να κατανοήσει με όρους της φύσης. Τι είδους όμως κίνηση είναι αυτή; Για να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ανάγκη να κατανοήσουμε πρώτα τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την ύλη ο σταγειρίτης φιλόσοφος, και πιο συγκεκριμένα αυτό που αποκαλεί πρώτην ύλην.

* Η αριστοτελική «πρώτη ύλη»

Ο Αριστοτέλης, ο οποίος, δεν πρέπει να ξεχνούμε, είναι ο πρώτος φιλόσοφος στην αρχαιότητα που μετέφερε τη συζήτηση για την ύλη σε ένα καθαρά φιλοσοφικό επίπεδο, δεν μπορούσε να μείνει ικανοποιημένος με μια ανάλυση της ύλης που θα περιοριζόταν στον χώρο της εμπειρίας. Προσπάθησε λοιπόν να βρει την πιο θεμελιώδη και βασική διάστασή της σε ένα βαθύτερο επίπεδο φυσικής πραγματικότητας, το οποίο θα προσέφερε το σταθερό υπόστρωμα όλων των μεταβολών που συντελούνται στον φυσικό κόσμο.

Η πρώτη ύλη, λοιπόν, για τον Σταγειρίτη είναι το έσχατο υποκείμενον κάθε πράγματος και το σταθερό υπόστρωμα κάθε μεταβολής, ακόμη και της γενέσεως και της φθοράς. Η ίδια δεν γεννιέται ούτε πεθαίνει. Είναι ωστόσο το θεμελιώδες υλικό των ατομικών, καθέκαστον ουσιών, χωρίς η ίδια να έχει χωριστή ύπαρξη. Τέλος, η ύλη καθεαυτή δεν είναι αντιληπτή με τις αισθήσεις και δεν έχει χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Είναι απολύτως «άμορφη» και στερείται κάθε προσδιορισμού. Είναι αυτό που απομένει όταν «απογυμνωθεί» από όλους τους προσδιορισμούς της.

Επιπλέον, όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης, «η ύλη υπάρχει δυνάμει, διότι μπορεί ν' αποκτήσει τη μορφή. Αλλά όταν υπάρχει εν ενεργεία, τότε βρίσκεται στη μορφή». Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία εδώ είναι το γεγονός ότι ο Σταγειρίτης ταυτίζει την ύλην με την δύναμιν. Οπως φαίνεται να δηλώνει, η πρώτη ύλη είναι ταυτόσημη με το δυνάμει ον• αποτελεί, δηλαδή, θα μπορούσαμε να πούμε, μια δυνάμει πραγματικότητα (Μετ. 1045b 18-20). Με την έννοια αυτή η ύλη γίνεται η οντολογική βάση του δυναμικού μοντέλου της αριστοτελικής φιλοσοφίας της φύσης, εφόσον θεωρημένη ως δύναμις προσφέρει το σταθερό υπόστρωμα για όλες τις δυνατότητες που μπορούν να πραγματωθούν στο μέλλον.

Στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται η κρίσιμη σχέση που συνδέει την αριστοτελική ύλη με τη μορφή, τη δύναμη με την ενέργεια. H μετάβαση κάθε φορά από την εν δυνάμει στην εν ενεργεία κατάσταση αποτελεί μια πραγματική διαδικασία που συντελείται μέσα στη φύση και χαρακτηρίζεται από τον Σταγειρίτη ως κίνηση, με την έννοια της ποιοτικής μεταβολής, της γένεσης και της φθοράς.

Στον ορισμό ακριβώς αυτόν είναι σαφής η εξαιρετικά πρωτότυπη αντιμετώπιση από τον Αριστοτέλη της κίνησης. H μετάβαση από τη δύναμη στην ενέργεια εκφράζει για τον Σταγειρίτη μια εσωτερική μορφή κίνησης, η οποία αποτελεί το ουσιώδες συστατικό του πραγματικού ρόλου που παίζει η ύλη στο αριστοτελικό μοντέλο του φυσικού κόσμου. H ύλη όχι μόνο δεν είναι μια έννοια κενή περιεχομένου, αλλά είναι η πηγή και η κινητήρια δύναμη του γίγνεσθαι της φύσης.

* H σύνδεση χρόνου και κίνησης

Η σύνδεση αυτή της εσωτερικής κίνησης και μεταβολής με την ύλη και τη φύση αποτελεί το κρίσιμο σημείο στο οποίο εισάγεται ο χρόνος για να συμπληρώσει το σκηνικό. Ο χρόνος, δηλαδή, συνδέεται από τον Αριστοτέλη με έναν τρόπο άμεσο και ουσιαστικό με την κίνηση. Ετσι, στα Φυσικά ο Σταγειρίτης παρατηρεί: «... φανερόν ότι ουκ έστιν άνευ κινήσεως και μεταβολής χρόνος» («είναι φανερό ότι δεν υπάρχει χρόνος χωρίς κίνηση και μεταβολή»).

Αν όμως έχουν έτσι τα πράγματα, τότε τι μπορούμε να πούμε ότι είναι ο χρόνος; Η απάντηση του Σταγειρίτη, η οποία έχει συζητηθεί ιδιαίτερα από τους μελετητές του, είναι η εξής: «Τούτο γάρ εστι ο χρόνος, αριθμός κινήσεως κατά το πρότερον και ύστερον» («Διότι αυτό είναι ο χρόνος, η αρίθμηση της κίνησης σύμφωνα με το πριν και το μετά»).

Πρόκειται για ένα εξαιρετικής σημασίας χωρίο, όπου εμφανίζεται ανάγλυφη η εσωτερική σχέση χρόνου και κίνησης. Ο χρόνος είναι αυτός ο εγγενής χαρακτήρας της κίνησης που επιτρέπει την αρίθμηση των διαδοχικών καταστάσεων, οι οποίες σημαδεύονται από μια σαφή διάκριση μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Μπορούμε έτσι να υποστηρίξουμε ότι ο Σταγειρίτης εγκαινιάζει εδώ τη θεωρητική θεμελίωση της ιδέας του βέλους του χρόνου και της ασυμμετρίας μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, που συνδέονται με το νυν.

«Το δε νύν εστι συνέχεια χρόνου, ώσπερ ελέχθη - συνέχει γαρ τον χρόνον τον παρελθόντα και εσόμενον...»).

Ετσι, το αριστοτελικό μοντέλο της φύσης, το οποίο οικοδομείται με βάση τα στοιχεία που παρακολουθήσαμε ως εδώ, έχει ένα σαφή δυναμικό χαρακτήρα, που εκφράζεται με το διαρκές πέρασμα από την εν δυνάμει στην εν ενεργεία κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό και η ύλη, το υποκείμενον της μεταβολής, έχει έναν δυναμικό χαρακτήρα, διότι κλείνει μέσα της την κίνηση. Τέλος, η κίνηση είναι αλληλένδετη με τον χρόνο, ο οποίος πάντα κυλάει προς τα μπρος, από το παρελθόν προς το μέλλον, και είναι απόλυτα συνυφασμένος με το γίγνεσθαι του φυσικού κόσμου.

Αυτό λοιπόν το βέλος του χρόνου, που πρώτος διατύπωσε με έναν τρόπο συστηματικό ο Αριστοτέλης, στηριγμένος στην απλή παρατήρηση της εμπειρίας, αλλά κυρίως στον φιλοσοφικό στοχασμό, έχει αποκτήσει ιδιαίτερη βαρύτητα μέσα από την πειραματική έρευνα του Ιλια Πριγκοζίν στον χώρο της θερμοδυναμικής, όπου υψηλά ασταθή δυναμικά συστήματα φαίνεται να εδραιώνουν την κίνηση του χρόνου προς μία κατεύθυνση και τη διάκριση μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος.



Απόσπασμα από ομιλία του καθηγητή Φυσικής Μάνου Δανέζη



Ερώτηση: Ο ορισμός του χρόνου
Η ερώτηση είναι αν μπορεί να δοθεί ένα ορισμός του χρόνου. Βεβαίως. Εδώ υπάρχει το μεγάλο πρόβλημα. Όταν πηγαίναμε στο πρώτο έτος και διδασκόμασταν μαθηματικά, μας είπαν ότι όλες οι διαστάσεις είναι ίδιες, καμιά διάσταση δεν διαφέρει από την άλλη, δηλαδή το μήκος, το πλάτος και το ύψος εδώ πέρα, μέσα και τους έχουμε δώσει διαφορετικές ονομασίες, αν πάρουμε αυτό το δωμάτιο και το τουμπάρουμε, το ύψος θα γίνει πλάτος και το πλάτος θα γίνει μήκος, άρα λοιπόν στο μαθηματικό τμήμα αντιμετωπίζουμε οσεσδήποτε διαστάσεις με τον ίδιο τρόπο, έτσι ο χρόνος έχει όλες τις ιδιότητες που τα μαθηματικά δίνουν σε μια διάσταση και τίποτα παρά πάνω. Ο φυσικός όμως, ο οποίος δεν ξέρει πολύ καλά μαθηματικά, τι κάνει; Επειδή βλέπει...και τώρα θα με κάνετε να το πω. Οι ανθρώπινες αισθήσεις, το DNA, και νομίζω ότι θα υπάρχουν άνθρωποι εδώ που θα ξέρουν καλύτερα βιολογία, έχουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται μόνο τρεις διαστάσεις αμέσως.
Άρα λοιπόν, αυτό το πηγάδι του χωροχρόνου, που είναι το βάθος του ο χρόνος και γύρω-γύρω οι τρεις διαστάσεις, οι αισθήσεις μας έχουν την δυνατότητα να αντιλαμβάνονται αμέσως πλάτος, μήκος, ύψος, τις τρεις διαστάσεις, δεν ενδιαφέρει πως λέγονται. Σύμφωνοι; Ενώ την τέταρτη διάσταση δεν έχουν την δυνατότητα να την αντιληφθούν αμέσως, παρά μόνο εμμέσως. Μέσω της προβολής της επάνω στο χώρο που αντιλαμβανόμαστε των τριών διαστάσεων. Είπα προηγουμένως, δηλαδή μέσω της φθοράς.
Άρα ο φυσικός έχει την ψευδαίσθηση – ο άνθρωπος δηλαδή που αντιμετωπίζει τη φύση με τις αισθήσεις του - ότι ο χρόνος, επειδή αντιλαμβάνεται την προβολή του, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τις τρεις άλλες διαστάσεις που τις αντιλαμβάνεται αμέσως. Για το λόγο αυτό τις τρεις διαστάσεις τις μετράει σε μήκος, ενώ την τρίτη (;)έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι κάτι διαφορετικό, γιατί αντιλαμβάνεται μόνο την προβολή της, τη μετράει με μια άλλη μεζούρα που τη λέει second.
Αν είχαμε, τώρα ένα μικρό πίνακα εδώ πέρα θα κάναμε πολύ ωραία πράγματα. Έκοψα ένα κομμάτι από την ομιλία μου για να μη γίνω βαρετός.......
Υπάρχει ένας άλλος τρόπος να καταλάβουμε την αύξηση της πυκνότητας της ενέργειας ή την ελάττωση της. Όταν αυξάνεται η πυκνότητα της ενέργειας της ύλης αυτομάτως αυξάνεται και η ταχύτητα της. Η ταχύτητα, δηλαδή – θα σας φέρω δύο παραδείγματα πολύ απλά – Προσέξτε, όσο αυξάνεται η πυκνότητα της ενέργειας ή η καμπυλότητα, τότε αυξάνεται η ταχύτητα.
Κοιτάξτε το παράδειγμα. Όταν έχω σ’ ένα γαλαξία στο κέντρο μια Μελανή Οπή. Η μεγάλη καμπυλότητα του χώρου εκεί στο κέντρο του γαλαξία, το υλικό που πάει να πέσει προς τη μελανή οπή, δηλαδή που συνεχώς αυξάνει την καμπυλότητα του και την πυκνότητα της ενέργειας του, συνεχώς επιταχύνεται. Άρα η επιτάχυνση αυτή που βλέπετε σε συσχετιστικές ταχύτητες, που λέει η θεωρία της σχετικότητας, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μέτρο της καμπυλότητας ή του χρόνου. Σας έμπλεξα λιγάκι....
Άρα λοιπόν, η ταχύτητα δεν είναι αυτό το οποίο αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας. Θα σας πω κάτι που θα σας φανεί εντελώς μεταφυσικό, αλλά το είπε ο Χάϊζεμπερκ.
Εδώ μέσα υπάρχει ένα υλικό. Ξέρουμε πολύ καλά από το γυμνάσιο, ότι αν πάρω τον τοίχο απέναντι και δέσω ένα σχοινί και το κρατώ από εδώ και κάνω μια κίνηση έτσι πάνω κάτω, θα δημιουργηθεί μια καμπυλότητα. Αυτή η καμπυλότητα θα αρχίσει να τρέχει προς τον τοίχο. Ο αδαής θα νομίσει ότι κινείται αυτό το καμπύλωμα, σαν ενιαίο υλικό. Αυτό είναι ψέμα. Το υλικό δεν μετακινείται. Μεταφέρει την ενέργεια του από σημείο σε σημείο και καμπυλώνει διαφορετικά σημεία γύρο του, ενώ ο αδαής έχει την ψευδαίσθηση ότι μετακινήθηκε το υλικό αυτό, το αρχικό και πάει στο τέλος.
Το ίδιο συμβαίνει σε μια λίμνη, ήρεμη. Εάν κάνω μια διακύμανση σε ένα σημείο, δημιουργούνται κύκλοι γύρω-γύρω , σαν βουναλάκια, και βλέπω τον κύκλο συνεχώς να μεγαλώνει. Ο αδαής θα νομίζει ότι το νερό μετατοπίζεται προς τα έξω. Το νερό δεν μετατοπίζεται, είναι το ίδιο με το σχοινί, μεταφέρει την ενέργεια της δίπλα και δίπλα μέχρι η ενέργεια να χαθεί κλπ.
Λοιπόν, λέει ο Χάιζεμπερκ: Δεν έχουμε ένα ενιαίο χώρο, το χωροχρονικό συνεχές, πέστε το όπως θέλετε. Εγώ τι είμαι; Μία καμπυλότητα αυτού του χώρου. Αυτού του χώρου που καταλαμβάνω αυτή τη στιγμή. Ο Δανέζης που είναι εδώ και σας μιλάει, το υλικό του, δεν είναι καθόλου το ίδιο με το υλικό του Δανέζη όταν πάει σπίτι του.
Απλώς όπως μετακινούμαι στο χώρο δεν μετακινείται το υλικό, μετακινείται η κύμανση, η ενέργεια. Αλλά γίνεται τόσο γρήγορα, με τέτοιες διαδικασίες, που το μάτι και οι αισθήσεις δεν αντιλαμβάνονται την.......................
Καταλάβαμε τι είναι... λίγο, ο χρόνος; Είναι κάτι πολύ γνωστό. Ο Αυγουστίνος μαζί με τον Μέγα Βασίλειο – αυτό που σας είπα ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο από το μέτρο της φθοράς – αυτοί το είπαν πρώτοι. Το ότι επιβεβαιώθηκε από την επιστήμη, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Φιλοσοφικά το είπαν πρώτοι.


Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης – efsyn.gr
Αν ανατρέξει κανείς στην ιστορία των ανθρώπινων ιδεών σχετικά με τον χρόνο θα διαπιστώσει ότι μέσα σε τρεις χιλιετίες υπήρξε μια σαφής μετάβαση από τον κυκλικό χρόνο των αρχαίων Ελλήνων στον γραμμικό και τελεολογικό χρόνο των Εβραίων και των χριστιανών, και από αυτόν στον σύγχρονο μαθηματικοποιημένο και τελικά άχρονο χρόνο της κλασικής φυσικής.
Τι σχέση όμως μπορεί να έχει η εύπλαστη υποκειμενική εμπειρία του χρόνου, που οι άνθρωποι ανέκαθεν βίωναν στην καθημερινή ζωή τους, με τον «απανθρωποποιημένο», δηλαδή τον μαθηματικοποιημένο και μετρήσιμο χρόνο της σύγχρονης επιστήμης;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν είναι διόλου αυτονόητη, αφού κάθε αντικειμενική περιγραφή της επιστήμης στηρίζεται, εξ ορισμού, πάνω στη μελέτη επαναλαμβανόμενων, δηλαδή α-χρονικών φαινομένων. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί επιστημονικά η μελέτη φαινομένων «μοναδικών» και ανεπανάληπτων στον χρόνο;
Επιστημονικά αδιέξοδα στη σύλληψη του χρόνου
Στις 6 Απριλίου του 1922, στο Παρίσι, στην περίφημη Φιλοσοφική Εταιρεία, συναντήθηκαν δύο μεγάλοι στοχαστές, ο φυσικός Αλμπερτ Αϊνστάιν και ο φιλόσοφος Ανρί Μπερξόν, για να ανταλλάξουν απόψεις γύρω από το αίνιγμα του χρόνου.
Στο επίμονο ερώτημά του, αν ο χρόνος όπως περιγράφεται από τη θεωρία της σχετικότητας, και συνεπώς από τη σύγχρονη φυσική, έχει να κάνει με τον χρόνο όπως τον βιώνουν καθημερινά οι άνθρωποι, ο Μπερξόν έλαβε από τον Αϊνστάιν την ακόλουθη απάντηση: «Το ερώτημα τίθεται ως εξής: ο χρόνος του φιλοσόφου είναι ίδιος με τον χρόνο του φυσικού;». Και προς μεγάλη απογοήτευση του Μπερξόν, ο δημιουργός της θεωρίας της σχετικότητας θα απαντήσει απερίφραστα: «Μόνο η επιστήμη λέει την αλήθεια και κανένα υποκειμενικό βίωμα δεν μπορεί να διασώσει ό,τι αρνείται η επιστήμη»!
Σε αυτήν την ατελέσφορη προσπάθεια διαλόγου ανάμεσα σε έναν μεγάλο φυσικό επιστήμονα και έναν εξίσου μεγάλο φιλόσοφο αποτυπώνεται η θεμελιώδης διαφωνία σχετικά με τη φύση του χρόνου και την επίδρασή του στο Σύμπαν: ο χρόνος όπως περιγράφεται από τους βασικούς νόμους της δυναμικής του Νεύτωνα, αλλά και από τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, είναι γραμμικός, ομοιότροπος και συμμετρικός ως προς το παρελθόν και το μέλλον, είναι δηλαδή αντιστρεπτός.
Ο φυσικός χρόνος, σε αντίθεση με τον υποκειμενικό ανθρώπινο χρόνο, δεν κυλάει προς κάποια κατεύθυνση και δεν παράγει ποτέ τίποτα νέο. Οπως το έθεσε ο Νεύτων στην εισαγωγή του περίφημου βιβλίου του «Philosophiae Naturalis Principia Mathematica» (Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας): «Ο απόλυτος, αληθινός και μαθηματικός χρόνος, αφ’ εαυτού και από την ίδια του τη φύση, ρέει ομοιόμορφα χωρίς να εξαρτάται από τίποτα το εξωτερικό…».
Με άλλα λόγια, η υποκειμενική εμπειρία του χρόνου που βιώνουν οι άνθρωποι, για τον Νεύτωνα (αλλά και την κλασική επιστήμη συνολικά) είναι απλώς μια ψευδαίσθηση που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον απόλυτο κοσμικό χώρο και χρόνο. Αποψη που, παραδόξως, αιώνες μετά συμμερίζεται και ο Αϊνστάιν, ο βασικός υπαίτιος της «δολοφονίας» της έννοιας του απόλυτου χρόνου στη σύγχρονη φυσική!
Πράγματι, όπως θα εκμυστηρευθεί ο ίδιος ο Αϊνστάιν σε ένα περίφημο γράμμα του: «Η διάκριση ανάμεσα σε παρελθόν και σε μέλλον αποτελεί μόνο μια ψευδαίσθηση, μολονότι πρόκειται για μια επίμονη ψευδαίσθηση»!
Για τον πατέρα της θεωρίας της σχετικότητας ο χρόνος δεν είναι τίποτα άλλο από μία επιπλέον μαθηματική παράμετρο στην περιγραφή του φυσικού κόσμου, μία διάσταση στο ενοποιημένο τετραδιάστατο συνεχές που σήμερα ονομάζεται «χωρόχρονος». Προσβλέποντας στην αντικειμενική περιγραφή του χρόνου η φυσική οδηγήθηκε στην εξάλειψή του.
Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο; Τόσο για τη νευτώνεια δυναμική όσο και για τη σχετικιστική φυσική, ο χρόνος δεν είναι δημιουργική δύναμη αλλά μόνο μία διάσταση στη μαθηματική περιγραφή της κίνησης των υλικών σωμάτων, η οποία μπορεί να παίρνει είτε θετικές είτε αρνητικές τιμές (η χρονική αντιστροφή από το t στο -t), μπορεί δηλαδή να ρέει ελεύθερα από το παρελθόν προς το μέλλον (και αντίστροφα), χωρίς αυτό να επηρεάζει ουσιαστικά τις βασικές εξισώσεις της δυναμικής που περιγράφουν τη συμπεριφορά και τις μεταβολές των υλικών αντικειμένων.
Με άλλα λόγια, το παράδοξο προκύπτει από τη θεμελιώδη φυσική και, κατά βάθος, μετα-φυσική παραδοχή περί συμμετρότητας ή αντιστρεπτότητας του χρόνου.
Αν όμως «ο χρόνος είναι μόνο ό,τι μετράνε τα ρολόγια», όπως κατ’ επανάληψη υποστήριξε ο Αϊνστάιν, τότε γιατί μας φαίνεται ατελείωτος όταν πλήττουμε και αδυσώπητος όταν γερνάμε; Ποιοι νευροψυχολογικοί μηχανισμοί επιτρέπουν στους περισσότερους ανθρώπους να έχουν μια «ακριβή» αίσθηση του χρόνου; Χάρη στις πρωτοποριακές έρευνες των νευροεπιστημών, αρχίζουμε να κατανοούμε τόσο τους ψυχολογικούς όσο και τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που ρυθμίζουν ή απορρυθμίζουν το εγκεφαλικό μας χρονόμετρο.
Ολοι έχουμε διαπιστώσει ότι η αίσθησή μας του χρόνου εξαρτάται και επηρεάζεται από την ψυχολογική μας διάθεση ή από τη νοητική μας κατάσταση. Για παράδειγμα, ενώ ο χρόνος διάρκειας ενός ονείρου είναι μόλις λίγα λεπτά, έχουμε την εντύπωση ότι διήρκεσε πολλές ώρες. Επίσης, το αλκοόλ, το όπιο και ο έρωτας μπορούν να μας δημιουργούν μια ανάλογη ψευδαίσθηση διαστολής ή συστολής του βιωμένου χρόνου.
Ταξίδια στον χρόνο με την εγκεφαλική χρονομηχανή
Η εντύπωσή μας ότι ο ανθρώπινος χρόνος «ρέει», «κυλά» και «φεύγει» με διαφορετικούς ρυθμούς είναι στην πραγματικότητα μια «μεταφορά» ή, ενδεχομένως, μια αληθοφανής ψευδαίσθηση. Και το γεγονός ότι αυτή η μεταφορά μάς φαίνεται τόσο ρεαλιστική οφείλεται στο ότι η «πραγματικότητά» της διαμορφώνεται και εξαρτάται από ενδογενείς νευρολογικούς μηχανισμούς, οι οποίοι παραμένουν αδιαφανείς στην καθημερινή μας εμπειρία. Εξάλλου, γενικότερα, τόσο οι λεγόμενες «μεταφορές» όσο και οι «ψευδαισθήσεις» μας δεν είναι σχεδόν ποτέ αυθαίρετες, αφού, κατά κανόνα, προκύπτουν από κάποια δομικά χαρακτηριστικά της λειτουργίας του ανθρώπινου νου.
Εκτός από τα αφηρημένα μαθηματικά μοντέλα σχετικά με τη φύση του κοσμικού χρόνου, τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται, στη βάση συγκεκριμένων πειραμάτων, επιστημονικές θεωρίες που επιχειρούν να κατανοήσουν τον υποκειμενικό ή νοητικό χρόνο, όπως αυτός βιώνεται από τους ανθρώπους στην καθημερινή τους ζωή.
Κοινός παρονομαστής αλλά και αφετηρία των σύγχρονων νευροψυχολογικών μοντέλων του νοητικού χρόνου είναι η παραδοχή ότι υπάρχει ένας κεντρικός εγκεφαλικός μηχανισμός για τη μέτρηση του χρόνου, ένα είδος εγκεφαλικής κλεψύδρας που συσσωρεύει και «καταμετρά» στιγμές του νοητικού χρόνου.
Ενας «συσσωρευτής δευτερολέπτων», όπως αφελώς τον περιέγραψε ο Μαρκ Γουίτμαν (Marc Wittmann), επιφανής καθηγητής στην Ψυχιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας ο οποίος επί σειρά ετών μελέτησε τις εγκεφαλικές προϋποθέσεις της αίσθησης του χρόνου. Η αφέλεια του Γουίτμαν συνίσταται στο ότι παρομοιάζει το εγκεφαλικό μας χρονόμετρο με ένα «νευρωνικό εκκρεμές» που η κάθε του αιώρηση αντιστοιχεί στο τικ-τακ ενός μηχανικού ρολογιού.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για περισσότερα από ένα νευρωνικά κυκλώματα, η λειτουργία των οποίων συνίσταται στο ότι απλώς καταγράφουν νευρικές ώσεις, ενώ ο συνολικός αριθμός των καταγεγραμμένων νευρικών ώσεων αντιστοιχεί στη χρονική διάρκεια στην οποία έλαβε χώρα μια πράξη. Το ζήτημα βέβαια είναι αν αυτά τα νευρωνικά χρονόμετρα «καταγράφουν» παθητικά χρονικές στιγμές ή αν, αντίθετα, τις δημιουργούν. Εξάλλου, τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά και οι ώρες είναι μόνο μια εντελώς αυθαίρετη ανθρώπινη διαίρεση του χρόνου.
Πάντως, από τις μέχρι σήμερα έρευνες προκύπτουν μερικά εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. «Σύμφωνα με το καθιερωμένο γνωστικό μοντέλο, όσο περισσότερη προσοχή δίνουμε στον χρόνο τόσο αυξάνεται η υποκειμενική αίσθηση της διάρκειάς του», υποστηρίζει ο Γουίτμαν. Αυτό συμβαίνει επειδή τα «τικ-τακ» του νευρωνικού χρονόμετρου συσσωρεύονται μονάχα όποτε εστιάζουμε την προσοχή μας στον χρόνο ή όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση επιφυλακής. Πράγματι, όπως διαπίστωσαν πειραματικά, όποτε εστιάζουμε την προσοχή μας, η συχνότητα των νευρικών ώσεων αυξάνει, συνεπώς αυξάνει και η συχνότητα των ώσεων που καταγράφονται από την εγκεφαλική κλεψύδρα.
Αρχίζουμε λοιπόν να υποψιαζόμαστε το γιατί και κυρίως το πώς η ψυχολογική μας διάθεση μπορεί να επηρεάζει την υποκειμενική μας αντίληψη του χρόνου. Αυξάνοντας ή, εναλλακτικά, μειώνοντας τα νευρωνικά σήματα, θέτουμε σε κίνηση ή αδρανοποιούμε τους χρονοδείκτες του εγκεφαλικού μας ωρολογιακού μηχανισμού, δηλαδή, σαν να λέμε, θέτουμε σε κίνηση τους «κόκκους άμμου» στην εγκεφαλική μας κλεψύδρα. Ισως γι’ αυτό όταν βαριόμαστε ή όταν βιώνουμε κάτι παθητικά, έχουμε την εντύπωση ότι ο χρόνος δεν περνά: η προσοχή μας παγιδεύεται σε ένα αενάως επεκτεινόμενο παρόν.
Πού όμως εντοπίζονται αυτά τα εγκεφαλικά χρονόμετρα; Και από ποια εγκεφαλικά υποστρώματα αναδύεται η ανθρώπινη αίσθηση του χρόνου; Σε αυτά τα αποφασιστικά ερωτήματα δεν υπάρχουν ακόμη οριστικές απαντήσεις.
Για την ώρα, οι απόψεις των ειδικών διίστανται: ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η εγκεφαλική κλεψύδρα βρίσκεται κάπου μεταξύ της παρεγκεφαλίδας και των βασικών γαγγλίων. Αλλοι υποστηρίζουν ότι τέτοιες «κλεψύδρες» είναι διάσπαρτες σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου μας: εντοπίζονται δηλαδή σε ειδικά νευρωνικά κυκλώματα κατανεμημένα στο σύνολο του εγκεφάλου.
Πάντως, ο ανθρώπινος νους -αυτή η πολύπλοκη βιολογική χρονομηχανή- φαίνεται πως διαθέτει την αξιοπερίεργη ικανότητα να παραβιάζει καταφανώς και συστηματικά κάθε χρονικό περιορισμό.
Μόνο ο ανθρώπινος νους μπορεί να υπερβαίνει το φράγμα του χρόνου, επιτρέποντάς μας να πραγματοποιούμε απαγορευμένα ταξίδια στον χρόνο: όχι μόνο να ανασυγκροτούμε το πιο μακρινό παρελθόν μας, αλλά και να σχεδιάζουμε το απώτερο μέλλον μας.
Καλή χρονιά!


…………………………………………………………………
Προηγουμένως όμως, θα ήθελα να τονίσω κάτι που και σύ ίσως το γνωρίζεις:   Προφήτες στην εκκλησιαστική γλώσσα δεν είναι εκείνοι που αναγγέλλουν μόνο τα μέλλοντα (κατά την λαϊκή αντίληψη), αλλά επιλεγμένα από τον Θεό πρόσωπα, που αναγγέλλουν στον λαό τις βουλές του Θεού, τα οποία γίνονται κατά κάποιον τρόπο"στόμα" του Θεού και μιλούν με την εντολή Του στη Θέση Του (πρό-φημί). ΄Ετσι λοιπόν:
1/  ΄Ολοι οι προφήτες, όταν καλούνται ή αποστέλλονται, βιώνουν μία ακατάληπτη υπερφυσική συνάντηση με τον άχρονο Θεό, έχουν "οράσεις" του Θεού (φυσικά, όχι της απρόσιτης Θεϊκής Ουσίας, αλλά της "δόξης" ή -κατά τον αγ. Γρηγόριο Παλαμά- των ακτίστων θείων ενεργειών Του). Γι' αυτό μερικοί ονομάσθηκαν στην εκκλησιαστική παράδοση "θεόπτης", όπως ο Μωυσής. Βιώνουν έτσι για κάποιο γήϊνο χρονικό διάστημα την αιωνιότητα "εκτός χρόνου". Τοποθετούν δε γραπτώς τις "οράσεις" τους στον γήινο χρόνο με χρονολογίες, ονόματα βασιλέων και ηγεμόνων, τοποθεσίες, γνωστά στους συγχρόνους τους ιστορικά περιστατικά κλπ., σε αντιδιαστολή με τις άχρονες εμπειρίες τους.
Π.χ.  Ωσηέ 1:1,   Αμώς 1:1,  Ιεζεκιήλ 1:1 ("...και ηνοίχθησαν οι ουρανοί, και είδον οράσεις Θεού),   Δανιήλ 7:1, & 8:1.
2/  Στο κεφάλαιο Γενεσ. 32:24-33 διαβάζομε την ανεξήγητη πάλη του Ιακώβ με τον Θεό
("...επάλαιεν άνθρωπος μετ' αυτού έως πρωί"). Πέρασε ολόκληρη νύχτα στην υπερφυσική αυτή επικοινωνία. Το πρωί ο "άνθρωπος" τον άφησε ευχαριστημένος, τον ευλόγησε κατόπιν επιμονής του Ιακώβ και του έδωκε το όνομα "Ισραήλ" (εβρ.= "ίσχυσας μετά Θεού"). Ο Ιακώβ εκάλεσε τον τόπον εκείνον "Είδος Θεού. Είδον γαρ Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον...". Εβίωσε μία άχρονη εμπειρία.
3/  Γεν. 20:21, Οι Εβραίοι μετά την ΄Εξοδο, στο όρος Σινά. Ο Θεός καλεί τον Μωυσή στο όρος για να λάβει τις 10 Εντολές , "Μωυσής δε εισήλθεν εις τον γνόφον ού (όπου) ήν ο Θεός".   Στο δε Γεν. 24:16 μαθαίνουμε τον  "άχρονο" χρόνο που έμεινε στο όρος ο Μωυσής:  "...και κατέβη η δόξα του Θεού επί το όρος το Σινά, και εκάλυψεν αυτό η νεφέλη εξ (6) ημέρας".          (Σημ. οι εξηγήσεις στις παρενθέσεις δηλώνουν τα άσχημα του μονοτονικού. Ας είναι καλά οι..."προοδευτικοί" συμπατριώτες μας. Πολλά ακόμη θα δούμε!).
4/  Ιεζεκιήλ 37:1-14  προφητεία (μέλλοντος) "επί τα οστά τα ξηρά":  "...εγένετο επ' εμέ χείρ Κυρίου, και εξήγαγέ με εν πνεύματι Κύριος...". Βιώνει μελλοντικό "χρόνο" -ούτως ειπείν- σε "άχρονο" περιστατικό της αιωνιότητος:  την ανάσταση των νεκρών μετά τη δεύτερη έλευση του Χριστού, οπότε θα έχει ήδη μεταβληθεί ο φυσικός αυτός κόσμος σε "καινούς ουρανούς και καινήν γήν κατά το επάγγελμα (υπόσχεση) αυτού.." (Β΄ Πέτρου 3:13).
(Σημ. Η προφητεία αυτή του Ιεζεκιήλ διαβάζεται στον Ναό μετά την περιφορά του Επιταφίου, ως εν Χριστώ ελπίδα ζωής και ανανεώσεως του ανθρώπου, που δέχθηκε μεν ως δώρο την αθανασία με την θεϊκή "πνοήν ζωής", αλλά την έχασε επιλέγοντας ελεύθερα
-έστω και κατόπιν πονηρής επήρειας- τον θάνατο).
5/  Ησαϊας 6:1-13  "΄Ορασις" του Ησαϊα ενώ ευρίσκετο στον Ναό:  "...είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου... Σεραφείμ ειστήκεσαν κύκλω Αυτού...και εκέκραγεν έτερον προς το έτερον και έλεγον, άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός...". (Σημ. Κύριος σαβαώθ:  Κύριος των δυνάμεων. Κυριολεκτικά στην εβραϊκή
"σαβαώθ" = ετοιμοπόλεμος στρατός). Η συνομιλία με τον Θεό και το έργο ενός σεραφείμ
κατ' εντολήν Θεού ("...εν τη χειρί είχεν άνθρακα, όν έλαβεν από του θυσιαστηρίου -δηλαδή από τον υπάρχοντα εντός του Ναού βωμό του θυμιάματος- και ήψατο του στόματός μου...) υποδηλώνει ασφαλώς διάρκεια "αχρόνου" χρόνου που βιώνει ο προφήτης.
6/  Β΄ Κορινθ. 12:2-4   Ο Παύλος αναγκάζεται να αποκαλύψει στους Κορινθίους μια πνευματική του εμπειρία "προ ετών δεκατεσσάρων", δηλ. γύρω στο 40 μ.Χ.:  " Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ (δηλ. τον εαυτόν του, πιστόν στον Χριστό)... αρπαγέντα τον τοιούτον έως τρίτου ουρανού (τρίτος, κατά την τότε Ιουδαϊκή αντίληψη, δηλ. πνευματικός, ο παράδεισος)...είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν...και ήκουσεν  άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι". Βιώνει την αιωνιότητα για λίγο.
7/  Στο περιστατικό της Μεταμορφώσεως που διηγούνται ο Ματθαίος και ο Μάρκος.   Ο Χριστός περιλούζεται από θεϊκή λάμψη ενώπιον των Πέτρου, Ιακώβου και Ιωάννου. Το πρόσωπό του αντανακλά σαν ήλιος. Εμφανίζονται ο Μωυσής και ο Ηλίας συνομιλούντες μαζί Του. Νεφέλη (παρουσία του Θεού, όπως πολλάκις και στην Π.Διαθήκη), περιβάλλει όλους και η φωνή του Θεού ακούγεται. Οι μαθητές βιώνουν μία καταπληκτική εμπειρία, άλλου κόσμου, σε "άχρονο" χρόνο. Τέτοιο θάμβος τους καταλαμβάνει, ώστε ζητούν από τον Χριστό να μείνουν εκεί, στήνοντας μάλιστα -κατά την απλοϊκή ανθρώπινη αντίληψη- τρείς σκηνές.
8/  Τέλος:   Τέτοιες εμπειρίες, εκστάσεις (εντός ή εκτός του σώματος, άγνωστον!) και  "οράσεις" έχομε ακούσει ή διαβάσει, ότι έχουν βιώσει (μετά Χριστόν) και πνευματικοί άνθρωποι, ακόμη και στις μέρες μας.
Χαιρετώ, Γιώργο, και πιστεύω ότι κάπως απάντησα στο αίτημά σου.
π. Απόστολος
Υ.Γ.  Ο Μωάμεθ, φυσικά, δεν συγκαταλέγεται στους προφήτες που έχουν αποκάλυψη του Ενός και Αληθινού Θεού. Και τούτο, διότι στο Ισλάμ δεν υπάρχει πίστη στην θεανθρώπινη φύση του Χριστού. Είναι ποτέ δυνατόν ο Θεός Πατήρ να αποκαλύψει τέτοια άρνηση για τη φύση του Θεού Λόγου και Μονογενούς Υιού, "του ενανθρωπήσαντος δι' ημάς"; Πρόκειται μάλλον για ψευδή προφήτη, σύμφωνα με την πρόρρηση του Χριστού ("...ελεύσονται ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται..."). Ο Μωάμεθ έκανε ένα έργο εθνικό για τον φοβερά διεσπασμένο σε εχθρικές μεταξύ τους Αραβικές φυλές λαό του. ΄Εντυσε δε την κοινωνική του διδασκαλία με ένα ένδυμα θρησκευτικό, επηρεασμένος από τον Ιουδαϊκό και Χριστιανικό κόσμο γύρω του. Κατά τα άλλα... ο Θεός γνωρίζει και κρίνει κατά τα έργα εκάστου.
Tα αντικείμενα που διαθέτουν μάζα επηρεάζουν τη ροή του Χρόνου…Κοντά σε μια,μεγάλη μάζα τα ρολόγια πάνε πίσω.( «Η επίγνωση των ορίων σελ.32)
===================================================                                                                                                                                

 Ο Lee Smolin  δεν  δέχεται εάν άχρονο Σύμπαν. Δέχεται την ύπαρξη πραγματικού χρόνου.( «Χρόνος η αναγέννηση»Τραυλός 2016)


Ο Einstein πίστευε σ’ένα άχρονο σύμπαν,ΑΛΛΑς:
 -Όπως γράφει ο Βιεννέζος φιλόσοφος  Ρούντολφ Κάνατι  στη « Διανοητική Αυτοβιογραφία   »
« Κάοτε ο Αινσταίν είπε ότι τον απασχολούσε σοβαρά το πρόβλημα του Τώρα Ανέφερε πώς η εμπειρία του Τώρα σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για τον Ανθρωπο,κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από το παρελθόν και το μέλλον ,αλλά ότι αυτή η σημαντική διαφορά δεν εμφανίζεται ,ούτε μπορεί Να εμφανισθεί μέσα στη φυσική.Το ότι αυτή η εμπειρία δεν μπορεί να συλληφθεί από την επιστήμη του φαινόταν ζήτημα οδυνηρής αλλά αναπόφευκτης παραίτηση»


O Πλάτων  δέχεται ότι .γιά τα αιώνια όντα δεν υπάρχει χρόνος(Τίμαιος  Χ, ιδίως 38 επ.)   «Λέγομεν γάρ γαρ δη ως ην  έστι τε και έσται  τη δε το έστι μόνον κατά τον αληθή λόγον προσήκει  το δε ην το τ’έσται περί την εν χρόνω γένεσιν ιούσαν πρέπει λέγεσθαι κινήσεις γαρ εστον ( :λέγομεν βέβαια ότι αυτή είναι και θα είναι.αλλ εις αυτήν ,καθώς είναι η αλήθεια  αρμόζει μόνον το «είναι» το δε ήτο και θα είναι πρέπει να λέγεται για κείνο που γεννάται  και προχωρεί μέσα εις τον χρόνον. Διότι είναι κινήσεις. )

Ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει χρόνος,γιατί κανένα τμήμα του δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό,Λέγει ότι μετρούμε ένα εικονικό είδωλο του χρόνου και όχι τον ίδιο τον χρόνο.Το αντίθετο δέχονταν ο Ζήνων ο Ελεάτης,όπως φαίνεται από το "νοητικό πείραμα>που επκιαλείται με τον Αχιλλέα και την χελώνα.

 Ο Μαθηματικός  Αντώνης Καλαμπόκας  στο τεύχος 8 του 2008 του περιοδικού Ευδικία,γράφει για  την έννοια του χρόνου  και την  εξέλιξή της μέχρι σήμερα.Αφού σημειώνει ότι σύμφωνα με τα όσα προέβλεψε ο Einstein   και επαληθεύθηκε πειραματικώς  το 1925,από τον Αμερικανό φυσικό Ives κανένα αντικείμενο στο Σύμπαν δεν μπορεί να κινηθεί ταχύτερα απ'ό,τι το φως ,αντιμετωπίζει την άποψη ορισμένων  φυσικών, που πιστεύουν στην ύπαρξη σωματιδίων κινούμενων με ταχύτητα μεγαλύτερη από την του φωτός,πράγμα που κατά τον ίδιο δεν έχει επαληθευθεί πειραματικώς.Λέγει λοιπόν ότι αν κάτι τέτοιο αληθεύει,θα πρέπει τα σωματίδια αυτά,να ταξειδεύουν προς την κατεύθυνση του αρνητικού χρόνου,δηλαδή προς το παρελθόν!!! Και παραθέτοντας μιά άλλη εξήγηση, λέγει  ότι αυτές  οι ταχύτητες δυνατόν να συμβαίνουν σε άλλους χώρους.,.  
 Ως προς την έννοια του χωροχρόνου,τον περιγράφει ως ένα βαρυτικό πεδίο γεμάτο καμπύλες  δηλαδή δυναμικές γραμμές,δημιουργούμενο γύρω από κάθε υλικό σώμα λόγω της βαρυτικής έλξης,που είναι ιδιότητα όλων των βαρέων αντικειμένων του Σύμπαντος.

Αντιγράγουμε από το διαδίκτυο.( Νοέμ.2016)


Πρόκειται για τον ακρογωνιαίο λίθο της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας του Άλμπερτ Αϊνστάιν, με την οποία προστέθηκε στις θεμελιώδεις σταθερές της φυσικής. Ο λόγος για την ταχύτητα του φωτός στο κενό, που ισούται με 300.000 χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο και, σύμφωνα με τον διάσημο φυσικό, παραμένει αμετάβλητη για οποιονδήποτε παρατηρητή βρίσκεται ακίνητος ή κινείται χωρίς επιτάχυνση.
Αν και η παραπάνω τιμή έχει επιβεβαιωθεί από πολλά πειράματα, ο καθηγητής κοσμολογίας Τζοάο Μαγκέγιο από το Κολέγιο Imperial του Λονδίνου και ο αναπληρωτής καθηγητής αστροφυσικής Νάγιες Αφσόρντι από το πανεπιστήμιο του Ουάτερλου του Καναδά υποστηρίζουν πως δεν είναι θεμελιώδης σταθερά, αφού έχει μεταβληθεί κατά τη διάρκεια «ζωής» του σύμπαντος.
Για την ακρίβεια, σύμφωνα με τους δύο επιστήμονες, το φως διαδιδόταν με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα στο «νεογέννητο» σύμπαν, το οποίο είχε ασύλληπτη πυκνότητα και θερμοκρασία. Στη συνέχεια, όσο μειωνόταν η πυκνότητα και η θερμοκρασία, ελαττωνόταν σταδιακά και η ταχύτητα του φωτός, φθάνοντας τελικά στα 300.000 χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο.
Αν και η θεωρία πρωτοδιατυπώθηκε τη δεκαετία του 1990, σε άρθρο που δημοσίευσαν οι δύο επιστήμονες τη Δευτέρα στο περιοδικό Physical Review, περιγράφουν με ποιον τρόπο θα μπορούσε να ελεγχθεί. Κι αυτό γιατί, αν ισχύει, θα πρέπει να ανιχνευθεί μία χαρακτηριστική «υπογραφή» στη μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου (CMB), δηλαδή στο υπόλειμμα της ακτινοβολίας που εξέπεμπε το σύμπαν περίπου 380.000 χρόνια μετά τη δημιουργία του.
Ένα από τα κίνητρα αμφισβήτησης της «αιώνια» σταθερής ταχύτητας του φωτός, για τους δύο επιστήμονες, ήταν να δώσουν μία εναλλακτική εξήγηση για το γεγονός ότι το σύμπαν είναι «ομογενές και ισότροπο», δηλαδή φαίνεται το ίδιο σε όποια θέση παρατήρησης κι αν βρεθούμε και προς όποια κατεύθυνση και αν παρατηρήσουμε.
Μέχρι σήμερα, για να εξηγηθεί αυτή η ιδιότητα, οι περισσότεροι κοσμολόγοι προτείνουν τη θεωρία του κοσμικού πληθωρισμού, υποστηρίζοντας δηλαδή πως στις πρώτες φάσεις δημιουργίας του, το σύμπαν γνώρισε μία φάση βίαιης και απότομης διαστολής, η οποία κατάφερε να του «χαρίσει» ομοιογένεια, αν και διήρκησε για ένα απειροελάχιστο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, το πρόβλημα με τον κοσμικό πληθωρισμό είναι πως δεν υπάρχει κάποια πειστική απάντηση ούτε για τον μηχανισμό που το προκάλεσε ούτε για τον λόγο που είχει τόσο μικρή διάρκεια.
Από την άλλη πλευρά, αν η υπόθεση των Μαγκέγιο και Αφσόρντι ευσταθεί, και το φως σε εκείνο το στάδιο της κοσμικής δημιουργίας είχε όντως πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα, τότε σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, η διάδοσή του προς όλες τις κατευθύνσεις θα μπορούσε να εξηγήσει την ομοιογένεια του σύμπαντος.
Σε μία τέτοια περίπτωση, όπως προβλέπουν, θα πρέπει οι διακυμάνσεις της πυκνότητας στο πρώιμο σύμπαν να έχουν ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Έτσι, προβλέπουν πως το μέγεθος που μετρά αυτές τις διακυμάνσεις, και ονομάζεται φασματικός δείκτης, θα πρέπει να ισούται με 0,96478.
Με το σημερινό επίπεδο ακρίβειας των αστρονομικών παρατηρήσεων, ο φασματικός δείκτης έχει μετρηθεί ίσος περίπου με 0,968. Αν οι πιο ακριβείς μετρήσεις, μέσα στα επόμενα χρόνια, κάνουν την πραγματική τιμή να προσεγγίσει το νούμερο που προβλέπουν οι επιστήμονες, τότε θα ενισχυθεί η θεωρία τους, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως έχει επαληθευτεί.
Ωστόσο, στην περίπτωση που από την ακριβέστερη μέτρηση του φασματικού δείκτη προκύψει κάποια τιμή που αποκλίνει από την πρόβλεψή τους, τότε η θεωρία θα καταρριφθεί.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο