Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
            
ΓΥΡΩ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ



ΤΤΤΤΤ

Times New Roman 12            d 1,15

 34/140

 ΤΤΤΤΤ

Μαίος 2022

42/150

ΤΤΤΤΤ

Times New Roman 12            d 1,15

 

              Η TYXH

  (ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ  ΑΠΟΨΕΩΝ)

 

Πίνακας Περιεχομένων

Βιβλιογραφία –ετυμολογικά –Ιστορικά…………………………1

Η επιστήμη για την Τύχη…………………………………………3

Η μετεωρολογία για την Τύχη…………………………………….9

Η εμφάνιση της Ζωής και η Τύχη…………………………………12

Φιλόσοφοι και η Τύχη…………………………………………..    26

Μη επιστημονικές απόψεις-Παράξενες συμπτώσειςκλπ………….30

Ειδικώτερα ο Κβαντικός κόσμος και η Τύχη………………………32

Τύχη και Ηθική……………………………………………………..35

Το Συμπαντικό Γίγνεσθαι και η Τύχη……………………………….35

Η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Τύχη………………………………….37

Η καθολική Εκκλησία και η Τύχη……………………………………37

Η Θεοσοφία και η Τύχη………………………………………………37

Η Ελευθερία της Βουλήσεως και η Τύχη……………………………..39

Επίλογος ……………………………………………………………….39

Παράρτημα……………………………………………………………..41

 

 

            ΤΑ ΚΥΡΙΩΤΕΡΑ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΜΟΥ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

1.-Ivar Ekeland    «Το σπασμένο ζάρι» ,Δίαυλος 1995,

2.-ιδίου « Το Χάος» Dominos 199

3.-Hubert Reeves  «Η κοσμική εξέλιξη» Ράππα 1988
 4.-Frank Tipler «The Physics of Immortality»(Anchor Books 1995?

 5.-Albert Jacquard   «Η επίγνωση των ορίων» κάτοπτρο   («Voici le temps du monde fini» Seuil 1991)  σελ. 63 επ.
 6.-Paul Davies «
Συμπαντικό Τζάκ ποτ» ΑΒΓΟ 2007
 7.-
Ι.Ευαγγέλου «Ο Ανθρωπος και η Τύχη»Ν.Βερέττας 2007 
 8.-Jim Al-Khalili  «
Οι Μεγάλοι Δαίμονες της Φυσικής» Τραυλός 2014(                     Paradox The Nine Great Enigma in Science 2012 )     
 

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ

 

 Κατά  Μπαμπινιώτη:Από το τυγχάνω. ( με έρρινο ένθημα-γ-και παράγ. επίθημα –άνω πρ.κ.μανθ-ανω )θ.τυχ-μηδενισμ.βαθμ.του θ.τευχ-(Ι.Ε. dheugh= «πιέζω» «εφάπτομαι» « αγγίζω» πβ.,σανσκρ duati «  αρμέγει» αρχ. γερμα tuht= δύναμη,» «ισχύς» – γερμ tuchtig =«άξιος» «,ικανός». γαλλ.hasard,  από τα αραβ.az-zahr=zάρι,ισπ.azar.

 

 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ-Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ

-Κατά τον Ι.Κακριδή η «Τύχη» ανήκει σε μιά κατηγορία συμβατικών θεοτήτων  που προέρχονται από αφηρημένες έννοιες  χωρίς μυθολογικό περιεχόμενο. Οι θεότητες αυτές υψώθηκαν  από τους πλάστες και τους ποιητές σε προσωπικότητες και στους τελευταίους χρόνους της αρχαιότητας   τιμούνται μ'ένα είδος πομπικής ή επιδεκτικής λατρείας.

-Κατά τον  Ι.Ευαγγέλου, ως φιλοσοφική έννοια η τύχη παρουσιάστηκε  από την αρχή των ιστορικών χρόνων και επέζησε πολλές φορές μεταλλαγμένη μέχρι το τέλος της αρχαιότητας. Εχουμε τον Βούπαλο και τον Αθηναίο ,τέκνα του χιώτη πλάστη Αρχερμου που γύρω στα 560 π.Χ.είχε γίνει γνωστός  με  το άγαλμα μιάς φτερωτής θεάς Νίκη.

 -Στην «Θεογονία» τού Ησίοδου,  αναφέρεται μιά σκιώδης ηρωική μορφή με το όνομα Τύχη ,που πρέπει να είχε το περιεχόμενο τής "αγαθής τύχης" καθώς η Τύχη στους Αρχαίους εθεωρείτο κυρίως ευμενής. Κατά τον ίδιο ,η Τύχη ήταν θυγατέρα του Ωκεανού  και της Τηθύος, όπως και κατά τον Ομηρικό ύμνο προς την Δήμητρα,ενώ κατά τον Πίνδαρο, θυγατέρα του Διός Ελευθερίου, μία των  Μοιρών--- (:Κλωθώ, Λάχεσις. = [ετυμολογικά η λέξη Λάχεσις σχετίζεται με την λέξη λαχνός, οπότε οι αρχαίοι πίστευαν ότι, τα δώρα της Μοίρας ,αυτής, όπως βεβαίως και των άλλων δύο, ήταν μάλλον δοσμένα από τύχη]Άτροπος )--- και μητέρα των  Ωρών(: θυγατέρες του Δία και της Θέμιδος, αδελφές των τριών Μοιρών και των Νυμφών.  Στην Αθήνα αναφέρονταν ως Θαλλώ, Αυξώ και Καρπώ. Στον Ησίοδο αναφέρονται ως Ευνο μία, Δίκη και Ειρήνη).

 

  -  Καθαρά φιλοσοφική έκφραση βρίσκουμε  στα πρώτα ελληνιστικά χρόνια. Εδώ η τύχη  επηρεάζει την ζωή των ανθρώπων αλλά χωρίς σκοπό. Στα Μακεδονικά χρόνια η ανάδειξη δοξασμένων κέντρων θεωρήθηκε από πολλούς ως έργο   τής θεάς "Τύχης" που αναγνωρίστηκε ως "ΘΕΩΝ ΜΕΓΙΣΤΗ ΕΝ ΤΟΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙΣ ΠΡΑΓΜΑΣΙ". Σε κάθε πόλη υπήρχε ένας ναός, για την "θεά της πόλεως" που κάποτε γίνονταν η πολιούχος. Γύρω στα 300 π.Χ. έχουμε στην Αντιόχεια ένα μπρούτζινο άγαλμα τής θεάς Τύχης. Στα ρωμαϊκά χρόνια η πίστη αυτή ενισχύθηκε με τη ανέγερση των σχε τικών ναών και την εμφάνιση πολλών αγαλμάτων. Η  τύχη  εθεωρείτο προαπαιτού μενο για να είναι κανείς πλούσιος  και  ευτυχής. 

-Ο μαθητής του Αριστοτέλη, Αλέξανδρος ο Αφοσιοδεύς,ήταν ο πρώτος που έγραψε συστηματικό  σχετικό έργο, με τίτλο "περί Ειμαρμένης, Προνοίας, Τύχης"

- Ο Θουκυδίδης, αναφέρεται στο ξαφνικό και απροσδόκητο, που έρχεται τυχαία και πέρα από κάθε υπολογισμό.

-Ο νομπελίστας Jacques Μonod υποστηρίζει την σημαντικότητα του τυχαίου  στον χώρο τής γενετικής. Για την άποψη του Μονό,στην Ζωή, αναφερόμαστε  πιο κάτω.

 

 ΟΡΙΣΜΟΣ-ΕΝΝΟΙA

EΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΥΧΗΣ (ΙΔΙΩΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΕΝ ΓΕΝΕΙ)

-( Απόσπασμα από  την παρατιθέμενη στο «Παράρτημα»’Εργασια του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου)

 «Η φυσική του 20ου αιώνα σημαδεύτηκε από την εφεύρεση δύο μεγάλων θεωριών: της γενικής σχετικότητας και της κβαντικής μηχανικής, που δεν στηρίζονται στις ίδιες βάσεις και δεν προσφέρουν την ίδια εικόνα του κόσμου. H πρώτη δεν αφήνει περιθώ ρια στην τύχη, η δεύτερη  προσδίδει, στις υποθέσεις και στις εξισώσεις της, μια σημαντική λειτουργία.- Πρώτα πρώτα ας επεξεργαστούμε το τι είναι το τυχαίο.Ενα είδος του τυχαίου αναφέρεται στον μακρόκοσμο και την κλασική λογική. Το άλλο είδος του τυχαίου το οποίο είναι και πιο οντολογικό αναφέρεται στον μικρόκοσμο. (  Σημ.Δεν υπάρχει πλήρης βεβαιότητα  για τις απόψεις αυτές)……… ……………………………….Κάπου εδώ όμως ανακύπτει η λογική των πολλαπλών λύσεων. Όπως έχουμε δει η θεωρία των χορδών (string theory) αποκαλύπτει έναν κόσμο έντεκα διαστάσεων. Οι διαστάσεις αυτές δεν είναι βέβαια προσβάσιμες στις ανθρώπινες αισθήσεις, αλλά για τις δυνατότητες του μικρόκοσμου και λόγω της δομής των χορδών μπορεί έστω με μαθηματικές διαδικασίες να θεωρηθούν ότι υπάρχουν. Οι διαστάσεις αυτές διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, διότι αποτελούν το υπόστρωμα πάνω στο οποίο αποκτούν οντολογικό περιεχόμενο όλες οι δυνάμει καταστάσεις. Ο πλούτος του δυνάμει κόσμου προέρχεται ακριβώς από κάτι το οποίο δεν υπάρχει ή δεν είναι λογικό για τον μακρόκοσμο. Υπό μία έννοια όλα τα δυνατά σενάρια και όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί πρέπει να υπάρχουν μέσα σε μια διαδικασία η οποία συνεχώς μπορεί να εμπλουτίζεται με νέες δυνατότητες……, Επανερχόμενοι στην θεωρία των χορδών, είδαμε ότι ο διαφορετικός …..τρόπος με τον οποίο δονούνται οι χορδές, αποτελεί την βάση για τον σχηματισμό κάθε μακροσκοπικής πραγματικότητας. Αυτό σημαίνει ότι οι ‘αποφάσεις’ λαμβάνονται σε έναν κόσμο στον οποίο δεν έχουμε πρόσβαση, και ακόμα εντυπωσιακότερα είναι ο κόσμος των δυνατοτήτων. Εκεί όλα είναι δυνατά, αλλά δεν είναι τυχαίο το ποιό δυνατό επιλέγεται, την ίδια στιγμή που αναφερόμαστε στο βασίλειο της τύχης. Το ότι κάθε τρόπος δόνησης της χορδής συνεπάγεται συγκεκριμένη πραγμάτωση, αποτελεί το οντολογικό υπόστρωμα του τρόπου με τον οποίο αποδίδεται η ταυτότητα και το ιδιωτικό χαρακτηριστικό στο καθετί που μετουσιώνει το ‘είναι’ σε ύπαρξη, και παράλληλα αποκαλύπτει την σχέση μεταξύ του αφηρημένου με το συγκεκριμένο.
 

(Σημ .δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα  για την πιθανοκρατία στον μικρόκοσμο  και την αιτιοκρατία στον μακρόκοσμο).     

 -  Κατά τον Ιvar Ekeland (ό.π.σελ.176,179) «Τύχη είναι η διασταύρωση ανεξαρτήτων ακολουθιών αιτίων» Ο ίδιος δέχεται ότι «,δεν μπορεί να  υπάρχουν ανεξάρτητες σειρές αιτιών στο Σύμπαν,….Δύο συστήματα μπορεί να εξελίσσονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο,το ένα σύμφωνα με μια φυσιοκρατική αιτιοκρατία, το άλλο με ιστορική αιτιοκρατία(181)…η τύχη είναι πάντα ένα ερώτημα, που θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του». Και καταλήγει:  «Δεν υπάρχει τύχη,γιατί δεν έχει νόημα.Δεν υπάρχει λόγος να ευνοηθεί περισσότερο μια συγκεκριμένη  στιγμή τής ιστορίας από μια άλλη».Ο ίδιος, («Χάος»ό.π. σελ.30) γράφοντας για το Χάος ,λέγει ότι,: «η τύχη, βρίσκεται μέσα στην ενίσχυση των μικρών εκτροπών,.Δύο ταυτόσημες αρχικές θέσεις,θα αναπαράγουν την ίδια τροχιά.Είναι βασική αρχή τού ντετερ μινισμού,είναι όμως αδύνατο να ξαναδώσουμε σ΄ένα σύστημα την  ίδια ακριβώς θέση,θα υπάρχει πάντα μια απόκλιση.»Και συνεχίζει.: «Υπάρχει αδυναμία  να κατασκευάσουμε  πραγματικώς  τυχαίες ακολουθίες; (48) Η κβαντομηχανική θα  ήταν εντελώς αιτιοκρατική αν δεν υπήρχε ο παρατηρητής,(53) Ο παρατηρητής με το να ζητεί μια πληροφορία, εισάγει το τυχαίο στοιχείο.Οι προβλέψεις τής κβαντο μηχανικής, είναι ακριβείς αλλά είναι στατιστικής φύσεως και αναφέρονται σε μεγάλο πλήθος μετρήσεων,ή σε μακροσκοπικά φαινόμενα  πράγμα που δεν αποκλείει την μεγάλη ακρίβεια.Το βέβαιο είναι ότι, στην κβαντομηχανική το αποτέλεσμα μιάς μέτρησης σημαίνει  την διενέργεια  μιάς κλήρωσης,(55).

Einstein ,ήταν ντετερμινιστής, απέδιδε δε το τυχαίο, στην ύπαρξη κρυφών μεταβλη τών,πράγμα όμως που δεν αποδείχθηκε.Το έσχατο μήνυμα τής φύσεως, είναι το τυχαίο,…Δεν μπορούμε να αποφύγουμε την αιτιοκρατία.Διώξτε την από την πόρτα,μπαίνει από το παράθυρο με το κάλυμμα των στατιστικών  νόμων.(83) -Ο Einstein, δεν δέχονταν την απροσδιοριστία,μάταια όμως προσπάθησε να εξαλείψει το στοιχείο αυτό. (Hubert Reeves ό.π. σελ.226) Μέχρι τον θάνατό του υπεστήριζε ότι ,μόνο ορισμένες από τις μεταβλητές που προσδιορίζουν την κατάσταση ενός συστήμα τος μας είναι προσιτές. Κατ΄αυτόν μερικές είναι κρυμμένες και αυτή η άγνοια μάς δημιουργεί την έννοια τού τυχαίου. όπως όμως γράφουμε πιο πάνω και  όπως παρατηρεί  και ο Ivar Ekeland (Το σπάσμένο κλπ.ό.π.σελ.56) - O ίδιος (εν  Alice Calaprice «The  New Quotable Einstein») αποκρούει εντελώς το τυχαίο για την εμφάνιση τής ζωής. Λέγει χαρακτηριστικώς, πώς η πιθανότητα να δημιουργήθηκε τυχαίως η ζωή, συγκρίνεται με την πιθανότητα,ένα λεξικό να είναι το αποτέλεσμα μιάς έκρηξης σ΄ένα τυπογραφείο. Και γενικώτερα   αποκλείει την τυφλή τυχαιότητα  και για την δημιουργία τού Σύμπαντος ,με την τάξη και την ακρίβεια που το δια κρίνει.

(Το σχετικό κείμενο στην αγγλική παρατίθεται στο Παράρτημα υπό τον τίτλο "Ο Αινστάιν για τον παράγοντα ΤΥΧΗ)

-           Το 1964 ο φυσικός Τζον Μπελ ανέπτυξε έναν τρόπο εξέτασης της ύπαρξης  «κρυφών μεταβλητών». Η ιδέα του έχει εφαρμοστεί έκτοτε επανειλημμένα με την χρησιμοποίησης κυρίως διεμπλεγμένων ζευγών φωτονίων. Τα διεμπλεγμένα σωμάτια αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου. Εχουν αλληλεπιδράσει μεταξύ τους κάποια στιγμή στο παρελθόν και τώρα εμφανίζονται να έχουν κοινές ιδιότητες με τρόπο ώστε μια μέτρηση στο σωμάτιο Α να επηρεάζει ακαριαία το αποτέλεσμα που παίρνουμε από μια μέτρηση στο σωμάτιο Β και αντίστροφα.     Τι κρύβεται πίσω από αυτό; Οι λεπτομέρειες των τεστ του Μπελ είναι πολύπλοκες, η βασική αρχή όμως μοιάζει με ένα άθλημα στο οποίο δύο ομάδες πειραματιζόμενων παίζουν με διαφορετικούς κανόνες. Η ομάδα Αλφα υποθέτει ότι, οι κβαντικές συσχετίσεις οφείλονται σε κάποια κρυφή ανταλλαγή πληροφοριών και κάνει τις μετρήσεις της με βάση αυτή την υπόθεση. Η ομάδα Βήτα, από την άλλη πλευρά, υποθέτει ότι, οι συσχετίσεις υλοποιούνται τυχαία με τη μέτρηση.   Και η ομάδα Βήτα κερδίζει πάντα. Οι αλλόκοτες συσχετίσεις που κβαντικού κόσμου απορρέουν από θεμελιώδη τυχαιότητα.

      Ή μήπως όχι; Οι φυσικοί εξακολουθούν να διερευνούν το ενδεχόμενο να υπάρχουν στον τρόπο που κάνουμε τις κβαντικές μετρήσεις κάποιες «τρύπες» οι οποίες θα μπορούσαν να στρεβλώνουν τα αποτελέσματα και να προσποιούνται την τυχαιότητα – το γεγονός ότι δεν μπορούμε να μετρήσουμε την κατάσταση των φωτονίων με ακρίβεια 100%, π.χ., ή ακόμη και το ζήτημα του αν έχουμε ελεύθερη βούληση στην επιλογή των μετρήσεων που κάνουμε. «Νομίζω ότι είναι πρόωρο να λέμε ότι έχουμε κλείσει όλες τις σημαντικές «τρύπες» του Μπελ» λέει ο  Κεντ.

     Είναι πιθανόν κάποτε οι παραξενιές της κβαντικής θεωρίας να εξηγηθούν, ίσως συμβιβάζοντας κάποια άλλη αγαπημένη αρχή όπως η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν. Ή ίσως κάποιος να εμφανίσει μια πιο εμπνευσμένη, μη τυχαία θεωρία η οποία θα αναπαράγει όλες τις προβλέψεις της κβαντικής θεωρίας και θα κάνει παράλληλα κάποιες ισχυρότερες. «Αυτή η υποθετική θεωρία θα πρέπει να είναι μια νέα θεωρία – μια διάδοχος της κβαντικής θεωρίας και όχι μια εκδοχή της» επισημαίνει ο  Κεντ.

- Ο Kurt Gödel απέδειξε το λαθεμένο τής άποψης ότι , τα μαθηματικά είναι θεμελιωμένα επάνω  σε μια λογική αναγκαιότητα,ότι ,δηλαδή είναι προφυλαγμένα, από την τύχη και την ιστορία.(υπάρχουν προτάσεις που είναι αληθινές αλλά δεν μπορούν να΄αποδειχθούν, όποιο και αν είναι το σύστημα αξιωμάτων και οι αποδεκτοί κανόνες, υπό την προϋπόθεση ότι ,είναι πεπερασμένου πλήθους-μπορούμε να διατυ πώσουμε μια πρόταση που αφορά τους φυσικούς αριθμούς και η οποία δεν θα μπορεί να αποδειχθεί, ούτε και η άρνησή της. μέσα στο σύστημα αυτό,. δηλαδή δεν είναι βέβαιο ότι, τα βασικά αξιώματα, τής αριθμητικής δεν οδηγούν σε αντιφάσεις (σελ.86 και εγκυκλοπαίδεια υπό: Γκέντελ) .Το θεώρημα τού Gödel  επιτρέπει την κατασκευή, μιάς μη αποκρίσιμης πρότασης,μέσα στο θεωρούμενο σύστημα…………..ο Gödel  αποδεικνύει την ύπαρξη μιάς απειρίας μαθηματικών που είναι όλα παιδιά τής ίδιας αναγκαιότητας. Ενδεχομένως αν οι ιστορικές συγκυρίες ήταν διαφορετικές, τα μαθηματικά θα ήταν διαφορετικά(80) Υπάρχουμε χωρίς εμφανή λόγο σε βάρος άλλων δυνατοτήτων, σίγουρα,το ίδιο πλούσιων και ίσως πιο θελκτικών.»

 -Ο Frank Tipler, στο βιβλίο του «The Physics of Immortality»
γράφει: «Η φυσική  επιλογή, ενεργούσα σε τυχαίες αλλαγές,μπορεί και υπήρξε περισσότερο  δημιουργική, από οποιαδήποτε ανθρώπινο μυαλό. Στο ίδιο βιβλίο διαβάζουμε.: « Ο Roger Penrose, γράφει  ότι, τα πράγματα φαίνεται τουλάχιστον ότι, αυτοοργανώνονται κατά κάποιο τρόπο, καλύτερα απ΄ό,τι έπρεπε… ακριβώς στην βάση τής τυφλής τύχης και τής φυσικής επιλογής,.Τέτοια φαινόμενα, είναι εντελώς απατηλά. Οι αλγόριθμοι τού ανθρώπινου μυαλού και τού ανθρώπινου DΝΑ, δημιουργή θηκαν και τα δύο από   μιά τυφλή τυχαία εξέλιξη και από την φυσική επιλογή…Πολλοί πιστεύουν ότι, η τύχη παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο, απ’ό,τι επιστεύετο μέχρι τώρα ακόμη και στην οικονομία και την παραγωγή.»

 -Κατά τον William James (πάντα στο ίδιο βιβλίο) «ο τυχαίος χαρακτήρας ενός γεγονότος σημαίνει ότι, υπάρχει κάτι σ΄αυτό,πραγματικώς δικό του,κάτι που δεν είναι η χωρίς όρους ιδιότητα τού όλου ………….Τύχη είναι μόνο το αρνητικό γεγονός ότι ,κανένα μέρος τού όλου,όσο μεγάλο και αν είναι, μπορεί να διεκδικήσει ότι ,ελέγχει απολύτως  το πεπρωμένο τού όλου.»

- O Albert Jacquard( ό.π.σελ.74.)    γράφει « ,,,Οσο ακριβής και αν είναι η γνώση τής αρχικής κατάστασης είναι αδύνατο να   προβλέψουμε την τελική κατάσταση χωρίς να διατρέξουμε όλα τα στάδια.Το σήμερα δεν επιτρέπει να προβλέψουμε το αύριο. Αυτή η διαπίστωση είναι αρκετή για να παραδεχθούμε αντίθετα με τον Laplace, ότι ,διαθέτουμε ένα χώρο ελευθερίας.Είναι ανώφελο να επικαλεσθούμε γι΄αυτό την τύχη.Υπάρχει άραγε αυτός ο χώρος ελευθερίας στη πραγματικότητα;  Ένα τέτοιο ερώτημα δεν ανήκει  στη δικαιοδοσία τής επιστήμης. Οντας αρκετά απασχολημένη με το πώς εμφανίζεται η πραγματικότητα,αφήνει τα ερωτήματα αυτά στους  μεταφυσικούς» 

-Ο αστροφυσικός Trinh Xuan Thuan  λέγει : «το σύμπαν τυγχάνει να έχει, ακριβώς, τις ιδιότητες που απαιτούνται για να δημιουργήσει ένα ον ικανό για συνείδηση ​​και νοημοσύνη (άνθρωπος)»Βασίζεται σε έναν εντυπωσιακό υπολογισμό πιθανοτήτων: …..Η εκπληκτική ακρίβεια της αρχικής ρύθμισης πυκνότητας του σύμπαντος είναι συγκρίσιμη με αυτή που θα έπρεπε να δείξει ένας τοξότης για να φυτέψει ένα βέλος τετράγωνος στόχος ενός εκατοστού σε μια πλευρά που θα τοποθετούνταν στην άκρη του σύμπαντος, σε απόσταση περίπου 14 δισεκατομμυρίων ετών φωτός.

«Κανένας επιστήμονας δεν θα αμφισβητήσει τον πολύ ακριβή συντονισμό των φυσικών σταθερών και των αρχικών συνθηκών του σύμπαντος για να επιτρέψει την ύπαρξή μας (…) Οι συζητήσεις προκύπτουν όταν πρόκειται να προχωρήσουμε παραπέρα, όταν προσεγγίζουμε την ισχυρή ανθρωπική αρχή (… ): Μήπως οφείλεται αυτό το σκηνικό στην τύχη; Ή μήπως προκύπτει από αναγκαιότητα, ώστε οι τιμές των σταθερών… να είναι οι μόνες επιτρεπόμενες; Ας το πούμε αμέσως: η επιστήμη δεν είναι σε θέση να αποφασίσει μεταξύ αυτών των δύο προτάσεων.»

Ο Trinh Xuan Thuan τάχθηκε υπέρ της «ισχυρής» υπόθεσης: «Ένας άλλος λόγος για τον οποίο αντιτάσσομαι στην υπόθεση της τύχης είναι ότι,μπορώ να συλλάβω μόνο όλη την ομορφιά, την αρμονία και την

ενότητα του κόσμου να είναι το μοναδικό γεγονός της τύχης (…) σκεφτείτε ότι, πρέπει να στοιχηματίσουμε, όπως ο Πασκάλ, στην ύπαρξη μιας δημιουργικής αρχής (…), αλλά είναι ένα αξίωμα που η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει, το οποίο εμπίπτει στη μεταφυσική».

«Κάποιοι υποστήριξαν ότι, η εμφάνιση της νοημοσύνης και της συνείδησης στο Σύμπαν ήταν απλώς μια σύμπτωση (…) Το σύμπαν δεν νοιαζόταν για την παρουσία μας. Φρόντισε ένα σύκο για αυτό (…) Jacques Monod: «Ο άνθρωπος χάνεται στην αδιάφορη απεραντοσύνη του Σύμπαντος από το οποίο αναδύθηκε κατά τύχη» (…) O Steven Weinberg: «Όσο περισσότερο καταλαβαίνει κανείς το Σύμπαν, τόσο πιο ανούσιο φαίνεται να εμείς «… Δεν συμφωνώ με αυτήν την απελπιστική άποψη για τον κόσμο».

Ο αστροφυσικός Trinh Xuan Thuan χρησιμοποίησε μια πολύ όμορφη εικόνα  : «. Η πιθανότητα ότι το σύμπαν γεννήθηκε τυχαία, γράφει, είναι περίπου ίση με την πιθανότητα ενός τοξότη να χτυπήσει με το βέλος του ένα μικρό τετράγωνο ενός εκατοστού σε μια πλευρά που βρίσκεται 15 δισεκατομμύρια χρόνια μακριά- φώτα.»

 

 ( Στο Παράρτημα  ολόκληρο το κείμενο στην αγγλική)

 

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Φράνσις Κρικ, Βραβείο Νόμπελ Ιατρικής για την ανακάλυψη του DNA, είπε: ένας έντιμος άνθρωπος, οπλισμένος με όλες τις γνώσεις στα χέρια μας σήμερα, θα πρέπει να επιβεβαιώσει ότι, η προέλευση της ζωής φαίνεται τώρα θαυματουργή, καθώς υπάρχουν τόσες πολλές προϋποθέσεις  που πρέπει να πληρούνται..

( Το πλήρες κείμενο στο¨Παράρτημα)

      Ο Τέρι Ρούντολφ, φυσικός από το Imperial College του Λονδίνου, λέγει :. Η κβαντική θεωρία είναι η απόλυτη θεωρία μας για τη φύση και φαίνεται να υποδεικνύει ότι, το Σύμπαν είναι τυχαίο, δεν υπάρχει όμως εγγύηση για αυτό. «Δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε ποτέ να το αποδείξουμε» λέει.

     Αν είναι έτσι, ίσως θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί ότι η τυχαιότητα είναι μια ψευδαίσθηση – και μαζί της ίσως και η ελεύθερη βούλησή μας. «Τότε η κβαντική φυσική είναι απλώς μέρος της μεγάλης συνωμοσίας» λέει ο. Σκαράνι.

-  Ο Clément Sire,  διευθυντής ερευνών στο Εργαστήριο θεωρητικής φυσικής - IRSAMC του CNRS – Πανεπιστήμιο τής Toulouse, δέχεται πώς υπάρχουν πραγματικά τυχαία γεγονότα αλλά και  άλλα «τυχαία» που ουσιαστικώς οφείλονται στην αδυναμία ,μας, ή την άγνοιά μας να κατανοήσουμε ένα γεγονός, ότι, το πραγματικώς τυχαίο υφίσταται, ότι, η κβαντομηχανική μας λέγει  ότι, το ηλεκτρόνιο δεν εντοπίζεται σ’ένα συγκεκριμένο σημείο, αλλά υπάρχει μόνον μια ορισμένη πιθανότητα να παρατηρηθεί εδώ ή εκεί, ότι,ο  κβαντικός κόσμος είναι εγγγενώς τυχαίος ή πιθανοκρατούμενος και ότι, η ομορφιά και η δύναμη της φυσικής είναι επίσης να μπορέσει  να προβλέψει την κανονική συμπεριφορά σε μεγάλη κλίμακα συστημάτων φαινομενικώς ελεγχομένων από την τύχη( «χαοτική»  ή «κβαντική»)

(Ολόκληρο το σχετικό κείμενο στο Παράρτημα)

-Στο Πανεπιστήμιο του Ώστιν στο Τέξας, ο νομπελίστας φυσικός Ilya Prigogine μελετάει τον τρόπο που χημικές και άλλου τύπου δομές αναπτύσσουν πρότυπα βγαλμένα απ' το χάος.

Karl Pribram, νευρολόγος στο Πανεπιστήμιο του Stanford, πρότεινε την θεωρία ότι, ο εγκέφαλος είναι ένα είδος "ολογράμματος", ένας αναλυτής μοντέλων και συχνοτήτων, που δημιουργεί την "σκληρή" πραγματικότητα, ερμηνεύοντας συχνότητες από μια διάσταση πέρα απ' το χώρο και το χρόνο. Με άλλα λόγια, ο φυσικός κόσμος που ξέρουμε είναι "ισομορφικός" – δηλαδή όμοιος - με τις διαδικασίες του εγκεφάλου.Ίσως λοιπόν, μια συμμαχία κβαντικών φυσικών, νευρολόγων, παραψυχολόγων και μυστικιστών  μας δώσει μια νέα και διαφορετική εικόνα του σύμπαντος, μη-αιτιοκρατικού αλλά "συμπαθητικού", που λειτουργεί πιο πολύ σαν μια μεγάλη σκέψη παρά σαν μια μεγάλη μηχανή, ενοποιώντας ύλη, ενέργεια και συνείδηση.Μόνο τότε ίσως να ελευθερωθούν τα παραφυσικά φαινόμενα απ' το στίγμα του "αποκρυφισμού" και να μην αντιμετωπίζονται σαν ενοχλητικά. Στα πλαίσια αυτά, οι αντιλήψεις μας και ο κόσμος μας θα αλλάξουν για πάντα.

Ο Τέρι Ρούντολφ, φυσικός από το Imperial College του Λονδίνου, συμφωνεί. Η κβαντική θεωρία είναι η απόλυτη θεωρία μας για τη φύση και φαίνεται να υποδεικνύει ότι το Σύμπαν είναι τυχαίο, δεν υπάρχει όμως εγγύηση για αυτό. «Δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε ποτέ να το αποδείξουμε» λέγει.

 

Αν είναι έτσι, ίσως θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί ότι, η τυχαιότητα είναι μια ψευδαίσθηση – και μαζί της ίσως και η ελεύθερη βούλησή μας. «Τότε η κβαντική φυσική είναι απλώς μέρος της μεγάλης συνωμοσίας» λέει ο . Σκαράνι.

Αναγελάσματα της Μοίρας; Ισως δεν έχουμε την ελευθερία να αποφασίσουμε περί αυτού.-

 

PIERRE-SIMON, MARQUIS DE LAPLACE  οραματίστηκε το 1814 μια νόηση (  σήμερα μιλούμε για τον Δαίμονα του Λαπλάς όρος που είναι δημιούργημα των σχολιαστών των απόψεων του, ίσως  κατά ,μίμηση του Δαίμονα του Μαξουελ) «Μια νοημοσύνη η οποία, σε μια δεδομένη στιγμή, θα γνώριζε όλες τις δυνάμεις με τις οποίες εμψυχώνεται η φύση και την αντίστοιχη κατάσταση των όντων που την συνθέτουν, νεάν επιπλέον ήταν αρκετά μεγάλη για να υποβάλει αυτά τα δεδομένα σε ανάλυση, θα περιλάμβανε τις ίδιες διατυπώσεις τις κινήσεις των μεγαλύτερων σωμάτων στο σύμπαν και εκείνων του ελαφρύτερου ατόμου,. τίποτα δεν θα ήταν αβέβαιο γι' αυτήν και το μέλλον, όπως το παρελθόν, θα ήταν παρόν στα μάτια της. »

 

 

Ο Δημ.Νανόπουλος  λέγει: «Υπήρξε κάποτε μια τυχαία αρχή και κάποια στιγμή θα υπάρξει ένα τυχαίο τέλος….«Οι άνθρωποι θεωρούν ότι αυτό που συνέβη για να δημιουργηθεί το δικό μας Σύμπαν ήταν ένα μεγάλο big bang. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό δεν ήταν παρά ακόμα ένα, μέσα μία απειρία αιώνιων big bangs, στα οποία δεν υπάρχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Αυτή η διαδικασία θα συνεχίζεται αιώνια» ………….. Με βάση τα όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ολόκληρο το σύμπαν μας είναι μια κβαντική διακύμανση, η οποία προήλθε από το “τίποτα”. Αν λάβουμε υπόψη αυτή τη διαπίστωση, καταλαβαίνουμε ότι είμαστε μια “ανακατανομή του τίποτα” Η πορεία κάθε σύμπαντος δεν είναι κυκλική αλλά εξελίσσεται γραμμικά….. Όλα τα σύμπαντα κάποτε φτάνουν στο τέλος της πορείας τους, “εξαντλούν τα καύσιμά τους”. ….. Η φύση όμως φαίνεται πως, για κάθε σύμπαν που φτάνει στο τέλος του, δεν προτιμάει να απαλείφει εντελώς τη “μνήμη” που έχει συσσωρευτεί μέσα από τη συνολική διαδρομή του… Η ύπαρξη μας, αυτό που αποκαλούμε «ζωή», δεν είναι το αποτέλεσμα μιας εξωτερικής παρέμβασης. Δεν μας δημιούργησε κάποια ανώτερη δύναμη, ……………….. Υπάρχουμε κατά τύχη: «Όλοι εμείς, τα ανθρώπινα όντα που γεννιόμαστε και υπάρχουμε στον κόσμο, είμαστε απλώς συμπωματικές υπάρξεις σε ένα τυχαίο σύμπαν»………….. Αυτή η διαδικασία θα συνεχίζεται αιώνια».Ο Καζαντζάκης έλεγε ότι «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο και καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή». Απ’ το τίποτα ξεκινάμε και στο τίποτα καταλήγουμε:«Με βάση τα όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ολόκληρο το σύμπαν μας είναι μια κβαντική διακύμανση, η οποία προήλθε από το “τίποτα”. Αν λάβουμε υπόψη αυτή τη διαπίστωση, καταλαβαίνουμε ότι είμαστε μια “ανακατανομή του τίποτα”»…. Ο άνθρωπος αυτό το τυχαίο ταξίδι στο άγνωστο, πολλές φορές νιώθει ότι το έχει ξανακάνει. Χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το πώς και το γιατί αισθάνεται ότι υπάρχουν σεκάνς στη ζωή του που τις έχει ξαναδεί σε κάποια άλλη προβολή.. Η πορεία κάθε σύμπαντος δεν είναι κυκλική αλλά εξελίσσεται γραμμικά….. Όλα τα σύμπαντα κάποτε φτάνουν στο τέλος της πορείας τους, “εξαντλούν τα καύσιμά τους”. ….. Η φύση όμως φαίνεται πως, για κάθε σύμπαν που φτάνει στο τέλος του, δεν προτιμάει να απαλείφει εντελώς τη “μνήμη” που έχει συσσωρευτεί μέσα από τη συνολική διαδρομή του. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η θεωρία θα μπορούσε να εξηγήσει ορισμένες δευτερεύουσες πτυχές του ανθρώπινου βίου, όπως είναι η αίσθηση που έχουμε μερικές φορές πως κάποιο γεγονός το έχουμε ξαναζήσει-την προμνησία, το περίφημο deja vu-, καθώς και η ανθρώπινη διαίσθηση σε υψηλή ένταση. Η θεωρία περί παράλληλων συμπάντων και Πολυσύμπαντος θα μπορούσε να εξηγήσει τέτοιου είδους φαινομενικές συμπτώσεις».

(Ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης στο «Παράρτημα»)

…»

 

 

 

(Ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης στο «Παράρτημα»)=

 

 

 

Τα ερωτήματα που προκύπτουν.(μεταξύ άλλων):

 

1.Η πρόβλεψη είναι αντικειμενικώς  δυνατή, ιδίως σ’ένα σύμπαν που συνεχώς εξελίσσεται ; .Είναι βέβαιο ότι,οι νόμοι που ισχύουν σήμερα. –στο 4% του Σύμπαντος- θα ισχύουν και στο άγνωστο 96%; 

2.Μήπως η απροσδιοριστία,είναι εγγενές στοιχείο και στον μακρόκοσμο;( πιθανοκρατία στον μικρόκοσμο-ντετερμινισμός στον μακρόκοσμο.Αλλά ο μικρόκοσμος  είναι μέρος του μακροκόσμου. 

3.Αν η συνείδηση-ο άνθρωπος επηρεάζει την εξέλιξη του σύμπαντος,δεν καθιστά αβέβαιο το μέλλον του ;

4.Η απειρία των στοιχείων επιτρέπει την επεξεργασία τους;

5.Η ακριβής θέση του ατόμου  μάλλον δεν δύναται να εντοπισθεί

     Πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι, ενώ φαίνεται να ζούμε σε μια πραγματικότητα όπου οι αιτίες οδηγούν σε προβλέψιμα αποτελέσματα, αν σκάψουμε λίγο πιο βαθιά, βλέπουμε ότι, μάλλον τα πράγματα δεν λειτουργούν καθόλου έτσι. Η κβαντική θεωρία, η οποία αναπτύχθηκε σταδιακά από τις αρχές του 20ού αιώνα, είναι η λειτουργική θεωρία μας για την πραγματικότητα στα πιο βασικά της – και απορρίπτει εντελώς την ακλόνητη βεβαιότητα. «Σε εμάς φαίνεται, μέσω των κβαντικών πειραμάτων, ότι η φύση είναι θεμελιωδώς τυχαία» λέει ο Εϊντριαν Κεντ, μαθηματικός στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.     

 (  Σημ.Στην πλειοψηφία τους οι σύγχρονοι φυσικοί, δεν δέχονται την έννοια του σκοπού.)

 

ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ ΣΤΗΝ ΜΕΤΕΟΡΟΛΟΓΙΑ

Ο μετεωρολόγος Κεν Μιλν, επικεφαλής των αριθμητικών μοντέλων της επιστήμης πρόγνωσης του καιρού στη Μετεωρολογική Υπηρεσία της Βρετανίας, απαντά   σε σχετικές  ερωτήσεις:

Πώς κάνετε πρόγνωση του καιρού;

«Δημιουργούμε ένα μοντέλο το οποίο αναπαριστά την τρέχουσα κατάσταση της ατμόσφαιρας με βάση πολλές παρατηρήσεις. Το μοντέλο κάνει προβολή και υπολογίζει πώς μπορεί να εξελιχθεί η ατμόσφαιρα. Το αποτέλεσμα της πρόγνωσης είναι πολύ ευαίσθητο σε μικρά λάθη στην αρχική φάση του, και έτσι τρέχουμε ένα συνολικό μοντέλο με βάση στοχαστικές προγνώσεις (ensemble). Αντί να τρέχουμε το μοντέλο μια φορά, κάνουμε μια σειρά από μικρές αλλαγές στο αρχικό μοντέλο και το ξανατρέχουμε πολλές φορές ώστε να έχουμε μια ομάδα προγνώσεων. Μερικές μέρες τα αποτελέσματα είναι όμοια, γεγονός που μας χαρίζει υψηλό ποσοστό βεβαιότητας για την πρόγνωση. Τα αποτελέσματα μπορεί να διαφέρουν ριζικά, οπότε πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί».

 

Πόσο σίγουροι μπορεί να είστε για τις προγνώσεις σας;

 

«Το επίπεδο βεβαιότητας διαφέρει από μέρα σε μέρα και από πρόγνωση σε πρόγνωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να έχουμε μεγάλες διαφορές μεταξύ των προγνώσεων του ensemble. Η μεγαλύτερη αβεβαιότητα αφορά συχνά τις μεγάλες καταιγίδες και τα άλλα δραματικά φαινόμενα του καιρού τα οποία ενδιαφέρουν το κοινό, καθώς η ατμόσφαιρα πρέπει να βρίσκεται σε μια ευαίσθητη, ασταθή κατάσταση ώστε να παραχθούν τέτοια φαινόμενα. Η χαοτική φύση του συστήματος της ατμόσφαιρας επιβάλλει πράγματι θεμελιώδη όρια στην ικανότητα πρόγνωσης. Σε ό,τι αφορά την πρόγνωση του καιρού από μέρα σε μέρα, το όριο αυτό είναι μεταξύ 10 ημερών και δύο εβδομάδων με χρήση προγνώσεων με βάση τις πιθανότητες».

 

-Από το 2011 η βρετανική Μετεωρολογική Υπηρεσία άρχισε να παρουσιάζει προγνώσεις σχετικά με την πιθανότητα βροχής. Ηταν μια απόφαση αμφιλεγόμενη;

 

«Το συζητούσαμε επί μακρόν. Οι Αμερικανοί κάνουν τέτοιες προγνώσεις εδώ και χρόνια και είναι πλέον αποδεκτές στη χώρα. Το επιχείρημα υπέρ ,είναι, ότι συχνά δεν μπορείς – για πολλούς επιστημονικούς λόγους – να πεις πέρα από κάθε αμφιβολία αν θα βρέξει ή όχι. Ετσι δίνεις στον πληθυσμό πολύ καλύτερη πληροφόρηση αν του πεις την πιθανότητα βροχής. Παρότι αναγνωρίζουμε πως ορισμένοι άνθρωποι βρίσκουν τις πιθανότητες δύσκολες στην κατανόηση, πολλοί άνθρωποι τις καταλαβαίνουν και παίρνουν καλύτερες αποφάσεις χάρη σε αυτές».

 

 

 

 ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ-ΣΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

 

 

Αναφερόμενοι στην άποψη ότι, η ζωή εμφανίστηκε τυχαία στην Γή, με χημικές ενώσεις  μορίων διοξειδίου τού άνθρακα, μεθανίου,αμμωνίας και νερού, οι επιστήμονες σημείωσαν,ότι , για να σχηματιστούν τα αμινοξέα, απαιτούνταν ένας τεράστιος χρόνος,πράγμα που οδήγησε,τον Wickramsinghe,    στην σκέψη ότι,  οι οικοδομικοί λίθοι της ζωής,ήρθαν στην Γή από τον Γαλαξία.(Ι.Ευαγγέλου,ό. π.σελ.100).

- Ο Βρετανός αστρονόμος  Hoyle αναφερόμενος στο πρόβλημα για την προέλευση της ζωής  είπε " Η πιθανότητα να συνεργάζονται, τυχαίες χημικές διαδικασίες, για να δημιουργήσουν την ζωή,ήταν τόσο μκρή,όσο η πιθανότητα να σαρώσει μιά θύελλα, μιά μάντρα με παληοσίδερα  και να συναρμολογήσει κατά τύχη ένα αεροπλάνο Τζάμπο."  Κατά τον ίδιο το να εμφανίστηκε η ζωή τυχαία, είναι τόσο τελείως μηδαμινή, ώστε καθιστά την άποψη τού τυχαίου παράλογη-Γράφει :« Στο σώμα  μας οι πρωτείνες αποικοδομούνται στα συστατικά τους μέρη ,τα αμινοξέα,τα οποία κατόπιν ανασυντίθενται σχηματίζοντας τις κατάλληλες για μας πρωτείνες…όλοι οι οργανισμοί  χρησιμοποιούν τα ίδια είκοσι είδη αμινοξέων, αλλά τα διατάσσουν με διαφορετική σειρά,ανάλογα με τις δικές τους ανάγκες σε πρωτείνες.Πώς όμως γίνεται αυτό; πώς κατορθώνει κάθε ζώο να συνθέτει τις πρωτείνες,που χρειάζεται;» Και  δίνει την απάντηση ότι, αυτό επιτυγχάνεται χάρις σ‘ένα μηχανισμό ,σ΄ένα τεράστιο χημικό πρόγραμμα (που είναι γραμμένο στη γλώσσα τού DNA) . Ο ίδιος (ό.π.σελ.160 επ.) παρατηρεί ότι, «,κατορθώσαμε να εξηγήσουμε τον τρόπο λειτουργίας  τού χημικού συστήματος, αντιγραφής,αλλά το ερώτημα παραμένει πώς τέθηκε σε λειτουργία  για πρώτη φορά,»…….και αντιμετωπίζοντας τον ισχυρισμό για το τυχαίο συνεχίζει «Ακόμη και  η  μικρότερη βιολογικά σημαντική πρωτείνη,αποτελείται από 100 περίπου αμινοξέα που συνδέονται μεταξύ τους όπως οι κρίκοι μιας αλυσσίδας. Κάθε κρίκος  είναι ένα συγκεκριμένο αμινοξύ από τα 20 είδη των βιολογικών αμινοξέων.Με είκοσι πιθανότητες  για κάθε κρίκο της πρωτεϊνικής αλυσσίδας, των 100 αμινοοξέων,-κρίκων,θα μπορούσαν να σχηματισθούν 20 100  διαφορετικές πρωτείνες που η κάθε μιά θα αποτελούνταν από μιά διαφορετική διάταξη εκατό αμινοξέων.Πώς λοιπόν επελέγη η συγκεκριμένη βιολογικά σημαντική διάταξη,μέσα από αυτόν τον τεράστιο αριθμό των δυνατών διατάξεων; Είναι αλήθεια πώς σε ένα κατάλληλο περιβάλλον  θα μπορούσε να επιχειρηθεί ο σχηματισμός  πολλών πρωτεϊνικών διατάξεων αλλά ποτέ  τόσων όπως οι 20100 .Το μόρια των αμινοξέων που υπάρχουν στην Γή δεν υπερβαίνουν συνολικώς  τα 10 44………….. αν κάθε αμινοοξύ χρειάζεται λίγα μόνον δευτερόλεπτα για να συνδεθεί  με ένα άλλο για τον σχηματισμό των κρίκων τής πρωτεινικής αλυσσίδας, ακόμη και σε 4 δισεκατομμύρια χρόνια  δεν θα είχαν  επιχειρηθεί περισσότεροι  από 1080 συνδυασμοί ,δηλαδή τρομακτικά λιγώτεροι  από τους 20  100 συνδυασμούς.Ακόμη και σε όλα τα 10 20 πλανητικά συστήματα  τού σύμπαντος  δεν θα είχαν επιχειρηθεί  περισσότεροι από 1080 συνδυασμοί,δηλαδή αρκετά λιγώτεροι  από τον αριθμό των δυνατών -

     Και οι  Jim Al-Khalili και   Johnjoe Mc Fadden λέγουν (ό.π. σελ.382) πως δεν μπορούμε να στηριχθούμε αποκλειστικώς στην τύχη  για να εξηγήσουμε την προέλευση τής ζωής.

       Παραθέτουμε απόσπασμα από του βιβλίο τους:

 «Ας επιστρέψουμε στο πρόβλημα που αφορά την προέλευση της ζωής.Μολονότι ολόκληρο το ζωντανό κύτταρο είναι μια οντότητα που αυτο-αντιγράφεται, τα μεμονωμένα συστατικά  του δεν είναι. Όπως ακριβώς και μια γυναίκα είναι αυτο-αντιγραφέας ( με  λίγη «βοήθεια», βέβαια), χωρίς όμως να συμβαίνει το ίδιο  με την  καρδιά ή το συκώτι της. Αυτό δημιουργεί πρόβλημα όταν επιχειρούμε επιστροφή στο παρελθόν — από τη σημερινή πολύπλοκη κυτταρική ζωή προς τον πολύ απλούστερο, μη κυτταρικό πρόγονό της. Αν το θέσουμε αλλιώς, το ερώτημα διατυπώνεται ποιό ήρθε πρώτο: το γονιδίωμα στο DNA, το RNA, ή το ένζυμο ;Αν εμφανίστηκε πρώτο το DNA ή RNA, τότε τι τα δημιούργησε; Αν  εμφανίστηκε πρώτο το ένζυμο, τότε πώς κωδικεύτηκε;

 

 -Ο Σκοτσέζος χημικός Γκράχαμ Κερν Σμίθ εκτίμησε ότι, απαιτούνται περίπου 140 βήματα για τη σύνθεση μιας βάσης RNA από απλούστερες οργανικές ενώσεις, οι οποίες μπορεί να υπήρχαν στην αρχέγονη σούπα. Για κάθε βήμα υπάρχουν τουλάχιστον έξι εναλλακτικές αντιδράσεις, οι οποίες πρέπει να αποφευχθούν. Μπορούμε, λοιπόν, να οπτικοποιήσουμε την χημική σύνθεση, αν εκλάβουμε κάθε μόριο ως ένα είδος μοριακού ζαριού  και κάθε βήμα σαν μια ρίψη, με τον αριθμό έξι να αντιστοιχεί στην παραγωγή του σωστού προϊόντος και οποιονδήποτε άλλον στην παραγωγή λάθος προϊόντος. Συνεπώς, η πιθανότητα να μετατραπεί τελικά κάποιο αρχικό μόριο σε RNA είναι τόση, όση η πιθανότητα να εμφανιστεί ο αριθμός 6 σε 140 διαδοχικές ρίψεις ενός ζαριού.Φυσικά, οι χημικοί αυξάνουν αυτή την εξαιρετικά μικρή πιθανότητα ελέγχοντας προσεκτικά κάθε βήμα, ωστόσο, ο προβιοτικός κόσμος θα έπρεπε να στηριχτεί αποκλειστικά στην τύχη. Είχε βγει ο Ήλιος την κατάλληλη στιγμή, ώστε να εξατμίσει μια μικρή λιμνούλα χημικών γύρω από ένα ηφαίστειο λάσπης; Ή μήπως το ηφαίστειο λάσπης εξερράγη εκλύοντας νερό και μικρές ποσότητες θείου, δημιουργώντας έτσι ένα άλλο σύνολο χημικών ενώσεων; Μπορεί, άραγε, οι κεραυνοί να ενεργοποίησαν το μείγμα επιταχύνοντας κάποιες χημικές αλλαγές με την ηλεκτρική ενέργεια τους; Τα ερωτήματα δεν έχουν τελειωμό. Παρ' όλα αυτά, μπορούμε να υπολογίσουμε πως η πιθανότητα να δώσει, καθένα από τα 140 απαραίτητα βήματα, στηριζόμενο αποκλειστικά στην τύχη, το σωστό από τα έξι δυνατά προϊόντα, ισούται με 10109. Για να υπάρχουν πιθανότητες  δημιουργίας RNA αποκλειστικά μέσω τυχαίων διαδικασιών, η αρχέγονη σούπα μας θα έπρεπε να περιλαμβάνει τουλάχιστον αυτόν τον αριθμό μορίων. Όμως, ο αριθμός 10109 είναι πολύ μεγαλύτερος ακόμη και από τον συνολικό αριθμό στοιχειωδών σωματιδίων σε ολόκληρο το ορατό Σύμπαν (-περίπου1080). Η Γη απλώς δεν είχε αρκετά μόρια, ούτε αρκετό χρόνο, για να φτιάξει επαρκείς ποσότητες RNA όλα αυτά τα εκατομμύρια χρόνια από τον σχηματισμό της μέχρι την εμφάνιση της ζωής την εποχή που υποδεικνύουν τα πετρώματα της Ισουα.»

 

-Μια  εξίσου εντυπωσιακή παρατήρηση που  αντιμάχεται την έννοια του τυχαίου στην εμφάνιση της ζωής,διατυπώνει ο διδάκτορας αστροφυσικής και θεωρητικής φυσικής  Grechka Bogdanov στο βιβλίο  «Θεός και Επιστήμη».Παρατηρεί εκεί (σελ.64) ότι, ένα ζωντανό κύτταρο  αποτελείται από είκοσι αμινοξέα που σχηματίζουν μια συμπαγή αλυσίδα.Αλλά  η λειτουργία των αμινοξέων αυτών εξαρ τάται από δύο χιλιάδες περίπου ειδικά ένζυμα.Οι βιολόγοι υπελόγισαν ότι, η πιθανότητα να σχηματισθεί ένα κύτταρο από χίλια ένζυμα που θα συνενωθούν τυχαία σύμφωνα με μιά ορισμένη τάξη κατά τη διάρκεια μιάς εξελικτικής πορείας δισεκατομμυρίων χρόνων , είναι μια στις 101000

(Ο ίδιος στο ίδιο βιβλίο( σελ.68) αναφερόμενος στις διαδικασίες  που επέτρεψαν την αναπαραγωγή των κυττάρων ,λέγει ότι,καμιά από τις διαδικασίες-διεργασίες αυτές δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί τυχαία,παραθέτοντας ως παράδειγμα ότι ,για να δημιουργηθεί ένα χρησιμοποιήσιμο μόριο RNA από νουκλεοτίδια που θα έχουν ενωθεί «κατά τύχη» η φύση θάπρεπε να πειραματίζεται στα  τυφλά για για μια περίοδο εκατό φορές μεγαλύτερη από την ηλικία του σύμπαντος. Και συνεχίζει(σελ.83) «Οι μαθηματικοί .βασισμένοι σ’ένα νόμο που προκύπτει από τις αριθμητικές λύσεις αλγεβρικών εξισώσεων,προγραμμάτισαν μηχανές παραγωγής τυχαίου.Διεπίστωσαν ότι ,συμφώνως με τον νόμο των πιθανοτήτων,οι υπολογιστές θάπρεπε να λειτουργούν επί δισεκατομμμύρια δισεκατομμυρίων δισεκατομμυρίων χρόνια,δηλαδή σχεδόν επ΄΄απειρον μέχρι να προκύψει ένας συνδυασμός αριθμών ανάλογος με εκείνους που επέτρεψαν τη δημιουργία του σύμπαντος και της ζωής.Οτι, με άλλη διατύπωση η μαθηματική πθανότητα  μιάς τυχαίας δημιουργίας του σύμπαν τος είναι πρακτικώς μηδενική.)

-           

-          Μαζύ με τον Igor ο Grichka Bogdanov,απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου αν το σύμπαν γεννήθηκε τυχαία; λέγουν(μεταξύ άλλων):… η ζωή δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί τυχαία…… Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: ένα ζωντανό κύτταρο αποτελείται από περίπου είκοσι αμινοξέα που σχηματί ζουν μια συμπαγή αλυσίδα. Η λειτουργία αυτών των αμινοξέων εξαρτά ται, με τη σειρά της, από περίπου 2000 συγκεκριμένα ένζυμα. Οι βιολόγοι έχουν υπολογίσει ότι ,η πιθανότητα για χίλια διαφορετικά ένζυμα να ενωθούν με τακτοποιημένο τρόπο μέχρι να σχηματίσουν ένα ζωντανό κύτταρο (κατά τη διάρκεια μιας εξέλιξης αρκετών δισεκατομ μυρίων ετών) είναι της τάξης του 10 στην ισχύ 1000 προς 1.

 

Άρα δεν γίνεται.

 

- -Ο Paul Davies( ό.π.σελ.196) γράφει :Ενας γενικός κανόνας της επιστήμης λέγει ότι, πρέπει ν’ αποφεύγουμε την επίκληση τής τύχης…Υπάρχει όμως ένα αντικείμενο επιστημονικής  έρευνας στο οποίο   έχει θέση ακόμη και η απίστευτη τύχη.Και  το αντικείμενο αυτό είναι η ίδια η ζωή.

-O αθειστής Daniel Dennett βλέπει την εξέλιξη με την φυσική επιλογή,ως μια αλγοριθμική διαδικασία παρόλο πού παραδέχεται ότι, υπεισέρχεται σ΄αυτή μερικές φορές το στοιχείο της τυχαιότητας, ( he spells out that algorithms as simple as long division often incorporate a significant degree of randomness).

 

- Ο Elie Gourin(ό.π.σελ.147 επ.)αφού ξεκαθαρίζει,ότι, τα όσα εκθέτει δεν αποδει κνύονται αλλά είναι προϊόν διαίσθησης, γράφει ότι,δεν πιστεύει πώς, η δημιουργία τού Σύμπαντος οφείλεται αποκλειστικώς στην τύχη, ότι, η ζωή μεταμορφώνει την ύλη και επιτρέπει στην νοημοσύνη και την συνείδηση να αναπτυχθούν, ότι, κείνται έξω από τους φυσικούς νόμους,ότι ,η ζωή είναι απόρροια Τού Θεού,για να καταλήξει ότι, δεν έχει να δώσει απάντηση, αφού σ΄ό,τι τον αφορά ,δεν υπάρχει ερώτηση.

 

 -Κατά τον J.Monod,  (από τους ιδρυτές τής μοριακής; Βιολογίας, βραβείο Νομπελ Ιατρικής και Φυσιολογίας το 1965 ),η εμφάνιση τής ζωής οφείλεται στην τύχη.Αναφερόμενος στο βιβλίο του «Τύχη και αναγκαιότητα,»που έγραψε το 1970,γράφει « Ο τίτλος τού βιβλίου μου,είναι η φράση τού Δημοκρίτου: Ο,τι υπάρχει στο Σύμπαν είναι προιόν τύχης και αναγκαιότητας» Όταν την ανεκάλυψα μού ήρθαν δάκρυα στα μάτια……….Στην πραγματικότητα,οι δύο αυτές έννοιες-το τυχαίο και η  αναγκαιότητα-παρεμβάλλονται αναγκαστικά στην ερμηνεία τής εξέλιξης.Το τυχαίο βρίσκεται στην πηγή, στην προέλευση  και στο μηχανισμό, των μεταβολών,απ΄όπου προέρχεται η εμφάνιση  των νέων χαρακτηριστικών στους ζωντανούς οργανισμούς.Η αναγκαιότητα, υπάρχει στο επίπεδο τής επιλογής. Η επιλογή γίνεται μεταξύ των νέων χαρακτηριστικών και επιτρέπει σε μερικά απ΄αυτά να επικρατήσουν».

Ακολουθώντας την σκέψη του περίφημου βιολόγου και διανοητή Ζακ Μονό,φθάνουμε σε άλλο  θέμα, Ζωή,  βιόσφαιρα.

Από σχετικό δημοσίευμα του Μανώλη Κουφακη με τίτλο Ζ. Μονό,  « Η τύχη και η αναγκαιότητα,»  αντιγράφουμε:« Χρησιμοποιήσαμε ένα νεολογισμό που δημιούργησε ο Ζακ Μονό, την λέξη «τελεονομία», θέλοντας να εκφράσει τις ιδιότητες των έμβιων όντων που φανερώ νουν ότι, τα έμβια κινούνται με βάση κάποιο σχέδιο και προς εκπλήρωση κάποιου σκοπού, που δεν είναι άλλος από τη διατήρηση και τον πολλαπλασιασμό του είδους. Και ακόμα ένα νεολογισμό, τη λέξη «αμετατροπία», για να εκφράσει ότι, τα έμβια όντα έχουν τη δυνατότητα να αναπαράγουν και να μεταβιβάζουν απαράλλαχτη την πληροφορία που αντιστοιχεί στην ίδια τους τη δομή, παραμένοντας έτσι τα ίδια χωρίς μετατροπές, από γενεά σε γενεά.Προς στιγμήν βρεθήκαμε μπροστά σε μια πολύ βασική αντίφαση: ενώ η νεωτερική επιστήμη -σαν σύστημα και μέθοδος αναζήτησης της αληθινής γνώσης- ταυτίζεται με το αίτημα της αντικειμενικότητας της φύσης, δηλαδή  αρνείται να ερμηνεύσει τα φαινόμενα με προϋποθέσεις τελικών αιτίων, πάει να πει, αρνείται να προϋποθέσει την ύπαρξη «σχεδίου», βλέπουμε τα έμβια όντα να εμφανίζουν σαφείς τελεονομικές ιδιότητες. Την αντίφαση αυτή την επέλυσε ο Μονό αποδεικνύοντας ότι, η αμετατροπία είναι η κύρια ιδιότητα των έμβιων όντων και η τελεονομία δευτερεύουσα. Και ακόμα ισχυρίστηκε ότι, αιτία αυτού του συστημα τικού σφάλματος που κάνουμε είναι η γοητεία που μας ασκεί η ιδέα του ανθρωπο κεντρισμού, ότι, δηλαδή είμαστε το κέντρο των πάντων και ότι, για εμάς φτιάχτηκαν όλα. Πλάνη ιδιαίτερα επικίνδυνη.Μετά είδαμε ότι, αυτές τις τόσο «προκλητικές» τελεονομικές ιδιότητες των ζωντανών οργανισμών αναλαμβάνουν να τις διεκπεραιώνουν οι πρωτεΐνες και μια ιδιαίτερη κατηγορία τους, τα ένζυμα. Πάνω στη δομή κάθε πρωτεΐνης έχει γραφτεί στο διάβα των αιώνων από αναρίθμητες συμπτώ σεις ένα μήνυμα, που τώρα -αν και προέρχεται από την καθαρή τύχη- αφού πέρασε από την δοκιμασία της επιλογής και εγγράφηκε, έχει μεταμορφωθεί πια σε τάξη, κανόνα, ανάγκη. Τώρα πλέον το μήνυμα ανατυπώνεται, πολλαπλασιάζεται και μεταβιβάζεται σε εκατομμύρια αντίτυπα.Λέει ο Ζακ Μονό: «Προερχόμενο, το συμβάν αυτό (σημ. που αλλοίωσε την δομή της πρωτεΐνης), από το βασίλειο της καθαρής τύχης, εισχωρεί στο βασίλειο της ανάγκης, της πιο άκαμπτης βεβαιότητας. Επειδή, ακριβώς, στη μακροσκοπική κλίμακα, δηλαδή στην κλίμακα του οργανισμού, εργάζεται η επιλογή». Και συνεχίζει: «Η επιλογή, πράγματι, εργάζεται επάνω στις απόρροιες της τύχης και δεν μπορεί να ανεφοδιάζεται από πουθενά αλλού, εργάζεται όμως μέσα σ’ ένα χώρο άτεγκτων απαιτήσεων απ’ όπου το τυχαίο έχει εξοστρακι στεί». Και κλείνει την σκέψη του με μια ποιητική παρομοίωση: «Έτσι, από μια πηγή θορύβου, η επιλογή μπόρεσε και άντλησε από μονάχη της, τις κάθε λογής μουσικές της βιόσφαιρας».

Άμα καθίσει κανείς και συλλογιστεί τον απροσμέτρητο δρόμο που έχει διανύσει η εξέλιξη εδώ και τρία, ίσως, δισεκατομμύρια χρόνια, τον απαράμιλλο πλούτο των δομών που δημιούργησε, την θαυμαστή ευστοχία των λειτουργιών των έμβιων όντων, από το βακτηρίδιο ίσαμε τον άνθρωπο, μπορεί, για μια στιγμή, να συλλάβει τον εαυτό του ν’ αμφιβάλει ξανά αν είναι ποτέ δυνατόν όλα τούτα να έχουνε βγει από μια πελώρια λοταρία, που τραβούσε αριθμούς στην τύχη ανάμεσα στους οποίους η τυφλή επιλογή ξεχώρισε τους σπάνιους τυχερούς.Γιατί, όπως γράφει ο Φρανσουά Μωριάκ ( 1885-1970, Γάλλος συγγραφέα, Νόμπελ 1952): «Τα όσα λέει αυτός ο καθηγητής είναι πολύ πιο απίστευτα ακόμα και από εκείνα που πιστεύουμε εμείς οι ταπεινοί Χριστιανοί»!  

-Κατά τον Francois Jacob, συνεργάτη και ομοιδεάτη τού Μονό,βραβείο Νομπέλ 1965,(« Η λογική τού ζώντος»  σελ. 399 επ.) «Το γενετικό πρόγραμμα εμφανίζεται  σαν ένα κείμενο χωρίς συγγραφέα ,που ένας διορθωτής το διόρθωνε επί  ένα δισεκατομμύριο χρόνια……………Μετάλλαξη έχουμε όταν αλλοιώνεται το νόημα τού κειμένου. Οι αλλαγές τού χημικού κειμένου επέρχονται όχι από την τροποποίηση μιάς αλληλουχίας που διαλέγεται εκ των προτέρων,αλλά στα τυφλά( ό.π. σελ.401).

 

- Ο A.G.Cairns-Smith (ό.π. σελ.83) παρόλο που ισχυρίζεται πώς η ζωή προήλθεν από την άργιλο,--- (Σημείωσή μου ;;;; « ..και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον,χουν από της γής και ενεφύσησεν είς το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής….»(Γεν Β,7)---δέχεται πώς  έστω και σε μεγάλο χρονικό διάστημα,θα έτυχε μια φορά ο σωστός συνδυασμός των περιστάσεων.

 

 -O Capra( «Η κρίσιμη κλπ».139) γράφει: «Οι  δαρβινικές, αρχές τής τυχαίας παραλλαγής και της φυσικής επιλογής,αντιπροσωπεύουν μόνον δύο όψεις ενός πολύπλοκου φαινομένου που μπορεί,  να γίνει  πολύ καλύτερα κατανοητό,από την οπτική ενός ολιστικού  πλαισίου, ή ενός πλαισίου συστημάτων.Και ένα τέτοιο πλαίσιο είναι πολύ πιο εκλεπτυσμένο και χρήσιμο παρά η δογματική θέση της λεγόμενης νέο-δαρβινικής θεωρίας». 

 

Remy Chauvin , καθηγητής στην Σορβόννη στο εργαστήριο της κοινωνιολογίας των ζώων πιστεύει σε Θεό,αρνείται ( ό.π. σελ.51 επ.) την κατηγορηματική βεβαιότητα τού Μονό,ως προς την τύχη και ξανατοποθετεί,τον δαρβινισμό, στο ιστορικό του πλαίσιο.Ισχυρίζεται ότι, είναι λάθος να υποστηρίζεται ότι, το περιβάλλον  ρυθμίζει την εξέλιξη  γιατί το περιβάλλον δεν κατευθύνει κάτι μεγάλο ( « Elie Gourin :ό.π.σελ 120 επ.) Γράφει  μεταξύ άλλων:  « η λειτουργία δεν δημιουργεί το όργανο,ο τρόπος με τον οποίο ο εγκέφαλός μας ενεργεί στο σώμα μας,είναι πιθανώς ο ίδιος με την εξελικτική θέληση,που ενεργεί στην ζωντανή ύλη……Οσο λιγώτερο είναι ειδικευμένα τα όντα,τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα έχουν να προσαρμοσθούν σε νέες συνθήκες…………μια ειδίκευση υπερβολική είναι συχνά θανατηφόρα   στην φύση……………το πλήθος των λύσεων είναι ο κανόνας,αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει την εξέλιξη είναι ο στόχος όχι τα μέσα……Και παρατηρεί κανείς ότι, η εξέλιξη είναι προσανατολισμένη με την έννοια αυτή,ότι, δηλαδή δεν είδε κανείς  ποτέ ένα ψάρι ή ένα πτηνό να ξαναγίνει ερπετό ………Υπάρχει κάτι το θελημένο στους μηχανισμούς τής φύσεως.Και  η κλείδα της εξέλιξης,βρίσκεται στο εσωτερικό τού ζωντανού….. ότι, κάτι θέλει να εκφρασθεί μέσα από  το ζωντανό Ένα πρόγραμμα εκτελείται μέσω μηχανισμών,των οποίων οι οργανισμοί δεν έχουν συνείδηση,και αυτό είναι η εξέλιξη» Η ζωή γι΄αυτόν είναι προσανατολισμένη  προς μεγαλύτερη πολυπλοκότητα,ψυχισμό και τελικώς συνείδηση. Ελευθερία και ευφυία  φαίνονται συνδεόμενες.Πιστεύει ότι, τόσο στην φύση όσο και στον άνθρωπο υπάρχει κάτι που πρέπει ν΄ονομάσουμε πνεύ μα..Φαίνεται ότι, υπάρχει κάτι το θελημένο…κάτι που θέλει να εκφρασθεί (« on dirait  que quelque chose veut a  travers elle s’ exprimer.):  « Γιατί στην βιόσφαιρα  να υπάρχουν μέσα τόσα πολύπλοκα  και παράξενα για να φθάσει κανείς  και να καταλήξει σε  λύσεις που είναι τόσο κοντά; Είναι  λοιπόν ο Ανθρωπος που είναι τρελλός; Ας πούμε ότι, υπάρχει μια μεγάλη έλλειψη κατανοήσεως, μεταξύ τού πνεύματος αυτού, που κρυσταλλοποιήθηκε στον εγκέφαλο τού Ανθρώπου και στο άλλο πνεύμα, που βλέπω ενεργό σε όλη την εξέλιξη.»

 

Michael Behe, καθηγητής τής Βιολογίας,(εξετάζοντας ένα φυτό  σε δοκιμαστικό σωλήνα) ….έφθασε στο συμπέρασμα ότι ,πρόκειται για  τόσο πολύπλοκα  συστήματα (irreducibly complex) που ν’ αποκλείουν τέτοιες μεταβολές και ότι, η ζωή τού κυττάρου, είναι πολύ πολύπλοκη, ώστε να οφείλεται σε τυχαίες μεταλλάξεις,  ότι, ο Δαρβίνος  δεν είχε στην διάθεσή του την τεχνολογία τού εργαστηρίου, που έχουν σήμερα οι μοριακοί βιολόγοι,ότι, ο Δαρβίνος ασχολήθηκε με τα είδη,όχι με την δομή των κυττάρων,τα μιτοχόνδρια και το  DNA, ότι, ο βιολόγος  τού  Ηarvard, Stephen Jay Gould ,παρετήρησε  την έλλειψη, μεταβατικών σταδίων μεταξύ των μεγάλων ομάδων και ότι, δεν υπάρχουν απολιθώματα ως προς την μετάβαση από τον πίθηκο στον άνθρωπο.

 

-. Μια πιθανή λύση έδωσε ο Αμερικανός βιοχημικός Τόμας Τσεχ, ο οποίος το 1982 ανεκάλυψε ότι, πέρα από την κωδικοποίηση γενετικής πληροφορίας, ορισμένα μόρια RNA λειτουργούσαν σαν ένζυμα και κατέλυαν αντιδράσεις (έργο για το οποίο μοιράστηκε - με τον Σίντνεϊ Άλτμαν το βραβείο Νόμπελ για τη χημεία το 1989). Τα πρώτα παραδείγματα αυτών των ριβοζύμων όπως είναι γνωστά, βρέθηκαν στα γονίδια των μικροσκοπικών μονοκύτταρων οργανισμών Terralymena, ένα είδος πρωτόζωων που συναντάμε σε λίμνες γλυκού νερού. Έκτοτε, διαπιστώθηκε ότι, παίζουν ρόλο  σε κάθε ζωντανό κύτταρο. Σύντομα θεωρήθηκε πως η ανακάλυψή τους  πρόσφερε μια διέξοδο στο πρόβλημα της κότας και του αυγού, σχετικά με το αίνιγμα της ζωής. Η υπόθεση του κόσμου RNA όπως έγινε τελικά γνωστή, υποστηρίζει ότι, η αρχέγονη χημειoσύνθεση οδήγησε στην παραγωγή ενός μορίου RNA το οποίο μπορούσε να λειτουργήσει ταυτοχρόνως ως γονίδιο και ως ένζυμο συνεπώς μπορούσε να κωδικεύσει την ίδια του τη δομή (όπως το DNA) και να δημιουργήσει αντίγραφα του εαυτού του (όπως τα ένζυμα)  από βιοχημικές ενώσεις διαθέσιμες στην αρχέγονη σούπα. Αυτή η διαδικασία αντιγραφής πρέπει να ήταν αρχικά εξαιρετικά απρόβλεπτη και να δημιούργησε πολλές μεταλλαγμένες εκδοχές, οι  οποίες θα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους συμμετέχοντας σε έναν μοριακό δαρβινικό ανταγωνισμό. Με την πάροδο του χρόνου, οι αντιγραφείς RΝΑ πρέπει να στρατολόγησαν πρωτεΐνες για να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα της αντιγραφής, οδηγώντας έτσι στο DΝΑ και τελικά στο πρώτο ζωντανό κύτταρο.

      Η ιδέα ότι, ένας κόσμος αυτο-αντιγραφόμενων μορίων RΝΑ  προηγήθηκε της εμφάνισης του DΝΑ και των κυττάρων, αποτελεί  σχεδόν δόγμα στη σύγχρονη έρευνα για την προέλευση της ζωής. Τα ριβόζυμα (ριβοένζυμα) αποδείχτηκαν ικανά να εκτελούν όλες τις βασικές αντιδράσεις που αναμένονται από ένα αυτο-αναπαραγόμενο μόριο. Για παράδειγμα, μία τάξη ριβοζύμων συνενώνει δύο μόρια RΝΑ, ενώ μια άλλη μπορεί να τα διασπάσει. Μια άλλη μορφή ριβοζύμου δημιουργεί αντίγραφα μικρών αλυσίδων (με μήκος λίγων μόνο βάσεων) βάσεων RΝΑ. Από αυτές τις απλές δραστηριότητες μπορούμε να φανταστούμε ένα πιο πολύπλοκο ριβόζυμο, ικανό  να καταλύει όλες τις αντιδράσεις που απαιτούνται για την αυτο-αναπαραγωγή. Από τη στιγμή που εμφανίστηκε η αυτο-αναπαραγωγή, εμφανίζεται και η φυσική επιλογή. Άρα, ο κόσμος του RNA θα πήρε ένα ανταγωνιστικό μονοπάτι που οδήγησε τελικά, ή έτσι τουλάχιστον πιστεύεται, στο πρώτο ζωντανό κύτταρο.

     Ωστόσο, το σενάριο αυτό παρουσιάζει αρκετά προβλήματα. Μολονότι απλές βιοχημικές αντιδράσεις καταλύονται από ριβόζυμα, η αυτο-αντιγραφή ενός ριβοζύμου είναι μια εξαιρετικά πιο πολύπλοκη διαδικασία η οποία απαιτεί από το ριβόζυμο να αναγνωρίσει την αλληλουχία των δικών του βάσεων, να ταυτοποιήσει πανομοιότυπα χημικά στο περιβάλλον του και να συναρμολογήσει αυτά τα χημικά με τη σωστή σειρά ώστε να δημιουργήσει ένα αντίγραφο του εαυτού του. Είναι μια υπερβολική εργασία ακόμη και για πρωτεΐνες οι οποίες έχουν την πολυτέλεια να ζούν μέσα  σε κύτταρα γεμάτα με τις σωστές βιοχημικές ενώσεις, άρα είναι ακόμη πιο δύσκολο να αντιληφθούμε πώς θα μπορούσαν να  πετύχουν τέτοιο κατόρθωμα μέσα στη χαοτική αρχέγονη σούπα. Μέχρι σήμερα, κανείς δεν έχει ανακαλύψει ούτε κατάφερε να δημιουργήσει ένα ριβόζυμο ικανό να αναλάβει ένα τόσο πολύπλοκο έργο, ακόμη και στο εργαστήριο.

       Ακόμη πιο θεμελιώδες είναι το πρόβλημα της σύνθεσης των μορίων RNA στην αρχέγονη σούπα. Το μόριο αποτελείται από-τρία μέρη: τη βάση στην οποία είναι κωδικευμένη η γενετική πληροφορία (όπως συμβαίνει και στις βάσεις του DNA) μια φωσφορική ομάδα και το σάκχαρο της ριβόζης. Μολονότι ως ένα  βαθμό κατανοούμε πώς μπορεί να προέκυψαν οι βάσεις και το φωσφορικό οξύ τού RΝΑ στην αρχέγονη σούπα, η πιο αξιόπιστη  αντίδραση παραγωγής ριβόζης παράγει, επίσης, πληθώρα άλλων. Δεν υπάρχει κανένας γνωστός μη βιολογικός μηχανισμός μέσω του οποίου μπορεί να παραχθεί αποκλειστικά το σάκχαρο της ριβόζης. Ακόμη, όμως, κι αν γνωρίζαμε πώς δημιουργείται η ριβόζη, η συνάρμοση των τριών συστατικών με τη σωστή  σειρά θα έθετε ένα ακόμη πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο: Όταν τα  τρία συστατικά του RΝΑ βρεθούν στην ίδια περιοχή με τυχαίους τρόπους, σχηματίζοντας εκείνη την αρχέγονη γλίτσα . Οι χημικοί αποφεύγουν το πρόβλημα χρησιμοποιώντας  ειδικές μορφές βάσεων που οι χημικές ομάδες τους έχουν τροποποιηθεί ώστε  να αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες παράπλευρες αντιδράσεις- όμως, έτσι κλέβουν: και, σε κάθε περίπτωση, είναι ακόμη πιο  απίθανο να έχουν σχηματιστεί οι «ενεργο ποιημένες» βάσεις σε αρχέγονες   συνθήκες απ' ό,τι οι βάσεις RΝΑ.

     Ωστόσο, οι χημικοί μπορούν να συνθέσουν τις βάσεις του RNA από απλά χημικά, μέσα από μια εξαιρετικά πολύπλοκη σειρά  ελεγχόμενων αντιδράσεων στις οποίες  κάθε επιθυμητό   προϊόν μιας αντίδρασης απομονώνεται πριν περάσει στην επόμενη αντίδραση.

    Φυσικά, οι χημικοί αυξάνουν αυτή την εξαιρετικά μικρή πιθανότητα ελέγχοντας προσεκτικά κάθε βήμα, ωστόσο, ο προβιοτικός κόσμος θα έπρεπε να στηριχτεί αποκλειστικά στην τύχη. Είχε βγει ο Ήλιος την κατάλληλη στιγμή, ώστε να εξατμίσει μια μικρή λιμνούλα χημικών γύρω από ένα ηφαίστειο λάσπης; Ή μήπως το ηφαίστειο λάσπης εξερράγη εκλύοντας νερό και μικρές ποσότητες θείου, δημιουργώντας έτσι ένα άλλο σύνολο χημικών ενώσεων; Μπορεί, άραγε, οι κεραυνοί να ενεργοποίησαν το μείγμα επιταχύνοντας κάποιες χημικές αλλαγές με την ηλεκτρική ενέργεια τους; Τα ερωτήματα δεν έχουν τελειωμό. Παρ' όλα αυτά, μπορούμε να υπολογίσουμε πως η πιθανότητα να δώσει, καθένα από τα 140 απαραίτητα βήματα, στηριζόμενο αποκλειστικά στην τύχη, το σωστό από τα έξι δυνατά προϊόντα, ισούται με 1 στα 6140 (αριθμός περίπου ίσος με 10109). Για να υπάρχουν πιθανότητες  δημιουργίας RNA αποκλειστικά μέσω τυχαίων διαδικασιών, η αρχέγονη σούπα μας θα έπρεπε να περιλαμβάνει τουλάχιστον αυτόν τον αριθμό μορίων. Όμως, ο αριθμός 10109 είναι πολύ μεγαλύτερος ακόμη και από τον συνολικό αριθμό στοιχειωδών σωματιδίων σε ολόκληρο το ορατό Σύμπαν (περίπου1080). Η Γη απλώς δεν είχε αρκετά μόρια, ούτε αρκετό χρόνο, για να φτιάξει επαρκείς ποσότητες RNA όλα αυτά τα εκατομμύρια χρόνια από τον σχηματισμό της μέχρι την εμφάνιση της ζωής την εποχή που υποδεικνύουν τα πετρώματα της Ισουα.

     Ωστόσο, ας θεωρήσουμε ότι, με μια άγνωστη χημική διαδικασία δημιουργήθηκαν τελικά σημαντικές ποσότητες RNA ,ερχόμαστε τώρα αντιμέτωποι με το εξίσου δυσεπίλυτο πρόβλημα της συνένωσης των τεσσάρων διαφορετικών βάσεων του RNA (αδενίνη, ουρακίλη κυτοσίνη, γουανίνη) με τη σωστή σειρά,ώστε να σχηματισθεί ένα ριβόζυμο ικανό για αυτο-αντιγραφή. Τα περισσότερα, ριβόζυμα είναι αλυσίδες  RΝΑ τουλάχιστο εκατό βάσεων.Κάθε βάση της αλυσίδας συμπληρώνεται με μια από τις τέσσερες βάσεις άρα υπάρχου 4100 (η 1060) διαφορετικοί τρόποι αλυσίδας RNA μήκους 100 βάσεων Πόσο πιθανό είναι το τυχαίο   ανακάτεμα βάσεων RNA να παραγάγει τη  σωστή αλληλουχία  βάσεων κατά μήκος της αλυσίδες, ώστε να φτια χτεί  ένα αυτοναντιγραφόμενο  ριβοένζυμο;

      Aς υπολογίσουμε και αυτήν την πιθανότηται.Αποδεικνύεται ότι, 4100 εμονωμένες- αλυσίδες βάσεων, θα είχαν συνολική μάζα 1050χιλιογραμμα--μια τέτοια μάζα θα χρειαζόμασταν προκειμένου να πάρουμε ένα μόνο αντίτυπο των περισσότερων αλυσίδων  και συνεπώς μια καλή πιθανότητα  ένα από αυτά να έχει όλες τις βάσεις του στην σωστή σειρά, ώστε να λειτουργήσει ως αυτο-αντιγραφέας. ωστόσο,ολόκληρη η μάζα  του γαλαξία μας εκτιμάται στα 1042 χιλιόγραμμα.

      Ολοφάνερα, λοιπόν, δεν μπορούμε να στηριχθούμε αποκλειστικώς στην τύχη.

      Φυσικά, υπάρχει το ενδεχόμενο να μην είναι μόνο μια η διάταξη  ανάμεσα στις 4100 δυνατές αλυσίδες RNA βάσεων  που λειτουργεί ως αυτο-αντιγραφέας. μπορεί   να είναι περισσότερες. Θα μπορούσαν να υπάρξουν ακόμα και τρισεκατομμύρια πιθανοί, αντιγραφείς σχηματιζόμενοι από αλυσίδες RNA μήκους 100 βάσεων. Iσως το αυτο-αντιγραφόμενο RNA  να είναι αρκετά συνηθισμένο ώστε να χρειαζόμαστε τελικά μόλις ένα εκατομμύριο μόρια,για να έχουμε καλές πιθανότητες σχηματισμού ενός αυτο-αντιγραφέα. το πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα είναι ότι παραμένει απλώς... επιχείρημα. παρά τις πολυάριθμες απόπειρες, κανείς δεν έφτιαξε ποτέ έστω ένα αυτο-αντιγραφόμενο RNA ,DNA,ή πρωτεϊνη), ούτε έχει παρατηρηθεί ποτέ στη φύση. Διόλου παράξενο, αν σκεφτείτε ποσό δύσκολη είναι η διαδικασία της αυτο-αντιγραφής. Στον σημερινό κόσμο απαιτείται ένα ολόκληρο ζωντανό κύτταρο για να επιτευχτεί. Θα μπορούσε να είχε επιτευχτεί με ένα πολύ απλούστερο σύστημα πριν από δισεκατομμύρια χρόνια; Σίγουρα έτσι πρέπει να έγινε, αλλιώς δεν θα βρισκόμασταν εδώ τώρα να στοχαζόμαστε το πρόβλημα. Το πως, όμως, επετεύχθηκε πριν από την εμφάνιση των κυττάρων, δεν είναι σε καμία περίπτωση σαφές.

     Με δεδομένες τις δυσκολίες για την ταυτοποίηση των βιολογικών αυτο-αντιγραφέων, θέτουμε ένα πιο γενικό ερώτημα: πόσο εύκολη είναι η αυτο-αντιγραφή σε οποιοδήποτε σύστημα; Η σύγχρονη τεχνολογία προσφέρει πληθώρα συσκευών αντιγραφής, από τα φωτοτυπικά μηχανήματα μέχρι τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τους τρισδιάστατους εκτυπωτές. Μπορεί κάποια από αυτές τις συσκευές να δημιουργήσει ένα αντίγραφο του εαυτού της; κάτι τέτοιο μπορούμε να ισχυριστούμε μόνο για τους τρισδιάστατους εκτυπωτές, όπως εκείνου της RepRap (replicating rapid prototyper), πνευματικό δημιούργημα του Αντριαν Μποιερ του πανεπιστημίου του Μπαθ, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι μηχανές αυτές μπορούν να εκτυπώσουν τα ιδία τα συστατικά τους, τα οποία στη συνέχεια συναρμολογούνται για να φτιαχτεί ένας νέος τρισδιάστατος εκτυπωτής RepRap.Για να είμαστε ακριβείς, όχι ένας άλλος τρισδιάστατος εκτυπωτής. Το μηχάνημα εκτυπώνει μόνο σε πλαστικό, αλλά το δικό του πλαίσιο είναι μεταλλικό, όπως και τα περισσότερα ηλεκτρικά εξαρτήματα του. Συνεπώς, αντιγράφονται μόνο τα πλαστικά μέρη. Και αυτά πρέπει να συναρμο λογηθούν με τα χέρια και να συμπληρωθούν με άλλα μέρη, για να κατασκευαστεί ο νέος εκτυπωτής. Οι σχεδιαστές οραματίζονται να προσφέρουν κάποια στιγμή τους αυτο-αντιγραφόμενους RepRap εκτυπωτές (υπάρχουν αρκετές διαφορετικές σχεδιάσεις) δωρεάν, προς όφελος όλων .Ομως μέχρι σημερα, απέχουμε πολύ από την κατασκευή μιας πραγματικά αυτο-αντιγραφόμενης μηχανής.

      Αφού, λοιπόν, η εξέταση των αυτο-αντιγραφόμεων μηχανών δεν μας βοηθά ουσιαστικά να καταλάβουμε αν η αυτοαντιγραφή  είναι εύκολη ή δύσκολη, μήπως μπορούμε τελικά ν΄αποφύγουμε  τον υλικό κόσμο συνολικά και να εξετάσουμε το ερώτημα καταφεύγοντας σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπου οι περίπλοκες εκείνες  χημικές ενώσεις, που τόσο δύσκολα δημιουργούνται μπορούν  να αντικατα σταθούν από τους απλούς δομικούς λίθους του  ψηφιακού κόσμου: Συγκεκριμένα, από τα μπιτ  που συλλαμβάνουν τις τιμές 1 και 0; Ένα «μπάιτ» δεδομένων αποτελούμενο από οχτώ μπιτ, αναπαριστά έναν απλό χαρακτήρα κειμένου σε  έναν κώδικα υπολογιστή και μπορεί χοντρικά να εξισωθεί με την μονάδα του γενετικού κώδικα: τη βάση του DNA ή RNA.Μπορούμε  τώρα να διατυπώσουμε διαφορετικά το ερώτημα :ανάμεσα σε όλες τις δυνατές σειρές από μπάιτ, πόσο συχνές είναι εκείνες που μπορούν να αυτο-αντιγραφούν σε έναν υπολογιστή;

      Υπάρχει για την περίπτωση αυτή ένα τεράστιο πλεονέκτημα, επειδή οι αυτό-αναγραφόμενες σειρές από μπάιτ είναι στην πραγματικότητα πολύ συχνές: τις γνωρίζουμε ως ιούς υπολογιστών – σχετικά μικρά προγράμματα υπολογιστή τα οποία  τους μολύνουν , πείθοντας την κεντρική μονάδα επεξεργασίας τους(CPU)να κατασκευάσει πάμπολλα  αντίγραφα τους. Στη συνέχεια, οι ιοί αυτοί μεταπηδούν  στα ηλεκτρονικά μηνύματα  μολύνουν τους υπολογιστές  των φίλων και των συνεργατών μας. Αν, λοιπόν εκλάβουμε  την μνήμη του υπολογιστή σαν ένα είδος ψηφιακής αρχέγονης σούπας,  τότε οι ιοί των υπολογιστών μπορούν να θεωρηθούν ως το    ψηφιακό ισοδύναμο των αρχέγονων αυτο-αντιγραφέων.Ένας από τους απλούστερους ιούς υπολογιστών ο Tinba  έχει μήκος 20 κιλομπάιτ: πολύ μικρός σε σύγκριση με  τα περισσότερα προγράμματα υπολογιστών.Ωστόσο ο Tinba  επιτέθηκε, επιτυχώς στους υπολογιστές μεγάλων τραπεζών  το 2012, εισδύοντας στους περιηγητές τους και κλέβοντας δεδομένα σύνδεσης. Άρα ήταν oπωσδήποτε ένας σημαντικός αυτο-αντιγραφέας. Μπορεί τα 20 κιλο-μπάιτ να θεωρούνται πολύ λίγα για ένα πρόγραμμα υπολογιστή, ωστόσο αποτελούνται από μια σχετικά μακριά σειρά ψηφιακής πληροφορίας καθώς, με 8 μπιτ ανά μπάιτ, αντιστοιχεί σε 160.000 μπιτ πληροφορίας. Με δεδομένο ότι, κάθε μπιτ μπορεί να λάβει δύο τιμές (0 ή 1), ας υπολογίσουμε την πιθανότητα να παραχθούν τυχαία συγκεκριμένες σειρές δυαδικών ψηφίων. Για παράδειγμα, η πιθανότητα να παραχθεί μια συγκεκριμένη σειρά 3 μπιτ, λ.χ. η 111, είναι 1/2 Χ 1/2 χ 1/2 ή αλλιώς 1 στα 23. Ακολουθώντας την ίδια μαθηματική λογική, έπεται ότι, η πιθανότητα να καταλήξουμε τυχαία σε μια συγκεκριμένη σειρά με μήκος 160.000 μπιτ, όσο, δηλαδή, το μήκος του Tinba, ισούται με 1 στις 2160-000. Αυτός ο απίστευτα μεγάλος αριθμός, μας λέει ότι ο Timba δεν θα μπορούσε να έχει προκύψει μόνο από τύχη.

     Ίσως, όπως υποθέσαμε για τα μόρια του RNA, υπάρχουν εκεί έξω πάρα πολλοί αυτο-αντιγραφόμενοι κώδικες οι οποίοι είναι πολύ απλούστεροι από τον Τimba και έχουν προκύψει τυχαία. Αν όμως ήταν έτσι τα πράγματα, τότε σίγουρα θα είχε μέχρι σήμερα εμφανιστεί αυθορμήτως ένας ιός υπολογιστή από όλα τα δισεκατομμύρια γκιγκαμπάιτ που ανταλλάσσονται στο διαδίκτυο κάθε δευτερόλεπτο. Σε τελική ανάλυση, οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους κώδικες είναι απλές ακολουθίες μονάδων και μηδενικών (σκεφτείτε όλες τις εικόνες και όλες τις ταινίες που κατεβάζουν οι χρήστες κάθε δευτερόλεπτο). Αυτοί οι κώδικες είναι όλοι δυνητικά λειτουργικοί, από την άποψη ότι, δίνουν εντολές στις CPU μας να εκτελέσουν βασικές λειτουργίες, όπως να αντιγράψουν ή να διαγράψουν. Ωστόσο, όλοι οι ιοί που έχουν μέχρι σήμερα μολύνει υπολογιστές φέρουν την αδιαμφισβήτητη υπογραφή της ανθρώπινης σχεδία σης.Από όσα γνωρίζουμε, μέχρι σήμερα, το τεράστιο ρεύμα ψηφιακής πληροφορίας που κατακλύζει τον κόσμο μας κάθε μέρα, δεν έχει ποτέ παραγάγει έναν ιό υπολογιστή.,-

     -Με ισοδύναμη διατύπωση δεν γνωρίζουμε –μέχρι σαήμερα -πώς και με ποιόν μηχανισμό εμφανίστηκε η πρώτη ζωντανή ύπαρξη (Γεωργάτσος ό.π. σελ.23).Υπάρχουν βεβαίως θεωρίες,που δεν συνιστούν όμως βεβαιότητα αφού δεν μπορούν ν΄αποδειχθούν, στοιχείο που  όπως επισημαίνει και ο  Karl Popper, σημαίνει ότι ,δεν πρόκειται για επιστημονική γνώση. -

 

-Είναι φανερό, λοιπόν ότι,  απόψεις, (στο μέτρο που θέλουν ν΄απαντήσουν στο ερώτημα για την προέλευση τής ζωής,πέρα από τις άλλες αμφισβητήσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν,ιδίως στο τομέα τής επιβεβαιώσής-επαλήθευσής των, κατά τρόπο, αυστηρώς επιστημονικό,-) εμφανίζουν και  ένα κοινό μειονέκτημα.Ότι, αντιμετωπίζουν το φαινόμενο τής ζωής,όχι από το αρχικό στάδιο,αλλά από ένα μεταγενέστερο. Γιατί,υποστηρίζεται βεβαίως ( όπως παραθέτει τεκμηριωμένα και ο Neil Shubin) η ύπαρξη κοινών σημείων ανάμεσα στο σώμα μας,ανάμεσα στον άνθρωπο και τον μονοκύτταρο οργανισμό ,αλλά ακόμη και αν αυτό δίνει την απάντηση στην πορεία από τον μονοκύτταρο οργανισμό στην δημιουργία σωμάτων, δεν εξηγεί με πειστικότητα, ποιά ήταν η αρχή αυτή,που επέτρεψε την δημιουργία τής ζωής, που δημιούργησε τον κώδικα που επέτρεψε την δημιουργία της.Ισως αυτό,είναι και ίσως θα παραμείνει γιά μάς μυστήριο και πέρα από τα όρια τής Επιστήμης.Η δημιουργία τού μονοκύτταρου οργανισμού,η δημιουργία τού πρώτου  συστατικού τού ζωντανού,όπως αποδίδεται στην τύχη,δεν ικανοποιεί.(Πρβλ.Hoyle ό.π.) Υπάρχει βεβαίως η Θεολογία ,η μεταφυσική,ο εσωτερισμός,οι βιωματικές καταστάσεις,αλλά όλα αυτά, εκφεύγουν των ορίων τού προκείμενου  πονήματος.

Μήπως λοιπόν πρέπει  θεωρήσουμε  αδύνατη μια επιστημονική εξήγηση; Μήπως πρόκειται για εξήγηση  κείμενη πέρα από τις διανοητικές μας δυνατότητες; (για μερικούς και  έξω από τον προορισμό τού ανθρώπου;),  Μια επιστημονική ερμηνεία,με τις απαιτήσεις που απαιτεί η Επιστήμη,έτσι ώστε να επιβάλλεται με την μορφή ενός καταναγκασμού,δηλαδή να επαληθεύεται από το πείραμα ή την πείθουσα παρατήρηση,είναι –για την ώρα τουλάχιστον-ανέφικτη .Ισως λοιπόν για μερικούς πρέπει  ν’ αφιερωθούμε σε κάτι πιό προσιτό,όπως είναι η απάντηση στο ερώτημα γιατί η ζωή,γιατί ο άνθρωπος,ή πιο «συγκαταβατικά» και πιο προσγειωμένα να αγωνιστούμε  για την  βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους; Μήπως  απ΄όλη αυτή την ιστορία,θα πρέπει να σκεφθούμε ότι, πρέπει να εγκαταλείψουμε την έννοια και την   στάση μιας αλαζονείας ως προς τις δυνατότητές μας  να κατανοήσουμε τα πάντα,ότι, είμαστε κάτι εντελώς διαφορετικό.

 

 

-Απόσπασμα συνέντευξης που εμφανίστηκε στην εφημερίδα Le Point, 10 Ιουνίου 1991. Ο Jacques Duquesne ρωτά για την εφημερίδα τους αδελφούς και επιστήμονες Igor και Grichka Bogdanov. Ο  δημοσιογράφος του Le Point ρωτά αν το σύμπαν γεννήθηκε τυχαία;

Και η ζωή δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί τυχαία;

ΟΧΙ πια….

Η αυτοδόμηση της ύλης, που την οδηγεί σε όλο και πιο διατεταγμένες και πολύπλοκες καταστάσεις, δεν θα μπορούσε να συμβεί τυχαία;

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: ένα ζωντανό κύτταρο αποτελείται από περίπου είκοσι αμινοξέα που σχηματίζουν μια συμπαγή αλυσίδα. Η λειτουργία αυτών των αμινοξέων εξαρτάται, με τη σειρά του, από περίπου 2000 συγκεκριμένα ένζυμα. Οι βιολόγοι έχουν υπολογίσει ότι η πιθανότητα για χίλια διαφορετικά ένζυμα να ενωθούν με τακτοποιημένο τρόπο μέχρι να σχηματίσουν ένα ζωντανό κύτταρο (κατά τη διάρκεια μιας εξέλιξης αρκετών δισεκατομμυρίων ετών) είναι της τάξης του 10 στην ισχύ 1000 προς 1.

Άρα δεν γίνεται.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Φράνσις Κρικ, Βραβείο Νόμπελ Ιατρικής για την ανακάλυψη του DNA, είπε: ένας έντιμος άνθρωπος, οπλισμένος με όλες τις γνώσεις στα χέρια μας σήμερα, θα πρέπει να επιβεβαιώσει ότι η προέλευση της ζωής φαίνεται τώρα θαυματουργή, καθώς υπάρχουν τόσες πολλές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται να το εφαρμόσει.

Οι επιστήμονες δεν πάνε παραπέρα;

Λένε ότι δεν μπορούμε να δούμε την ύπαρξη ενός υποκείμενου φαινομένου τάξης που αναπόφευκτα οδηγεί στη γέννηση της ζωής.

Εάν αυτή είναι η τρέχουσα κατάσταση της έρευνας, αυτές οι απαντήσεις δεν είναι πιθανό να αντικρούσουν μια μέρα από μια νέα ανακάλυψη;

Όλη η εξέλιξη της έρευνας τα τελευταία εκατό χρόνια ήταν προς την ίδια κατεύθυνση. Σίγουρα γνωρίζουμε ότι το σύμπαν θα παραμένει πάντα ένα είδος αινίγματος. Η κβαντική φυσική έχει δείξει ότι όταν προσπαθούμε να έρθουμε σε επαφή μαζί της, τα φαινόμενα που συναντάμε εκεί διαφεύγουν της παρατήρησης. Αυτό το γεγονός αναφέρθηκε από τον Γάλλο φυσικό Bernard d'Espagnat, μέσα από αυτήν την όμορφη φόρμουλα. «Το πραγματικό είναι καλυμμένο και είναι προορισμένο να παραμείνει καλυμμένο».

Τι να πούμε όμως για αυτή την πραγματικότητα;Η τάση στην έρευνα σήμερα είναι προς την αποϋλοποίηση. Δηλαδή, το σύμπαν θεωρείται λιγότερο ως μηχανή παρά ως ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών. Με άλλα λόγια, τα αντικείμενα γύρω μας δεν αποτελούνται από υλικά σωματίδια, αλλά από παροδικά φαινόμενα.

Έχετε ήδη αναφέρει αυτή την άυλη ύλη, πρέπει να επανέλθουμε σε αυτήν.

Αυτό είναι όλο το νόημα αυτής της νέας προσέγγισης της πραγματικότητας, επαναστατικής ως προς τις συνέπειές της, που επιλέξαμε, ο Jean Guitton και εμείς, να ονομάσουμε με το όνομα «ματεριαλισμός» περισσότερο από μια φυσική σύλληψη, είναι Αυτή είναι μια νέα φιλοσοφική προσέγγιση . Ας επιστρέψουμε όμως στην πιο πρόσφατη περιγραφή της ύλης. Γνωρίζουμε τώρα ότι τα στοιχειώδη σωματίδια δεν έχουν καμία ύπαρξη με την στενή έννοια, ότι είναι μόνο προσωρινές εκδηλώσεις άυλων πεδίων. Δεν υπάρχει στερεό υπόστρωμα, ούτε θεμέλιο, θα λέγατε, ύλη. Άρα το σύμπαν είναι άυλο. Όπως πιστεύει ο Jean Guitton, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι μελλοντικές γενιές επιστημόνων θα τελειοποιήσουν αυτή την εικόνα ενός βαθιά διατεταγμένου άυλου Σύμπαντος, σαν να προκύπτει από πρόθεση. Με λίγα λόγια, έξυπνου

πας μακριά;

Μιας ευφυΐας. Όλα συμβαίνουν σαν τα φαινόμενα στο μακροσκοπικό και μικροσκοπικό επίπεδο, ιδιαίτερα στην κβαντική κλίμακα, να εκδήλωσαν την παρουσία μιας τάξης που από μόνη της παραπέμπει σε μια μορφή νοημοσύνης, η οποία δεν είναι αποτέλεσμα τύχης. Παντού συναντάμε την εικόνα μιας παραγγελίας. Είτε στο αόρατο που περιγράφεται από την κβαντική θεωρία, είτε στο ορατό, ιδιαίτερα όπως αντιλαμβάνεται αυτή η ολοκαίνουργια προσέγγιση, η θεωρία του ντετερμινιστικού χάους.

.

Αν ήταν σωστή η άποψη ότι, το Σύμπαν, η ζωή είναι τυχαίο συμβάν, οπότε δεν έχουμε ανάγκη  για παραδοχή μιάς υπέρτατης διάνοιας, τότε θα δεχθούμε ότι, ο Θεός είναι προιόν εξελίξεως,με την έννοια ,ότι, εδώ και πολλά πολλά χρόνια,μετά την εμφάνιση τού πρώτου ζωντανού οργανισμού, δημιουργήθηκε Θεός,όχι στην φαντασία τού ανθρώπου,αλλά σαν νέο στοιχείο τού Σύμπαντος, καθοριστικό τής παραπέρα πορείας του.

 

Γιατί Θεός (όπως τον αντιλαμβάνεται ο καθένας μας) υπάρχει.

 

   
-Μερικοί δέχονται ότι, όλη η ανθρώπινη πρωτοτυπία οφείλεται  σε μια βασικώς τυχαία μίξη,ιδεών  στον άνθρωπο,τού νού τού δημιουργού, με ένα υποσυνείδητο αποκλεισμό,των κακών ιδεών.

 

ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ

-(Αντιγραφή από το διαδίκτυο)

«Για να είμαστε λοιπόν ακριβείς, στο σύστημα των Ατομικών τρία είναι τα αιωνίως υπάρχοντα στοιχεία: τα άτομα, το κενό και η κίνηση. Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος θεώρησαν δεδομένο ότι, τα άτομα ήταν εξαρχής κινούμενα, και, απ᾽ ό,τι φαίνεται, δεν αισθάνθηκαν την υποχρέωση να αιτιολογήσουν την ύπαρξη αυτής της κίνησης. Γιατί, άλλωστε, να πρέπει να σκεφτούμε ότι, υπάρχει κάποιος ή κάτι που προσδίδει την πρωταρχική κίνηση στα άτομα; Δεν είναι πιο λογικό να υποθέσουμε ότι, αυτό που ισχύει τώρα, η διαρκής δηλαδή κίνηση των ατόμων στο κενό, θα ίσχυε και πάντοτε στο σύμπαν; Ίσως πάλι, στη σκέψη των Ατομικών, η κίνηση να διασφαλιζόταν αυτομάτως από την ύπαρξη του κενού. Ας προσπαθήσουμε να φαντα στούμε προς στιγμήν την πρωταρχική κατάσταση του σύμπαντος, όπου απειράριθμα ανόμοια άτομα βρίσκονται μέσα σε έναν άπειρο κενό χώρο. Γιατί σε αυτό το χάος να βασιλεύει η ακινησία και η σταθερότητα; Πολύ πιο εύκολα φανταζόμαστε τα άτομα να κινούνται προς κάθε κατεύθυνση στο κενό, με μια τυχαία και άναρχη κίνηση.

Οι σκέψεις αυτές μας φαίνονται λογικές, μαρτυρούν όμως μεγάλη διανοητική τόλμη. Ο Δημόκριτος ήταν πολύ νεότερος από τον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα και, επομένως, γνώριζε καλά τον ρόλο που διαδραμάτιζαν στα φυσικά τους συστήματα οι κοσμικές δυνάμεις - η Φιλότητα και το Νείκος, ο Νους. Όταν λοιπόν ο ίδιος υπεστήριξε την αιωνιότητα της κίνησης απορρίπτοντας όλες αυτές τις δυνάμεις, είχε επίγνωση ότι, με τον τρόπο αυτό απομάκρυνε κάθε ανθρωπομορφικό στοιχείο από τον φυσικό κόσμο. Το σύμπαν των Ατομικών είναι γυμνό και απρόσωπο. Η ανθρώπινη ψυχολογία και η ανθρώπινη ηθική δεν έχουν καμία σχέση με τους μηχανισμούς που διέπουν τον κόσμο.

Οι μηχανισμοί της φύσης λειτουργούν χωρίς να ρυθμίζονται από κάποια ανώτερη δύναμη. Αυτό άραγε σημαίνει ότι όλα στη φύση λειτουργούν άτακτα και τυχαία; Αν κρίνουμε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, πολλοί μεταγενέστεροι ερμήνευσαν έτσι την ατομική θεωρία. Οι Ατομικοί ωστόσο ουδέποτε μίλησαν για κυριαρχία της τύχης στο σύμπαν. Η δική τους λέξη-κλειδί είναι η «ανάγκη». Ο Δημόκριτος ισχυρίζεται ότι, όλα γίνονται κατ᾽ ανάγκην· γιατί η αιτία που όλα γίνονται είναι η δίνη, την οποία ονομάζει «ανάγκη». ΟΛεύκιππος λέγει: Κανένα πράγμα δεν γίνεται μάταια, αλλά όλα για κάποιο λόγο και από ανάγκη.

 

Η Ανάγκη, όπως φαίνεται από το μοναδικό απόσπασμα του Λεύκιππου, δεν ταυτίζεται με την Τύχη. ( :Ουδέν χρήμα μάτην γίνεται ,αλλά πάντα  εκ λόγου και ανάγκης).Κατά μία έννοια μάλιστα, είναι το αντίθετο της Τύχης. Οι Ατομικοί θέλουν να τονίσουν την αναγκαιότητα που διέπει κάθε φυσική μεταβολή. Οι κινήσεις και οι συγκρούσεις των ατόμων, οι βαθύτερες δηλαδή διεργασίες που προηγούνται μιας φυσικής μεταβολής, καθορίζουν με αναγκαιότητα την κατάληξη αυτής της μεταβολής. Το προηγούμενο καθορίζει κατ᾽ ανάγκην το επόμενο.Ο κόσμος του Δημόκριτου δεν έχει Δημιουργό, δεν υπακούει σε κάποιο σχέδιο ούτε εκπληρώνει κάποιο σκοπό. Κατά τον Δημόκριτο «Ο,τι υπάρχει στο Σύμπαν  είναι καρπός τύχης και ανάγκης»- Δεν είναι όμως και το βασίλειο της Τύχης.όπως την αντιλαμβάνοται  συνήθως οι άνθρωποι.Ειναι  χαρακτηριστικό τι είπε σχετικώς :( Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο, πρόφασιν ιδίης αβουλίης.)

 Η αναγκαιότητα που καθορίζει κάθε επιμέρους βήμα, κάθε αλλαγή και κάθε φαινόμενο είναι αρκετή για να προσδώσει συνοχή στον κόσμο. Με την ατομική θεωρία φτάνει στη φυσική της ολοκλήρωση η μακρά πορεία της σκέψης που είχε αρχίσει στη Μίλητο 200 χρόνια πριν. Και όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Feynman, ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς της εποχής μας: «Αν, σε κάποιο κατακλυσμό, έμελλε να καταστραφεί όλη η επιστημονική γνώση και έπρεπε μόνο μία φράση να σωθεί, ποια φράση θα περιείχε τις περισσότερες πληροφορίες μέσα σε λιγότερες λέξεις; Πιστεύω ότι θα ήταν η «ατομική υπόθεση» - ότι όλα τα πράγματα είναι φτιαγμένα από άτομα και από κενό.»

-Η έννοια τού τέλους, σκοπού, κυριαρχεί στη φιλοσοφία τού Αριστοτέλη,αλλά και στην προσέγγισή του ακόμη και στις φυσικές επιστήμες.(Μιά πέτρα πέφτει όχι λόγω της βαρύτητας αλλά επειδή το "τέλος" της η " φυσική προδιάθεση" της είναι προς τη γή κλπ)- Και ειδικώτερα στα έργα τής φύσεως,κατά τον Αριστοτέλη, κυριαρχεί  το «τέλος» και όχι η τυχαιότητα.

Αναλυτικώτερα κατά τον Αριστοτέλη : .( αντιγραφή αποσπάσματος, από την παρατιθέμενη στο Παράρτημα εργασία του  Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. με επόπτρια καθηγήτρια την κ. Δήμητρα Σφενδόνη - Μέντζου,υπό τον τίτλο «Η ΤΥΧΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ, ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ». .Ολόκληρο το κείμενο παρατίθεται στο «Παράρτημα» )

«Υπάρχουν γεγονότα: α) που συμβαίνουν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, β) γεγονότα που συμβαίνουν κατά κανόνα με τον ίδιο τρόπο (ως επί το πολύ) και γ) γεγονότα που δεν έχουν καμία κανονικότητα, τα σπάνια ή κατ’ εξαίρεση γεγονότα.
. Υπάρχουν γεγονότα: α) που γίνονται για κάποιον σκοπό και β) γεγονότα που δεν γίνονται για κάποιον σκοπό.»

ι δύο πρώτες κατηγορίες δηλαδή αυτά που συμβαίνουν πάντοτε και τα «ώς επί το πολύ» τα συνδέει σε μια κατηγορία λογικής. Τέτοια γεγονότα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν η πτώση των σωμάτων λόγω της βαρύτητας, η έλλογη φύση του ανθρώπου, η κυκλική τροχιά της σελήνης. Στα «ώς επί το πολύ» ,το χιόνι που μπορεί να πέσει στα βόρεια κλίματα ή η ύπαρξη της αγοράς σε μια πόλη. Το πρώτο λοιπόν συμπέρασμα είναι ότι, η τύχη και το αυτόματο αναφέρονται και αιτιολογούν μόνο τα σπάνια γεγονότα. Σε άλλα έργα όπου η τύχη αναφέρεται παρεμπιπτόντως ο Αριστο τέλης δεν χρησιμοποιεί την τύχη εδώ με την ευρύτερη έννοια της. Στο περί γενέσεως και φθοράς διακρίνει την τύχη από την φύση με κριτήριο την κανονικότητα ή την σπανιότητα των γεγονότων που αιτιολογούν:Τα γαρ γινόμενα φύσει πάντα γίνεται η αει η ως επι το πολύ τα δε παρά το αεί και ως επι το πολύ από ταυτομάτου και από τύχης.
Το πιο ενδιαφέρον όμως κατά την γνώμη μου σημείο είναι η σύνδεση του σκοπού και της τελεολογικής λογικής με το τυχαίο. Από αυτή τη σύνδεση βεβαίως θα προκύψει και ο πολύ καθοριστικός διαχωρισμός ανάμεσα στο «καθαυτό» αίτιο και το «κατά συμβεβηκός» αίτιο: Τά δή τοιαύτα όταν κατά συμβεβηκός γένηται, από τύχης φαμέν είναι. Αυτού του είδους τα πράγματα (δηλ. τα σκόπιμα) λοιπόν όταν γίνονται «κατά συμβεβηκός» λέμε ότι, οφείλονται στην τύχη. (196b 23-24). Και όταν έν τοίς ένεκά του γιγνομένοις τούτο το συμβεβηκός γένηται, τότε λέγεται από ταυτομάτου καί από τύχης.
Όπως είπαμε λοιπόν, όταν γίνει κάτι τέτοιο σε πράγματα που γίνονται για κάποιον σκοπό, τότε λέμε ότι ,έγινε αυτομάτως ή κατά τύχην. (196b 29-31)(σ.183)
Αυτή η φαινόμενη αντίφαση της ένταξης του τυχαίου στην τελεολογική δομή θα αρθεί ξεκάθαρα στην ανάλυση που ακολουθεί, ξεκαθαρίζοντας όμως από τώρα ότι, η ένταξη των τυχαίων γεγονότων στα σκόπιμα δεν συνεπάγεται ότι η τύχη είναι το τελικό αίτιο του τυχαίου γεγονότος. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς παράλογο αφού θα καθιστούσε την τύχη αυτοσκοπό. Η τύχη και το αυτόματο ανήκουν στην κατηγορία των ποιητικών αιτίων.

Σε αυτή την παράγραφο θα αναπτυχθούν οι παραπάνω έννοιες υπό το Αριστοτελικό πρίσμα φιλοσοφίας, έχοντας ως πρωτογενές υλικό τα κείμενά του από το Περί Φύσεως στο δεύτερο βιβλίο των Φυσικών. Ένας βασικός λόγος που θα αναφερθώ στην Αριστοτελική αντιμετώπιση του θέματος είναι η εξαιρετικά μέχρι και σήμερα σύγχρονη σκέψη του, και η οποία βρίσκει απήχηση εκφραζόμενη μέσα από το δυνάμει αλλά και την σύγχρονη αντίληψη της αναγκαιότητας, και από την άλλη πλευρά ίσως ακόμα πιο καίρια για την παρούσα εργασία η πολύ κρίσιμη νοηματικά σύνδεση που πραγματοποιεί ανάμεσα στην πρόθεση-σκοπό και την τύχη. Θα αναδειχθεί δηλαδή μία εσωτερική αιτιακή σχέση της οποίας η απροσδιοριστία έγκει ται στο είδος της διαδρομής που θα ακολουθούν οι συνδέσεις και οι οποίες θα αποτελέσουν την δομή του συστήματος. Η ύπαρξη όμως σκοπού μέσα στο σύστημα θα αποτελέσει λόγο για να θεωρήσουμε ότι, αυτή η απροσδιοριστία δεν είναι αφη ρημένη, παρόλο που δεν είναι ελέγξιμη και ντετερμινισμένη με την κλασική έννοια. Ο σκοπός και το αποτέλεσμα θα εκφράσουν την μη τυχαία τύχη και κατά συνέπεια την νοηματοδότηση του συστήματος. Δηλαδή από την μια πλευρά έχουμε τα τέσσερα αίτια τα οποία ικανοποιούν το αίτημα για την πρόσβαση στην ουσία των πραγμάτων δηλαδή την πρώτη αιτία. Εν συνεχεία την ανάδειξη του δυνάμει μέσα από το οποίο θα αντιμετωπιστεί η έννοια της αναγκαιότητας με έναν πολύ πιο δυναμικό χαρα κτήρα, και άρα υπέρβασης της αυτοεγκλωβιζόμενης Δημοκρίτειας –Νευτώνειας εν ενεργεία πραγματικότητας. Τέλος στο σημείο που είναι ίσως και το πιο ενδιαφέρον η σύνδεση της ανθρώπινης πρόθεσης –πράξης να λειτουργεί ως αιτία νοηματοδότησης του τι είναι τυχαίο και τι δεν είναι.Το πρώτο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η τύχη είναι συνδεδεμένη με την ανθρώπινη προαίρεση, και αποτελεί υποδιαίρεση του αυτόματου το οποίο καλύπτει μια πολύ ευρύτερη λογική που αναφέρεται σε μηχα νισμούς όλων των ειδών στον φυσικό κόσμο. Η τύχη και το αυτόματο αναφέρονται σε γεγονότα που συμβαίνουν κατ’ εξαίρεση, δηλαδή δεν μπορεί να εντοπιστεί μια κανονικότητα σε αυτά. Από τα κατ’ εξαίρεση γεγονότα κάποια γίνονται για την επίτευξη ενός σκοπού. Αυτά τα γεγονότα όταν γίνονται «κατά συμβεβηκός» τα αποδίδουμε στην τύχη και το αυτόματο. Το τυχαίο γεγονός καλύπτει λοιπόν όσα συμβαίνουν κατ’ εξαίρεση και θα μπορούσαν να έχουν προκύψει από την επίτευξη ενός σκοπού, αλλά δεν προέκυψαν έτσι.»Οι περισσότεροι αρχαίοι φιλόσοφοι παραδέχονται  την τύχη.

Δειγματοληπτικά

 

Σωκράτης: «Ον η τύχη προπηλακίζει ούτος και παρά των πράων  μάστιγας  ευρίσκει»

 Πλούταρχος «Των αγαν άπτεται Θεός ,τα μικρά  δ’εις τύχην αφείς εά.

Αλλά ο ίδιος : « Μηδέν της τύχης  αλλά πάντα της ευβουλίας και προνοίας»

Θουκυδίδης;  « τοις τολμώσι η τύχη ξύμφορος  »

Χίλων ο Λακεδαιμόνιος: «Τύχη μη πίστευε»

Μένανδρος : « Θέλω τύχης σταλαγμόν ή φρενών πίθον »

 

-Η έννοια ενός πνευματικού μικρόκοσμου που αντανακλούσε συμπαντικά πρότυπα και που ο Leibnitz αποκαλούσε "μονάδα", βασίζονταν στην ιδέα ότι, το άτομο και το σύμπαν αλληλεπιδρούν εξαιτίας μιας προ-εγκαθιδρυμένης αρμονίας.

-Αλλά και για τον Schopenhauer, τα πάντα ήταν "αλληλοεξαρτώμενα και συγχρονισμένα με όμοιο τρόπο."

 

 

- ΜΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ-« ΛΑΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ-ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΗ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ  ΑΠΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΑ-  ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ»

Ο αστροφυσικός Trinh Xuan Thuan  λέγει :

Η «συμπληρωματικότητα επιστημονικών και πνευματικών προσεγγίσεων είναι πολύ σημαντική. Είμαι πεπεισμένος ότι, η επιστήμη δεν είναι το μόνο  παράθυρο που μας επιτρέπει να έχουμε πρόσβαση στην πραγματικότητα. Θα ήταν αλαζονικό, από την πλευρά ενός επιστήμονα, να ισχυριστεί το αντίθετο (…) Η επιστήμη μας φέρνει πληροφορίες, αλλά δεν έχει καμία σχέση με την πνευματική μας πρόοδο και την εσωτερική μας μεταμόρφωση (…) Αντιμέτωποι με ηθικά προβλήματα και ηθική, ειδικά στη γενετική , ο επιστήμονας χρειάζεται πνευματικότητα για να τον βοηθήσει να μην ξεχάσει την ανθρωπιά του.

-Σύμφωνα με την κινέζικη παράδοση, η τύχη είναι ένα γνώρισμα του χαρακτήρα μας, όπως η ευφυΐα και η αισιοδοξία. Σε αντίθεση με την συνήθεια που έχουμε στον δυτικό κόσμο να χαρακτηρίζουμε ένα άτομο «τυχερό» σε συγκεκριμένες στιγμές ή περιόδους της ζωής του, οι Κινέζοι θεωρούν πως η τύχη είναι κάτι με το οποίο γεννιέσαι και το κουβαλάς μαζί σου μέχρι να πεθάνεις. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως τα άτομα που γεννιούνται τυχερά δεν χρειάζεται να αγωνιστούν για τίποτα στη ζωή τους. Σύμφωνα πάλι με την κινέζικη κουλτούρα, η σκληρή δουλειά πορεύεται παράλληλα με το να είναι κάποιος τυχερός και το ένα εξαρτάται από το άλλο.Αν όμως η συμπεριφορά μας επηρεάζει άμεσα την τύχη μας, τότε και οι άνθρωποι που πιστεύουν πως είναι τυχεροί συμπεριφέρονται διαφορετικά από τους υπόλοιπους;

 

-Σήμερα, όλο και πιό πολλοί οικολόγοι και επιστήμονες κλίνουν προς την άποψη ότι, υπάρχει μια αλληλεξάρτηση, που συνδέει τα πάντα στον κόσμο.

 

-Μια έρευνα του 2009 δέχτηκε την ύπαρξη σχέσεως ανάμεσα στην πίστη στην σταθερή τύχη (ενάντια στην περιστασιακή τύχη) και το ποσοστό επιτυχίας και κατορθωμάτων ενός ατόμου. Δημιουργείται η εντύπωση πώς, οι «τυχεροί» άνθρωποι είναι και αυτοί που κυνηγούν αυτό που θέλουν. Κάποιος που πιστεύει στην σταθερή τύχη, έχει περισσότερα κίνητρα για να αναλάβει δύσκολους στόχους και να τους φέρει εις πέρας. Από την άλλη πλευρά, αυτός που πιστεύει πως η τύχη είναι κάτι περιοδικό και στιγμιαίο στο οποίο δεν μπορείς να βασιστείς, έχει λιγότερα κίνητρα για να εκπληρώσει τους στόχους του και να αναλάβει σημαντικές ευθύνες.

Είναι σαν το δέκτη που έχει σε ενέργεια πολλές κεραίες.Συλλαμβάνει περισσότερα σήμα τα –πληροφορίες.(:ευκαιρίες)

-Η άποψη πως η τύχη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αισιοδοξία είναι ένα  δημοφιλές σενάριο που έχει υποστηριχθεί από πολλούς, ειδικούς και μη, χωρίς όμως να είναι   γενικώς αποδεκτή.Ο Ρίτσαρντ Γουάιζμαν, ένας πρώην μάγος και  τώρα  καθηγητής Δημόσιας Κατανόησης της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Hertfordshire αλλά και συγγραφέας ,το 2005 ,του «The Luck Factor» («Ο Παράγοντας Τύχη») υποστηρίζει μεταξύ άλλων πως οι τυχεροί άνθρωποι είναι ειδήμονες στη δημιουργία και την παρατήρηση καλών ευκαιριών, ακούν τη διαί σθησή τους και έχουν  θετική και χαλαρή στάση απέναντι στις δοκιμασίες της ζωής.

 ΑΛΛΑ.

Αν όμως εξετάσουμε λίγο καλύτερα την ψυχολογία ενός αισιόδοξου και ενός απαισιόδοξου ατόμου, το επιχείρημα του Γουάιζμαν δεν είναι και τόσο σταθερό. Μια έρευνα από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου κατέδειξε πως αυτοί που έχουν τυχερά σερί όταν παίζουν τυχερά παιχνίδια στο διαδίκτυο, τα καταφέρνουν ακριβώς επειδή είναι απαισιόδοξοι. Φοβούνται πως θα χάσουν, οπότε παίζουν εκ του ασφαλούς..

-Δυό εκπληκτικές περιπτώσεις από την καθημερινότητα , μας επαναφέρουν το ερώτημα για το αν υπάρχει τύχη ή όχι. Τις καταγράφει ο μαθηματικός Warren Weaver, στο βιβλίο του, "Lady Luck: The Theory of Probability" ("Η Κυρία Τύχη: η θεωρία των πιθανοτήτων") απ' όπου  η σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Life"

Παραθέτουμε:

Στις 1-3-1950 και τα 15 μέλη της χορωδίας της εκκλησίας της Beatrice στη Nebraska, καθυστέρησαν στο ραντεβού που είχαν στις 7:20 για πρόβα. Όλοι είχαν κάποιο σοβαρό αλλά και συνηθισμένο λόγο να αργήσουν. Στις 7:25 η εκκλησία καταστράφηκε από έκρηξη ! Τα μέλη της χορωδίας θεώρησαν το γεγονός σαν "θεϊκή παρέμβαση". Ο Weaver υπολόγισε τις πιθανότητες να συμβεί ένα τέτοιο γεγονός μαζικής καθυστέρησης, σε μία στο εκατομμύριο

-Το 1992, ένας σερβιτόρος ονόματι Άρτσι Κάρας πήγε στο Λας Βέγκας να δοκιμάσει την τύχη του. Μέχρι το 1995, είχε επιτύχει να μετατρέψει $50 σε $40εκ., με μία κίνηση που μέχρι και σήμερα είναι γνωστή ως το μεγαλύτερο σερί νικών στην ιστορία του τζόγου. Πολλοί θα υποστήριζαν πως ήταν απλώς τυχερός, άλλοι θα πίστευαν στην πιο ορθολογιστική θεωρία των πιθανοτήτων, κάποιοι θα ήταν σίγουροι πως ο Κάρας έπαιξε «βρώμικα» και κατόρθωσε να θεωρηθεί «καθαρός» Τελικώς ο Άρτσι Κάρας μόλις τρεις εβδομάδες μετά  από τότε που κέρδισε τα $40εκ., τα έχασε όλα. Επί πλέον, το 2013 κατηγορήθηκε για ληστεία και ότι, είχε κερδίσει με δόλια μέσα. Κατόρθωσε όμως να απαλλαγεί από την τριετή ποινή φυλάκισης που αντιμετώπιζε, με το να τεθεί, απλώς υπό επιτήρηση.Θα μπορούσε κανείς να ισχυρι σθεί πως η τύχη του είχε χαμογελάσει;

 

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΤΥΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΚΒΑΝΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

-O Jim Al-Khalili  γράφει  αναφερόμενος στο ηλεκτρόνιο και ειδικότερα  στην αδυναμία μας  να προσδιορίσουμε τη θέση του : « Αποδεικνύεται  πώς δεν μπορούμε να κάνουμε  μια τόσο συγκεκριμένη πρόβλεψη-και αυτή η αδυναμία μας  δεν φαίνεται  να οφείλεται στις αρχικές συνθήκες…  αλλά  απλώς στην ανικανότητά μας  να γνωρίζουμε με αρκετή ακρίβεια τις αρχικές συνθήκες…..Στον κβαντικό κόσμο, οι νευτώνειες εξισώσεις έχουν αντικατασταθεί από ένα σύνολο  κανόνων και μαθηματικών σχέσεων  που περιγράφουν μια μικροσκοπική πραγματικότητα η οποία όντως μοιάζει  τυχαία.(Στη μικροσκοπική κλίμακα) η αβεβαιότητα μοιάζει ν΄ αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό της..Φύσης….οι κβαντικές πιθανότητες  δείχνουν να είναι εγγενείς στη Φύση,»

John Wheeler λέγει:  Σύμφωνα με τους κανόνες της κβαντομηχανικής, οι παρατηρήσεις μας επηρεάζουν το σύμπαν στα πιο θεμελιώδη επίπεδα. Όταν οι φυσικοί εξετάζουν τα βασικά συστατικά της πραγματικότητας - άτομα και τα εσωτερικά τους, ή τα σωματίδια φωτός που ονομάζονται φωτόνια - αυτό που βλέπουν εξαρτάται από το πώς έχουν  οργανώσει το πείραμά τους..
Το αποτέλεσμα του πειράματος εξαρτάται από το τι προσπαθούν να μετρήσουν οι φυσικοί ... Ο Wheeler έχει καταλήξει σε μια  άποψη κοσμικής κλίμακας ….. που έχει ακόμη πιο παράξενες συνέπειες. ............ .. Η άποψη του Wheeler δείχνει ότι οι παρατηρήσεις μας στο παρόν μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο συμπεριφοράς ενός φωτονίου στο παρελθόν…………………..  (ο Wheeler) υποψιάζεται ότι το μεγαλύτερο μέρος του σύμπαντος αποτελείται από τεράστια νέφη αβεβαιότητας που δεν έχουν ακόμη αλληλεπιδράσει ούτε με έναν συνειδητό παρατηρητή ούτε με κάποιο τμήμα άψυχου υλικού).

- Παραθέτουμε το τελευταίο μέρος της εργασίας του  Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ( στην οποία και αναφερόμαστε  και πιο πάνω)

«-Ο ψυχολόγος Carl Jung,  διετύπωσε την Αρχή της "Συγχρονικότητας" που συνδέει γεγονότα, τα οποία δεν συνδέονται με κάποια φανερή σχέση αιτίας ,αλλά, εννοιολογικώς. Στο έργο του "Δομή και Δυναμική της Ψυχής", αναφέρει πώς άρχισε να παρατηρεί συμπτώσεις που προκαλούσαν ανοικτά τους υπολογισμούς των πιθανοτήτων, στη διάρκεια των ερευνών του για το Συλλογικό Ασυνείδητο. Η συγχρονικότητα δίνει (ή τουλάχιστον προσπαθεί να δώσει) μια εξήγηση ,μια ερμηνεία σε θέματα που  θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι, συνιστούν απλώς τυχαία συμβάντα.»

Ένα παράδειγμα που μας δίνει ό ίδιος ψυχολόγος, μας το παραθέτει ο Koestler (ό.π.σελ.69) «Μια νεαρή γυναίκα  που θεράπευα σε  κάποια κρίσιμη περίοδο της ζωής  της, είδε στον ύπνο της ότι ,της έδωσαν ένα χρυσό σκαραβαίο. Οταν μου μιλούσε για το όνειρό της, εγώ καθόμουνα στο γραφείο μου με την πλάτη, γυρισμένη στο κλειστό τζάμι. Ξαφνικά άκουσα πίσω μου ένα θόρυβο. Γύρισα και είδα ένα έντομο που χρυπιόταν στο πέταγμά του πάνω   στο τζάμι.Ανοιξα το παράθυρο κι΄όπως εκείνο το πλάσμα,πετούσε μέσα, το  έπιασα στον αέρα.Ηταν η πλησιέστερη αναλογία χρυσού σκαραβαίου,που μπορεί να βρεθεί στα πλάτη μας,η κοινή μας χρυσόμυγα.(Cetonia aurata) που αντίθετα με τις συνήθειές της,είχε αισθανθεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή  την ανάγκη να χωθεί μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο»

Ο Jung πίστευε ότι, το φαινόμενο της Συγχρονικότητας συνδέονταν με ψυχικές καταστάσεις που αναπτύσσονται μέσω της επιρροής των Αρχετύπων, τα οποία όριζε σαν πρότυπα (μοντέλα) έμφυτα στην ανθρώπινη ψυχή  και κοινά για όλη την ανθρωπότητα. Ο Jung αναφέρει συχνά τα Αρχτυπα, σαν "αρχέγονες εικόνες", που παρέχουν την αναπαράσταση όλων των ανθρώπινων στάσεων απέναντι στον θάνατο, την σύγκρουση, το σεξ, την μετενσάρκωση και τη μυστικιστική εμπειρία. Κάποιες φορές ένα αρχέτυπο ενεργοποιείται από ένα συναισθηματικά φορτισμένο γεγονός και τότε τείνει να έλκει γεγονότα παρόμοιας φύσης, ανοίγοντας δρόμο στα γεγονότα που ονομάζουμε "συμπτώσεις".Δέχονταν  την ύπαρξη μιας "περίεργης αλληλεξάρτησης των αντικειμενικών στοιχείων μεταξύ τους, καθώς και με τις υποκειμενικές (ψυχικές) καταστάσεις του παρατηρητή". Μάλιστα εντόπισε δείγματα αυτής της αλληλε ξάρτησης - που θεωρούσε άρρηκτα δεμένη με την έννοια της Συγχρονικότητας - τόσο στις ψυχιατρικές του σπουδές, όσο και στην έρευνά του πάνω στις εσωτεριστικές πρακτικές. Έτσι, θεωρούσε την κινέζικη μαντική μέθοδο του Ι Τσινγκ σαν έκφραση της Αρχής της Συγχρονικότητας. Εβλεπε ότι, αυτό είναι το κύριο ενδιαφέρον της κινέζικης σκέψης ενώ αυτό που εμείς λατρεύουμε σαν αιτιότητα περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Ενώ η Δυτική σκέψη προσεκτικά  σταθμίζει, επιλέγει, ταξινομεί και απομονώνει, η Κινέζικη μια πιο ολιστική εικόνα του κόσμου, δίνοντας σημασία και στην παραμικρή λεπτομέρεια που συνθέτει μια στιγμή. Κάθε στιγμή απαρτίζεται από όλα αυτά τα "ασήμαντα" συστατικά. Αργότερα, ο Jung προέκτεινε την έννοια της Συγχρονικότητας και στην Αστρολογία. Όταν μάλιστα ανέφερε το ενδιαφέρον του για την Αστρολογία και την πεποίθησή του για τη μελλοντική της χρησιμότητα, με ένα γράμμα του στον Freud, ο τελευταίος αντέδρασε, κατηγορώντας τον Jung ότι, είχε πέσει θύμα της "μαύρης παλίρροιας του βούρκου του αποκρυφισμού".Μη εγκατα λείποντας τις θέσεις του ο Jung κατέγραψε στα απομνημονεύματά του, άλλο ένα συνταρακτικό συμβάν εμφάνισης Συγχρονικότητας, που μάλιστα συνέβη ενώ ήταν μαζί με το Freud: Στέκονταν μαζί δίπλα σε μια βιβλιοθήκη όταν ο Jung ένιωσε το διάφραγμά του να γίνεται σαν από σίδερο και να καίει, να πυρακτώνεται. Ταυτόχρονα ακούστηκε ένας δυνατός κρότος σαν να επρόκειτο να πέσει πάνω τους η βιβλιο θήκη.Ο Jung βρήκε την ευκαιρία να παρουσιάσει το συμβάν σαν ένα παράδειγμα φαινομένου καταλυτικής εξωτερίκευσης. Ο Freud αντέδρασε αποκαλώντας τα αυτά, "ανοησίες". Τότε, ο Jung τον προκάλεσε, υποστηρίζοντας ότι, μπορούσε να προβλέψει ότι, το πολύ σε ένα λεπτό ο κρότος θα ξανακούγονταν. Πριν καν τελειώσει τα λόγια του ο κρότος ξανακούστηκε, αφήνοντας τον Freud εμβρόντητο.
-Σύμμαχό του στην προσπάθεια να διατυπώσει την θεωρία του για την Συγχρονικότητα, ο Jung  έλεγε ότι,βρήκε την κβαντική Φυσική, στα πλαίσια της οποίας είχε διατυπωθεί η θεωρία ότι, ένα πεδίο του χώρου μπορεί να γίνει αντικειμενικά γνωστό, μόνο με την ύπαρξη ενός παρατηρητή, ο οποίος όμως επεμ βαίνει (αναγκαστικά, με την παρουσία του) στην κατάσταση του χώρου. Οι ανακαλύψεις αυτές βοήθησαν τον Jung να διατυπώσει διαισθητικά  την άποψη ότι, ύλη και συνείδηση συνδέονται με ουσιώδη τρόπο, σαν δυο συμπληρωματικές όψεις μιας ενοποιημένης πραγματικότητας.

.Για να επανέλθουμε στο παραταθέν παράδειγμα και για σώσουμε...την αιτιότητα,λέγομε ότι ,το αίτιο που προκάλεσε την είσοδο  τής χρυσόμυγας ,ήταν η σχετική  αναφορά  της ασθενούς στον σκαραβαίο.Επομένως και εδώ υπάρχει αιτιότητα,μη οφειλόμενη όμως σε  "υλική" προυπάρχουσα κατάσταση,αλλά σε  ¨νοηματική" -διανοητική.

-Πολύ πριν τον Jung, άλλοι διανοούμενοι και επιστήμονες είχαν διατυπώσει θέσεις που συνέδεαν αλληλεπιδραστικά την ύλη και τη συνείδηση. Ο  Arthur Koestler μιλούσε για τη χωρητικότητα της ανθρώπινης ψυχής σαν "ένα κοσμικό αντηχείο". Στο βιβλίο του "The Roots of Coincidence" (" Οι Ρίζες της Σύμπτωσης") γράφει για μία "θεμελιώδη ενότητα των πραγμάτων", που υπερβαίνει την μηχανική αιτιότητα. Ο Koestler έδωσε παραδείγματα ενοποίησης και αλληλεπίδρασης μέσα απ' την ίδια την εξέλιξη της επιστήμης, καθώς οι διάφοροι τομείς της φυσικής συνδυάστηκαν ή συγχωνεύτηκαν, στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα: π.χ. ο ηλεκτρισμός και μαγνητισμός συγχωνεύτηκαν στην ηλεκτρομαγνητική θεωρία, ενώ τα Η/Μ κύματα συνδέθηκαν με μια σειρά φαινομένων, όπως το φως, το χρώμα, η θερμική ακτινοβο λία και τα ερτζιανά κύματα. Η Χημεία αγκαλιάστηκε απ' την Ατομική Φυσική. Ο έλεγχος του σώματος απ' τα νεύρα και τους αδένες, συνδέθηκε με ηλεκτροχημικές διεργασίες, ενώ τα άτομα διαιρέθηκαν στα "δομικά στοιχεία" των πρωτονίων, των ηλεκτρονίων και των νετρονίων. Αργότερα, όλα αυτά τα θεμελιώδη σωματίδια, συγκεντρώθηκαν στην έννοια απλών "πακέτων συμπυκνωμένης ενέργειας".

 -Παρόμοιες απόψεις είχαν ο Kepler και ο Pico della Mirandola. 

 

 ΤΥΧΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ

-Η Ηθική κηρύσσει την  συμμόρφωση,χωρίς εξωτερικό εξαναγκασμό,προς κανό νες,ανεξάρτητους από το θετικό δίκαιο.Η  σύμφωνη με  την ηθική, συμπεριφορά τού ανθρώπου ,η σύμφωνη με την ηθική (εσωτερική)συγκρότησή του,δεν βλάπτεται από την αδυναμία υλοποίησης,μιάς αποφάσεως που έλαβε ο άνθρωπος σε εκτέλεση υπαγο ρεύσεων τής ηθικής.Η ηθική συγκρότησή του,και γενικώτερα η έννοια της ηθικής δεν βλάπτεται από το γεγονός αυτό.Δεν πλήττεται από εξωτερικούς παράγοντες. Η τύχη,με την εμφάνιση μη ελεγχόμενων από τον άνθρωπο και απρόβλεπτων κατά στάσεων είναι δυνατόν να εμποδίσει την εξωτερίκευση-υλοποίηση αποφάσεων που υπαγορεύει η ηθική.Αλλά δεν μπορεί να βλάψει την ηθική συγκρότηση του ανθρώπου.Η ηθική συνδέεται με την ηθική στάση,δηλαδή την συνειδητή,ψυχική του στάση  για να αντιμετωπίσει ορισμένες καταστάσεις. Εάν από παράγοντες τυχαί ους,εμποδίζεται στην υλοποίηση ορισμένων πράξεων η ηθική  του δεν βλάπτεται.  Σημασία έχει η σχετική βούληση του.

 

 Η  ΤΥΧΗ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ. 

-Θεωρητικοί της Φυσικής και Μαθηματικοί (όπως οι A.Linde,J.Wheeler ,P.Davies ,Ekeland και πολλοί άλλοι) δέχονται την επίδραση του παρατηρητή επί της ύλης.Λ.χ. ότι, η παρατήρηση-η μέτρηση,μετατρέπει τη φύση   φωτός από κυματική σε σωματιδιακή. Ακόμη περισσότερο,πώς η επίδραση αυτή μπορεί να ανατρέξει και στο παρελθόν.Οτι, την επίδραση αυτή μπορεί να επιφέρει όχι μόνον  ο παρατηρητής,αλλά και άλλες καθαρώς «υλικές καταστάσεις». Με ισοδύναμη διατύπωση,ότι, έτσι έχουμε μεταβολή των αρχικών συνθηκών. Σύμφωνα με την θεωρία του Χάους,μιά τέτοια μεταβολή,όσο μικρή και αν είναι αρχικώς, μπορεί να έχει μεγάλα και απρόβλεπτα αποτελέσματα και εισάγει το τυχαίο ως στοιχείο της φυσικής πραγματικότητας.Δεν πρόκειται απλώς για απρόβλεπτο,αλλά  για εγγενές στοιχείο στο συμπαντικό γίγνεσθαι.

(Περισσότερα στο Παράρτημα  υπό:  A.Linde-J.Wheeler)

Ο Clément Sire, διευντής του εργαστηρίπου θεωρητκής φυσικής στο Πανεπισήμιο της Τουλούζης λέγει  «Όχι το τυχαίο δεν είναι καταάγκη απρόβλεπτο»

Παραθέτουμε:

«Η πιθανότητα δεν είναι τόσο αφηρημένη. Θέλω να σας υπενθυμίσω ότι ,η τύχη, η τυχαιότητα, σε δύο διαφορετικές γλώσσες,  φέρει στην μνήμη μας τα ζάρια. Αρχικά, al-zahr, στα αραβικά, σήμαινε τύχη, τα ζάρια. Το τυχαίο είναι τυχαίο, το περίφημο Alea jacta είναι – ο κύβος ερίφθη – τού Καίσαρα. Η τύχη μας παρέχει εικονογραφήσεις στην καθημερινή ζωή: μια συνάντηση, μια ζαριά... Στη διάλεξή μου εξηγώ ότι, υπάρχουν πραγματικές πιθανότητες, αλλά και «πιθανότητες» που στην πραγματικότητα δεν κρύβουν μόνο την ανικανότητα ή την άγνοιά μας. να κατανοήσουν ένα γεγονός. Ο Βολταίρος (και άλλοι) είπε ότι «αυτό που ονομάζουμε τύχη είναι και μπορεί να είναι μόνο η άγνωστη αιτία ενός γνωστού αποτε λέσματος…». Αναφέρω επίσης τις «συμπτώσεις», και μερικές φορές το υπερβολικό νόημα που τους δίνεται, όταν γίνονται αντιληπτές εκ των υστέρων.

Η ρίψη των ζαριών, στην πραγματικότητα, δεν θα ήταν επομένως τυχαία;

Εάν πετάξετε το ζάρι σας πολλές φορές από το ίδιο ακριβώς ύψος και με την ίδια ταχύτητα, αυτό θα προσγειώνεται πάντα στην ίδια πλευρά. Στην πράξη, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα φαινόμενο που ονομάζεται «χάος»: αν αλλάξετε την αρχική κατάσταση (θέση και ταχύτητα) τόσο ελαφρώς, το αποτέλεσμα (η πλευρά με την  οποία προσγειώνεται το ζάρι) θα είναι συχνά διαφορετικό, καθιστώντας το ρίψιμο του ζαριού τυχαίο . Ένα άλλο παράδειγμα ενός «χαοτικού» συστήματος: ο καιρός. Η δυναμική του αέρα διέπεται από χαοτικές εξισώσεις που επιλύονται από τους υπερυπολογιστές των μετεωρολόγων. Καθώς δεν γνωρίζουμε ακριβώς και παντού την ταχύτητα του ανέμου, την πίεση, τη θερμοκρασία ακριβώς την ίδια δεδομένη στιγμή, δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια τον καιρό. Χειρότερα, όπως με μια ρίψη των ζαριών, η αβεβαιότητα μας για τις καιρικές συνθήκες σε μια δεδομένη στιγμή ενισχύεται από το χάος, καθιστώντας τις προβλέψεις επικίνδυνες πέρα ​​από μερικές ημέρες. Άρα υπάρχει πάντα μια φυσική εξήγηση για ένα φαινόμενο;

Όσο η ρίψη των ζαριών ή ο μακροπρόθεσμος καιρός μπορεί να ερμηνευθεί με πρακτικό τρόπο ως «φαινομενική πιθανότητα», υπάρχει αληθινή πιθανότητα… Αλλά σε ατομική κλίμακα! Στην κλίμακα του ένα δισεκατομμυριοστό του μέτρου, η μηχανική του Νεύτωνα δεν ισχύει πλέον. Είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί η κβαντική μηχανική, της οποίας τα τρέχοντα ηλεκτρονικά, ή το λέιζερ, είναι το καθαρό προϊόν. Η κβαντομηχανική μας λέει ότι το ηλεκτρόνιο δεν είναι εντοπισμένο σε μια ακριβή θέση, αλλά ότι έχει μόνο μια ορισμένη πιθανότητα να παρατηρηθεί εδώ ή εκεί. Ο κβαντικός κόσμος είναι εγγενώς τυχαίος ή πιθανολογικός! Η κβαντομηχανική καθιστά δυνατό τον υπολογισμό ακριβώς αυτών των πιθανοτήτων, αλλά όχι για να σας πει πού ακριβώς βρίσκεται το ηλεκτρόνιο σε μια ακριβή στιγμή, αυτό το ερώτημα στην πραγματικότητα δεν έχει νόημα στην ατομική κλίμακα. Αλλά η ομορφιά και η δύναμη της φυσικής είναι επίσης να μπορεί να προβλέψει την κανονική συμπεριφορά σε μια μεγάλη κλίμακα συστημάτων που προφανώς ελέγχονται τυχαία («χαοτικά» ή «κβαντικά»). Το κινητό σας τηλέφωνο όπου ένα δισεκατομμύριο δισεκατομμύρια δισεκατομμύρια ηλεκτρόνια μας υπακούουν συλλογικά με το δάχτυλο και το μάτι είναι μια καλή απεικόνιση αυτού!

 



Αλβιν Τόφλερ,στην Εισαγωγή στο βιβλίο των Ιλυα Πριγκοζίν και Ιζαμπελ Στεντζερς.  « Τάξη μέσα από το Χάος» (Εκδόσεις Κέδρος 1986) γράφει:
«Όπως γράφει ο Edgar Morin, επιφανής Γάλλος κοινωνιολόγος και επιστημολόγος  «ας μην ξεχνάμε πώς το πρόβλημα της αιτιοκρατίας άλλαξε μέσα σ΄ένα αιώνα…. Η ιδέα των ύψιστων, ανώνυμων, πάγιων νόμων που τα κυβερνά όλα στη φύση, υποκαταστάθηκε από την ιδέα των νόμων αλληλοπεπίδρασης…. Το θέμα της αιτιοκρατίας  μάλιστα έγινε το πρόβλημα τάξης στο σύμπαν. Τάξη σημαίνει πώς υπάρχουν και μερικά άλλα εκτός απ' τους νόμους. Υπάρχει και το αναγκαστικό ,το αμετάβλητο, το σταθερό, η κανονικότητα…Η παλαιά ανώνυμη αιτιοκρατία (determinism), παράγοντας ομοιογένειας, αντικαταστάθηκε με  τη διαφοροποιό και εξελικτική ιδέα των προορισμών (determinations) και καθώς εμπλουτιζόταν η έννοια της αιτιοκρατίας, γίνονταν νέες προσπάθειες για να αναγνωριστεί η συμπαρουσία της τύχης και της αναγκαιότητας ως εταίρων ισότιμων και όχι σε σχέσεις αμοιβαίας υποταγής μέσα στο σύμπαν, που ταυτόχρονα οργανώνεται και αποδιοργανώνεται.
Στο σημείο αυτό μπαίνουν στο στίβο ο Πριγκοζίν και η Στέντζερς. Αυτοί πήγαν ένα βήμα πιο πέρα την συζήτηση. Όχι μόνο απόδειξαν — πειστικά, κατά τη γνώμη μου, μα όχι και κατά τη γνώμη άλλων, όπως ο μαθηματικός René Thorn – ότι, λειτουργούν και  η αιτιοκρατία και η τύχη, μα προσπαθούν και να καταδείξουν, πως αυτά τα δυο συνταιριάζονται. Έτσι, κατά τη θεωρία της αλλαγής, θεωρία που πηγάζει φυσικά από την ιδέα των σκεδαστικών δομών, ένα σύστημα, όταν εξωθείται από διακυμάνσεις σε κατάσταση μακριά από την ισορροπία και κινδυνεύει η δομή του, πλησιάζει σε στιγμή κρίσιμη ή σημείο  διακλάδωσης. Στο σημείο αυτό, λένε οι συγγραφείς, αποκλείεται από την ίδια τη φύση των πραγμάτων η δυνατότητα να καθοριστεί εκ των προτέρων η επόμενη κατάσταση του συστήματος. Ό,τι απομένει από το τελευταίο αυτό, ωθείται από την τύχη σε μια νέα γραμμή εξέλιξης. Και όταν η γραμμή αυτή επιλεγεί - ανάμεσα από πολλές άλλες - αναλαμβάνει την συνέχεια πάλι ο ντετερμινισμός, ώσπου  να φθάσει το σύστημα στο επόμενο σημείο διακλάδω σης.Μ' ένα λόγο, βλέπουμε εδώ την τύχη και την αναγκαιότητα, όχι σαν ασυμφιλίωτα αντίθετες, αλλά σαν εταίρους, που καθένας παίζει τον ρόλο του στο πεπρωμένο.
Πραγματοποιείται μια ακόμη σύνθεση.Όταν τον αναστρέψιμο και μη αναστρέψιμο χρόνο, την αταξία και την τάξη, τη φυσική και την βιολογία, την τύχη και την αναγκαιότητα τα φέρνουμε όλα μαζί μες στο πλαίσιο της ίδιας ιστορίας και διαπιστώνουμε σαφώς τις αμοιβαίες σχέσεις τους, διατυπώνουμε μια μεγάλη πρόταση, συζητήσιμη χωρίς αμφιβολία, μα και ισχυρή και μεγαλόπρεπη σε τούτη την περίπτωση»-------------------------------------------------------------------------
 

Αν  έτσι έχουν τα πράγματα,αποτολμάται μια πρόταση.Ο απρόβλεπτος παράγοντας, είναι η τύχη ,η ελευθερία βουλήσεως.Ο άνθρωπος με την συμπεριφορά του,με την ευρύτατη έννοια του όρου,επηρεάζει το Σύμπαν, Αλλά έτσι τίποτε δεν είναι προκαθορισμένο.Αυτό ακριβώς συνιστά τον παράγοντα που αποκαλείται τύχη και αναδεικνύει τον ρόλο και την ευθύνη του ανθρώπου ως σημαντικού στοιχείου στον καθορισμό της «τύχης» του Σύμπαντος.Το  τυχαίο,αναμένει την ελεύθερη βούληση, την συνείδηση,γα να δώσει την θέση του στην βεβαιότητα.

ΜΙΑ  ΑΛΛΗ ΑΠΟΨΗ

-Η Τύχη είναι το ψευδώνυμο Του Θεού  όταν δεν θέλει να βάλει την υπογραφή του

 

Η ΟΡΘΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΤΥΧΗ

Δεν υπάρχει μοίρα, ειμαρμένη, κισμέτ, απόλυτος προορισμός του ανθρώπου. Σε όλη την αγιογραφική και αγιοπατερική διδασκαλία πουθενά δεν αναφέρεται η πίστη στην τύχη. Ό,τι φαίνεται στους ανθρώπους τυχαίο, έχει σίγουρα κάποια βαθύτερη προέλευση. Δεν υπάρχει κανένα πεπρωμένο.

 

H KAΘΟΛΙΚΗ  ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

 

Θεωρεί ότι, το άτομο είναι ελεύθερο και επομένως υπεύθυνο για τις πράξεις του, υπεύθυνο για τη σωτηρία του, για το τελικό του τέλος. Πιστεύει ότι ο Θεός μπορεί να επέμβει για το καλό των ανθρώπων μέσω της παρέμβασης της Πρόνοιας του, αλλά ποτέ για το κακό.

Η ΘΕΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Η ΤΥΧΗ

Η θέση της έχει άμεση σχέση με το Κάρμα..Καθώς ,δέχεται ότι,σκοπός του ταξειδιού μας αυτού που λέγεται ζωή,΄ είναι να ανακαλύψουμε και να τελειοποιήσουμε την μοναδικότητα μας, και κατ επέκταση το ΟΛΟ , μέσα στην παγκόσμια ζωή, υποστηρίζει ότι,το κάρμα δεν είναι ούτε πεπρωμένο ούτε μοίρα. Είναι ένας παγκόσμιος νόμος εξισορρόπησης, που διορθώνει την ανισορροπία και εξηγεί τις φαινομενικές ανισότητες της ζωής. Η εφαρμογή αυτού του φυσικού νόμου απομακρύνει κάθε πιθανότητα τύχης, είτε για καλό είτε για κακό. Με τις σκέψεις μας, τις λέξεις μας και τις πράξεις μας,  παράγουμε ενέργεια για αυτό που είμαστε υπεύθυνοι.

 

ΤΟ  ΤΥΧΑΙΟ ΣΤΟ ΘΕΤΙΚΌ ΔΙΚΑΙΟ

Τυχηρό γεγονός ή τυχαίο συμβάν (casus fortuitus) χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε συμβάν που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) του οφειλέτη ή του ζημιώσαντος. Στα τυχηρά γεγονότα (: εκείνα που δεν προβλέφθηκαν, ούτε μπορούσαν να προβλεφθούν ή να αποφευχθούν από ένα μέσο εχέφρονα άνθρωπο) ο νόμος συνήθως δεν αναγνωρίζει ευθύνη προσώπου, εκτός από κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις.. Τα τυχηρά υπό ευρεία έννοια περιλαμβάνουν και την ανωτέρα βία, ενώ τα τυχηρά υπό στενή έννοια ή απλά/συνήθη τυχηρά τοποθετούνται στην κλίμακα της υπαιτιότητας μεταξύ αμέλειας και ανωτέρας βίας.

Κατ’ εξαίρεση μόνο, μπορεί να επεκταθεί η ευθύνη του προσώπου, ώστε να περιλάβει όλα ή ορισμένα από τα τυχηρά. Σε πολλές, πάντως, περιπτώσεις, ο νόμος, επεκτείνοντας την ευθύνη του οφειλέτη ώστε να καταλαμβάνει και τα τυχηρά, αποκλείει από αυτά κάθε περιστατικό ανωτέρας βίας.  Στις περιπτώσεις δε ρητά ή σιωπηρά συναγόμενου αποκλεισμού της ευθύνης μόνο για ανωτέρα βία, τίθεται το ερώτημα πώς εννοεί ο νόμος την έννοιά της. Η απάντηση αποτελεί, και πάλι, ζήτημα ερμηνείας. Δεν μπορεί να είναι αδιάφορη για την νομοθετική βούληση η φύση ή ο σκοπός της ρυθμιζόμενης ενοχής και η σχέση των συμφερόντων αλλά και της οικονομικής ισχύος των μερών. Με τα κριτήρια αυτά, που μπορεί να παραλλάσσουν από διάταξη σε διάταξη, και όχι με αφηρημένους, γενικούς εννοιολογικούς προσδι ορισμούς, θα ανευρεθεί ποια είναι η ορθή κατανομή των κινδύνων μεταξύ των μερών, ήτοι πότε απαλλάσσεται ο ζημιώσας για ανωτέρα βία.

 

 

 

 

ΤΥΧΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ

Jim Al-Khalili, (ό.π. «Oι Δαίμονες κλπ.»)   , ενώ  στο τέλος του βιβλίου του, «Οι Δαίμονες κλπ.» συγκαταλέγει την ελευθερία της βουλήσεως  στα θέματα για τα οποία δεν ελπίζει ότι,θα  μπορέσει ποτέ η επιστήμη να δώσει απάντηση,σε άλλο σημείο(σελ.225 επ)  φαίνεται να εκφράζει διαφορετική άποψη. Αφου δέχεται ότι, η ύπαρξη τής ελεύθερης βούλησης δεν διασώζεται από την κβαντομηχανική, αλλά χάρις στη θεωρία του Χάους,απαντώντας ευθέως στο σχετικό ερώτημα  γράφει  ότι, πιστεύει πώς υπάρχει ελεύθερη βούληση.Αιτιολογεί  την θέση αυτή και   στο ότι, η αναπόφευκτη  μη προβλεψιμότητα  που χαρακτηρίζει την λειτουργία ενός πολύπλοκου συστήματος,όπως ο εγκέφαλός μας, εξασφαλίζει την ελευθερία της βουλήσεως.Δηλαδή από την άποψη αυτή,δέχεται τό τυχαίο.

 

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1.Ο Θεός  εδημιούργησε το Σύμπαν.

2.Ο Θεός  εδημιούργησε τον Ανθρωπο αυτεξούσιο.

3.Ο Ανθρωπος επιδρά στην εξέλιξη του Σύμπαντος.

4.Υπάρχει αμφίδρομη σχέση μεταξύ Σύμπαντος και Ανθρώπινης  συνειδήσεως.  Με  ισοδύναμη διατύπωση ο άνθρωπος είναι ομοούσιο τμήμα του Σύμπαντος

5.Κάθε πράξη-συμπεριφορά του  σε όλα τα επίπεδα επιδρά στο ΟΛΟ, άρα και στον εαυτό του.

6.Καθώς η συμπεριφορά του δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη η εξέλιξη του Σύμπαντος  είναι τυχαία.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
 

Μιά άλλη απλούστερη θέση.

Εχει,με βάση τα σήμερινά δεδομένα, γραφεί « ότι, υφίσταται   σχέση της τύχης με την αναγκαιότητα ,που όχι μόνο δεν είναι αντιθετική, αλλά ότι, η μία έννοια συμπληρώνει την άλλη με κοινό σκοπό την εξέλιξη σε βαθύτερα επίπεδα επιστήμης και φιλοσοφίας όπου υφίσταται η ουσία και η αλήθεια. Ένα βαθύτερο νόημα των πραγμάτων το οποίο αναδεικνύεται σε απώτερο στόχο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ότι, ο τρόπος για να γίνει αυτό απαιτεί  το πέρασμα από την επιστήμη στην φιλοσοφία. ( Σημ.μου: Αποτολμάται εδώ μια επιφύλαξή μας  για την ικανότητα-δυνατότητα  αυτή της φιλοσοφίας ως παράγοντα που οδηγεί ευθέως  στην γνώση της πραγματικότητας .Η μεγάλη της σημασία και αποστολή είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη η ανίχνευση σφαλμάτων λογικής κα η επεξεργασία στοιχείων στην πορεία  του σκεπτόμενου ανθρώπου) )  Εχει γραφεί για, μετατροπή της παράστασης και της εικόνας ,σε γεγονότα.: Την πληροφορία που είναι το υλικό των επιστημών ,σε επίγνωση. Εκεί συγκλίνει η οντολογία των νοημάτων με την αυτογνωσιακή διαδικασία προσέγγισής τους. Είναι και ο λόγος που η λογικότητα των φυσικών διαδικασιών συμπίπτει με την λογικότητα του ανθρώπινου νου.Δεν είναι το πρόβλημα ο ντετερμινισμός. Η άρση της ουδετερότητας του παρατηρητή είναι το ζητούμενο. Το σύστημα γίνεται να παραμείνει ντετερμινισμένο αλλά να εισαχθεί η τύχη, εισάγοντας την ποιοτική μεταβολή ως απόρροια της κατάργησης της ουδετερότητας. Το ζήτημα της απροσδιο ριστίας προκύπτει από την μη υποκειμενοποίηση του παρατηρητή. Άρα μπορούμε να πετύχουμε τον ντετερμινισμό που τόσο πολύ είχε ανάγκη ο Einstein, αλλά όχι κρατών τας απόσταση από τα πράγματα. Όχι καρτεσιανά και παραπέμποντας στην παραστατικότητα. Αυτοί που υπερασπίζονται τον μη ντετερμινισμό, απλώς διαπιστώ νουν την ασυμφωνία μεταξύ της ουδετερότητας και του αντικειμένου. Η ιδιαιτεροποίηση –υποκειμενοποίηση θα κάνει το σύστημα εξηγήσιμο, διότι θα νοηματοδοτηθεί η τύχη και υπό αυτή την έννοια θα ντετερμινοποιηθεί το συνολικό σύστημα. Ο Einstein ήθελε ντετερμινισμό από θέση ουδετερότητας. Εμείς θέλουμε η σχέση αιτίου και αποτελέσματος να περάσει μέσα από το υποκείμενο, διότι μόνο έτσι ποιοτικοποιείται και βρίσκει χώρο και η τύχη.

«Βασικό επίσης ζήτημα ήταν η υποστήριξη του προσδιορισμού της τύχης χωρίς να αναιρείται ο χαρακτήρας του τυχαίου, αλλά επαναπροσδιοριζόμενος με τέτοιον τρόπο που να παύει να έχει αυτόν τον αφηρημένο και απαξιωτικό χαρακτήρα που κατά κανόνα αποδίδουμε σε αυτό. Το νόημα είναι συνυφασμένο με κάτι που διέπεται από μιας μορφής λογική και αυτό συντελείται σε αναγκαίες σχέσεις. Ακριβώς και γι’ αυτό τον λόγο έγινε μια διάκριση ανάμεσα στην φυσική φιλοσοφία και την φιλοσοφική ανθρωπολογία. Στην φυσική φιλοσοφία πράγματι ,το ποιητικό αίτιο κινείται μέσα στην απροσδιοριστία, παρόλο που ο συνολικός μηχανισμός διέπεται από την ανα γκαιότητα που επιβάλλεται μέσω του σκοπού από το τελικό αίτιο. Επομένως το νόημα εξαντλείται στο περιεχόμενο του σκοπού και ο οποίος θα μπορούσε να επιτευχθεί με οποιονδήποτε τρόπο και χωρίς αυτός ο τρόπος να έχει ιδιαίτερη σημασί α. Από την άλλη πλευρά στην φιλοσοφική ανθρωπολογία, λέγεται ότι, ακόμα και το ποιητικό αίτιο μπορεί να προσδιορισθεί με τέτοιον τρόπο που να καθορίζει την έκβαση του σκοπού. Με άλλα λόγια το τελικό αίτιο είναι εφικτό, εάν επιλεγεί ο ορθός τρόπος που είναι το πολύ συγκεκριμένο ποιητικό αίτιο. Αυτό είναι σημαντικό διότι η νοηματοδότηση του σκοπού θα γίνει από το ποιητικό αίτιο, και το οποίο μέσα από την σχέση του με την αναγκαιότητα που επιβάλλεται από τον σκοπό θα μπορέσει να αυτοπροσδιοριστεί. Κάπως έτσι ο συνολικός μηχανισμός θα αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του με τέτοιον τρόπο χωρίς να αναιρείται η ελευθερία του συστήματος, αλλά έχοντας ανάγκη από αυτήν την μη «τυχαία τύχη» να ενεργήσει για να επιτευχθεί τελικά ο σκοπός. Η τύχη και οι πιθανότητες, αντιμετωπίζονται ως το μη ελεγχόμενο και ασύνδετο από την ανθρώπινη βούληση. Εκείνο όμως που θέλησα να υποστηρίξω είναι ότι, σε ένα βαθύτερο επίπεδο αυτή η τύχη είναι η ίδια η δυνατότητα που μπορεί και συγκεκριμενοποιείται όταν μας αποτείνεται. Εκεί μέσα μπορεί να γεννηθεί το νόημα του τυχαίου, το οποίο αποτελεί και την ελπίδα του ανθρώπου για την επίτευξη και του πιο αδιανόητου ονείρου.Είδαμε επίσης από την σκοπιά της φυσικής και της βιολογίας την ανάγκη να επαναπροσδιοριστούν οι δομές των αιτιακών σχέσεων, και το πως η προοπτική που ανοίγεται μοιάζει πολύ περισσότερο να έχει ανάγκη μια διευρυμένη αντίληψη, όπου η διαχείριση των εννοιών με τον κλασικό τρόπο ίσως να μην είναι αρκετή πλέον. Χρειάζεται ο άνθρωπος να ενεργοποιήσει την φαντασία του πλέον, την συναισθηματική του ευφυϊα, όχι μόνο για να σταθεί απέναντι στις απαιτήσεις που ανοίγονται από τις επικίνδυνες και άγνωστες προσβάσεις του στις νέες ανακαλύψεις, αλλά κυρίως για να βοηθήσει τον εαυτό του να αντιληφθεί ότι, αυτή η ζωή είναι η ευκαιρία που έχει ο κάθε άνθρωπος να αποδείξει ότι, τίποτα δεν είναι μάταιο και ότι αξίζει να αγωνιστεί πιστεύοντας σε ιδανικά και αξίες.»Το Σύμπαν αναμένει μια συμπεριφορά του ανθρώπου σύμφωνη με την αποστολή  τη φύση του και τις δυνατότητές του».

.Ο άνθρωπος ---πολύτιμο στοιχείο και ελπίδα του Σύμπαντος-που πορεύεται σύμφωνα με αυτά ,μπορεί να είναι ήρεμος  για την…τύχη του;( …δεν είναι μόνος στο Σύμπαν…).

Όλα αυτά δεν κλονίζονται από να δεχθεί κανείς  ότι, το Σύμπαν,η ζωή,είναι αποτέλε σμα τυχαίων διαδικασιών.Είναι λογικώς παραδεκτό,να δεχθούμε όλα  αυτά,και στην συνέχεια να αντιμετωπίσουμε  την δυνατότητα το τυχαίο «προιόν» να απέκτησε ( τυχαίως ;) συνειδητότητα η οποία να επηρεάζει την πορεία και του εαυτού και του όλου,και επί πλέον να μεταβιβάζει την «πείρα» του στα μελλοντικά σύμπαντα,που για μερικούς θα διαδεχθούν το  σημερινό.

Σε κάθε περίπτωση,ο γράφων είναι προσκολλημένος στην ιδέα,ότι, η συμπεριφορά του ανθρώπου με  την ευρύτατη έννοιά της, πρέπει να είναι εναρμονισμένη με την παραδοχή, ότι,κατά ένα ποσοστό είναι υπεύθυνος για την πορεία , την δική του,της ανθρωπότητας και του Σύμπαντος.

 

Βόλος/Αγία Τριάδα έως  2-4-2022

Γ.Α.ΚΟΥΚΟΥΒΙΝΟΣ



-------------------------------------------------------------------------------

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Σας έχει συμβεί κάποια φορά να συναντάται συνέχεια μπροστά σας για ένα διάστημα το ίδιο αριθμό; Ή να σιγοτραγουδάτε ένα τραγούδι και ανοίγοντας το ραδιόφωνο να το ακούτε;Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι, κάποια υπερφυσική αιτία, κρύβεται πίσω απ' αυτές τις συμπτώσεις. Αλλά η πλειοψηφία των σύγχρονων επιστημόνων μιλάει απλά για άγνοια των φυσικών νόμων που τις προκαλούν μια δημιουργία γεγονό των απ' αυτά που είναι δυνατόν να συμβούν. Τίποτα το περίεργο ή μυστικιστικό ! Αντίθετα οι συμπτώσεις θεωρούνται αναπόφευκτες απ' τους στατιστι κολόγους.

Για παράδειγμα, η πιθανότητα από μια τράπουλα 52 χαρτιών, να μοιραστεί μια συγκεκριμένη 13άδα χαρτιών, είναι ίση για κάθε πιθανή 13άδα. Και όλες είναι το ίδιο πιθανές ... όσο απίθανες και να μας φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Η πιθανότητα να μοιραστεί η 13άδα των 13 "καρό" είναι ακριβώς ίδια με την πιθανότητα να μοιραστεί μια οποιαδήποτε άλλη 13άδα.Πώς λοιπόν να εξηγήσουμε τέτοιες "σκόπιμες" συμπτώσεις;

--------------------------------------------------------------------------------

 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣΤμήμα Φιλοσοφίας & ΠαιδαγωγικήςΜεταπτυχιακό Πρόγραμμα ΦιλοσοφίαςΔιπλωματική Εργασία Επόπτρια Καθηγήτρια: Δήμητρα Σφενδόνη - Μέντζου

Η ΤΥΧΗ ΚΑΙ ΗΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ, ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΑΠΑΡΙΔΗΣ
30 Απριλίου 2013Εξάμηνο 6ο Α.Μ. : 620 ~ 2 ~
Η Τύχη είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο μιας διαδικασίας η οποία δεν είναι τυχαία.
Κωνσταντίνος Π. Λαπαρίδης ~ 3 ~
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ………………………………………………..…..……………… 5
Κεφάλαιο 1. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ, ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥ …………………………..………………...…………….. 7
1.1 Η έννοια της αιτιότητας και η σχέση της με το υποκείμενο………… 8
1.2 Η σχέση του ποιητικού με το τελικό αίτιο…………………………… 12
1.3 Το τυχαίο, το αυτόματο και η αναγκαιότητα υπό το πρίσμα της Αριστοτελικής φιλοσοφίας………………………………………………. 18
1.4 Συμπέρασμα…………………………………………………………...….. 27

Κεφάλαιο 2. Η ΤΥΧΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΥΣΙΚΗ …………………………………….…….…. 28
2.1 Η μετάβαση από την Νευτώνεια στην κβαντική λογική….………… 29
2.2 Η αποκάλυψη της Κβαντικής λογικής……………………….……..… 33
2.3 Η αρχή της Συμπληρωματικότητας……………………………….…… 35
2.4 Η Ορθόδοξη διατύπωση…………………………………………….…… 36
2.5 Η Ρεαλιστική προσέγγιση……………………………………….……… 38
2.6 Η εξέλιξη της αντιπαράθεσης……………………………………...……43
2.7 Εφαρμογές της κβαντομηχανικής………………………………...…… 45

2.8 Πολλαπλές διαστάσεις, Πολυσύμπαντα, Σκοτεινή ενέργεια και η θεωρία των χορδών…………………………………………………………….…….… 46
2.9 Η έννοια της πληροφορίας και η αποκάλυψη της πραγματικότητας ως ολόγραμμα……………………………………………………………….… 53

2.10 Το εν ενεργεία ως έκφραση του μορφικού στοιχείου……………… 63
2.11 Συμπέρασμα…………………………………………………………….. 65
Κεφάλαιο 3. Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΣΥΝΔΕΤΙΚΟΣ ΚΡΙΚΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΤΥΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥ……………………………….………………………………. 66
3.1 Η σχέση ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό…………………..…… 66
3.2 Τα έμβια όντα ως μηχανές που αυτοκατασκευάζονται………...…… 69
3.3 Η τύχη ως πηγή κάθε καινοφάνειας, χωρίς να αναιρεί τον τελεονομικό μηχανισμό……………………………………………………………………… 73
3.4 Η θεωρία της εξέλιξης και η φυσική επιλογή……………………..… 82
3.5 Ευφυές σχέδιο και εξέλιξη…………………………………………...… 85
~ 4 ~


3.6 Πολυπλοκότητα, Πιθανότητα και μη αναστρεψιμότητα……..…… 91
3.7 Συμπέρασμα…………………………………………………………...… 93

Κεφάλαιο 4. Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ …………….…………. 94
4.1 Το προθετικό περιεχόμενο του τυχαίου………….……………….… 95
4.2 Μια θεωρία νοήματος……………………………………………….… 98
4.3 Συμπέρασμα…………………………………..………………….…… 102
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ………………………………………………..……. ……..… 103
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ …………………………………...…..……………..… 105 ~ 5 ~

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η εργασία αυτή πραγματεύεται το ευρύ θέμα της τύχης και της αναγκαιότητας εξετάζοντάς το, σε τέσσερις μεγάλες ενότητες οι οποίες πιστεύω ότι μπορούν να καλύψουν το θέμα με τους εξής δύο τρόπους.

 Από την μια πλευρά καλύπτοντας και ικανοποιώντας την σχέση μεταξύ του φυσικού κόσμου, μαζί με ένα ανθρωπιστικό σύστημα αξιών και αρχών διεπόμενων από νόημα. Από την άλλη πλευρά μέσα από μια ανοδική πορεία, όπου το κομμάτι των επιστημών αναλαμβάνει το τεχνικό σκέλος θεμελίωσης των εννοιών μας, και στην συνέχεια πραγματοποιείται μια μελέτη που αποβλέπει (και αξιοποιεί το τεχνικό σκέλος) σε μια μεταφυσική ανάλυση για τον προσδιορισμό του οντολογικού και γνωσιολογικού υποστρώματος της τύχης και της αναγκαιότητας.Τώρα, οι τέσσερις ενότητες της εργασίας έχουν την παρακάτω βαθμιαία ανάπτυξη.Το πρώτο μέρος λειτουργεί εισαγωγικά και πραγματεύεται γενικά την έννοια της αιτιότητας, μέσα από την ιστορική της και γενική έννοιά της. Η δομή των αιτιακών σχέσεων μέσα από τον ντετερμινισμό και την απροσδιοριστία που οδηγούν στους φυσικούς νόμους, η αμφισβήτηση της αιτιότητας από τον Hume, η αναγωγή της από τους θετικιστές σε ένα πλαίσιο τελείως μηχανιστικό και κυρίως η αμφισβήτηση της πραγματικότητας του δυνάμει μαζί με την πειραματική επιβεβαίωση σε στενά όρια, αποτελούν ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά σημεία της διαδρομής της αιτιότητας. Με αφορμή αυτά θα γίνει και μια αναφορά στον Αριστοτέλη για την συμβολή του μέσα από τα τέσσερα αίτια, αλλά και την άποψή του για το τυχαίο και το αυτόματο. Το στοιχείο που είναι το πιο συνδετικό για την εργασία αυτή από την Αριστοτελική φιλοσοφία, θα είναι η τάση του Σταγειρίτη να υπαγάγει σε έναν σημαντικό βαθμό την τυχαιότητα στην τελεολογία εξαιτίας του προθετικού χαρακτήρα του τελεονομικού μηχανισμού. Κυρίως όμως αποβλέπει στο να παρουσιάσει μια κατευθυντήρια δομή και εξέλιξη της αιτιότητας, η οποία επιτρέπει κατά την γνώμη να πραγματοποιήσω μια ανάλυση πάνω στην οποία θα στηρίξω σε μεγάλο μέρος των απόψεων που θα υπερασπιστώ. Με άλλα λόγια θα διαφανεί ότι η ανάληψη της αιτιότητας με όρους μιας σύγχρονης εκδοχής υποκειμενοποίησής της, θα χρησιμοποιηθεί από μέρους μου για τηνανάπτυξη της συλλογιστικής μου στην τέταρτη ενότητα./

Στην δεύτερη ενότητα, τώρα, γίνεται μια εκτενής αναφορά υπό το πρίσμα της φυσικής, η οποία προσφέρει ένα πολύ πλούσιο υλικό σε ότι αφορά τις δύο έννοιες που μας ενδιαφέρουν. Οι σχέση μακρόκοσμου και μικρόκοσμου, η κβαντική θεωρία, οι μαύρες τρύπες και η θεωρία των χορδών αποτελούν ορισμένα από τα αξιοποιήσιμα παραδείγματα, στα οποία πιστεύω ότι αναδεικνύεται εντυπωσιακά η έννοια της πληροφορίας, η οποία θα λειτουργήσει ενοποιητικά στην σχέση της τύχης με την αναγκαιότητα. Το εργαλειακό-αποδεικτικό μέρος της φυσικής είναι τα μαθηματικά, τα οποία με πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα δείχνουν τις λογικές των πιθανοτήτων μέσα από τις εμπειρικές πραγματώσεις φυσικών φαινομένων και τα οποία αποδεικνύονται από την παρατήρηση και τα πειράματα. Κατά συνέπεια, η αναγκαιότητα των φυσικών νόμων και η αξιοπιστία που εκπέμπουν μέσα από τις πειραματικές και μαθηματικές επιβεβαιώσεις, προσφέρουν στέρεο έδαφος στην αναγκαιότητα, η οποία όμως, και χωρίς να ανατρέπεται, αφήνει ένα τεράστιο περιθώριο σε μια τύχη, την οποία η φυσική καλείται να ενσωματώσει με τις θεωρίες και τα πειράματά της σύμφωνα με τις επιταγές των σύγχρονων ανακαλύψεων. Αυτού του τύπου η τύχη θα δούμε ότι αποθεώνει τον κόσμο των δυνατοτήτων χωρίς να γίνεται άρση του νοήματος του συνολικού μηχανισμού.Κατά αντίστοιχο τρόπο μέσα από την βιολογία θα αναδειχθεί το πώς η πληροφορία (ο γενετικός κώδικας) θα συνδέσει την τύχη με την αναγκαιότητα μέσα από τους μηχανισμούς αποκωδικο ποίησης του DNA. Μία οντολογική γένεση μιας τυχαίας κατάστασης, η οποία στην συνέχειά της οδηγείται σε έναν αυστηρότατο τελεονομικό μηχανισμό ο οποίος ακόμη εντυπωσιακότερα είναι η αιτία της εξέλιξης μέσα από την φυσική επιλογή. Η ανάδειξη δηλαδή τρομερά εξελιγμένων και εκλεπτυσμένων (οργανισμών- μηχανών) χωρίς την παρέμβαση εξωτερικών δυνάμεων (άρα μέσα από την αυτοοργάνωσή τους), και χωρίς την απόδειξη ενός ευφυούς σχεδίου από τον Θεό, αλλά καθαρά μέσα από την απειροελάχιστη δυναμική της πιθανότητας η οποία συμβάλλει μέσα από το σφάλμα που μπορεί να γίνει κατά την διαδικασία της αντιγραφής του Κώδικα στο RNA. Φυσικά και η πολυπλοκότητα έχει την βάση της σε αυτό το σημείο, αλλά και χωρίς να αναιρούνται οι αιτιακές σχέσεις οι οποίες υπακούουν σε πολύ συγκεκριμένους φυσικούς νόμους.Στην τελευταία ενότητα της εργασίας όπως προαναφέρθηκε πραγματοποιείται η ανάλυση του θέματος από την οντολογική και γνωσιολογική του βάση. Εκείνο που θέλω βασικά να υποστηρίξω σε αυτό το κεφάλαιο είναι δύο πολύ σημαντικά συμπεράσματα κατά την γνώμη μου. Το πρώτο είναι η μη αντιφατική και αντιθετική σχέση που υπάρχει μεταξύ της τύχης και της αναγκαιότητας στο επίπεδο όμως της μεταφυσικής που είναι και ο κόσμος της ουσίας. Σε έναν κόσμο φαινομενολογικό και επιφανειακό προφανώς φαίνονται αντιθετικά. Εγώ θα υποστηρίξω ότι η τύχη αποτελεί συστατικό στοιχείο ενός ευρύτερου ντετερμινισμού, ο οποίος ντετερμινισμός όμως συντελείται στον κόσμο της ενδεχομενικότητας. Η ενδεχομενικότητα του ντετερμινισμού ναι μεν εισαγάγει το τυχαίο, αλλά μέσα στην συνθήκη πραγμάτωσης της τύχης επιβάλλεται ο ντετερμινισμός  που τελικά αναλαμβάνει την τύχη. Ένας ντετερμινισμός που δεν είναι αυτονόητο να υπάρχει, αν όμως υπάρχει δαμάζει την τύχη. Είναι ο τρόπος με τον οποίο το αυτονόητο είναι αυτονόητο επειδή συμβαίνει, αλλά δεν είναι άμεσα διαγνώσιμο γιατί είμαστε μέσα σε αυτό. Το δεύτερο σημαντικό σκέλος αφορά την μετατροπή της παράστασης σε γεγονότητα και που συνδέεται με την δυνατότητα του ανθρώπου να εισχωρήσει οντολογικά πλέον σε βαθύτερα επίπεδα. Αυτό είναι καθοριστικό, διότι όπως θα φανεί από την φυσική και την βιολογία το κρίσιμο εργαλείο είναι η πληροφορία. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την δυναμική της, και ο τρόπος μαζί με τις ιδιότητές της διαρρηγνύουν σχεδόν όλες τις δυσκολίες αφού η εξηγητική της ισχύς δίνει ικανοποιητικές απαντήσεις σε πολλούς εξηγητικούς μηχανισμούς. Με τον ίδιο τρόπο που η φυσική και η βιολογία μέσα από την πληροφορία θα αναλάβουν το τεχνικό σκέλος υποστήριξης της σχέσης της τύχης με την αναγκαιότητα, έτσι περνώντας στο μεταφυσικό επίπεδο όπου το σύστημα θα γίνει πολύ πιο ανθρωπολογικό, η πληροφορία εκεί μετατρέπεται σε επίγνωση κατά αντιστοιχία της παράστασης σε γεγονότητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ, ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥ.

Το ζήτημα της τύχης και της αναγκαιότητας είναι ένα θέμα το οποίο στην παρούσα εργασία αναλαμβάνεται αξιοποιώντας υλικό από την φυσική και την βιολογία, ώστε οι δύο παραπάνω έννοιες να βρουν ένα υπόστρωμα. Αυτό βέβαια δημιουργεί περαιτέρω ζητήματα που έχουν σχέση με την σύνδεση της δομής της λογικής του ανθρώπινου νου, σε σχέση με την λογική που διέπει την φύση. Ένα είδος αρχής της κανονικότητας που δίνει νόημα στην σχεσιακή λειτουργία ανάμεσα στην κανονικότητα του νου σε σχέση προς την λογικότητα των φυσικών νόμων. Όπως γίνεται αντιληπτό το περιεχόμενο και η δομή των συνδέσεων των δύο εννοιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την λογική της αιτιότητας. Η αποκωδικοποίηση του θέματος αυτού σημαίνει πρόσβαση στην αιτία των αιτιακών σχέσεων. Ποιο είναι αυτό το νόημα δηλαδή, που πραγματοποιεί τις συνδέσεις οι οποίες στο περιγραφικό τους σκέλος παρουσιάζονται ως αιτιακές σχέσεις. Οι τεχνικές εξηγήσεις που συνήθως έχουν ως υλικό την φιλοσοφία της επιστήμης περιγράφουν και εξηγούν αρκετά ικανοποιητικά τις σχέσεις των αιτίων με τα αποτελέσματα. Για την εύρεση όμως της αιτίας του αιτίου, εκεί νομίζω ότι, χρειάζεται μια μεταφυσική δομή της οποίας η αποδεικτική ισχύς βρίσκεται στον κόσμο της ενδεχομενικότητας. Αυτό σημαίνει αναζήτηση νοημάτων τα οποία θα προκύψουν από τις κατευθυντήριες που οι ίδιες οι αιτιακές σχέσεις παραπέμπουν

1.1              Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
Το ζήτημα της αιτιότητας θεμελιώθηκε υπέροχα από τον Αριστοτέλη με τα τέσσερα αίτια, όπου εντοπίστηκε η μεγάλη σημασία στο γιατί και όχι στο τι. Η ιστορία όμως της αιτιότητας περνώντας από διάφορα στάδια, έφθασε στην κορύφωσή της μέσα στο πλαίσιο της Νευτώνειας φυσικής η οποία διαμόρφωσε και ολόκληρο το κοσμοείδωλο εκείνης της εποχής. Το Νευτώνειο μοντέλο είναι βέβαια το πιο αντιπροσωπευτικό και το πιο στέρεο της εποχής του. Από εκεί και πέρα η αρχή έγινε με τον ορθολογισμό του Descartes, ο οποίος διαχώρισε το υποκείμενο από το αντικείμενο της γνώσης τοποθετώντας όλο το βάρος στην αναγκαιότητα της λογικής. Η πιο καθοριστική φάση ίσως είναι όμως το σημείο όπου ανέλαβαν την έννοια της αιτιότητας ο Hume και ο Καντ. Αυτό διότι ο Καντ ενίσχυσε και εξέλιξε την ορθολογικότητα θεμελιώνοντάς την, μέσα από την μεταφυσική, και από την άλλη πλευρά έθεσε ο Hume ορισμένα πολύ παραγωγικά ζητήματα όπου αμφισβητούσε την ύπαρξη της αιτιότητας. Σύμφωνα με τον Hume οι φυσικοί νόμοι για παράδειγμα δεν υπάρχουν αλλά απλώς εκφράζουν την ανθρώπινη συνήθεια. Αυτό το χρονικό σημείο είναι σημαντικό κατά την γνώμη μου, διότι μετά από αυτό εξελίχθηκαν αντιθετικά μεταξύ τους φιλοσοφικά ρεύματα τα οποία ευνόησαν μια διαλεκτική, η οποία κατέληξε στην σχολή της Φρανκφούρτης και η οποία στην σύγχρονη εκδοχή της πιστεύω ότι, μπορεί πολύ ικανοποιητικά να διαχειριστεί όχι μόνο το συγκεκριμένο θέμα αυτής της εργασίας, αλλά δυνητικά όλων των ειδών τα ζητήματα που μπορούν να προκύψουν.Με αφορμή μάλιστα το ζήτημα της αιτιότητας ανακύπτουν διάφορες φιλοσοφικές προεκτάσεις του θέματος. Ο Θετικισμός για παράδειγμα παρόλο που προσπαθεί να αξιοποιήσει σύγχρονες πτυχές της αιτιακής σχέσης (κβαντική φυσική), τελικά ολισθαίνει σε παράπλευρες δομές συλλογισμού στις οποίες πραγματοποιεί κριτική αμφισβήτηση στην ίδια την ύπαρξη του φυσικού νόμου και ακόμα χειρότερα στην αποδοχή μόνο του εν ενεργεία κόσμου. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι, το πώς θα διαχειριστεί την έννοια της αιτιότητας, είναι πολύ καθοριστικό όχι μόνο για να δούμε τι είναι αναγκαίο ή τυχαίο, αλλά πολύ περισσότερο για την διαμόρφωση των ουσιαστικών πεποιθήσεων που θα αποκτήσει μια κοινωνία. Ακόμα κι αν είχε δίκιο ο Hume ότι, δεν υπάρχουν φυσικοί νόμοι και επομένως η σύνδεση του σύννεφου με την ακολουθού μενη βροχή έχει ψυχολογικό αίτιο, έχουμε πάλι μια αναγκαιότητα έστω κι αν υποφέρει από το πρόβλημα της επαγωγής. Η αναγκαιότητα με όρους εμπειρικούς συμβαίνει. Κάθε μέρα ο ήλιος ανατέλλει. Άρα αυτό που λέω δεν είναι να αποδειχθεί μόνο η αναγκαιότητα στο πλαίσιο του φυσικού νόμου, ώστε αυτή να διασφαλιστεί και να απαντηθεί ο Hume, αλλά πολύ περισσότερο η διαμόρφωση ενός φιλοσοφικού κοσμοειδώλου με τις συνέπειές του να εκδηλώνονται στην κοινωνία το οποίο θα είναι και το αποτέλεσμα. Εάν λοιπόν πραγματικά υπάρχουν οι φυσικοί νόμοι και κατά συνέπεια ο κόσμος του δυνάμει, θα διαμορφώσει μια οντολογία η οποία θα διαμορ φώσει με τον αντίστοιχο τρόπο τις πεποιθήσεις τελικά τον ατόμων. Επομένως δεν είναι ζήτημα μόνο για να δούμε μια αναγκαιότητα, αλλά για την ίδια την αλήθεια και η οποία θα καθορίσει πάνω από όλα την ίδια την ηθική.Με άλλα λόγια από την σχολή της Φρανκφούρτης και ύστερα, τοποθετήθηκαν οι αιτιακές σχέσεις μέσα σε ένα πλαίσιο που ο φορέας της αντικειμενικότητάς τους είναι η συνείδηση του υποκειμέ νου. Δηλαδή όχι μόνο το υποκείμενο δεν αλλοιώνει την γνωσιακή διαδικασία εξαιτίας του υποκειμενισμού του και σε βάρος της αντικειμενικής αληθινής γνώσης, αλλά αντίθετα επειδή αναλαμβάνει την ίδια την εννοιοποίηση μπορεί να παραγάγει την ουσία της γνώσης που μπορεί να είναι πιο αληθινή από ποτέ. Ακριβώς σε αυτό το σημείο βρίσκεται και η διαφορά στην έννοια της αιτιότητας ανάμεσα στην παραδοσιακή θεωρία και την Κριτική ερμηνευτική. «Η Κριτική θεωρία επιχειρεί να κατανοήσει τα φαινόμενα με στοιχεία που είναι συνειδησιακής τάξεως με βάση όχι πλέον την αρχή της αιτιότητας αλλά την αρχή της συνεπαγωγής. Κι αυτό γιατί η σημασία ενός συνειδησιακού φαινομένου (μιας απόφασης, μιας επιλογής, μιας πράξης) δεν αποτελεί την αιτία ενός άλλου συνειδησιακού φαινομένου, ούτε προκαλεί την σημασία που αυτό έχει, αλλά την συνεπάγεται μέσα από την αμφίδρομη σχέση που συνδέει τα φαινόμενα.

1.2   1 Οι σημασίες δύο φαινομένων που σχετίζονται μεταξύ τους με σχέσεις αλληλεπίδρασης σχετίζονται και αυτές όχι μονόδρομα αλλά αμφίδρομα όπως δηλώνει ο όρος συνεπαγωγή. Στο πλαίσιο της επιστημονικής πρακτικής που υπάγεται στις αρχές της Κριτικής θεωρίας χωρίς να αποκλείεται η πρόβλεψη στην βάση της αρχής του ντετερμινισμού και η εξήγηση με την μορφή είτε μηχανι στικής είτε δομικής αιτιότητας, έχουμε κυρίως κατανόηση με βάση την αρχή της τελεολογικής εξήγησης, ή την αρχή της συνεπαγωγής.» (σελ. 117)

1.3   1 Α. Δεληγιώργη, Φιλοσοφία των Κοινωνικών Επιστημών (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτη, 2011) σ. 117 «Στην Παραδοσιακή θεωρία η αιτιότητα έχει μηχανιστικό ντετερμινιστικό χαρακτήρα και ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί το σώμα με τις κινήσεις του. Ή επίσης ο οργανισμός και οι αντιδράσεις του σε εξωγενείς παράγοντες. Ενώ ως παράδειγμα συνεπαγωγικού συστήματος μπορού με να αναφέρουμε την συνείδηση. Η διαφορά αυτή δεν απορρέει από μια δυϊστική αντιμετώπιση σώματος και ψυχής. Αντίθετα είναι καρπός μιας ανάλυσης επιπέδων που μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε ένα φαινόμενο στα διάφορα στοιχεία που διασυνδέονται και συναποτελούν την ολότητά του. Η Παραδοσιακή θεωρία συνήθως ανάγει την συνείδηση στην λειτουργία του εγκεφάλου και γενικότερα στην νευροφυσιολογία υπό την πεπερασμένη έννοια της βιολογίας. Η Κριτική θεωρία αντίθετα αντιστέκεται στον απλουστευτικό αναγωγισμό προβάλλοντας την αρχή του ισομορφισμού. Η λειτουργία του νευρικού συστήματος εμφανίζει μια παραλληλία με την λειτουργία της συνείδησης, πράγμα που συμβαίνει και με την φυσιολογία σε σχέση με την ψυχολογία. Με την αρχή του ισομορφισμού διασφαλίζεται η συνθήκη παραλληλίας και επομένως διεπιστημονικής συνεργασίας των επιστημών, πράγμα που καθιστά δυνατή την γνώση της πολυπλοκότητας και της πολυμορφίας του γνωστικού αντικειμένου μέσω αναλύσεων στα πολλαπλά επίπεδα και στις πολλαπλές κλίμακες διάρθρωσής του.» (σελ. 117).Το μεθοδολογικό ερώτημα είναι πράγματι κάτι που μπορεί να εξελιχθεί σε ένα σοβαρό φιλοσοφικό ζήτημα, διότι πρέπει να επιλέγουμε ανάμεσα στις ιδιότητες ενός πράγματος αυτές που όχι μόνο αληθεύουν για το πράγμα, (γιατί όλες οι ιδιότητες ενός αντικειμένου αληθεύουν για το αντικείμενο) αλλά που αληθεύουν αναγκαστικά. «Το ίδιο ζήτημα προκύπτει στην νεότερη προβληματική, όταν προσπαθούμε να επιλέξουμε από τις πολλές δυνατές γενικεύσεις αυτές που είναι νομολογικές, αυτές δηλαδή που είναι περιπτώσεις φυσικού νόμου και όχι τυχαίες. Και στις δύο περιπτώσεις η διάκριση μόνο μπορεί να γίνει με αναφορά σε υποθετικά του μη πραγματικού, γιατί μας ενδιαφέρει όχι μόνο τι είναι αληθές αλλά και αναγκαστικά αληθές. Τι δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, ή θα παρέμενε αληθές, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Από εμπειριοκρατική άποψη μια τέτοια αναφορά στο μη πραγματικό στερείται σημασίας, όπως στερείται σημασίας η διάκριση εμπειρικών αληθειών σε αναγκαίες και τυχαίες. Για τον Αριστοτέλη ωστόσο, η αναφορά στην αναγκαιότητα στηρίζεται στην θεωρία της ουσίας. Μια ιδιότητα ‘ψ’ ενός αντικειμένου ‘χ’ είναι ουσιαστική, όταν το αντικείμενο ‘χ’ θα έπαυε να είναι το αντικείμενο ‘χ’, αν δεν είχε την ιδιότητα ‘ψ’. Έτσι το να έχει εκτελεστεί με κόνιο δεν είναι ουσιαστική ιδιότητα του Σωκράτη, ενώ το να είναι γιος του Σωφρονί  σκου είναι. Ένα τέτοιο κριτήριο παρότι παρουσιάζεται με κάποια λογική καθαρότητα, τελικά είναι ασαφές, διότι βασίζεται σε μια ασαφή διαίσθηση που αφήνει μια σειρά από ιδιότητες απροσδιόριστες. Όπως για παράδειγμα το που θα τοποθετούνταν οι περισσότερες σωματικές ιδιότητες του Σωκράτη.
2 Φ. Καργόπουλος, Το Πρόβλημα της Επαγωγικής Λογικής (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 1991), σελ. 23-25.Σύμφωνα μάλιστα με τις νεότερες θεωρίες που εντοπίζουν στην τάξη των γονιδίων ακόμα και τις πιο μικρές σωματικές λεπτομέρειες, οι ιδιότητες αυτές που σε άλλες εποχές θα ήταν συμβεβηκότα, τελικά είναι αναγκαία στοιχεία της ουσίας. Αν όμως οι αναγκαίες ιδιότητες μεταβάλλονται με την πρόοδο της επιστήμης, τότε προκύπτει το κατά πόσο είναι αναγκαίες. Για τον Αριστοτέλη βέβαια το πρόβλημα παρακάμπτεται διότι η επιστημονική γνώση περιορίζεται στο καθόλου. Οτιδήποτε ανήκει στον ορισμό είναι ιδιότητα ουσιαστική, ενώ οι υπόλοιπες ιδιότητες είναι συμβεβηκότα. Όμως αν η διάκριση εφαρμόζεται μόνο στο επίπεδο είδους και γένους και όχι στο επίπεδο πρώτων ουσιών, τότε τίθεται σοβαρό γνωσιοθεωρητικό ζήτημα για την οντολογική βάση των ιδιοτήτων αυτών, δεδομένης της γενικής θέσης ότι ανεξάρτητα υπάρχουν μόνο πρώτες ουσίες ενώ οι υπόλοιπες ιδιότητες υπάρχουν μόνο μέσα από αυτές. Από την παραπάνω σκέψη ακολουθεί λογικά ότι μόνο στην περίπτωση των μαθηματικών οντοτήτων, όπου ταυτίζεται ορισμός και ύπαρξη, υπάρχει δυνατότητα να μιλήσουμε για αναγκαίες, ουσιαστικές ιδιότητες, και με αυτήν την έννοια μπορούμε να πούμε ότι το Αριστοτελικό πρότυπο της επιστήμης, με την έμφαση που δίνει στην απόδειξη και στις ισομορφικές ιδιότητες (αλήθειες που ισχύουν για όλα και μόνο τα οριζόμενα), ισχύει μόνο για τα μαθηματικά.» (σελ. 23-24)Ένας άλλος λόγος που κάνει την αναφορά σε αναγκαίες ιδιότητες προβληματική είναι ότι το υποθετικό του μη πραγματικού δεν έχει αυστηρή λογική ανάλυση.

1.4   3 Η παραδοσιακή θεωρία ωστόσο δεν είχε αυτήν την δυνατότητα, γιατί έβλεπε την επαγωγή ως το αντίστροφο της παραγωγής και γιατί είχε ήδη εισαγάγει οντολογικά στοιχεία στην απόδειξη. Πιο ειδικά στην τυπικά ορθή θεωρία του συλλογισμού προστίθεται η ιδέα ότι οι μέσοι όροι που κάνουν δυνατές τις αποδείξεις αντιστοιχούν στις αιτίες, φέρνοντας έτσι σε αντιστοιχία τη λογική αναγκαιότητα με την φυσική αναγκαιότητα. Οι τέσσερις Αριστοτελικές αιτίες συστηματοποιούν κάθε δυνατή σχέση κανονικότητας και εσωτερικής δομής που μπορεί να παρουσιάζει κάποια αιτία. Αυτό που πρέπει να τονιστεί για αυτές τις αιτίες είναι το ότι,ακόμα και στην περίπτωση της τρίτης αιτίας (αρχή κίνησης) οι αιτίες είναι ιδιότητες της ίδιας της ουσίας. Αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα της αναγκαιότητας που προκύπτει για την έννοια της αιτίας, δεν προκύπτει για τις αιτίες αυτές. Έχουν τόση αναγκαιότητα όση μπορεί να προσδώσει σε αυτές η έννοια της ουσίας. Μιλάμε δηλαδή για μια πραγματική αναγκαιότητα και όχι για μια αναγκαιότητα του λόγου. 3 Από την σκοπιά του προτασιακού λογισμού η πρόταση «αν είχα πάρει δηλητήριο θα πέθαινα» είναι το ίδιο αληθής με την πρόταση «αν είχα πάρει δηλητήριο δεν θα πέθαινα», διότι στα υποθετικά του μη πραγματικού η υπόθεση είναι εξορισμού ψευδής άρα και το όλο υποθετικό αληθές. Η διαίσθηση που μας λέει ότι το πρώτο υποθετικό αληθεύει ενώ το δεύτερο είναι ψευδές, δεν είναι μια αυστηρά τυπική λογική διαίσθηση, αλλά προκύπτει ως αποτέλεσμα της γνώσης που έχουμε για τον κόσμο. Αυτή η συλλογιστική θέτει την επαγωγή σε αμφισβήτηση ως λογική μέθοδο αν η λογική μπορεί να νοηθεί μόνο και αυστηρά τυπική.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η οπτική γωνία με την οποία αντιμετωπίζει την έννοια της αιτιότητας ο Hume. Σύμφωνα με τον Σκωτσέζο φιλόσοφο οι νόμοι της φύσης παριστάνουν καθολικότητες που συνάγονται εμπειρικά και εκφράζονται μαθηματικά. Η επιστήμη δεν διεισδύει στην ουσία για να ανακαλύψει το «γιατί» των φυσικών νόμων. Η αναγκαιότητα κατά συνέπεια είναι λογική και όχι ψυχολογική. Οτιδήποτε δηλαδή μπορούμε να αρνηθούμε χωρίς να οδηγηθούμε σε αντίφαση δεν είναι αναγκαίο. Αυτό σημαίνει ότι η αναγκαιότητα είναι μόνο λογική σχέση ιδεών και εκφράζεται με αναλυτικές κρίσεις που είναι όλες τελικά λογικά ταυτόλογες. Οτιδήποτε δεν είναι αναγκαίο αντλεί το κύρος του από άμεση ή έμμεση στήριξη στην εμπειρία. Αυτό είναι και το βασικό εργαλείο του Hume, ότι η γνώση αναλύεται και οτιδήποτε από τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης δεν αποτελεί σχέση ιδεών, πρέπει να στηριχθεί στην εμπειρία. Αν δεν μπορεί ούτε εκεί να στηριχθεί άμεσα ή έμμεσα τότε θεωρείται αστήριχτο και απορρίπτεται, αφήνοντας πίσω του από την παλιά έννοια μόνο τα στοιχεία αυτά που μπορούν να στηριχθούν λογικά στην εμπειρία. Το θέμα είναι ότι ο επαγωγικός συμπερασμός όπως αυτός της γενίκευσης ή της πρόβλεψης, δεν έλκει την ισχύ του από την λογική του μορφή αλλά από την συνήθεια των ανθρώπων.
1.2 Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΑΙΤΙΟ
Στα κεφάλαια που θα ακολουθήσουν θα αναλυθούν οι έννοιες της τύχης και της αναγκαιότητας μέσα από παραδείγματα και εκτενείς συλλογιστικές. Σε αυτήν την υποενότητα θα ήθελα όμως να δώσω τις κατευθυντήριες γραμμές, στις οποίες θα κινηθεί το φιλοσοφικό μοντέλο-σύστημα και τις οποίες θα υποστηρίξει η συγκεκριμένη εργασία. Επιπλέον θα παρουσιαστούν συσχετίσεις και ορισμοί των εννοιών αυτών σε συνάρτηση με την φιλοσοφία του Peirce. Το πρώτο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι το κριτήριο με το οποίο μπορούμε και μιλάμε για ποιητικό και τελικό αίτιο είναι το νόημα. Επομένως και χωρίς να απαξιωθεί η έννοια της τύχης, στην ουσία του πράγματος η τελευταία πρέπει να υποταχθεί στο είδος των οντολογικών μηχανισμών (που είναι μια δημιουργία μιας αυτοδομής) που συνδέουν την καθοριστική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο ποιητικό με το τελικό αίτιο. Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να δούμε τι είναι η τύχη ή οποιαδήποτε άλλη έννοια, εάν δεν αποκαλύψουμε πρώτα το είδος της εξάρτησης που τα συνδέει, αλλά και της αυτοαναφορικότητας που προκύπτει αντιμετωπίζοντάς το ως ολότητα.
Πρώτα από όλα πρέπει να γίνει η διάκριση ανάμεσα σε τρεις έννοιες οι οποίες παρουσιάζουν βαθμιαία αυξανόμενη ένταση μεταξύ τους. Είναι η τάση (propensity), η δυνατότητα (possibility) και η πιθανότητα (probability).
 Η τάση αντιπροσωπεύει αυτό στο οποίο, κάτι από μια εσωτερική δύναμη κινούμενο θα ήθελε να κινηθεί προς. Δεν ασχολείται δηλαδή με το αποτέλεσμα της επίτευξης η μη (αυτό το αγνοούμε απόλυτα αυτή την στιγμή), αλλά μας ενδιαφέρει ότι υπάρχουν οι δυνάμεις εκείνες που θα κινητοποιήσουν την διαδικασία, ώστε να αρχίσει να συντελείται η μεταβολή που συνήθως μας ενδιαφέρει, η ποιοτική και όχι η ποσοτική παρόλο που ισχύει και για τις δύο περιπτώσεις.
 Η δυνατότητα τώρα αναφέρεται στο αποτέλεσμα, και εξετάζει εάν αυτή η τάση είναι ρεαλιστικά εφικτή να γίνει εν ενεργεία. Δεν γνωρίζει εάν υπάρχουν άλλες περιπτώσεις που σίγουρα έχουν συμβεί, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της λογικότητας των παραμέτρων για το κατά πόσο αυτές θα επέτρεπαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ακόμα κι αν αυτό θα ήταν να συμβεί για πρώτη φορά.
Τέλος η πιο ισχυρή έννοια της πιθανότητας, αναφέρεται ξεκάθαρα στην δυναμική του αποτελέσματος, έχοντας ως υλικό την ίδια την στατιστική. Η πιθανότητα αναφέρεται σε κάτι που σίγουρα μπορεί να συμβεί, ανεξάρτητα εάν τελικά αυτό συμβεί η όχι. Είναι ένα δυνάμει που οπωσδήποτε είναι υποχρεωμένο σε έναν συγκεκριμένο αριθμό πραγματώσεων, κάποιες φορές να περάσει σε εν ενεργεία κατάσταση.
«Η ανάλυση του περιεχομένου των όρων αυτών μπορεί να γίνει με βάση τις δύο σημασίες τους4. Α(Ӏ) την οντολογική που αναφέρεται στο ίδιο το “ον” και A(II) την επιστημολογική που αναφέρεται στην γνώση μας για το “ον”. Η δυνατότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί με δύο σημασίες. (I) Tην οντολογική σε αντίθεση με την “εν ενεργεία πραγματικότητα”, την “ενέργεια” και την “εντελέχεια”. (II) Tην επιστημολογική (ή λογική) σημασία, σε αντίθεση με την λογική αναγκαιότητα. Έχουμε επομένως την σχέση δυνατότητα ≠ εν ενεργεία πραγματικότητα (possibility≠ actuality), και δυνατότητα ≠ αναγκαιότητα (possibility≠ necessity). Όταν η δυνατότητα χρησιμοποιείται με την (Ι) σημασία, δηλώνει την ‘εν δυνάμει κατάσταση’ η οποία έχει μόνο οντολογικό περιεχόμενο, και δηλώνει αυτό το οποίο είναι αντίθετο με την ‘εν ενεργεία’ κατάσταση, την ‘ενέργεια’ και την ‘εντελέχεια’. Έτσι έχουμε ‘εν δυνάμει κατάσταση’ ≠ ‘εν ενεργεία κατάσταση’. Από την άλλη πλευρά η πιθανότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο με την οντολογική όσο και με την επιστημολογική σημασία, αλλά όχι χωρίς διάκριση παρόλο που το νόημα των παραπάνω όρων δεν είναι ταυτόσημο, ωστόσο συχνά συγχέεται για τους εξής δύο λόγους. Είτε διότι η γνώση που έχουμε για το περιεχόμενό τους είναι ελλιπής, οπότε η σύγχυση είναι επιστημολογικού χαρακτήρα, είτε διότι η φύση της ίδιας της πραγματικότητας δεν είναι απόλυτα προσδιορισμένη, οπότε η σύγχυση έχει χαρακτήρα οντολογικό.» (σελ. 209-210)
4 Δ. Σφενδόνη-Μέντζου, Η πιθανότητα και το Τυχαίο στον C. S. Peirce (Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1980) σελ. 209-215
«Όσον αφορά τώρα τις έννοιες του δυνατού και του πιθανού έχουμε τα εξής: Ο όρος “δυνατό” χρησιμοποιείται σε προτάσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν ως απάντηση στον εξής τύπο ερώτησης. “Είναι (δυνατό) ενδεχόμενο να βρέξει αύριο;” Η απάντηση που μπορεί να δοθεί σε μια τέτοια ερώτηση μπορεί να είναι καταφατική είτε γιατί κάτι τέτοιο δεν αντιβαίνει στη λογική, είτε γιατί δεν υπάρχει καμιά εμπειρική ένδειξη για το αντίθετο. Μπορεί όμως να δοθεί απάντηση καταφατική ακόμα κι αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα δεδομένα της εμπειρίας. Η αρχή πάνω στην οποία στηρίζονται οι σχετικές προτάσεις είναι ότι “όλα είναι δυνατά (ενδεχόμενα) αρκεί να μην αποτελούν αντίφαση στον ίδιο τον εαυτό τους”, όπως για παράδειγμα εάν θεωρούσαμε δυνατή την εμφάνιση του τετραγωνικού κύκλου. Οποιαδήποτε άλλη αντίφαση ως προς την εμπειρία ή τις μαρτυρίες που έχουμε είναι αποδεκτή, όπως η αντίθεση στις προβλέψεις του μετεωρολογικού δελτίου, ακόμη και η βεβαίωση για το ενδεχόμενο να μην ανατείλει ο ήλιος αύριο. Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι είναι δυνατό (η ενδεχόμενο) να μην ανατείλει αύριο ο ήλιος, παρόλο που αυτό αντιβαίνει στην εμπειρία που έχουμε ως σήμερα.
Ο όρος πιθανό από την άλλη πλευρά χρησιμοποιείται σε προτάσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν ως απάντηση στον εξής τύπο ερώτησης: “Είναι πιθανό να βρέξει αύριο;” Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να είναι πάντα καταφατική στις αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση που αναφερόμαστε στο “δυνατό” με την έννοια του ενδεχόμενου. Η θετική ή αρνητική απάντηση θα εξαρτηθεί είτε από τα στοιχεία που έχουμε στο παρόν, είτε από την προηγούμενη εμπειρία μας, είτε από την συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το φαινόμενο που μας ενδιαφέρει (αυτό εξαρτάται από τον ορισμό που δεχόμαστε για την πιθανότητα). Έτσι η πιθανότητα συνδέεται κυρίως με τους υπολογισμούς για την πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων, και το χαρακτηριστικό εκείνο που κυρίως την διακρίνει από την δυνατότητα είναι ότι αποτελεί μια ποσότητα που μπορεί να καταμετρηθεί. Και στις δύο περιπτώσεις, η ερώτηση που θέτουμε αναφέρεται σε κάτι το οποίο δεν είναι παρόν σε μια δεδομένη στιγμή και ζητείται η δυνατότητα (το ενδεχόμενο) ή η πιθανότητα εμφάνισής του στο μέλλον. Οι απαντήσεις τόσο στην περίπτωση της δυνατότητας, όσο και στην περίπτωση της πιθανότητας δηλώνουν την εκτίμηση ή την προσμονή που σχετίζεται με την μελλοντική εμφάνιση του γεγονότος, μόνο που η πρώτη γίνεται με βάση την λογική, ενώ η δεύτερη γίνεται ως ένα σημείο με βάση την λογική, κυρίως όμως με βάση τον υπολογισμό των εμπειρικών δεδομένων.» (σελ. 210-211)
«Ας προχωρήσουμε τώρα σε μια περεταίρω εξέταση του ζητήματος. Η σχέση ανάμεσα στην δυνατότητα και την αναγκαιότητα. Η δυνατότητα αποτελεί μια έννοια ευρύτερη από την αναγκαιότητα, διότι δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μία αναγκαιότητα μέσα στο πλήθος πεπερασμένο η άπειρο των δυνατοτήτων. Επιπλέον η σχέση αυτή σε καμία περίπτωση δεν είναι αντιστρέψιμη, διότι δεν είναι ποτέ δυνατό να έχουμε πολλές αναγκαιότητες και μόνο μία δυνατότητα, γιατί η αναγκαιότητα δεν μπορεί παρά να είναι μόνο μία κάθε φορά, ενώ η δυνατότητα εάν ήταν μόνο μία θα έπρεπε να αποτελεί την αναγκαιότητα παρά την δυνατότητα. Εάν τώρα περάσουμε στην σχέση της πιθανότητας με την βεβαιότητα και την δυνατότητα θα δούμε το εξής. Συνήθως η πιθανότητα χρησιμοποιείται σε αντίθεση με την βεβαιότητα ή την αναγκαιότητα όπου η παραδοχή της μιας συνεπάγεται την άρνησης της άλλης. Εκείνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η πιθανότητα αποτελεί μια ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στην δυνατότητα και την βεβαιότητα. Ενώ δηλαδή η δυνατότητα καλύπτει μια άπειρη περιοχή, η πιθανότητα περιορίζεται σε μια αριθμητική αξία, που μπορεί να καλύψει ένα εύρος που κυμαίνεται ανάμεσα στην τιμή από 0 μέχρι 1. Οι δύο αυτές οριακές τιμές αποτελούν αντίστοιχα το μεταίχμιο για την μετάβαση από την δυνατότητα στην πιθανότητα η μια, και από την πιθανότητα στην αναγκαιότητα η άλλη. Η αναγκαιότητα αρχίζει όταν η πιθανότητα έχει φθάσει στην ανώτερη τιμή της, δηλαδή στην οριακή τιμή 1. Συνεπώς η σχέση που διέπει τις έννοιες δυνατότητα-πιθανότητα-αναγκαιότητα, εκφράζει είτε μια αύξηση βαθμού που τείνει προς την αναγκαιότητα, είτε έναν βαθμιαίο περιορισμό του εύρους της δυνατότητας με ανάλογη αύξηση της προσέγγισης στην αναγκαιότητα. Η σχέση αυτή μπορεί να παρασταθεί ως εξής:
Αναγκαιότητα  Δυνατότητα
Η αύξηση της πιθανότητας μετατρέπει την δυνατότητα να τείνει προς την αναγκαιότητα.
Παριστάνουμε την δυνατότητα με έναν κώνο, όπου η μεγάλη βάση αποτελεί την περιοχή της άπειρης δυνατότητας. Όσο προχωρούμε από την μεγάλη βάση προς την μικρή, ο αριθμός των δυνατών σημείων ελαττώνεται, ενώ κατά τρόπο αντίστροφο αυξάνεται η πιθανότητα. Από την στιγμή που οι δυνατότητες μπορούν να εκφραστούν με μια συγκεκριμένη τιμή, περνούμε πλέον στην περιοχή της πιθανότητας. Όσο αυξάνεται η τιμή της πιθανότητας και κατά αντίστροφο τρόπο ελαττώνονται οι δυνατότητες τόσο η πιθανότητα τείνει στην αναγκαιότητα. Όταν η πιθανότητα φθάσει στην τιμή 1 τότε έχουμε πλέον την αναγκαιότητα. Η αναγκαιότητα μέσα στο σχήμα κατέχει το σημείο της κορυφής του κώνου, γιατί αντιπροσωπεύει την μοναδική από τις άπειρες δυνατότητες που υπάρχουν. Συνεπώς εντάσσεται και η ίδια στην περιοχή της δυνατότητας, και ταυτόχρονα είναι η μοναδική που απομένει ύστερα από τον αποκλεισμό των ‘ν’ δυνατοτήτων.» (σελ. 214)
Ας περάσουμε τώρα στην πιο σημαντική επιδίωξη της παρούσας εργασίας. Αυτό το οποίο θα υποστηρίξω, είναι ότι η ολότητα είναι ένα σύστημα το οποίο χαρακτηρίζεται από την τελική αιτιότητα δηλαδή τον σκοπό. Πρόκειται όμως για μια διαδικασία εσωτερικής αιτιότητας όπου το ποιητικό αίτιο δεν είναι προκαθορισμένο. Η διαδικασία όμως του καθορισμού του, θα είναι αυτό το οποίο θα νοηματοδοτήσει την διαδικασία και πιστεύω ότι θα καθορίσει και την επιτυχή έκβαση του σκοπού. Παρόλο που αναφέρομαι σε ένα τελεολογικό σύστημα λόγω της ύπαρξης του τελικού αιτίου, το γεγονός του ότι εισέρχεται στον τρόπο πραγμάτωσης η αβεβαιότητα του ποιητικού αιτίου, εισάγει μέσα στο σύστημα το τυχαίο και την απροσδιοριστία. Κατά συνέπεια συνυπάρχουν χωρίς να συγκρούονται μεταξύ τους το τυχαίο που αναφέρεται στον τρόπο πραγμάτωσης, με το νομοτελειακό που προκύπτει από την ύπαρξη του σκοπού. Αυτό θα φανεί αρκετά εύκολα και το υποστηρίζω μέσα στο πλαίσιο μιας φυσικής φιλοσοφίας, που θα δούμε με παραδείγματα όπως αυτό του ζαριού. Από εκεί και πέρα όμως στο τελευταίο κεφάλαιο όπου θα περάσω σε μια φιλοσοφική ανθρωπολογία, θα υποστηρίξω ότι ακόμα και αυτό το ποιητικό αίτιο είναι δυνατό να υπερβεί την σφαίρα του αφηρημένου-τυχαίου και υπό προϋποθέσεις να προσδιοριστεί και αυτό. Η συλλογιστική αυτή θα στηριχθεί στο ότι ο σκοπός, για να μπορέσει να αυτοπροσδιοριστεί θα πρέπει από κάπου αλλού να αντλήσει το νόημα του, και στην συνέχεια να το μεταδώσει στον τελεολογικό μηχανισμό που εκπροσωπεί. Επομένως η νοηματοδότηση του σκοπού θα πρέπει να γίνει από το ποιητικό αίτιο που αντιπροσωπεύει τον τρόπο. Λειτουργώντας όμως το ποιητικό αίτιο ως καταγωγικό ‘είναι’ για το τελικό αίτιο και το οποίο εκπροσωπεί την ιδιαιτεροποίηση του αρχικά αφηρημένου ποιητικού αιτίου, τελικά θα αναγκαστεί και το ποιητικό αίτιο να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από την σχέση του με το τελικό. Αυτό είναι σημαντικό διότι με αυτόν τον τρόπο το τυχαίο θα μπορέσει να αναγνωρίσει τον εαυτό του, χωρίς να χάσει τον ελεύθερο χαρακτήρα του. Το αποτέλεσμα θα είναι ο αυτοπροσδιορισμός ολόκληρου του μηχανισμού και η μετατροπή του σε μια αυτοσυνείδηση, της οποίας η αυτοοργάνωση θα προκύπτει από την βαθύτατη οντολογική και αναγκαία σχέση ανάμεσα στο ποιητικό με το τελικό αίτιο. Αυτού του τύπου η προσδιοριστία που θα υποστηρίξω δεν θεωρώ ότι περιορίζει την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά αντίθετα είναι η δυνατότητα όχι μόνο για τον οντολογικό αυτοπροσδιορισμό του, αλλά και την σύνδεση του με αυτό από το οποίο προέρχεται.Ξεκινώντας από την φυσική φιλοσοφία, το σύστημα ανάμεσα στον σκοπό που αντιπροσωπεύει τον νόμο και τον τρόπο που αντιπροσωπεύει την απροσδιοριστία, μπορεί να αναπαρασταθεί ως εξής:
Ποιητικό αίτιοΤελικό αίτιο →Αρχή Σκοπός: Η πολλαπλότητα του ποιητικού αιτίου με την οποία μπορεί να επιτευχθεί το τελικό αίτιο.«Σύμφωνα και με τον Peirce5 δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι το τελικό αίτιο δηλώνει αναγκαστικά έναν σκοπό, αλλά ότι δηλώνει απλώς ένα αίτιο που υπαγορεύει έναν γενικό τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο θα εξελιχθούν τα γεγονότα για να φθάσουν σε κάποιο αποτέλεσμα. Στην διαδικασία αυτή δεν υπάρχει κανένας εξαναγκασμός ως προς το δρόμο που θα ακολουθήσουν τα φαινόμενα για να φθάσουν στο καθορισμένο αποτέλεσμα, παρόλο που ο δρόμος αυτός μπορεί να προσαρμοσθεί στον τελικό σκοπό. Το γενικό αποτέλεσμα μπορεί να προκύψει άλλοτε με τον ένα και άλλοτε με τον άλλο τρόπο. Συνεπώς το μόνο που μπορούμε να πούμε ότι προδιαγράφεται από το τελικό αίτιο είναι ο γενικός χαρακτήρας του αποτελέσματος. Αντίθετα το ποιητικό αίτιο αναφέρεται πάντα σε ατομικά και συγκεκριμένα γεγονότα και φέρει την5 Δ. Σφενδόνη-Μέντζου, Η πιθανότητα και το Τυχαίο στον C. S. Peirce (Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1980) σελ. 117-121 σφραγίδα του καταναγκασμού ως προς την σχέση που διέπει το αίτιο με το αποτέλεσμα.» (σελ. 118){Το πρώτο παράδειγμα που αναφέρει ο Peirce, είναι με έναν κυνηγό που θέτει ως σκοπό το να χτυπήσει με το όπλο του έναν αετό που κινείται στον αέρα. Από την στιγμή που ο στόχος είναι κινούμενος, θα πρέπει ο κυνηγός να υπολογίσει τις παραμέτρους για να βρει η σφαίρα τον αετό. Η τελική αιτιότητα είναι το να βρει η σφαίρα τον στόχο της. Η ποιητική αιτιότητα είναι η διαδικασία που θα ξεκινήσει (το ταξίδι της σφαίρας) από την στιγμή που ο κυνηγός θα πατήσει την σκανδάλη. Το ποιητικό αίτιο εδώ, θα δράσει τυφλά διότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη όλες οι παράμετροι που θα καθορίσουν την έκβαση του σκοπού. Εάν λόγου χάρη τα ρεύματα αέρος σε εκείνο το ύψος αλλάξουν την κατεύθυνση της σφαίρας, εάν αλλάξει πορεία ο αετός, τότε οι νόμοι της μηχανικής παρόλο που εξακολουθούν να ισχύουν δεν διασφαλίζουν το αποτέλεσμα. Εισάγεται μέσα στο σύστημα δηλαδή το μη ελέγξιμο στοιχείο. Τα δύο αυτά είδη αιτίων κινούνται σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Στο τελικό αίτιο έχουμε τον νόμο που χαρακτηρίζεται από μια γενικότητα και δεν περιορίζεται στα ατομικά γεγονότα. Στη ποιητική αιτιότητα έχουμε έναν αυστηρό καθορισμό που εξαρτάται άμεσα από τα ατομικά γεγονότα της εμπειρίας. Με βάση τα παραπάνω ο Peirce κάνει μια πιο γενικευμένη διάκριση ανάμεσα στα είδη, όχι πλέον της αιτιότητας, αλλά των νόμων γενικά που διέπουν τα φυσικά φαινόμενα. Διακρίνει τους νόμους σε τυπικούς και υλικούς, στους οποίους αντιστοιχούν το τελικό και το ποιητικό αίτιο.
Σύμφωνα με την θεωρία του Peirce, υπάρχουν οι τυπικοί νόμοι οι οποίοι δεν παύουν να ισχύουν όσο κι αν μεταβληθεί η πραγματική κατάσταση των φυσικών φαινομένων και αντικειμένων, καθώς και οι υλικοί νόμοι «οι οποίοι δε θα μπορούσαν να ισχύουν σε μια διαφορετική κατάσταση πραγμάτων». Αυτό συμβαίνει γιατί οι πρώτοι δεν εξαρτώνται άμεσα από την εμπειρία, ενώ οι δεύτεροι είναι έτσι δεμένοι με αυτήν, ώστε η συνδρομή της να είναι απόλυτα απαραίτητη για τον σχηματισμό τους. Η εμπειρία μας τροφοδοτεί με το αναγκαίο υλικό για να σχηματίσουμε τα είδη και τα γένη του ζωικού βασιλείου. Εάν αλλάξουν τα χαρακτηριστικά που ορίζουν κάθε γένος και είδος τότε θα πρέπει να αλλάξει και ο ορισμός τους. Εάν επιχειρούσαμε να βάλουμε πόδια σε μια φάλαινα ή φτερά σε μια γυναίκα γράφει ο Peirce, θα δημιουργούσαμε αναπόφευκτα μια σύγκρουση στους νόμους του ζωικού βασιλείου. Ενώ αντίθετα, ο νόμος που λέει ότι «το σύνολο είναι όμοιο με τα μέρη του» δεν υφίσταται καμία διαφοροποίηση όσο κι αν αλλάξει το περιεχόμενο της εμπειρίας ή η σύσταση του κόσμου. Συνεπώς οι τυπικοί νόμοι «δεν είναι νόμοι της φύσης αλλά των συνθηκών της γνώσης γενικά». (CP 7.137)} (σελ. 119-120)«Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία στον ορισμό των τυπικών νόμων είναι το γεγονός ότι η ισχύς τους δεν επιρρεάζεται από τις επιμέρους μεταβολές, αλλά αντίθετα η ύπαρξή τους εκφράζει έναν γενικό κανόνα ροής των φυσικών φαινομένων. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει η αυστηρή αναγκαιότητα του μηχανιστικού νόμου τον οποίο ο Peirce εντάσσει στην κατηγορία του υλικού νόμου. Αντίθετα υπάρχει μια ελευθερία όμοια με αυτήν που διέπει την τελική αιτιότητα. Αυτού του είδους η αντιμετώπιση του φυσικού νόμου επιτρέπει την εισχώρηση του τυχαίου μέσα στην διαδικασία εφαρμογής του τυπικού νόμου, χωρίς αυτό να συντελεί στην κατάργησή του. Το παράδειγμα με το ζάρι δείχνει ακριβώς αυτήν την συλλογιστική. Έστω ότι ρίχνουμε ένα ζάρι ‘ν’ φορές και προκύπτει μια συγκριμένη αλληλουχία αριθμών με μια συγκεκριμένη σειρά 2,5,8,4, 9….ν. Μετά από ένα σημαντικό αριθμό ρίψεων του ζαριού, προκύπτει ότι η πιθανότητα εμφάνισης της οποιαδήποτε πλευράς του όπου είναι ένας αριθμός, είναι 1/6. Αυτό το 1/6 τώρα είναι ο νόμος, το οποίο είναι και αμετάβλητο. Εάν ξεκινήσουμε μια καινούρια σειρά ρίψεων του ζαριού πάλι ‘ν’ φορές προφανώς θα αλλάξει η σειρά με την οποία θα εμφανιστούν τα νούμερα, αλλά εκείνο που θα διατηρηθεί θα είναι το νομοτελειακό σκέλος δηλαδή το 1/6. Δηλαδή ο νόμος που καθορίζει την πιθανότητα εμφάνισης των αριθμών δεν έχει αλλάξει, όσο διαφορετικά κι αν είναι τα αποτελέσματα που θα έχουμε σε κάθε καινούρια σειρά ρίψεων. Συνεπώς οι νόμοι των πιθανοτήτων παραμένουν οι ίδιοι ανεξάρτητα από τη σειρά εμφάνισης των πλευρών του κύβου. Παρόλο δηλαδή που η εμφάνιση καθενός από τους αριθμούς χωριστά είναι τυχαία, αυτό δεν εμποδίζει τον γενικό νόμο που αναφέρεται στην πιθανότητα εμφάνισής τους να εξακολουθεί να ισχύει στο σύνολό του. Σε αυτήν λοιπόν την περίπτωση ο νόμος επιτρέπει την εισχώρηση του τυχαίου.» (σελ. 121)

1.5    

1.6   1.3 ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ, ΤΟ ΑΥΤΟΜΑΤΟ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ, ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

1.7   29«Ο Αριστοτέλης ξεκινά από μια διπλή διαίρεση των γεγονότων:6
6 Βασίλης Κάλφας, Αριστοτέλης Περί Φύσεως (Αθήνα: Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 1999), σελ. 181.

1.8   7 Όλα τα αρχαία κείμενα και οι μεταφράσεις τους προέρχονται από το Αριστοτέλης Περί Φύσεως το δεύτερο βιβλίο των φυσικών του Βασίλη Κάλφα.
1. Υπάρχουν γεγονότα: α) που συμβαίνουν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, β) γεγονότα που συμβαίνουν κατά κανόνα με τον ίδιο τρόπο (ως επί το πολύ) και γ) γεγονότα που δεν έχουν καμία κανονικότητα, τα σπάνια ή κατ’ εξαίρεση γεγονότα.
2. Υπάρχουν γεγονότα: α) που γίνονται για κάποιον σκοπό και β) γεγονότα που δεν γίνονται για κάποιον σκοπό.» (σελ. 181)Οι δύο πρώτες κατηγορίες δηλαδή αυτά που συμβαίνουν πάντοτε και τα «ώς επί το πολύ» τα συνδέει σε μια κατηγορία λογικής. Τέτοια γεγονότα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν η πτώση των σωμάτων λόγω της βαρύτητας, η έλλογη φύση του ανθρώπου, η κυκλική τροχιά της σελήνης. Στα «ώς επί το πολύ» το χιόνι που μπορεί να πέσει στα βόρεια κλίματα ή η ύπαρξη της αγοράς σε μια πόλη. Το πρώτο λοιπόν συμπέρασμα είναι ότι η τύχη και το αυτόματο αναφέρονται και αιτιολογούν μόνο τα σπάνια γεγονότα. Σε άλλα έργα όπου η τύχη αναφέρεται παρεμπιπτόντως ο Αριστοτέλης δεν χρησιμοποιεί την τύχη εδώ με την ευρύτερη έννοια της. Στο περί γενέσεως και φθοράς διακρίνει την τύχη από την φύση με κριτήριο την κανονικότητα ή τη σπανιότητα των γεγονότων που αιτιολογούν:7
Τα γαρ γινόμενα φύσει πάντα γίνεται η αει η ως επι το πολύ τα δε παρά το αεί και ως επι το πολύ από ταυτομάτου και από τύχης. (333b 4-7)
Το πιο ενδιαφέρον όμως κατά την γνώμη μου σημείο είναι η σύνδεση του σκοπού και της τελεολογικής λογικής με το τυχαίο. Από αυτή τη σύνδεση βεβαίως θα προκύψει και ο πολύ καθοριστικός διαχωρισμός ανάμεσα στο «καθαυτό» αίτιο και το «κατά συμβεβηκός» αίτιο: ~ 20 ~Τά δή τοιαύτα όταν κατά συμβεβηκός γένηται, από τύχης φαμέν είναι. (196b 23-24)Αυτού του είδους τα πράγματα (δηλ. τα σκόπιμα) λοιπόν όταν γίνονται «κατά συμβεβηκός» λέμε ότι οφείλονται στην τύχη. (196b 23-24). (σελ. 183)Και όταν έν τοίς ένεκά του γιγνομένοις τούτο το συμβεβηκός γένηται, τότε λέγεται από ταυτομάτου καί από τύχης. (196b 29-31)
Όπως είπαμε λοιπόν, όταν γίνει κάτι τέτοιο σε πράγματα που γίνονται για κάποιον σκοπό, τότε λέμε ότι ,έγινε αυτομάτως ή κατά τύχην. (196b 29-31)(σ.183)
Αυτή η φαινόμενη αντίφαση της ένταξης του τυχαίου στην τελεολογική δομή θα αρθεί ξεκάθαρα στην ανάλυση που ακολουθεί, ξεκαθαρίζοντας όμως από τώρα ότι η ένταξη των τυχαίων γεγονότων στα σκόπιμα δεν συνεπάγεται ότι η τύχη είναι το τελικό αίτιο του τυχαίου γεγονότος. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς παράλογο αφού θα καθιστούσε την τύχη αυτοσκοπό. Η τύχη και το αυτόματο ανήκουν στην κατηγορία των ποιητικών αιτίων όπως θα διαφανεί από τα παρακάτω.
Ας δούμε εδώ όμως το παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης ώστε να αποσαφηνιστούν οι παραπάνω έννοιες. Ένας άνθρωπος πηγαίνει στην αγορά για κάποιον σκοπό που θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε (για να δει ένα θέαμα, για να παραστεί στο δικαστήριο), και εκεί συναντά τον οφειλέτη του οπότε και του ζητεί τα χρήματα που είναι οφειλόμενα. Στο παράδειγμα αυτό προϋποτίθεται ότι δεν πηγαίνουν κάθε μέρα στην αγορά και οι δύο τους, και ότι η πιθανότητασυνάντησής τους εξορισμού πρέπει να είναι όσο μικρή συνάγεται σε τέτοιας φύσεως περιστατικά και φυσικά υπαγόμενα σε ασυνήθιστα περιστατικά. Εκείνο που έχει σημασία εδώ είναι να δούμε πότε το περιστατικό είναι τυχαίο και πότε δεν είναι. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη εάν ο οφειλώμενος κατέβει στην αγορά για οποιοδήποτε άλλο σκοπό που είναι απειράριθμοι αυτοί οι σκοποί, εκτός από την επιδίωξη –πρόθεση συνάντησης με τον οφειλέτη και γίνει η συνάντηση, τότε το συμβάν είναι τυχαίο και το ποιητικό αίτιο είναι «κατά συμβεβηκός». Στην αντίθετη περίπτωση που μοιάζει λίγο πιθανοκρατικά ασθενής και σε εισαγωγικά παράλογη, εάν ο οφειλώμενος κατέβει στην αγορά έχοντας ως πρόθεση να συναντήσει τον οφειλέτη του ακόμα κι αν η πιθανότητα μοιάζει ελάχιστη και αυτό συμβεί, τότε το περιστατικό δεν είναι τυχαίο. Μόνο στην περίπτωση αυτή έχουμε το «καθεαυτό» αίτιο.Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η τύχη προκαλεί το γεγονός χωρίς όμως να είναι ποτέ η ίδια η αιτία, ανεξάρτητα από το εάν το περιστατικό είναι τυχαίο ή δεν είναι. Η αιτία βρίσκεται στον σκοπό, αφού από εκεί προέρχεται το νόημα και άρα η έννοια της αιτίας. Η τύχη λοιπόν προκαλεί κατά κάποιον τρόπο ένα γεγονός και το οποίο εντάσσεται στην κατηγορία των σκόπιμων γεγονότων. Η τύχη δηλαδή προκαλεί το γεγονός όχι ως «καθεαυτό» αίτιο αλλά ως «κατά συμβεβηκός» αίτιο. Εδώ ανακύπτει η σχέση της λογικής, όπου η έννοια του ποιητικού αιτίου μπορεί να υφίσταται άρα να νοηματοδοτείται από την σχέση της με την αιτία που την προκαλεί. Το ποιητικό αίτιο πρέπει να είναι καθορισμένο από την αρχή για να έχει νόημα ως «καθεαυτό» αίτιο, κάτι το οποίο προέρχεται από το ποια είναι η πρόθεση. Μόνο εάν οριστεί ο συγκεκριμένος λόγος επίσκεψης στην αγορά από πριν, έχει νόημα η πραγμάτωση του περιστατικού υπό το πρίσμα της εξάρτησης και της σύνδεσης ανάμεσα στον σκοπό και την αιτία (που πλέον είναι μια τύχη μόνο στο φαίνεσθαι που λειτουργεί ως «καθεαυτή». Όχι ότι είναι η πρώτη αιτία (αυτή είναι ο σκοπός) αλλά λειτουργεί ως ποιητικό αίτιο «καθεαυτό», διότι το περιστατικό δεν είναι τυχαίο λόγω της αιτιακής σύνδεσης μεταξύ του σκοπού που επειδή είναι συγκεκριμένος αναγκάζει την επικείμενη επίτευξή του να δεσμευτεί και αυτή ως προς την μοναδικότητας της.Aπό την άλλη πλευρά στο τυχαίο περιστατικό δεν έχουμε αυτήν την δεσμευμένη σχέση ανάμεσα στον σκοπό του πηγαιμού στην αγορά, και των απειράριθμων περιστατικών που μπορούν να συμβούν εκεί. Έστω ότι πηγαίνει κάποιος στην αγορά για να παραστεί στο δικαστήριο, τότε σε αυτό τον συγκεκριμένο σκοπό μπορούν να συμβούν πολλά άλλα γεγονότα ένα εκ των οποίων θα ήταν η συνάντηση με τον οφειλέτη. Σε αυτή την περίπτωση το περιστατικό δεν μπορεί να απομονωθεί γιατί έχει την ίδια αξία με όλα τα άλλα περιστατικά που θα μπορούσαν να συμβούν. Το ότι το αποτέλεσμα θα επιτευχθεί και στις δύο περιπτώσεις που αναφέρω δηλαδή η είσπραξη των χρημάτων, έχει μόνο παραπλανητικό χαρακτήρα ανάμεσα στο τυχαίο από το μη τυχαίο. Με την ίδια λογική θα μπορούσαν να συμβούν άλλα πέντε περιστατικά όπου ο σκοπός να προκύπτει όχι από την προαίρεση, αλλά με κριτήριο την δυνατότητα επίτευξής του. Δηλαδή κάνω κάτι επειδή οι συνθήκες το ευνόησαν και εγώ αξιοποιώ την ευκαιρία. Για αυτό ακριβώς το «κατά συμβεβηκός» αίτιο είναι ακαθόριστο. Μπορεί δηλαδή να εκφράζει μια εσωτερική αιτιακή σχέση, αλλά ανήκει στην απροσδιοριστία όσο στερείται συγκεκριμένου σκοπού. Εάν είναι ορισμένος ο σκοπός, τότε η απροσδιοριστία περιορίζεται μόνο στον τρόπο με τον οποίο η αιτιακή σχέση θα εκφραστεί. Ποια είναι η δομή που θα διαλέξει. Αυτή είναι η μη τυχαία τύχη. Έχει σημασία ποιο μονοπάτι θα επιλεγεί, διότι η επίτευξη του σκοπού θα μπορούσε να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο (σχήμα 2). Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο η επίτευξη του σκοπού, αλλά κυρίως ο τρόπος διότι από αυτόν προκύπτει το νόημα του νοήματος του σκοπού. Αυτό το πρωταρχικό νόημα του τρόπου καθορίζει την περαιτέρω δυνατότητα απόκτησης νοήματος του σκοπού, και ο οποίος τελικά λειτουργεί ως ποιητική αιτία επίτευξης και νοηματοδότησης (αυτοπροσδιορισμού) του συστήματος ως μηχανισμού που θέτει σε λειτουργία όλη την διαδικασία.Άπειρα γάρ άν τώ ενί συμβαίη. (196b 28-29)
Γιατί άπειρα πράγματα θα μπορούν να συμβούν στο ένα. (196b 28-29)
«Η τύχη λοιπόν μπορεί να είναι αίτιο ‘κατά συμβεβηκός’, με απόλυτη όμως έννοια δεν είναι αίτιο κανενός πράγματος (καί έστιν αίτιον ώς συμβεβηκός ή τύχη ώς δ’ απλώς ουδενός). (197a 13-14).» (σελ. 184)Το συμπέρασμα είναι ότι σε ένα τυχαίο συμβάν δεν υπάρχει «καθαυτό» ποιητικό αίτιο και ότι η αναφορά στην τύχη συμπυκνώνει ακριβώς την απροσδιοριστία των «κατά συμβεβηκός» αιτίων του γεγονότος (197a 8-21).Οπότε από την στιγμή που δεν έχουμε οργανική σύνδεση των γεγονότων θα μπορούσε να πει κανείς «για άσχετο λόγο πήγε στην αγορά και συνάντησε τον οφειλέτη του» ή «τυχαία συνάντησε τον οφειλέτη του». Συγκεντρώνοντας όλο το υλικό προκύπτει η εξής λογική: «Ένα γεγονός έχει «καθαυτό» ποιητικό αίτιο και άρα δεν είναι τυχαίο, όταν είναι σκόπιμο και όταν προκύπτει ως αποτέλεσμα της επίτευξης του συγκεκριμένου σκοπού. Θέλω να εισπράξω τα οφειλόμενα (ο σκοπός), αποφασίζω να τα εισπράξω πηγαίνοντας στην αγορά (το «καθαυτό» ποιητικό αίτιο), όπου συναντώ τον οφειλέτη μου και τα εισπράττω ή δεν τα εισπράττω (το γεγονός). Ένα γεγονός είναι τυχαίο όταν πάλι είναι σκόπιμο, αλλά είναι ασυνήθιστο και δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα της επίτευξης του συγκεκριμένου σκοπού. Θέλω να εισπράξω τα οφειλόμενα (ο σκοπός), πηγαίνω στην αγορά για να δω ένα θέαμα (το «κατά συμβεβηκός» ποιητικό αίτιο), όπου συναντώ τον οφειλέτη μου και εισπράττω ή δεν εισπράττω τα χρήματα (το τυχαίο γεγονός).» (σελ. 186)Εκείνο που με ενδιαφέρει στην Αριστοτελική σκέψη, είναι η υπαγωγή του τυχαίου σε έναν τελεονομικό μηχανισμό. «Με την περιοριστική ερμηνεία των φυσικών η τύχη και το αυτόματο, υποτάσσονται κατά κάποιο τρόπο στην τελεολογία. Σύμφωνα με τον Wieland:Αυτό που επιτρέπει σε ένα ‘κατά συμβεβηκός’ αίτιο να θεωρηθεί ως τυχαίο αίτιο είναι η παρουσία της έως εάν τελεολογίας το ‘κατά συμβεβηκός’ αίτιο πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να δίνει σε κάποιον την εντύπωση ότι θα μπορούσε να ήταν το κύριο αίτιο. Κάτι είναι τυχαίο μόνο αν θα μπορούσε να συμβεί και για την επίτευξη κάποιου σκοπού.» (σελ. 189)Η τύχη αποδεικνύεται εξαρτημένη από την προϋπαρξη της τελεολογίας. Αυτό το σημείο το θεωρώ ιδιαίτερα κρίσιμο διότι ενσωματώνεται το τυχαίο στοιχείο και η δυναμική της απροσδιοριστίας, και άρα το σύστημα δεν εγκλωβίζεται σε μια Νευτώνεια εκδοχή με πιο σύγχρονους όρους, και παράλληλα διατηρείται ένα είδος τελεολογίας το οποίο είναι όμως αφάνταστα σημαντικό ώστε να είναι νοηματοδοτήσιμο το ίδιο το περιεχόμενο των αιτιακών σχέσεων. Εάν η εισαγωγή της τύχης μέσα στο σύστημα θα προκαλούσε μια αφηρημένη και απαξιωτική κατάρρευση των αιτιακών δομών, από τις οποίες πρώτη και καλύτερη θα πλήττονταν η ουσία των πραγμάτων, τότε η ίδια η τύχη δεν θα μπορούσε να ορίσει τον εαυτό της μέσα σε μια διαδικασία αυτοαναίρεσης. Αντίθετα η πολύ καίρια σύνδεση του σκοπού με το τυχαίο, αποτελεί κατά την γνώμη μου τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα διατηρεί την απροσδιοριστία του όσον αφορά το ποια θα είναι η εσωτερική αιτιακή σχέση, και παράλληλα διατηρείται η τελεολογία χάρις την ύπαρξη του σκοπού. Η νοηματοδότηση προέρχεται από τον σκοπό, επιτρέποντας όμως την ελευθερία στο σύστημα να επιλέξει μέσω της τύχης τον τρόπο με τον οποίο θα εκφραστεί-δομηθεί.
Η έκφραση αυτή αποτελεί την αυτοοργάνωση του μηχανισμού και είναι η αιτία που το σύστημα μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί και άρα να αναδειχθεί η αιτία της αιτίας.
Ας περάσουμε σε αυτό το σημείο στην ανάλυση του αυτομάτου το οποίο όπως προαναφέρθηκε έχει πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια από την τύχη. Η τύχη είναι στενά συνυφασμένη με την ανθρώπινη πράξη και προαίρεση, ενώ το αυτόματο εφαρμόζεται σε όλα τα έμψυχα αλλά και γενικότερα στους νόμους της φύσης. Πιο συγκεκριμένα κάτι γίνεται αυτόματα όταν συμβαίνει ένα γεγονός που θα μπορούσε να είναι σκόπιμο, και το γεγονός αυτό δεν έγινε χάριν του δικού του σκοπού αλλά από ένα εξωτερικό αίτιο. Παράδειγμα αυτομάτου συναντάμε στα φυσικά φαινόμενα και στις παρά φύση γεννήσεις με τον Αριστοτέλη να αναλύει αρκετά το συγκεκριμένο γεγονός. «Γενικά πάντως τόσο το αυτόματο όσο και η τύχη δεν αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία αιτίων. Εντάσσονται στην κατηγορία των ποιητικών αιτίων και είναι «κατά συμβεβηκός» αίτια. Ως «κατά συμβεβηκός» αίτιο το αυτόματο έπεται ιεραρχικά των πρωταρχικών αιτίων και τα οποία στην περίπτωση των σκόπιμων γεγονότων είναι είτε ο νους είτε η φύση. Το αυτόματο καλύπτει όλες τις περιπτώσεις των τυχαίων γεγονότων σύμφωνα με τον Αριστοτέλη:
Ώστε φανερόν ότι έν τοίς απλώς ένεκά του γιγνομένοις, όταν μή τού συμβάντος ένεκα γένηται ών έξω τό αίτιον, τότε από τού αυτομάτου λέγομεν. (197b 18-20)
Είναι επομένως φανερό ότι σε πράγματα που γίνονται οπωσδήποτε για κάποιον σκοπό, όταν συμβεί κάτι όχι χάριν αυτού που συνέβη αλλά επειδή υπήρξε ένα εξωτερικό αίτιο τότε λέμε ότι γίνεται αυτομάτως. (197b 18-20)» (σελ. 191)
Σε αυτό το σημείο αξίζει να ξαναδιευκρινιστεί ότι η τύχη ως υποκατηγορία του αυτόματου, αιτιολογεί μόνο τα γεγονότα που είναι συνυφασμένα με τον σκοπό που τίθενται από την ανθρώπινη συμπεριφορά. Δηλαδή η αρχική ανεκπλήρωτη σκοπιμότητα ενός αποτελέσματος τύχης είναι προϊόν προαίρεσης. Το θέμα είναι ότι ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται ότι για να μπορούμε να μιλάμε (δηλαδή υπάρχει νόημα) για τύχη πρέπει να έχει προηγηθεί ο σκοπός, ο οποίος προέρχεται φυσικά από τον άνθρωπο. Το ότι το αντικείμενο αναφοράς είναι η τύχη δεν είναι καθόλου αντιφατικό. Διότι εάν κανείς συνδέσει την τύχη με το ανοημάτιστο καταργεί την αιτιακή λειτουργία της, και οδηγείται κατά την γνώμη μου στο αφηρημένο χωρίς νόημα. Αυτό φαίνεται καλύτερα στο παρακάτω χωρίο του Αριστοτέλη για την ευδαιμονία η οποία είναι το αποτέλεσμα συσσώρευσης ευνοϊκών τυχαίων γεγονότων:Η δ’ ευδαιμονία πράξις τις αυπραξία γάρ ώσθ’ οπόσοις μή ενδέχεται πράξαι, ουδέ τό από τύχης τι ποιήσαι. (197b 5-6)
Η ευδαιμονία όμως είναι μια μορφή πράξης αφού είναι η ευπραξία. Συνεπώς όποιος δεν έχει καν την δυνατότητα να πράξει δεν μπορεί και να κάνει κάτι κατά τύχην. (197b 5-6) (σελ. 192)Από την στιγμή λοιπόν που η τύχη ακολουθεί την πράξη σημαίνει ότι συνδέεται από την συνειδητή πρακτική δραστηριότητα και η οποία προϋποθέτει προαίρεση. Αυτό φαίνεται και από το παρακάτω χωρίο:
Καί διά τούτο ούτε άψυχον ουδέν ούτε θηρίον ούτε παιδίον ουδέν ποιεί από τύχης, ότι ουκ έχει προαίρεσιν. (197b 6-8)Για αυτό και κανένα άψυχο ον αλλά ούτε και κανένα άγριο ζώο ή παιδί δεν κάνει τίποτε κατά τύχην γιατί ακριβώς δεν διαθέτει προαίρεση. (197b 6-8)Με άλλα λόγια για να είναι κάτι τυχαίο, θα πρέπει να είναι ως προς κάτι το οποίο ορίζεται από τον σκοπό. Στην πρόθεση λοιπόν βρίσκεται και η αρχική αιτία και το νόημα, το οποίο θα καθορίσει το τι είναι τυχαίο και πότε δεν είναι. Από μόνη της η τύχη δεν μπορεί να γνωρίζει.
Για το αυτόματο τώρα δεν ισχύει κανένας περιορισμός. Ένα από τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης για το αυτόματο είναι το σώσιμο ενός αλόγου από την μάχη και η επιστροφή του, από μόνο του στον στάβλο. Το νόημα εδώ είναι ότι καθώς το άλογο δεν έχει προαίρεση, επεμβαίνει η συνήθεια επιστροφής του στον οικείο του χώρο από μια φυσική ορμή. Λέμε ότι σώθηκε τυχαία ή αυτομάτως που μας ενδιαφέρει εδώ γιατί η επιστροφή δεν έγινε για να σωθεί. Ένα εξωτερικό ή «κατά συμβεβηκός» αίτιο που είναι εδώ η συνήθεια της επιστροφής προκαλεί το γεγονός της σωτηρίας. Πιο ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα του Αριστοτέλη για το αυτόματο αναφερόμενο στα φύσει όντα:Όταν γάρ γένηταί τι παρά φύσιν, τότε ουκ από τύχης αλλά μάλλον από ταυτομάτου γεγονέναι φαμέν. (197b 34-35).Όταν κάτι γεννηθεί παρά φύσιν δεν λέμε ότι γεννήθηκε κατά τύχην αλλά μάλλον αυτομάτως. (197b 34-35) (σελ. 193)Στο παράδειγμα αυτό ανάγονται οι περιπτώσεις των τερατογενέσεων αλλά και της αναπαραγωγής χωρίς γονικό σπέρμα. Σαν να λέμε, όντα που προέρχονται από αυγά χωρίς όμως να έχει προηγηθεί η γονιμοποίηση. Στην αυτόματη γένεση δηλαδή, έχουμε ένα γεγονός που μοιάζει να είναι κατά φύσιν, αλλά δεν είναι. Ενώ στην τερατογένεση, έχουμε ένα παρα φύσιν γεγονός. Το σημαντικό δηλαδή είναι να αναδειχθεί ότι το αυτόματο δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι κάτι έγινε σκοπίμως. Μία αυτόματη γένεση πληρεί για τον Αριστοτέλη τις προϋποθέσεις που θέτει για τους εξής λόγους. Πρώτα από όλα είναι ένα πολύ σπάνιο γεγονός η αναπαραγωγή χωρίς την συμμετοχή του σπέρματος. Η δεύτερη παράμετρος είναι ότι δίνει την εντύπωση του σκόπιμου γεγονότος, αφού η γέννηση θα μπορούσε να είχε προέλθει από φυσιολογική αναπαραγωγή, δηλαδή από την φύση:Έστι δ’ ένεκά του όσα τε από διανοίας άν πραχθείη καί όσα από φύσεως. (196b 21-22)Έχουν σκοπό όσα θα μπορούσαμε να προκαλέσουμε μετά από σκέψη και όσα γίνονται από την φύση. (196b 21-22) (σελ. 195)Στην φυσιολογική όμως αναπαραγωγή το σπέρμα του αρσενικού δίνει την μορφή και κατά συνέπεια λειτουργεί ως ποιητικό αίτιο. Αυτός είναι και ο λόγος που στην αυτόματη γέννηση το καθεαυτό ποιητικό αίτιο (δηλαδή αυτό που θέτει τον σκοπό), αναμένεται να απουσιάζει. «Η ύλη κινείται με έναν πολύπλοκο και χαώδη τρόπο και αυτομάτως, κάποια φορά συμβαίνει να αντικαταστήσει μόνη της, τις καθορισμένες κινήσεις του σπέρματος. Οι αυτόματες λοιπόν κινήσεις της ύλης, λειτουργούν ως ‘κατά συμβεβηκός’ ποιητικό αίτιο της συγκεκριμένης γέννησης, με την έννοια ότι συνοψίζουν μια αιτιακή διαδικασία που στην πραγματικότητα είναι απροσδιόριστη, ή τουλάχιστον τόσο πολύπλοκη ώστε να γίνεται μη διαγνώσιμη.» (σελ. 196)Συνοψίζοντας προκύπτει ότι είναι αυτόματο ένα φυσικό φαινόμενο όταν είναι σπάνιο, όταν μπορεί να παραχθεί από τις διεργασίες της φύσης, και να μην έχει προκύψει από μια διαγνώσιμη ακολουθία ποιητικής αιτιότητας. Ο λόγος μάλλον που ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται τα πράγματα υπό αυτό το πρίσμα, είναι για να περιορίσει την δράση της τύχης και να αφήσει μεγαλύτερο πεδίο ελευθερίας στην ανάπτυξη μιας φυσικής τελεολογίας, και παράλληλα για να έχει ένα εργαλείο να ασκήσει την κριτική του στο μηχανιστικό κοσμοείδωλο της εποχής του. Καταφέρνει δηλαδή να εισαγάγει το αυτόματο και τυχαίο μέσα στο σύστημά του, όχι μόνο χωρίς να αντικρούει τον αιτιοκρατικό τελεονομικό μηχανισμό του, αλλά αντιθέτως συμβάλλοντας στην ανάδειξη της τελεολογίας μέσα από την καθοριστική συμμετοχή του ποιητικού αιτίου. Αφού έδειξε ότι η τύχη και το αυτόματο είναι «κατά συμβεβηκός» καταφέρνει στην συνέχεια την υποταγή αυτού στο «καθαυτό» ποιητικό αίτιο το οποίο φυσικά προκρίνει την τελεολογία:
Επεί δ’ εστί τό αυτόματον καί ή τύχη αίτια ών άν ή νούς γένοιτο αίτιος ή φύσις, όταν κατά συμβεβηκός αιτιόν τι γένηται τούτων αυτών, ουδέν δέ κατά συμβεβηκός έστι πρότερον τών καθ΄αυτό, δήλον ότι ουδέ τό κατά συμβεβηκός αίτιον πρότερον τού καθ΄αυτό. Ύστερον άρα τό αυτόματον καί ή τύχη καί νού καί φύσεως. (198a 5-10)Επειδή όμως κανένα “κατά συμβεβηκός” δεν προηγείται των καθαυτό είναι φανερό ότι ούτε και το “κατά συμβεβηκός” αίτιο δεν προηγείται του καθαυτό αιτίου. Κατά συνέπεια το αυτόματο και η τύχη έπονται του νου και της φύσης. (198a 5-10) (σελ. 197)«Ένα σκόπιμο γεγονός αν είχε εξελιχθεί κανονικά, θα είχε ένα καθαυτό ποιητικό αίτιο που θα εδράζονταν είτε στο νου (την ανθρώπινη σκέψη και προαίρεση), είτε στην φύση. Το καθαυτό αίτιο της είσπραξης των χρημάτων είναι η απόφαση αναζήτησης του οφειλέτη και το καθαυτό αίτιο της γέννησης, οι κινήσεις του σπέρματος. Το ένα ανήκει στην σφαίρα του νου και το άλλο στην φύση.» (σελ. 197-98)Αφού αναλύθηκαν οι έννοιες του τυχαίου και του αυτομάτου η παρακάτω επεξεργασία της ανάγκης αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι στενά συνυφασμένη με τον σκοπό και το τέλος. Η βασική του θέση είναι η εξής: Στη φύση αυτό που ονομάζουμε ανάγκη και εξ ανάγκης είναι το υλικό αίτιο και οι επιδράσεις του. Οι αναγκαίοι υλικοί παράγοντες επηρεάζουν πάντοτε μια φυσική μεταβολή όμως δεν την καθορίζουν. Αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εκδήλωση της μεταβολής, η πορεία όμως της μεταβολής καθορίζεται από το τέλος της. Ένα πολύ βολικό παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Σταγειρίτης φιλόσοφος είναι το εξής: «Εάν θέλουμε να κατασκευάσουμε έναν τοίχο τότε με κριτήριο την ευστάθεια του τοίχου θα πρέπει τα βαρύτερα υλικά να τοποθετηθούν πιο χαμηλά από ότι τα ελαφρύτερα. Αν θέταμε το ερώτημα πώς κατασκευάστηκε ο τοίχος, η απάντηση θα απαριθμούσε τα δομικά υλικά, θα συνυπολόγιζε τις ιδιότητες τους και θα προσδιόριζε με αναγκαιότητα τον τρόπο κατασκευής του. Αν όμως θέτονταν το ερώτημα γιατί κατασκευάστηκε ο τοίχος η προηγούμενη απάντηση δεν θα αρκούσε. Παρόλο που θα αναγνωρίζαμε ότι για να κατασκευαστεί ο τοίχος χρειάζονταν τα υλικά, θα έπρεπε όμως να προσδιορίσουμε τον λόγο δηλαδή τον σκοπό της κατασκευής του. Ο Αριστοτέλης λοιπόν μας λέει ότι αυτό ισχύει για όλα τα πράγματα και τα γεγονότα που έχουν σκοπό συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών φαινομένων:
Ούκ άνευ μέν τών αναγκαίαν εχόντων τήν φύσιν, ού μέντοι γε διά ταύτα άλλ΄ή ώς ύλην, άλλ΄ ένεκά του, οίον διά τί ό πρίων τοιοσδί; (200a 8-10Δεν μπορούν να γίνουν χωρίς αυτά που από την φύση τους είναι αναγκαία, ωστόσο δεν γίνονται εξαιτίας αυτών, εκτός αν μείνουμε στην ύλη, αλλά γίνονται για κάποιον σκοπό. (200a 8-10)» (σελ. 226)Η ύλη είναι η αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξης ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, δεν είναι όμως η αιτία της ύπαρξής του. Η αιτία είναι ο σκοπός. Άρα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που για να χαρακτηριστεί κάτι τυχαίο ή όχι ο καθορισμός δηλαδή η νοηματοδότηση γίνεται από τον σκοπό, έτσι και εδώ το νόημα του πότε κάτι είναι αναγκαίο εξαρτάται από την αιτιακή διαδικασία που αποβλέπει στον σκοπό. Ένα πριόνι για παράδειγμα είναι αναγκαίο να είναι σιδερένιο για την επίτευξη του σκοπού που είναι η διαίρεση του ξύλου. Το αναγκαίο σκέλος παραπέμπει στην ύλη (το σιδερένιο), η οποία όμως αναγκαιότητα δεν είναι προκαθορισμένη ούτε απόλυτη, αλλά εξαρτάται από μια προηγούμενη αιτία (που είναι ο σκοπός) η οποία θα καθορίσει το ποια ύλη πρέπει να είναι:Ανάγκη άρα σιδηρούν είναι, εί πρίων έσται καί τό έργον αυτού. (200a 12-13)
Είναι αναγκαίο λοιπόν να είναι σιδερένιο, αν πρόκειται να είναι πριόνι και αν πρόκειται να επιτελεί το έργο του. (200a 12-13) (σελ. 226)Δηλαδή κάτι για να είναι πριόνι πρέπει να διαιρεί.Ο Αριστοτέλης θα προχωρήσει επίσης και σε μια σύγκριση μεταξύ των μαθηματικών και της φυσικής ως προς την έννοια του αναγκαίου. Τα μαθηματικά διαφοροποιούνται από την φυσική διότι δεν εξετάζουν μεταβλητές οντότητες που περιέχουν σκοπό. Προχωρούν απλώς με βεβαιότητα από το προηγούμενο στο επόμενο, από την αρχή στο συμπέρασμα χωρίς να γνωρίζουν τα ίδια τον ποιον σκοπό επιτελούν. Είναι όπως το πριόνι να προκύπτει ότι πρέπει να είναι σιδερένιο και με δοντάκια, χωρίς όμως αυτό να γνωρίζει το γιατί είναι έτσι όπως είναι. Δηλαδή επειδή ισχύει το αξίωμα ισχύει και το θεώρημα. Το θεώρημα το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι δύο ορθές στηρίζεται στον ορισμό της ευθείας γραμμής. Αν όμως το θεώρημα αποδει χτεί λανθασμένο απορρίπτεται και το αξίωμα. Το αντίστροφο συμβαίνει στην φυσική όπου η πορεία είναι από το επόμενο στο προηγούμενο, δηλαδή από το τέλος στις υλικές προϋποθέσεις του. Μπορεί δηλαδή η αναγκαιότητα να εκφράζεται μέσα από τις υλικές – φυσικές αλληλουχίες σύνδεσης, αλλά η προέλευσή της βρίσκεται στην αιτία και τον σκοπό και άρα πρέπει να μιλάμε για αναγκαιότητα του σκοπού. Το φαίνεσθαι της αναγκαιότητας βρίσκεται στο διαδικαστικό σκέλος πραγμάτωσης του σκοπού. Στην φυσική λοιπόν επειδή ισχύει το τέλος ισχύουν και οι υλικές – μαθηματικές προϋποθέσεις. Αφού κάτι είναι πριόνι είναι σιδερένιο παρόλο που αν δεν πραγματοποιηθεί το υλικό μέρος δεν θα φθάσουμε και στο τέλος.

1.9   1.4 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤο συμπέρασμα είναι ότι για να επεξεργαστούμε τις έννοιες του τυχαίου και του αναγκαίου χρειάζεται να αναπτυχθεί μια εποικοδομητική συνεργασία ανάμεσα στο υλικό που προσφέρουν οι επιστήμες από την μια πλευρά, και από την άλλη στην ίδια την διερεύνηση του ‘είναι’ του ανθρώπου. Η πρόθεση, ο σκοπός, η συνείδηση, τα φυσικά φαινόμενα μαζί με αυτό που ονομάζουμε τυχαίο, πρέπει να αποτελούν μια ολότητα η οποία στο σύνολό της να μπορεί να εκφέρει νόημα θεμελιώνοντας την ύπαρξη σε όλα τα επίπεδα. Η ανάδειξη της δυνατότητας επιτρέπει την ξεδίπλωση της διαδικασίας και με την τελευταία να αποτελεί τον φορέα της γνώσης. Επιπλέον η σχέση ανάμεσα στο ποιητικό και τελικό αίτιο, αποτελεί την πεμπτουσία του μηχανισμού όσον αφορά τις προϋποθέσεις αυτοπροσδιορισμού του συστήματος. Οι εσωτερικές μορφές δομής που προκύπτουν από το είδος των αιτιακών σχέσεων, καθορίζονται από τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν και αλληλεπιδρούν, η νομοτέλεια που εισάγεται από τον σκοπό, και από το ποιητικό αίτιο του οποίου η δραστηριότητα είναι αυτόβουλη αλλά και εξαρτημένη από την πρόθεση.ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο
Η ΤΥΧΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΥΣΙΚΗ.
Αν λάβουμε υπόψη ότι οι νόμοι της φύσης δεν αναμένεται και μάλλον δεν θα έπρεπε να διασπαστούν για να περιγράψουν και να εξηγήσουν τον φυσικό κόσμο, τότε χρειαζόμαστε μια θεωρία στην οποία ο μικρόκοσμος δεν θα λειτουργεί αντιφατικά με τον μακρόκοσμο. Νομίζω λοιπόν ότι επίσης οι έννοιες του τυχαίου, της αναγκαιότητας αλλά και του συμπτωματικού όχι μόνο δεν έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, αλλά πολύ περισσότερο μόνο η σύνθεση των παραμέτρων αυτών μπορούν να εξηγήσουν την φύση ως ολότητα συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της ανθρώπινης συνείδησης. Όλο το ζητούμενο είναι το πώς θα καταφέρνουμε να γεφυρώνουμε κάθε φορά έννοιες και καταστάσεις που μοιάζουν αντιφατικές, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε παγιδευμένοι εξαιτίας της άγνοιας ή της αδυναμίας μας να σκεφτόμαστε οντολογικά διαφορετικά. Το πρόβλημα είναι ίσως ότι εκ των προτέρων έχουμε ανάγκη την ύπαρξη νοήματος, το οποίο όμως κάθε φορά είναι προδιαμορφωμένο από το ασυνείδητο με συνέπεια να εμποδίζεται η διείσδυση ενός τρόπου σκέψεως όπου πρώτα θα πραγματοποιη θεί η παρατήρηση και μετά θα γίνει η διαμόρφωση του νοήματος. Το πρόβλημα ανακύπτει κάθε φορά που κάτι δεν μοιάζει συμβατό με την ανθρώπινη λογική. Η κατάσταση αυτή βρίσκει κορυφαία εφαρμογή στον κβαντικό κόσμο. H πραγματικότητα του μικρόκοσμου διέπεται από πιθανοκρατικούς νόμους οι οποίοι ακόμα χειρότερα, δεν συμβαδίζουν με τις δομές λογικής του μακρόκοσμου. Για παράδειγμα για τον μικρόκοσμο αν υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος θα μπορούσε να συρρικνωθεί σε αυτό το επίπεδο, θα ήταν φυσιολογικό να μπορεί να βρίσκεται σε πολλά σημεία ταυτόχρονα ανεξάρτητα της απόστασης μεταξύ αυτών. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οι νόμοι της κλασσικής μηχανικής προέρχονται από τις εξισώσεις του Νεύτωνα και οι οποίοι αναφέρονται στον μακρόκοσμο. Σύμφωνα με τους νόμους αυτούς κάθε προηγούμενη και μελλοντική κατάσταση του σύμπαντος είναι απολύτως προβλέψιμη, αφού όλες οι κινήσεις και οι μεταβολές υπόκεινται σε απόλυτα καθορισμένες και αιτιοκρατικές εξισώσεις. Οι βαρυτικές δυνάμεις, οι τροχιές των πλανητών, η καθολικότητα του χρόνου και η αντιστρεψιμότητα των διαδικασιών συγκροτούν ένα μηχανιστικό αιτιοκρατικό σύμπαν, όπου η γνώση των αρχικών συνθηκών αρκεί για να περιγραφεί ένα σύμπαν το οποίο δεν έχει χώρο ούτε για το τυχαίο ούτε για το καινοφανές.

1.10          2.1 Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΕΥΤΩΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ
Ο χαρακτήρας της Νευτώνειας φυσικής θεμελιώθηκε πάνω στην αιτιοκρατία και στην τοπικότητα των φαινομένων. Πρόκειται για μια μηχανιστική αιτιοκρατία στην οποία οι τιμές των παραμέτρων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση ενός φυσικού συστήματος καθορίζονται την κάθε στιγμή, αν είναι γνωστές οι τιμές τους σε μια δεδομένη αρχική στιγμή. Η κίνηση του συστήματος συνεπώς είναι καθορισμένη από την αρχική του κατάσταση και τις φυσικές αλληλεπιδράσεις. Η πιθανότητα πρόβλεψης για οποιαδήποτε στιγμή είναι ίση με την μονάδα. Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι αναφερόμαστε σε γραμμικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να περιγραφούν από τον φορμαλιστικό χαρακτήρα γραμμικών εξισώσεων. Η στατιστική μηχανική σε αυτόν τον εν ενεργεία κόσμο έπαιξε έναν ρόλο κατά τον οποίο προσπάθησε να συμπεριλάβει όλα τα δυνατά ενδεχόμενα. Σύμφωνα με τον Laplace αν θα μπορούσε να υπάρξει μια ιδιοφυία που να λάβει υπόψη της όλες τις δυνατές παραμέτρους και να τις τοποθετήσει σε μια εξίσωση θα μπορούσε να περιγραφεί όλο το σύμπαν. Στην πράξη αυτό δεν μπορεί να συμβεί οπότε η κλασική στατιστική μηχανική περιγράφει τα γραμμικά φαινόμενα.
Οι πρώτες ενδείξεις για την μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα οφείλονται τον Henri Poincare ο οποίος απέδειξε ότι ένα ορισμένο μηχανικό σύστημα η εξέλιξη του οποίου καθορίζεται από τις εξισώσεις του Hamilton μπορεί να εκδηλώσει χαοτική συμπεριφορά. Η χαοτική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα της ευαίσθητης εξάρτησης του συστήματος από τις αρχικές συνθήκες.
Από μαθηματικής άποψης τα φαινόμενα αυτά μπορούσαν πλέον να περιγραφούν μόνο από μη γραμμικά δυναμικά συστήματα με περισσότερους από δύο βαθμούς ελευθερίας. Τέτοια φαινόμενα είναι τα μετεωρολογικά ή οικονομικά μοντέλα τα οποία μπορούν να εκδηλώσουν χαοτική συμπεριφορά. Η χαοτική συμπεριφορά δεν είναι a

1.11          αποτέλεσμα εξωτερικών πηγών θορύβου. Η ιδιότητα των μη γραμμικών συστημάτων να ακολουθούν εκθετικάγειτονικές τροχιές σε μια οριοθετημένη περιοχή του χώρου των φάσεων αποτελεί ένα εγγενές χαρακτηριστικό. Η αρχική τάξη μετατρέπεται στο αντίθετό της και το χάος συρρικνώνεται σε τάξη. Ο Poincare αντιλήφθηκε το χάσμα ανάμεσα στην μηχανική και την θερμοδυναμική καθώς και τον δρόμο προς το χάος. Οπότε ο Prigogine σχολιάζει8:8 Η δήλωση αυτή όπως και όλες οι υπόλοιπες οι οποίες είναι απευθείας δοσμένες στα Ελληνικά προέρχονται από την Ελληνική βιβλιογραφία που παρατίθεται στην τελευταία σελίδα της εργασίας.Βρίσκω πολύ σημαντική αυτή την πρόταση , επειδή ο Poincare προφανώς είχε καταλάβει ότι για να ‘βολέψει’ την θερμοδυναμική, ήταν απαραίτητη κάποια απροσδιοριστία, κάποια στατιστική προσέγγιση στην βασική φυσική. Αλλά βρήκε αυτήν την ιδέα τόσο επαναστατική, ώστε απομακρύνθηκε με τρόμο από αυτήν. ([2] σελ. 210).=Στη συνέχεια όμως και κυρίως χάρις στον ηλεκτρομαγνητισμό του Maxwell και την θεωρία της ειδικής σχετικότητας η αλληλεπίδραση εξελίχθηκε σε θεμελιακή έννοια της φυσικής. Ο Einstein κατάφερε να ενοποιήσει τις δυνάμεις αυτές όπου ο τυχαιακός χαρακτήρας των φαινομένων του ηλεκτρομαγνητισμού και της βαρύτητας εξαφανίζονταν επειδή ακριβώς το υπό παρατήρηση σύστημα ανήκει στο μακροσκοπικό επίπεδο και κατά συνέπεια διατηρεί την ταυτότητά του.
Τα τρία αξιώματα της κλασικής φυσικής που αμφισβητήθηκαν από την κβαντική φυσική είναι ο ρεαλισμός, η τοπικότητα και η αιτιοκρατία. Η πίστη στην ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας ανεξάρτητης από τον παρατηρητή είναι το κύριο χαρακτηριστικό του ρεαλισμού. Η τοπικότητα είναι η αντίληψη ότι τα φαινόμενα δεν είναι ακαριαίοι μετασχηματισμοί. Η αλληλεπίδραση δηλαδή μεταξύ των σωματιδίων είναι διαδικασίες στο χωροχρόνο με πεπερασμένη ταχύτητα. Ο αιτιοκρατικός χαρακτήρας των φαινομένων στην απλή του περίπτωση συνεπάγεται την ύπαρξη γραμμικών εξισώσεων οι οποίες προβλέπουν τις μελλοντικές καταστάσεις.Αντίθετα στην κβαντική φυσική εισάγεται ένα είδος υποκειμενικότητας εξαιτίας της παρεμβολής εντός του συστήματος του παρατηρητή. Ο τελευταίος αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος της συνολικής διαδικασίας εισάγει μια συνείδηση και κατά συνέπεια υποκειμενοποιείται το παρατηρήσιμο μέγεθος. Όσον αφορά τώρα τη μη-τοπικότητα αυτό σημαίνει ότι έχουμε δράση από απόσταση και άρα ακαριαίους μετασχηματισμούς. Ο Einstein επέμεινε στην άποψη της αιτιοκρατικής περιγραφής των ατομικών φαινομένων κάτι που έβρισκε αντίθετη την ερμηνεία της κβαντομηχανικής που παρουσίασε ο Bohr.Ο Bohr δηλώνει στο 5ο συνέδριο του Solvay:Αποδίδει σε κάθε ατομικό φαινόμενο μια ουσιώδη ασυνέχεια , η μάλλον μια ατομικότητα, εντελώς ξένη στις κλασικές θεωρίες που συμβολίζεται με το κβάντο δράσης του Planck.Αυτό το αξίωμα επιβάλλει την άρνηση της αιτιακής χωροχρονικής περιγραφής των ατομικών φαινομένων. Πράγματι η συνήθης περιγραφή των φυσικών φαινομένων στηρίζεται πλήρως στην ιδέα ότι, τα θεωρούμενα φαινόμενα μπορούν να παρατηρηθούν χωρίς να τα διαταράξουμε αισθητά… ([2] σελ. 171).Στα ατομικά φαινόμενα αυτή η διαταραχή όμως δεν είναι αμελητέα και έτσι δεν μπορούμε να μιλάμε για ατομικό φαινόμενο ανεξάρτητα από τα όργανα μέτρησης και τα οποία δεν αποτελούν μια ανεξάρτητη πραγματικότητα. Και ο Bohr συνεχίζει:
Αυτή η κατάσταση έχει σοβαρές συνέπειες. Από τη μια ο ορισμός της κατάστασης ενός φυσικού συστήματος, όπως γίνεται συνήθως κατανοητό απαιτεί την απαλοιφή όλων των εξωτερικών διαταραχών. Αλλά στην περίπτωση αυτή σύμφωνα με το κβαντικό αξίωμα, κάθε παρατήρηση θα είναι αδύνατη και πάνω από όλα οι έννοιες του χώρου και του χρόνου χάνουν την άμεση σημασία τους. Από την άλλη εάν για να κάνουμε την παρατήρηση δυνατή, επιτρέψουμε κάποιες αλληλεπιδράσεις με κατάλληλα όργανα μέτρησης, που δεν ανήκουν στο σύστημα, ένας σαφής ορισμός της κατάστασης του συστήματος δεν είναι φυσικά δυνατός και δεν μπορεί να υπάρχει θέμα αιτιότητας με τη συνήθη έννοια του όρου.Η ίδια η φύση της κβαντικής θεωρίας μας αναγκάζει λοιπόν να δεχτούμε την χώρο-χρονική περιγραφή και το αίτημα της αιτιότητας, η ένωση των οποίων χαρακτηρίζει τις κλασικές θεωρίες, ως συμπληρωματικά καιαλληλόαποκλειόμενα χαρακτηριστικά της περιγραφής, που συμβολίζουν αντίστοιχα την εξιδανίκευση της παρατήρησης και του ορισμού. ([2] σελ. 172).
Στη συνέχεια ο Bohr αναφέρει το παράδειγμα της Σχετικότητας, όπου ο χωρισμός του χώρου από το χρόνο γίνεται μόνο εκεί όπου οι ταχύτητες είναι μικρές ως προς την ταχύτητα του φωτός. Είναι η περίπτωση του μακροσκοπικού κόσμου που είναι παρατηρήσιμος μέσα από την καθημερινότητά μας. Κατά αντίστοιχο τρόπο ο διαχωρισμός του μετρούμενου μεγέθους από το όργανο μέτρησης δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα όταν αναφερόμαστε σε μακροσκοπικό επίπεδο. Ουσιαστικά ο παραπάνω διαχωρισμός είναι εφικτός μόνο όταν το κβάντο δράσης είναι αμελητέο κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στο μικροσκοπικό επίπεδο.
Ο Bohr σύμφωνα με τον Bell θεώρησε ότι οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της περιγραφής των φυσικών διαδικασιών εισάγοντας ένα σκεπτικό διαχωρισμού μεταξύ του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου. Δηλαδή άλλη φυσική ισχύει στον έναν και άλλη φυσική στον άλλο. Στον μακρόκοσμο τα όργανα παρατήρησης δεν αλληλεπιδρούν με το μετρούμενο αντικείμενο με τρόπο που να διαταράσσεται το σύστημα πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στα κβαντικά συστήματα. Το μειονέκτημα της παραπάνω θέσης είναι ότι μοιάζει να εισάγεται μια διάκριση μεταξύ δύο ξεχωριστών κόσμων στους οποίους διαδραματίζονται οι φυσικές διαδικασίες, με συνέπεια να χάνεται η ολότητα του συνολικού μηχανισμού όσον αφορά τις λειτουργίες της φύσης. Το σύμπαν όμως ως ένα αδιαίρετο σύνολο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό. Εδώ όμως πρέπει να σημειωθεί ότι άλλο πράγμα είναι το πώς λειτουργεί η φύση και άλλο το πώς μπορούμε εμείς να περιγράψουμε αυτήν τη λειτουργία. Επίσης η παραπάνω διάσπαση μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένα βήμα για λόγους κατανόησης, κάτι το οποίο σημαίνει ότι τα δύο παραπάνω επίπεδα μπορούν να συνδεθούν σε ένα νέο πλαίσιο

1.12          .9Επομένως σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό ο Bohr δηλώνει10:9 Στην παράγραφο για την θεωρία των ‘χορδών’ περιγράφεται το πώς επιτυγχάνεται αυτή η σύνδεση.

1.13          10 Η συγκεκριμένη δήλωση, όπως και όλες οι υπόλοιπες που είναι γραμμένες στα Αγγλικά προέρχονται από την ιστοσελίδα www.spaceandmotion.com .Οι μεταφράσεις τους είναι δικές μου When it comes to atoms, language can be used only as in poetry. The poet, too, is not nearly so concerned with describing facts as with creating images. It is wrong to think that the task of physics is to find out how Nature is. Physics concerns what we say about Nature.
Όταν μελετάμε τα «άτομα» η χρήση της γλώσσας πρέπει να πραγματοποιηθεί με μια άλλη λογική όπως συμβαίνει στην ποίηση. Το ποίημα δεν ενδιαφέρεται ούτε σκοπός του είναι να περιγράψει γεγονότα, όσο το να δημιουργήσει έννοιες και μορφές. Είναι λάθος να νομίζουμε ότι ο σκοπός της φυσικής είναι να ανακαλύψει το πώς είναι η φύση. Η φυσική ασχολείται με το τι μπορούμε να πούμε εμείς για τη φύση.
Μέσα στο ίδιο πνεύμα συλλογισμού ο Heisenberg το 1963 συμπληρώνει:
What we observe is not nature itself, but nature exposed to our method of questioning.
Αυτό που παρατηρούμε δεν είναι η ίδια η φύση, αλλά είναι η φύση που αποκαλύπτεται ανάλογα με τα ερωτήματα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούμε.
Και συνεχίζει:
Natural science , does not simply describe and explain nature; it is part of the interplay between nature and ourselves.
Η φυσική επιστήμη δεν περιγράφει και εξηγεί μόνο την φύση, η επιστήμη είναι μέρος της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην φύση και σε εμάς.
Η κατάσταση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι το μικροσκοπικό τυχαίο μεταμορφώνεται στο μακροσκοπικό επίπεδο σε μακροσκοπική αναγκαιότητα. Οι πιθανοκρατικοί νόμοι χαρακτηρίζουν το μεγαλύτερο μέρος των φαινομένων που συναντούμε στη φύση. Κατά συνέπεια οι γραμμικοί νόμοι που χρησιμοποιούμε σε ιδανικές συνθήκες δεν είναι παρά καθαρές περιπτώσεις όπου το φαινόμενο μπορεί να θεωρηθεί αποκομμένο από το σύνολο των προσδιοριστικών όρων του. Αφού λοιπόν το τυχαίο είναι ο κανόνας στον πραγματικό κόσμο, τότε αυτό προκύπτει από έναν μεγάλο αριθμό αιτιακών σχέσεων. Ο Engels δηλώνει ότι:
Tο τυχαίο δεν είναι η άρνηση της αιτιότητας και της αιτιοκρατίας, αλλά η έκφραση του πλούτου των προσδιορισμών του όντος μέσα στους όρους της πραγματοποίησής του.Για την σχολή της Κοπεγχάγης οι πιθανότητες οφείλονται στην ανυπαρξία αιτιακών σχέσεων. Από την άλλη πλευρά όμως θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι πιθανότητες ως οι πολλαπλές δυνατότητες του συστήματος που οφείλονται στο στοχαστικό

1.14          11 χαρακτήρα των αλληλεπιδράσεών του με το περιβάλλον καθώς και στην ενδεχόμενη ύπαρξη λανθανουσών παραμέτρων

1.15          11 Ο στοχαστικός χαρακτήρας είναι ένα μοντέλο πιθανοτικής κατανομής το οποίο στην απλή του περίπτωση ακολουθεί την Gaussian γραφική παράσταση η οποία είναι σε σχήμα «καμπάνας».
2.2

1.16           Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΚΒΑΝΤΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

1.17          Τα πάντα όμως έμελλε να αλλάξουν όταν οι επιστήμονες άρχισαν να μελετούν τις παράξενες ιδιότητες του φωτός. Για παράδειγμα το είδος του φωτός που έλαμπε από αέρια που θερμαίνονταν σε γυάλινους σωλήνες. Το ζέσταμα λοιπόν ενός αερίου, και παρατηρώντας μέσα από ένα πρίσμα έφτιαχνε σαφείς διακεκριμένες χρωματιστές γραμμές και όχι το συνεχόμενο φάσμα από ένα κομμάτι γυαλί που θα αναμένονταν να παρατηρηθεί.
Η λύση δόθηκε από τον Bohr ο οποίος πίστευε ότι η εξήγηση βρισκόταν στην καρδιά της ύλης, δηλαδή στην δομή του ατόμου. Αντιμετωπίζοντας τα άτομα ως μικρά ηλιακά συστήματα με ακόμα μικρότερα σωματίδια τα ηλεκτρόνια, να περιστρέφονται γύρω από τον πυρήνα σε απόλυτα συγκεκριμένες τροχιές. Ο Bohr είπε ότι αν θερμανθεί το άτομο τότε τα ηλεκτρόνιά του απωθούνται και πηδούν από τη μια τροχιά στην άλλη. Κάθε άλμα όμως εξέπεμπε ενέργεια με την μορφή φωτός σε πολύ συγκεκριμένα μήκη κύματος. Γι’ αυτό και τα άτομα παράγουν πολύ συγκεκριμένα χρώματα. Αυτό είναι και το κβαντικό άλμα. Το συγκλονιστικό όμως χαρακτηριστικό και αυτό που τελικά θα άλλαζε τους κανόνες του παιχνιδιού, ήταν ότι αυτή η μετατόπιση του ηλεκτρονίου από την μια τροχιά στην άλλη πραγματοποιούνταν ακαριαία. Ο Bohr το εξήγησε αυτό λέγοντας ότι το κβαντικό άλμα πηγάζει από μια βασική και παράξενη ιδιότητα των ηλεκτρονίων στα άτομα. Δηλαδή ότι η ενέργειά τους υπάρχει σε ξεχωριστά κομμάτια τα οποία δεν υποδιαιρούνται σε ποσότητες που ονομάζονται κβάντα. Γι’ αυτό και υπάρχουν συγκεκριμένες τροχιές που καταλαμβάνουν.
Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα και πείραμα που αποκαλύπτει τις περίεργες ιδιότητες του κβαντικού κόσμου είναι αυτό της διπλής σχισμής. Μέσα από το πείραμα αυτό αναδείχθηκαν ιδιότητες που δεν είναι συμβατές με την κλασική ανθρώπινη λογική, αλλά ακόμα εντυπωσιακότερα περιπλέχτηκαν τα πράγματα λόγω των συνεπειών. Έστω ότι τοποθετούμε μια πλάκα που αποτελείται από δύο σχισμές μέσα από τις οποίες μπορούν να περνάνε μικρές μπαλίτσες. Εάν εκτοξεύσουμε έναν μεγάλο αριθμό από τέτοιες μπαλίτσες, ορισμένες θα χτυπήσουν στο πλαίσιο, ενώ αυτές που θα περάσουν θα σχηματίσουν δύο κατακόρυφες στήλες στον τοίχο που θα πέσουν από τα ίχνη που θα έχουν αφήσει οι μπάλες. Εάν στην συνέχεια σταλεί ένα κύμα από νερό από την ίδια πλάκα με τις δύο σχισμές, τότε το αποτέλεσμα στον τοίχο θα είναι ο σχηματισμός έξη ή εφτά διακριτών στηλών όπου η κεντρική στήλη θα είναι πιο παχιά και όσο θα πηγαίνουμε προς τις άκρες οι στήλες θα γίνονται πιο αδύνατες. Το αποτέλεσμα αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό και προκύπτει από το ότι τα κύματα περνώντας μέσα από τις σχισμές σχηματίζουν καινούρια σχήματα τα οποία εξουδετερώνουν τα προηγούμενα. Κατά συνέπεια στην κεντρική στήλη χτυπάει το μεγαλύτερο κύμα, ενώ στις άκρες γίνεται σταδιακά όλο και πιο αδύνατο. Αυτά όλα μέχρι τώρα ισχύουν για τον μακρόκοσμο.
Εάν επαναληφθεί τώρα το πείραμα αυτό στον μικρόκοσμο και αντί για μπαλίτσες εκτοξεύσουμε ηλεκτρόνια τα αποτελέσματα είναι παράλογα. Δηλαδή στέλνοντας ηλεκτρόνια ανάμεσα στις δύο σχισμές, τα ίχνη που θα αφήσουν στον τοίχο που προσκρούουν θα έχουν την μορφή που άφηναν τα κύματα στο πείραμα του μακρόκοσμου. Δηλαδή ενώ εμείς στείλαμε ηλεκτρόνια αυτά συμπεριφερθήκανε ως κύματα κάτι το οποίο δεν έχει νόημα. Για να δούνε οι επιστήμονες το τι συμβαίνει τοποθέτησαν μια συσκευή παρακολούθησης του φαινομένου. Το συγκλονιστικό ήταν ότι όταν τοποθετήθηκε το μακροσκοπικό όργανο το ηλεκτρόνιο συμπεριφέρθηκε ως σωματίδιο αφού τα ίχνη που άφησε ήταν οι δύο στήλες. Φυσικά με αυτό το πείραμα αποκαλύφθηκε η διπλή σωματιδιακή φύση του φωτός αφού θα μπορούσαμε εξίσου να είχαμε στείλει φωτόνια. Το ηλεκτρόνιο δηλαδή συμπεριφέρθηκε ως σωματίδιο σαν να γνώριζε ότι το παρακολουθούμε. Φυσικά η αιτία αυτής της συμπεριφοράς είναι η παρέμβαση ενός μακροσκοπικού οργάνου στον μικρόκοσμο και η διαταραχή που αυτό δημιουργεί στο σύστημα. Κάποιοι επιστήμονες σκέφτηκαν μήπως το σωματίδιο που στέλνουμε μπορεί να απλωθεί σαν κύμα. Έτσι ο Schrodinger βρήκε μια εξίσωση που φαινόταν να το περιγράφει. Ο Schrodinger πρότεινε ότι αυτό το κύμα περιγράφει ένα εκτεταμένο ηλεκτρόνιο που κάπως σαν να πασαλείφτηκε και δεν είναι πια σημείο.
Η λύση πάντως δόθηκε από τον Max Born ο οποίος είπε ότι το ηλεκτρόνιο που στέλνουμε δεν είναι ούτε σωματίδιο αλλά ούτε και κύμα, αλλά είναι ένα κύμα πιθανότητας. Κατά συνέπεια τα ίχνη στην φωτογραφική πλάκα αντιστοιχούν σε ποσοστά πιθανότητας με την μεγαλύτερη από αυτήν να βρίσκεται στην κεντρική στήλη. Ο Born δηλαδή είπε ότι το μέγεθος του κύματος σε οποιοδήποτε σημείο προβλέπει την πιθανότητα να βρεθεί εκεί το ηλεκτρόνιο. Όπου δηλαδή το κύμα είναι μεγάλο δεν σημαίνει ότι εκεί βρίσκεται το περισσότερο από το ηλεκτρόνιο, αλλά εκεί έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να βρίσκεται. Στην ουσία του πράγματος δεν μπορούμε να ρωτήσουμε το που είναι τώρα το ηλεκτρόνιο. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι αν κοιτάξουμε σε αυτό το σημείο στον χώρο να αναζητήσουμε την πιθανότητα να βρίσκεται εκεί.
Η μεγάλη όμως δυσκολία με την κβαντική θεωρία δεν είναι μόνο η πιθανοκρατική μορφή του αποτελέσματος. Το πιο αμφιλεγόμενο σημείο βρίσκεται στην συμμετοχή της μέτρησης στον μικρόκοσμο. Για τον Bohr η μέτρηση αλλάζει τα πάντα. Πίστευε ότι πριν μετρήσουμε ή παρατηρήσουμε ένα σωματίδιο τα χαρακτηριστικά του ήταν αβέβαια. Για παράδειγμα στο πείραμα με τις δύο σχισμές όταν ένα ηλεκτρόνιο στέλνεται πριν η οθόνη μας δείξει την θέση του, θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε σε ένα μεγάλο πεδίο πιθανοτήτων. Την στιγμή όμως που γίνεται η παρατήρηση και μόνο τότε η αβεβαιότητα της θέσης του εξαφανίζεται. Δηλαδή η ίδια η μέτρηση αναγκάζει το ηλεκτρόνιο να αφήσει όλες τις δυνατές θέσεις που θα μπορούσε να έχει και να επιλέξει μόνο μία, αυτή που παρατηρούμε. Φυσικά αυτή η ερμηνεία έβρισκε τελείως αντίθετο τον Einstein ο οποίος δεν μπορούσε να δεχθεί ότι η ύπαρξη ενός πράγματος εξαρτάται από την ανθρώπινη παρατήρηση.
2.3

1.18          Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Για την διατύπωση της αρχής της συμπληρωματικότητας (the principle of complementarity) ο Bohr επηρεάστηκε από τη μορφή δυϊσμού του φωτός. Το τελευταίο συμπεριφέρεται είτε ως κύμα είτε ως σωματίδιο (particle) με συμπληρωματικό τρόπο. Παράλληλα η αρχή απροσδιοριστίας (the uncertainty principle) του Heisenberg τον βοήθησε στο να διατυπώσει την παραπάνω αρχή. Στην κλασική φυσική οι παρατηρήσεις γίνονται από όργανα των οποίων ο ρόλος περιορίζεται στην καταγραφή των ενδείξεων με τον παρατηρητή να είναι αποκομμένος από την διαδικασία. Οπότε ο Bohr αναφέρει:
Στην κβαντική φυσική όμως όταν θέλουμε να περιγράψουμε ένα μοναδικό ατομικό φαινόμενο, μπορούμε να εφαρμόσουμε τις κλασικές έννοιες μόνο με έναν συμπληρωματικό τρόπο. Αυτή η συμπληρωματικότητα δεν βάζει κανένα απόλυτο όριο στην εφαρμογή οποιασδήποτε μοναδικής κλασικής έννοιας. Πράγματι δεν μπορούμε να μην βλέπουμε τα ατομικά φαινόμενα με τον κλασικό τρόπο. Αυτή είναι η μόνη μας δυνατότητα να πετυχαίνουμε αντικειμενική περιγραφή. Είμαστε υποχρεωμένοι να παρατηρούμε αυτά τα φαινόμενα με τις κλασικές μας συσκευές και δεν έχουμε κανέναν περιορισμό για την ιδανική ακρίβεια της μέτρησης μιας μοναδικής ποσότητας που χαρακτηρίζει το φαινόμενο. Αλλά σε κάθε τέτοια μέτρηση, η αλληλεπίδραση της συσκευής με το ατομικό σύστημα, η οποία οφείλεται στον κβαντικό του χαρακτήρα, δεν μπορεί να ελεγχθεί κάτω από ένα όριο που επιβάλλεται από το κβάντο δράσης, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το να κάνει αδύνατο τον ακριβή προσδιορισμό άλλων ποσοτήτων, που αναφέρονται στο ίδιο φαινόμενο. Αυτό είναι το περιεχόμενο των σχέσεων απροσδιοριστίας του Heisenberg, η έννοια της συμπληρωματικότητας ανάμεσα σε διαφορετικούς τρόπους παρατήρησης του φαινομένου. ([2] σελ. 184)
-Ο Rosenfeld περιγράφει ως εξής τη σχέση ανάμεσα στην αιτιότητα και την συμπληρωματικότητα: Η αδιάσπαστη αιτιώδης αλυσίδα των φαινομένων της κλασικής φυσικής είναι μια ψευδαίσθηση. Κάθε φαινόμενο είναι στην πραγματικότητα μια ολότητα που κλείνει με την καταγραφή ενός σταθερού σημείου στη συσκευή μέτρησης και οι δεσμοί του με άλλα φαινόμενα είναι περισσότερο εκτεταμένοι απ’ όσο φανταζόμαστε στην κλασική φυσική. Σχηματίζουν ένα πολύπλοκο δίκτυο που εκφράζει από κάθε σημείο όχι μόνο μια γραμμή εξέλιξης, αλλά μια ολόκληρη κλίμακα δυνατοτήτων, που κάθε μια προσδιορίζεται από μια ακριβή πιθανότητα εμφάνισης. Η αιτιοκρατία της κλασικής φυσικής εμφανίζεται μόνον ως ειδική περίπτωση αυτής της ευρύτερης στατιστικής αιτιότητας. Αντιστοιχεί σε συνθήκες παρατήρησης, στις οποίες δεν μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε πολλές όμοιες γραμμές, που οδηγούν στο ίδιο σχεδόν αποτέλεσμα και έτσι μιλούμε για ένα μοναδικό καθορισμένο τρόπο ροής των πραγμάτων. ([2] σελ. 184)

1.19          Σύμφωνα με τον Bohr οι σχέσεις απροσδιοριστίας είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε εφόσον χρησιμοποιούμε την κλασική περιγραφή μιας και τα όργανα που χρησιμοποιούμε είναι μακροσκοπικές συσκευές. Αντιθέτως αυτό που θα έπρεπε να θεωρηθεί αντιφατικό είναι το γεγονός ότι επιδιώκουμε να κάνουμε μετρήσεις που αφορούν δυο αντιφατικές, αλληλοαποκλειόμενες όψεις όπως το σωματίδιο και το κύμα

1.20          12 Χρηστίδης Θεόδωρος, Χάος και Πιθανολογική Αιτιότητα : Μεταξύ Προκαθορισμού και Τύχης. (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 1997), σελ. 117.

1.21           

1.22          2.4 Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ

Το βασικό χαρακτηριστικό της κβαντικής μηχανικής είναι η σχέση αβεβαιοτήτων του Heisenberg.Σύμφωνα με τις σχέσεις αυτές είναι αδύνατο να μετρήσουμε την ίδια στιγμή ή διαδοχικά την τιμή συζυγών μεγεθών που οι τελεστές τους δεν αντιμεταθέτονται. Τέτοια μεγέθη είναι η θέση και η ορμή ενός σωματιδίου. Όσο μεγαλύτερη είναι η ακρίβεια στη μέτρηση της θέσης, τόσο η μεγαλύτερη είναι η απροσδιοριστία ως προς την ορμή του και αντίστροφα. «Το γινόμενο της απροσδιοριστίας στη θέση ενός σωματιδίου επί την απροσδιοριστία στην ορμή του σε μια ταυτόχρονη μέτρηση των μεγεθών αυτών, είναι της τάξης μεγέθους της σταθεράς του Planck h δηλαδή: ≈h
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα έσχατο όριο στην ακρίβεια με την οποία μπορούμε να μετρήσουμε ταυτόχρονα συζυγή μεγέθη, όπως είναι η θέση και η ορμή. Ο Heisenberg θεώρησε ότι οι σχέσεις αυτές αποτελούν έναν θεμελιώδη νόμο και ότι οι υπόλοιποι νόμοι της φύσης θα πρέπει να συμβιβαστούν με τους νόμους της απροσδιοριστίας.» (σ. 117). Η κατάσταση αυτή της απροσδιοριστίας περιγράφεται από τον Heisenberg ως εξής:The most difficult problem ... concerning the use of the language arises in quantum physics. Here we have at first no simple guide for correlating the mathematical symbols with concepts of ordinary language: and the only thing we know from the start is the fact that our common concepts cannot be applied to the structure of the atoms.
Το πιο δύσκολο πρόβλημα αφορά την χρήση της γλώσσας στην κβαντική φυσική. Σε αυτήν δεν έχουμε κάποιο οδηγό ώστε να μπορέσουμε να συσχετίσουμε τα μαθηματικά σύμβολα με τις έννοιες της γλώσσας που χρησιμοποιούμε, και το μόνο πράγμα που γνωρίζουμε από την αρχή είναι το γεγονός ότι οι κοινές μας έννοιες δεν μπορούν να εφαρμοστούν στα «άτομα».
Ο Heisenberg υποστηρίζει ότι η έννοια της πιθανότητας συνδέεται στενά με την έννοια του Αριστοτελικού δυνάμει και ότι είναι η μετατροπή της αρχαίας ποιοτικής έννοιας του δυνάμει (potentia) σε ποσοτική έννοια. Το κύμα πιθανότητας αντιπροσωπεύει κατά τον Heisenberg μια τάση (propensity) προς κάτι. Ένα στοιχειώδες σωμάτιο περιγράφεται από μια συνάρτηση πιθανότητας (probability function).Άρα ούτε καν η ιδιότητα του όντος δεν ανήκει σε αυτό που περιγράφεται το οποίο είναι μια δυνατότητα (possibility) προς το «είναι» ή μια τάση προς το «είναι». Είναι δηλαδή κάτι που βρίσκεται μεταξύ στην ιδέα ενός συμβάντος και στο πραγματικό συμβάν.
Σύμφωνα λοιπόν με την ορθόδοξη ερμηνεία υπάρχουν δύο θεμελιώδεις παράμετροι για τον αντιαιτιοκρατικό χαρακτήρα της κβαντικής θεωρίας. α) Οι πιθανοκρατικοί νόμοι δεν είναι προϊόν ατελούς γνώσης όπως θα συνέβαινε στο μακροσκοπικό επίπεδο. Αντιθέτως η κβαντομηχανική είναι πλήρης και η απροσδιοριστία είναι εγγενής στο κβαντικό επίπεδο. β) Η παραπάνω διατύπωση έχει ως αρχική της προκείμενη τις ανισότητες του Heisenberg και την αδυναμία της ταυτόχρονης μέτρησης δύο συζυγών μεγεθών. Ακόμα όμως και αν υπήρχε η δυνατότητα της ταυτόχρονης μέτρησης δεν θα μπορούσε να γίνει η περιγραφή αυτών των μη γραμμικών φαινομένων στα πλαίσια μιας κλασικής αιτιοκρατικής λογικής.Η κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης (collapse of the wave-function) είναι μια μη γραμμική, μη αντιστρεπτή και πάνω απ’ όλα μια ποιοτική μετατροπή. Υπό αυτούς τους όρους οι οποίοι είναι, η ανυπαρξία σύνθετων πιθανοτήτων για μη συμβατά παρατηρήσιμα, η μη ταυτόχρονη ύπαρξη τέτοιων παρατηρήσιμων και οι ανισότητες του Heisenberg καταργούν τη μπούλεια13 δομή του πλέγματος με συνέπεια η έννοια της κλασικής πιθανότητας να ερμηνεύεται ως υποκειμενική. Αντίθετα η Σχολή της Κοπεγχάγης προτείνει τις κβαντικές πιθανότητες οι οποίες είναι στατιστικού τύπου και είναι θεμελιακής φύσεως και ανήκουν στην αντικειμενική δομή του πραγματικού κόσμου.
13 Η άλγεβρα Boole είναι η έννοια της κλασικής λογικής όπου κάτι μπορεί να είναι αληθές ή ψευδές και όχι κάτι ενδιάμεσο. Πάνω σε αυτή τη λογική θεμελιώνεται η λειτουργία των υπολογιστών. Το 0 και 1 αποτελούν τις δύο δυνατές καταστάσεις οι οποίες πραγματώνονται με την χρήση ολοκληρωμένων κυκλωμάτων (οι λογικές πύλες AND, OR, NAND, NOR).Το παραπάνω δυαδικό σύστημα αντιστοιχεί σε τάσεις 0 και 5 volt αντίστοιχα όσον αφορά την πραγμάτωσή του στο hardware μέρος του υπολογιστή.
Σύμφωνα με τον Max Born το τετράγωνο της κυματοσυνάρτησης αντιπροσωπεύει μια πυκνότητα πιθανότητας με βάση την οποία είναι δυνατόν να υπολογίσουμε την πιθανότητα παρουσίας ενός σωματιδίου σε ένα στοιχείο όγκου ή τη δημιουργία μιας ιδιοκατάστασης (eigenstate) κατά τη μέτρηση. Μάλιστα ο Einstein το 1936 αναφέρει για τον Born τα εξής:
It seems to be clear, therefore, that Born’s statistical interpretation of quantum theory is the only possible one. The wave function does not in any way describe a state which could be that of a single system; it relates rather to many systems, to an “ensemble of systems” in the sense of statistical mechanics.

Φαίνεται επομένως να είναι ξεκάθαρο, ότι η στατιστική ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας του Born είναι η μόνη δυνατή. Η κυματοσυνάρτηση σε καμία περίπτωση δεν περιγράφει μια κατάσταση ενός μεμονωμένου συστήματος. Αναφέρεται μάλλον σε πολλά συσχετισμένα συστήματα, σε μια μικρή «ορχήστρα συστημάτων» σύμφωνα με την λογική της στατιστικής μηχανικής.
Σύμφωνα με τον von Neumann ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται ένα κβαντικό σύστημα είναι ο εξής: Στην περίπτωση που το σύστημα δεν διαταραχθεί από το όργανο μέτρησης, ο χαρακτήρας της συμπεριφοράς του είναι αιτιοκρατικός. Μπορεί μάλιστα να περιγραφεί από την εξίσωση του Schrodinger και φυσικά διαθέτει θέση και ορμή χωρίς να είναι αλληλοαποκλειόμενα. Στην περίπτωση όμως που παρεμβαίνει το όργανο μέτρησης η αρχική καθαρή κατάσταση μετατρέπεται σε μείγμα καταστάσεων εξαιτίας της δημιουργίας περισσοτέρων από μία καταστάσεις. Παρά τη γνώση της αιτίας (αλληλεπίδραση με το όργανο) ο μετασχηματισμός θεωρείται αναίτιος. Οι ασυνεχείς μεταβολές που συμβαίνουν κατά την μέτρηση έχουν μεν αίτιο, αλλά είναι απρόβλεπτες και κατά συνέπεια αναιτιοκρατικές. Επομένως ο μετασχηματισμός του κβαντικού συστήματος το οποίο είναι η αναγωγή της κυματοσυνάρτησης παραμένει μη πραγματοποιήσιμη. Το σύστημα το οποίο υφίσταται τη μέτρηση θα συνεχίσει να ταλαντεύεται στην αιωνιότητα ανάμεσα στις δυνατές καταστάσεις. Ουσιαστικά η παρέμβαση του οργάνου δημιούργησε μια πληθώρα δυνάμει καταστάσεων, με συνέπεια το σύστημα να χάσει τον αιτιοκρατικό του χαρακτήρα και παραμένει μετέωρο στον δυνάμει κόσμο. Μόνο η παρέμβαση ενός παρατηρητή δηλαδή μιας συνείδησης μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης και το σύστημα να περάσει σε μια ιδιοκατάσταση. Η ιδιοκατάσταση (eigenstate) αυτή θα είναι μια από τις πολλές δυνάμει καταστάσεις που προϋπήρχαν πριν την παρέμβαση του παρατηρητή και πλέον μόνο μία έχει περάσει σε εν-ενεργεία μορφή έχοντας λάβει μία συγκεκριμένη ιδιοτιμή (eigenvalue) εξαιτίας της μέτρησης από τον παρατηρητή. Παρεμβαίνοντας όμως ο παρατηρητής θα αποτελέσει και αυτός μέρος του μεγάλου συστήματος, οπότε είναι σαν η αναγωγή να αυτοαναιρείται εξαιτίας του ότι καταργείται αυτή η ιδιότητά της. Αυτό αποτελεί και ένα από τα σημεία της αδυναμίας της ορθόδοξης ερμηνείας και του ιντετερμινιστικού χαρακτήρα της.

1.23           

1.24          2.5 Η ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

1.25          Ένα ελεύθερο σωμάτιο εξελίσσεται αιτιοκρατικά μόνον όταν βρίσκεται στο απομονωμένο σύστημά του. Αυτή η αιτιοκρατία καταργείται από τη στιγμή που εισέρχεται στο σύστημα το όργανο μέτρησης και διαταράσσει αυτή την ιδανική απομόνωση. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται νέα στοιχεία πραγματικότητας εξαιτίας της αλληλεπίδρασης, άλλα καταστρέφονται και οι δυνατότητες του κβαντικού συνόλου γίνονται πραγματικές. Οι νέες καταστάσεις δεν αναδύονται από το μηδέν. Τα στοιχεία πραγματικότητας της νέας κατάστασης προκύπτουν από το μετασχηματισμό στοιχείων της παλαιάς κατάστασης, εξαιτίας της αλληλεπίδρασης του σωματιδίου με το όργανο. Αυτά τα φαινόμενα μετασχηματισμού είναι μη αντιστρεπτά και μη συντηρητικά. Είναι διαδικασίες στο χωροχρόνο και όχι στιγμιαίες μεταπτώσεις. Οπότε έχουμε πραγματικά φυσικά φαινόμενα και κατά συνέπεια το καταστατικό διάνυσμα δεν είναι ένα λογιστικό εργαλείο. Οι δυνατές αυτές καταστάσεις και οι αντίστοιχες πιθανότητες εξαρτώνται από τη φύση και την κατάσταση του σωματιδίου, του οργάνου αλλά και από τις συνθήκες. Κατά συνέπεια ο μετασχηματισμός είναι αιτιοκρατικός επειδή η μεταβολή των συνθηκών συνεπάγεται την αλλαγή της πιθανοτικής κατανομής.
Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να μετρήσουμε την ίδια στιγμή την θέση και την ορμή του σωματιδίου δεν σημαίνει ότι η θέση και η ορμή δεν υπάρχουν πριν από τη παρατήρηση και ανεξάρτητα από αυτήν ή ότι δεν υπάρχει αιτιότητα στο κβαντικό επίπεδο. Φανερώνει την ύπαρξη μιας διαταραχής μη αμελητέας που οφείλεται στην συμμετοχή του οργάνου που οφείλεται στην πεπερασμένη τιμή του κβάντου δράσης. Αν βάλουμε h=0 στην παραπάνω εξίσωση η κλασική αιτιότητα επανεμφανίζεται. Η διαταραχή αυτή επίσης δεν είναι απροσδιόριστη. Αντίθετα είναι πολύ καθορισμένη από την τάξη μεγέθους του κβάντου δράσης. Ο προσδιορισμός του γινομένου δύο απροσδιοριστιών αποτελεί άρνηση της απροσδιοριστίας. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι παρόλο που οι φυσικοί νόμοι συνεπάγονται μια απροσδιοριστία (εξαιτίας της αδυναμίας της ταυτόχρονης μέτρησης) θα μπορούσε κανείς να πει ότι η σωματιδιακή μας αντίληψη είναι ανεπαρκής γι’ αυτό και δεν μπορούμε να περιγράψουμε τον κβαντικό κόσμο. Η προσπάθειά μας δηλαδή να διαχειριστούμε την κβαντικό κόσμο χρησιμοποιώντας την κλασική λογική αναπόφευκτα είναι και ο λόγος της αίσθησης της απροσδιοριστίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η φύση δεν είναι αιτιοκρατική. Στο κβαντικό επίπεδο αποκαλύπτεται ένα άλλο είδος αντικειμενικότητας το οποίο υπερβαίνει την τυπική λογική. Το ουσιαστικό χαρακτηριστικό αυτής της αντικειμενικότητας είναι ότι τα κβαντικά συστήματα δεν διατηρούν την ταυτότητά τους και άρα η αντίστοιχη αρχή της τυπικής λογικής δεν ισχύει κατά την μέτρηση Οι προσπάθειες για την ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας σύμφωνα με το ρεαλιστικό μοντέλο έγιναν από τη μεριά του Einstein με τη χρήση νοητικών-υποθετικών πειραμάτων. Από την άλλη πλευρά η ερμηνεία της Κοπεγχάγης ερχόταν σε συμφωνία με όλα τα πειραματικά δεδομένα παρόλο που η θεωρία της έχει έναν έντονο υποκειμενισμό και σε πολλά σημεία της μοιάζει ελλιπής.
Για να φανεί καλύτερα η τοπικότητα αλλά και ο αιτιοκρατικός χαρακτήρας της ρεαλιστικής προσέγγισης χρειάζεται να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στο δυνάμει και το ενεργεία. Μία ενεργεία κατάσταση υπάρχει πριν από την μέτρηση, δεν δημιουργείται δηλαδή κατά την αλληλεπίδραση του συστήματος με το όργανο μέτρησης. Παρόλο που άλλα παρατηρήσιμα μεγέθη διαταράσσονται η μέτρηση θεωρείται ιδανική. Στην περίπτωση όμως αυτή το σύστημα βρισκόταν ήδη σε μια ιδιοκατάσταση και ο μονοδιάστατος χώρος Hilbert είναι πραγματικός και όχι δυνάμει. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει η περίπτωση που τα στοιχεία πραγματικότητας δημιουργούνται από την μέτρηση στον δυνάμει πλέον χώρο Hilbert. «Εδώ έχουμε δύο ενδεχόμενα.14α) Η κατάσταση δημιουργείται με πιθανότητα ίση με 1 στην περίπτωση που το σύστημα έχει μία και μοναδική δυνατότητα. β) Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια επαλληλία καταστάσεων η οποία μετατρέπεται με την μέτρηση σε μείγμα. Οι καταστάσεις στην περίπτωση αυτή δεν προϋπάρχουν. Δημιουργούνται εξαιτίας της αλληλεπίδρασης ως πραγμάτωση των δυναμικοτήτων του στατιστικού συνόλου στις δεδομένες συνθήκες. Η δημιουργία των καταστάσεων είναι μια μη γραμμική διαδικασία, μη αντιστρεπτή και η οποία δεν περιγράφεται από τις σημερινές εξισώσεις της κβαντικής μηχανικής.» (σελ. 209)
14 Μπιτσάκης Ευτύχης, Ο Νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός. (Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg, 1999), σ. 209.
«Ουσιαστικά αυτή η κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης είναι που δημιουργεί και το αδιέξοδο στη σχολή της Κοπεγχάγης. Η ερμηνεία αυτή, η οποία βρίσκεται σε αντίφαση με τη στατιστική ερμηνεία του Max Born δέχεται έμμεσα ότι η κυματοσυνάρτηση αντιστοιχεί όχι σε ένα στατιστικό σύνολο αλλά στο ατομικό σωματίδιο. Η ερμηνεία αυτή είναι η single system interpretation.Επομένως στην περίπτωση της επαλληλίας η ορθόδοξη ερμηνεία δέχεται σιωπηρά ότι οι καταστάσεις προϋπάρχουν και τελικά προβάλλονται από το όργανο. Αντίθετα για τους ρεαλιστές η προβολή του καταστατικού διανύσματος είναι στην πραγματικότητα ένας μετασχηματισμός του κβαντικού συστήματος που πραγματώνει μία από τις δυναμικότητές του.» Κατά συνέπεια ο παρατηρητής είναι απλώς το μέσον για το πέρασμα στην εν-ενεργεία πραγματικότητα, και όχι ο δημιουργός της πραγματικότητας και επομένως η τελευταία δεν θα έχει τον υποκειμενισμό του. Η προϋπάρχουσα δυνάμει πραγματικότητα η οποία απλώς μετασχηματίζεται ουσιαστικά σώζει την αντικειμενικότητα, αλλά επίσης δημιουργεί και τις δυνάμει προϋποθέσεις για την ύπαρξη μιας δυναμικής αιτιοκρατίας.

Η θεωρία της ειδικής σχετικότητας διατυπώθηκε βάσει της πεποίθησης ότι οι νόμοι της φύσης δεν εξαρτώνται από τον παρατηρητή. Με αφορμή αυτό το σημείο ο Einstein δηλώνει:
I think that matter must have a separate reality independent of the measurements. That is an electron has spin, location and so forth even when it is not being measured. I like to think that the moon is there even if I am not looking at it.
Νομίζω ότι η ύλη πρέπει να έχει μια ξεχωριστή πραγματικότητα ανεξάρτητη από τις μετρήσεις. Γι’ αυτό ένα ηλεκτρόνιο έχει spin, θέση και ούτω κάθε εξής ακόμα και όταν αυτό δεν έχει ακόμα μετρηθεί. Προτιμώ την σκέψη ότι το φεγγάρι είναι εκεί που είναι ακόμα κι αν εγώ δεν το παρατηρώ.
Οι φυσικοί νόμοι δηλαδή έχουν μια αντικειμενική ύπαρξη για όλους τους παρατηρητές.15 Από την άλλη πλευρά ένας θετικιστής δεν δέχεται ότι υπάρχει μια κβαντική πραγματικότητα ανεξάρτητη από τον παρατηρητή, αφού κάθε μέτρηση που πραγματοποιούμε τον εμπλέκει, ο οποίος αλληλεπιδρά με το μετρούμενο σύστημα με μη διαχωρίσιμο άρα μη ελέγξιμο τρόπο. Το πρόβλημα αυτό σύμφωνα με τον Baggott μπορεί να αντιμετωπιστεί εάν διαχωρίσουμε την αντικειμενικότητα της πραγματικότητας σε μια ισχυρή και μια ασθενή έννοιά της. «Σύμφωνα με τον Baggott η αντικειμενική πραγματικότητα του ρεαλιστή, που είναι ανεξάρτητη από τον παρατηρητή είναι η ισχυρή άποψη για την πραγματικότητα. Η ασθενέστερη μορφή αντικειμενικότητας θα μπορούσε να συνδεθεί με το θετικιστικό ρεύμα. Σύμφωνα με αυτή δεχόμαστε μια εμπειρική πραγματικότητα η οποία δεν είναι ανεξάρτητη από τον παρατηρητή, είναι η ίδια όμως για όλους τους παρατηρητές. Αυτό σημαίνει ότι η κβαντική πραγματικότητα επηρεάζεται από τον παρατηρητή, δεν είναι ανεξάρτητη από αυτόν, όμως είναι αντικειμενική διότι κάτω από τις ίδιες συνθήκες διαφορετικοί παρατηρητές παίρνουν τα ίδια αποτελέσματα.» {[2] σελ. 218} Γύρω από αυτό το θέμα ο Schrodinger δηλώνει:
15 Όμως πρέπει να σημειωθεί ότι η εισαγωγή της έννοιας του παρατηρητή στη θεωρία της σχετικότητας αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όταν αναφερόμαστε στις μετρήσεις διαφόρων μεγεθών όπως του μήκους ή του χρόνου, οπότε το αποτέλεσμα της μέτρησης εξαρτάται από την σχετική ταχύτητα των παρατηρητών. Αυτή η σχετικότητα δεν έχει να κάνει όμως με το αντίστοιχο στοιχείο της αβεβαιότητας που υπάρχει σε μια κβαντική μέτρηση.
The world is given to me only once, not one existing and one perceived. Subject and object are only one. The barrier between them cannot be said to have broken down as a result of recent experience in the physical sciences, for this barrier does not exist. … The scientist only imposes two things, namely truth and sincerity, imposes them upon himself and upon other scientists.
Ο κόσμος που μου εμφανίστηκε δόθηκε ενιαίος και ταυτόχρονα και όχι ένας που υπάρχει και ένας άλλος που αντιλαμβάνομαι. Το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι ενιαία. Το φράγμα ανάμεσά τους δεν μπορεί να λεχθεί ότι έχει καταρρεύσει ως απόρροια των πρόσφατων ανακαλύψεων των φυσικών επιστημών, διότι αυτό το φράγμα δεν υπάρχει. … Ο επιστήμονας επιβάλλει μόνο δύο πράγματα, δηλαδή αλήθεια και ειλικρίνεια, τα επιβάλει πάνω στον εαυτό του αλλά και πάνω στους άλλους επιστήμονες.
Το εντυπωσιακό χαρακτηριστικό με την κβαντική θεωρία είναι ότι ενώ όλα τα πειραματικά δεδομένα την επαληθεύουν, η θεωρία αυτή δεν είναι σε θέση να δώσει τις κατάλληλες εξηγήσεις και κατά συνέπεια καταλήγει να είναι μια μη πλήρης θεωρία. Ουσιαστικά αυτή είναι και η διάσταση την οποία υπερασπίζεται η ρεαλιστική ερμηνεία. Πρώτος ο de Broglie πέτυχε μια αιτιοκρατική διατύπωση με λανθάνουσες16 παραμέτρους το 1927.Το 1935 ο Schrodinger με τη χρήση του παραδόξου του προσπαθεί να αναδείξει τον υποκειμενισμό και το αδιέξοδο που οδηγεί η ορθόδοξη ερμηνεία. Την ίδια χρονιά οι Einstein, Podolsky και Rosen διατυπώνουν το ιδεατό πείραμα EPR με το οποίο αμφισβητούσαν την πληρότητα της κβαντομηχανικής.
16 Είναι οι άγνωστοι παράμετροι που όταν βρεθούν θα καταστήσουν την κβαντική θεωρία πλήρη και κατά συνέπεια θα αντικαταστήσουν την απροσδιοριστία της με μια νέα έννοια αιτιοκρατίας.
Τα πράγματα όμως έμελε να γίνουν ακόμα πιο περίπλοκα όταν ο Einstein εντόπισε μια σημαντικότατη ιδιότητα της κβαντικής θεωρίας η οποία για τον ίδιο αποδείκνυε το ότι η θεωρία είναι ημιτελής. Η ιδιότητα αυτή είναι η «συσχέτιση» (entanglement). Η πιο παράλογη και παράξενη πρόβλεψη που κάνει η κβαντομηχανική είναι η «συσχέτιση». Η «συσχέτιση» είναι μια θεωρητική πρόβλεψη από τις εξισώσεις της κβαντομηχανικής. Εάν δύο σωματίδια βρεθούν πολύ κοντά το ένα με το άλλο τότε αυτά μπορούν να συσχετισθούν και οι ιδιότητές τους ενώνονται. Η κβαντομηχανική λέει ότι ακόμα και αν στην συνέχεια χωρίσουμε τα σωματίδια και τα στείλουμε σε αντίθετες κατευθύνσεις αυτά θα παραμείνουν συσχετισμένα και επομένως συνδεδεμένα. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια τυπική ιδιότητα των ηλεκτρονίων που είναι η περιστροφή τους (σπιν), η οποία είναι εντελώς θολή και αβέβαιη μέχρι τη στιγμή που θα την μετρήσουμε. Όταν πραγματοποιήσουμε την μέτρηση θα δούμε ότι αυτή θα είναι είτε δεξιόστροφη είτε αριστερόστροφη. Σύμφωνα με την κβαντομηχανική εάν μετρήσουμε το σπιν του ενός σωματιδίου και αυτό είναι δεξιόστροφο για παράδειγμα, τότε όχι μόνο θα το επηρεάσουμε αφού είμαστε η αιτία να αποκτήσει συγκεκριμένο σπιν, αλλά πολύ περισσότερο η μέτρηση θα επηρεάσει και το συσχετισμένο σωματίδιο ανεξάρτητα του πόσο μακριά είναι αποδίδοντάς του το αντίθετο σπιν ως προς αυτό στο οποίο κάναμε την μέτρηση. Έχουμε με δυο λόγια δηλαδή μια επίδραση από απόσταση η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί. Η μέτρηση δηλαδή του ενός σωματιδίου επηρεάζει την κατάσταση του άλλου χωρίς να υπάρχει τίποτα ανάμεσά τους που να τα συνδέει.
Ο Einstein παρόλο που δεχόταν ότι τα συσχετισμένα σωματίδια υπάρχουν, δεν μπορούσε όμως να δεχθεί ότι υπήρχε μια μυστηριώδης σύνδεση από απόσταση. Έτσι λοιπόν πρότεινε ότι τα σωματίδια μοιάζουν με ένα ζευγάρι γάντια. Εάν τοποθετήσουμε το κάθε γάντι χωριστά σε μια θήκη και τα απομακρύνουμε μεταξύ τους, τότε όταν κάποιος θα ανοίξει την μια θήκη και δει ότι είναι το δεξή γάντι θα γνωρίζει ότι το άλλο είναι το αριστερό χωρίς να χρειάζεται να αναζητήσει την άλλη θήκη. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα ηλεκτρόνια- γάντια καθορίστηκε από την στιγμή που έγινε ο διαχωρισμός τους. Υπό αυτήν την έννοια δεν υπήρξε κανένα είδος σύνδεσης των ηλεκτρονίων αφού τα πράγματα ήταν προκαθορισμένα. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που δεν γινόταν να διαπιστωθεί το ποιος έχει δίκιο. Ο Einstein πίστευε πως το σπιν του ηλεκτρονίου ήταν καθορισμένο και υπαρκτό πριν από την διαδικασία της μέτρησης και φυσικά με αυτόν τον τρόπο απέτρεπε την δράση από απόσταση. Κάνοντας δηλαδή την μέτρηση παρατηρούμε αυτό που ήδη συνέβαινε. Από την άλλη πλευρά όμως ο Bohr έλεγε ότι η μέτρηση έδωσε την σαφή περιστροφή στο ηλεκτρόνιο, και επομένως το συσχετισμένο ηλεκτρόνιο που βρίσκεται μακριά καθορίστηκε και αυτό σε αντίθετο φυσικά σπιν.
2.6

1.26          Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ
Ο Einstein υπερασπίστηκε τη ρεαλιστική του θέση, όπως επίσης την αιτιοκρατία και την τοπικότητα. Σύμφωνα με αυτόν η ερμηνεία της Κοπεγχάγης είχε αντιρεαλιστικό και αντιαιτιοκρατικό χαρακτήρα εξαιτίας της δράσης από απόσταση. Η επιστημονική κοινότητα όμως της εποχής δέχτηκε στην πλειοψηφία της την ορθόδοξη ερμηνεία. Την ίδια περίοδο εξάλλου ο von Neumann αποδεικνύει το περίφημο θεώρημά του σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχουν κβαντικές καταστάσεις χωρίς διασπορές και κατά συνέπεια η φύση δεν σέβεται την αιτιότητα τουλάχιστον στο μικροφυσικό επίπεδο. Ο von Neumann δηλώνει:
Μέσα στα όρια των συνθηκών μας η απόφαση έχει ληφθεί και είναι εναντίον της αιτιότητας, επειδή όλα τα σύνολα παρουσιάζουν διασπορές ακόμα και τα ομοιογενή. Το παρόν σύστημα της κβαντικής μηχανικής θα έπρεπε να είναι αντικειμενικά λανθασμένο για να είναι δυνατή μια περιγραφή διαφορετική από τη στατιστική , για τις στοιχειώδεις διαδικασίες. ([3] σελ.210)
Οι αποδείξεις αυτές μαζί με τις αναλύσεις του Bohr και του Heisenberg εδραίωσαν την ισχύ της ορθόδοξης ερμηνείας και κατά συνέπεια την άποψη ότι ο ιντετερμινισμός είναι ενδογενές χαρακτηριστικό του κόσμου της μικροφυσικής. Παρόλα αυτά κατά τη δεκαετία του 1950 ο David Bohm κατόρθωσε να διατυπώσει μια θεωρία με λανθάνουσες παραμέτρους (1952) η οποία επετύγχανε μια αιτιοκρατική-δυναμική περιγραφή της κίνησης του μικροσωματίου. Στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας οι πιθανότητες γίνονται αναγκαίες και δεν είναι εκδήλωση εσωτερικής απροσδιοριστίας. Το μεγάλο όμως μειονέκτημα αυτής της θεωρίας είναι ότι ήταν μη τοπική.
Μια εναλλακτική πρόταση απέναντι στην ερμηνεία της Κοπεγχάγης είναι η στοχαστική ερμηνεία. Η αφορμή δόθηκε από την εργασία του Einstein ο οποίος μελέτησε την κίνηση Brown στηριζόμενος σε μια πιθανοκρατική ή στοχαστική προσέγγιση. Οι στοχαστικές διαδικασίες εκφράζουν την αλληλουχία αποτελεσμάτων τα οποία αφορούν συστήματα με πολλούς βαθμούς ελευθερίας και τα οποία καθορίζονται από την επίδραση του τυχαίου. Ο Santos υποστηρίζει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα του απομονωμένου συστήματος και να λάβουμε υπόψη την αλληλεπίδραση ενός δεδομένου συστήματος με το υπόλοιπο σύμπαν. Η στοχαστική ηλεκτροδυναμική μελετά με στατιστικές (στοχαστικές) μεθόδους συστήματα φορτισμένων σωματιδίων που κινούνται μέσα σε ένα τυχαίο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο.
Ο Schrodinger δηλώνει:
Η κυματοσυνάρτηση είναι μια μαθηματικά πολύπλοκη συνάρτηση. Στην κλασική φυσική η πυκνότητα πιθανότητας εισέρχεται σε μια διαφορική εξίσωση, ενώ στην κβαντική θεωρία χρησιμοποιείται το πλάτος πιθανότητας και όχι η πυκνότητα πιθανότητας. ([2] σελ. 213).
Ακολούθως ο Prigogine συμπληρώνει:
Οι νόμοι της φύσης υπό την μορφή αυτήν δεν εκφράζουν βεβαιότητες, αλλά δυνατότητες για πράγματα τα οποία μπορεί να συμβούν ή να μην συμβούν. ([2] σελ. 213).
Ένα ιδιαίτερα αποφασιστικό βήμα έγινε στη δεκαετία του 1940 όταν ο Prigogine και άλλοι επιστήμονες είδαν τη σημασία που είχε η μελέτη συστημάτων που βρίσκονται μακριά από την ισορροπία. Το ουσιαστικό σκεπτικό είναι ότι πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ατομική περιγραφή που γίνεται με τροχιές ή με κυματοσυναρτήσεις και στην στατιστική περιγραφή που στηρίζεται στην μελέτη της συμπεριφοράς των συνόλων με κεντρικό μέγεθος την κατανομή πιθανότητας.
Σε συστήματα με πολλούς βαθμούς ελευθερίας τα οποία βρίσκονται μακριά από την ισορροπία οι εξισώσεις που τα περιγράφουν έχουν πολλές λύσεις εξίσου καλές και στην περίπτωση αυτή οι διακυμάνσεις αποφασίζουν για το ποια λύση θα επικρατήσει. Επειδή τώρα τα ατομικά συστήματα δεν είναι δυνατό να διαχωρισθούν, καταργείται η ισοδυναμία μεταξύ της ατομικής περιγραφής μέσω τροχιών η κυματοσυναρτήσεων με την στατιστική περιγραφή. Η νέα περιγραφή είναι αυτή που εισάγει το βέλος του χρόνου. Και οι αλληλεπιδράσεις είναι γενικώς μη αναγώγιμες διότι όπως έδειξε ο Poincare υπάρχουν συντονισμοί ανάμεσα στους διάφορους βαθμούς ελευθερίας. Γι’ αυτό η δυναμική περιγραφή πρέπει να γίνει με τη βοήθεια κατανομών πιθανότητας. Γενικά θεωρούμε ότι η μη γραμμικότητα των φυσικών διαδικασιών είναι αποτέλεσμα του ότι δεν υπάρχει πλήρως απομονωμένο σύστημα στο σύμπαν και ότι όλα αλληλεπιδρούν με όλα και κατά συνέπεια οι φυσικές διαδικασίες είναι αποτέλεσμα αυτών των αλληλεπιδράσεων. Αυτό το σκεπτικό ίσως χρησιμοποίησε και ο Bohr όταν το 1934 δήλωνε:
Isolated material particles are abstractions, their properties being definable and observable only through their interaction with other systems.
Τα μεμονωμένα υλικά σωματίδια είναι αφηρημένες έννοιες, των οποίων οι ιδιότητες ορίζονται και παρατηρούνται μόνο μέσα από την αλληλεπίδρασή τους με άλλα συστήματα.

1.27          2.7 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ
Το θέμα είναι ότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί το τι συμβαίνει μόνο με την χρήση των μαθηματικών. Η λύση δόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όπου η χρήση των μαθηματικών έδειξε, ότι εάν δεν υπάρχει αυτή η δράση από απόσταση στα συσχετισμένα σωματίδια τότε ολόκληρη η κβαντική θεωρία θα ήταν λάθος. Οπότε η απάντηση θα δινόταν με την κατασκευή μιας μηχανής η οποία θα δημιουργούσε πολλά ζευγάρια από συσχετισμένα σωματίδια. Οι πειραματικές διατάξεις απέδειξαν ότι τα μαθηματικά της κβαντομηχανικής ήταν σωστά και ότι υπήρχε συσχέτιση. Φυσικά αυτό είναι κάτι το οποίο δεν έχει μπορέσει μέχρι σήμερα να κατανοηθεί το γιατί συμβαίνει, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Η κβαντομηχανική είναι μια θεωρία η οποία σε όλα τα πειράματα που έχουν πραγματοποιηθεί έχει επιβεβαιωθεί και μαζί με τα μαθηματικά που την συνοδεύουν έχει εδραιώσει με το παραπάνω την πραγματικότητά της. Η αλήθεια της και η αξία της, επίσης αναδεικνύονται από το εκπληκτικό πεδίο εφαρμογών που επετεύχθησαν με την ανάπτυξή της. Ολόκληρη η ηλεκτρονική τεχνολογία του 20ου αιώνα οφείλεται σε αυτή την θεωρία. Όλα τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα, τα τρανζίστορ, τα ολοκληρωμένα κυκλώματα, τα τηλεπικοινωνιακά συστήματα, οι υπολογιστές οφείλουν την ύπαρξή τους στην κβαντομηχανική. Το συγκλονιστικό όμως είναι ότι ενώ το πεδίο εφαρμογών είναι απεριόριστο και πολύ συγκεκριμένο, η ίδια η κατανόηση της θεωρίας δημιουργεί πολύ μεγάλα προβλήματα. Είναι μια θεωρία της οποίας η λογική είναι σε πολλά σημεία της μη εξηγήσιμη, όχι τόσο επειδή μας λείπουν απαραίτητα κάποια στοιχεία, όσο επειδή αυτό που συμβαίνει δεν είναι συμβατό με τον τρόπο που λειτουργεί η ανθρώπινη λογική. Παρόλο που ο άνθρωπος αποτελείται στο μικροσκοπικό του επίπεδο από στοιχειώδη σωματίδια, δεν είναι σε θέση να κοιτάξει το καθεαυτό των πραγμάτων και άρα στην περίπτωση του εαυτού του το καθεαυτό του.
Μάλιστα αυτές οι εφαρμογές και ειδικότερα της «συσχέτισης» επιτρέπουν να γίνουν ορισμένες σκέψεις όσον αφορά την αξιοποίηση αυτής της ιδιότητας. Μία ιδιαίτερα προχωρημένη έστω και θεωρητικά δυνατότητα εφαρμογής θα μπορούσε να είναι η τηλεμεταφορά. Αυτή την στιγμή γίνονται επιτυχημένα πειράματα τηλεμεταφοράς σωματιδίων όπως για παράδειγμα φωτονίων. Δεν είναι ότι το ίδιο το σωματίδιο έχει μεταφερθεί σχεδόν ακαριαία από την μια απόσταση στην άλλη. Αυτό άλλωστε θα παραβίαζε την ταχύτητα του φωτός. Εκείνο που γίνεται είναι να εξάγεται και να αντιγράφεται η πληροφορία από το αρχικό σωματίδιο, και στην συνέχεια ένα αντίγραφό του, δηλαδή ένα καινούριο ίδιο σωματίδιο να εμφανίζεται στην άλλη απόσταση. Θα είναι δηλαδή σαν να τηλεμεταφέρθηκε ενώ στην πραγματικότητα δεν διέσχισε ποτέ την απόσταση. Λαμβάνοντας υπόψη ότι και ο άνθρωπος είναι ένα σύνολο από σωματίδια θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η τηλεμεταφορά του. Τα ανθρώπινα σωματίδια για παράδειγμα θα σαρώνονταν από μια μηχανή σάρωσης και επομένως θα προέκυπταν τα συσχετισμένα σε μια άλλη απόσταση. Αυτά θα μπορούσαν πλέον να αναδομήσουν την πληροφορία που ούτως η άλλως εμπεριέχουν χάρις την «συσχέτιση». Η «συσχέτιση» δηλαδή επιτρέπει στην κβαντική κατάσταση να εξαχθεί από το ένα μέρος και να αναδομηθεί στο άλλο. Η μέτρηση της κβαντικής κατάστασης έχει στην ουσία καταστρέψει το πρωτότυπο και έχει δημιουργήσει ένα ακριβές αντίγραφο. Αυτό δημιουργεί βέβαια ερωτήματα για το κατά πόσο το νέο αντίγραφο αποτελεί το ίδιο πρόσωπο με πριν. Στην ουσία του πράγματος μιλάμε για το ίδιο άτομο λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν είναι τα σωματίδια που αποτελούν τον άνθρωπο, αλλά οι πληροφορίες που αυτά περιέχουν. Και οι πληροφορίες τηλεμεταφέρθηκαν ακριβώς.
Μία όμως πιο ρεαλιστική εφαρμογή της κβαντικής θεωρίας είναι η κατασκευή υπολογιστών με κβαντικό επεξεργαστή. Είναι γνωστό ότι η μικρότερη μορφή που μπορεί να πάρει μια πληροφορία είναι το bit το οποίο θα είναι 0 ή 1. Αυτό που κάνει ένας υπολογιστής είναι να σπάει τις πληροφορίες στα μικρότερα κομμάτια τους και μετά τις επεξεργάζεται πολύ γρήγορα. Σε έναν κλασικό υπολογιστή τα συμβατικά bits θα είναι 0 ή 1. Ένα κβαντικό bit είναι όμως πολύ πιο ευέλικτο. Δηλαδή τα 0 και 1 μπορούν να βρίσκονται ταυτόχρονα και επομένως να χρησιμοποιούνται παράλληλα. Αυτό είναι το κβαντικό bit που ονομάζεται qubit. Όπως δηλαδή ένα ηλεκτρόνιο μπορεί να περιστρέφεται δεξιόστροφα και αριστερόστροφα, ένα κβαντικό bit μπορεί να είναι 0 και 1 οπότε ένα qubit μπορεί να κάνει πολυεπεξεργασία. Θεωρητικά τα κβαντικά bits μπορούν να προέρχονται από υπεραγώγιμα κυκλώματα φτιαγμένα με νανοτεχνολογία και να δουλεύουν προς δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Η κατασκευή ενός τέτοιου υπολογιστή θα μπορούσε να δώσει στον άνθρωπο τεράστιες δυνατότητες, αφού θα μπορούσε να πραγματοποιεί υπολογισμούς ταυτόχρονα και όχι έναν κάθε φορά. Αυτό θα του επέτρεπε να επεξεργαστεί εκατομμύρια μεταβλητές ταυτόχρονα με τις εφαρμογές να είναι εντυπωσιακές, όπως η πρόβλεψη του καιρού για παράδειγμα σε βάθος χρόνου.

1.28          2.8 ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΟΛΥΣΥΜΠΑΝΤΑ, ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΧΟΡΔΩΝ
Ας περάσουμε τώρα σε μια ανάλυση του πώς μπορούν να αποκτήσουν ένα οντολογικό υπόστρωμα οι άπειρες δυνατότητες συσχετιζόμενες με τον ενοποιητικό παράγοντα του μικρόκοσμου με τον μακρόκοσμο. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς υπάρχει στενή συσχέτιση του κόσμου των δυνατοτήτων με τον κβαντικό μικρόκοσμο. Πολλές από αυτές τις δυνατότητες δεν θα γίνουν ποτέ εν ενεργεία η ακόμα παρατηρήσιμες, αλλά πόση αξία μπορεί να έχει το παρατηρήσιμο πλέον από την στιγμή που οι πραγματικοί νόμοι που διέπουν το σύμπαν περιλαμβάνουν διαστάσεις οι οποίες δεν είναι συμβατές με την ανθρώπινη φυσιολογία; Επομένως όχι μόνο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις δυνάμει καταστάσεις, αλλά πολύ περισσότερο αυτές μπορεί να είναι και εν ενεργεία σε ένα πλαίσιο μη προσβάσιμο από τον άνθρωπο. Τα πάντα καθορίζονται από την οπτική που έχουμε για το σύμπαν. Το τι είναι λογικό και το τι δεν είναι και κατά συνέπεια η συσχέτιση της αλήθειας και της πραγματικότητας, εξαρτώνται από το να μπορούμε να δούμε τα πράγματα από την δική τους οπτική και όχι από την δική μας. Κάποτε το να αμφισβητηθεί ότι η γη είναι το κέντρο του κόσμου θα έμοιαζε παράλογο, ενώ σήμερα το θεωρούμε τελείως φυσιολογικό και άρα αληθινό και πραγματικό; Το γεγονός ότι δεν γίνεται να έχουμε πρόσβαση σε άλλα σύμπαντα σημαίνει ότι και δεν υπάρχουν; Από πού θα αποδειχθεί η μη ύπαρξή τους ή και το αντίστροφο; Εάν η χρήση της λογικής και των μαθηματικών ευνοούν την πραγματικότητα του πολυσύμπαντος, τότε ενδέχεται να υφίσταται κάτι ως πραγματικό ακόμα και αν δεν είναι συμβατό με την ανθρώπινη μακροσκοπική λογική. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η καθεαυτή γνώση δεν μπαίνει μέσα στον νου, και αν θεωρήσουμε ότι ο νους δέχεται την γνώση ποτέ ως καθεαυτή, αλλά πάντα υποδέχοντάς την λειτουργώντας κατά κάποιο τρόπο ως μετασχηματιστής λόγω της διαφορετικής του οντολογικής δομής ως προς την οντολογική δομή της πληροφορίας-γνώσης, τότε αντιλαμβάνεται κανείς την δυσκολία που υπάρχει. Αυτό συμβαίνει κατά την γνώμη μου διότι η καθεαυτή γνώση παράγεται ανάμεσα στην αναγκαία μετατροπή που προκαλεί το υποκείμενο στο αντικείμενο της γνώσης, διότι μόνο έτσι προκύπτει νόημα για το ίδιο το υποκείμενο. Αυτή η μετατροπή είναι η αιτία του αυτοπροσδιορισμού του συστήματος με αναπόφευκτο κόστος την αμεσότητα της γνώσης.
Η ιδέα του πολυσύμπαντος σχετίζεται και αντλεί το υπόστρωμά της από την μεγάλη έκρηξη. Η μεγάλη έκρηξη είναι μια γενικά αποδεκτή θεωρία η οποία εξηγεί όλη την διαμόρφωση του σύμπαντος από την στιγμή της έκρηξης και μετά. Δεν μας λέει όμως το γιατί έγινε η έκρηξη και ποιο ήταν αυτό που προκάλεσε την εξώθηση των πάντων. Δεν μας λέει δηλαδή γιατί εξερράγει, τι εξερράγει ή τι συνέβη πριν από την έκρηξη. Οι πρώτες σημαντικές ανακαλύψεις έγιναν στα τέλη του 1970 όπου διαπιστώθηκε σύμφωνα με τις μαθηματικές αναλύσεις ότι στο νεογέννητο τότε σύμπαν η βαρύτητα δρα αντίστροφα. Αντί δηλαδή να έλκει, αυτή η απωθητική βαρύτητα απωθούσε τα πάντα γύρω της προκαλώντας μια τεράστια διαστολή. Αυτή λοιπόν η απωθητική βαρύτητα έχει μεγάλη σχέση με την μεγάλη έκρηξη. Μαθηματικά αυτή η δύναμη είναι τόσο δυνατή που μπορεί να πάρει ένα κομμάτι χώρου τόσο μικρό όσο ένα μόριο και να το μεγεθύνει μέχρι το μέγεθος του Γαλαξία μας σε λιγότερο από ένα δισεκατομμυριοστό του δισεκατομμυριοστού του ανοιγοκλείμματος του ματιού μας. Μετά από αυτό τον εξαιρετικά μικρό χρόνο εξώθησης, το διάστημα θα συνέχιζε να διαστέλλεται πιο αργά και να ψύχεται επιτρέποντας στα άστρα και τους γαλαξίες να δημιουργηθούν. Η εξώθηση αυτή ονομάζεται «πληθωρισμός» και εξηγεί τι ξεκίνησε αρχικά την διαστολή του σύμπαντος στην αρχή. Η πανίσχυρη απωθητική βαρύτητα του «πληθωρισμού» ήταν η έκρηξη στο big bang. Εκείνο μάλιστα που έδωσε μεγάλη αξία στη θεωρία αυτή ήταν ότι η παρατήρηση μπορούσε να αποδείξει την ορθότητά της.
Η απόδειξη της θεωρίας του «πληθωρισμού» επετεύχθει πολύ πρόσφατα αφού έπρεπε να αναπτυχθούν οι κατάλληλες τεχνολογίες ώστε να γίνουν οι μετρήσεις. Αυτό έγινε ως εξής: Εάν θα μπορούσαμε να σβήσουμε τον ήλιο και όλα τα άστρα από τον ουρανό, τότε τα μάτια μας θα διέκριναν την υπόλοιπη ενέργεια εκεί έξω και θα βλέπαμε μια θερμή λάμψη παντού στο σύμπαν. Αυτή η θάλασσα ακτινοβολίας ονομάζεται κοσμικά μικροκύματα υπόβαθρου και είναι τα τελευταία υπολείμματα της ίδιας της μεγάλης έκρηξης. Η θεωρία προέβλεψε ότι η βίαιη επέκταση του διαστήματος κατά τον «πληθωρισμό» θα άφηνε κάποιο αποτύπωμα σε αυτήν την ακτινοβολία. Αυτού του είδους τα δαχτυλικά αποτυπώματα θα σχημάτιζαν ένα ακριβές σχέδιο αυξομειώσεων θερμοκρασίας με μικρά θερμά και ψυχρά σημεία. Οι δορυφόροι που στάλθηκαν από την NASA μέτρησαν την ακτινοβολία με εκπληκτική ακρίβεια σε αυτά τα σημεία. Οι αυξομειώσεις της θερμοκρασίας που βρέθηκαν στο σύμπαν ήταν σχεδόν όμοιες με τις προβλέψεις της θεωρίας του «πληθωρισμού». Το πολύ ενδιαφέρον όμως είναι ότι οι εξισώσεις του «πληθωρισμού» κρύβουν ένα άλλο σπουδαίο μυστικό και το οποίο έχει να κάνει με το πολυσύμπαν. Το κρίσιμο ερώτημα είναι το τι θα έκανε τον «πληθωρισμό» να σταματήσει. Δηλαδή μια περιοχή του διαστήματος να βγει έξω από τον «πληθωρισμό». Το σημαντικό δηλαδή είναι το τι θα συμβεί την στιγμή που θα πάψει ο «πληθωρισμός». Το τέλος όμως του «πληθωρισμού» δεν συμβαίνει παντού ταυτόχρονα. Αν όμως ο «πληθωρισμός» δεν συμβαίνει παντού ταυτόχρονα τότε πάντα θα υπάρχει ένα μέρος στο διάστημα στο οποίο δεν θα συμβαίνει. Οπότε σύμφωνα με αυτήν την λογική η μεγάλη έκρηξη δεν είναι μοναδικό γεγονός. Ο «πληθωρισμός» δηλαδή παρόλο που συνεχίζεται πάντα θα σταματάει σε ορισμένες περιοχές. Νέες εκρήξεις συμβαίνουν συνεχώς και νέα σύμπαντα γεννιούνται δημιουργώντας ένα παντοτινά επεκτεινόμενο πολυσύμπαν.
Αυτός λοιπόν ο «πληθωρισμός» που δεν θα σταματήσει ποτέ είναι γνωστός ως αέναος «πληθωρισμός». Σύμφωνα με την θεωρία αυτή σε όλο το διάστημα υπάρχει μια τεράστια ποσότητα ενέργειας. Αυτή η ενέργεια προκαλεί την επέκταση του διαστήματος με τεράστια ταχύτητα. Καθώς συμβαίνει αυτό, η ενέργεια εκφορτίζεται σε μερικά σημεία, κάτι σαν σπινθήρας στατικού ηλεκτρισμού αλλά σε κοσμική κλίμακα, και όταν εκφορτίζεται όλη η ενέργεια μετατρέπεται ταχύτατα σε ύλη με την μορφή σωματιδίων. Η διαδικασία αυτή είναι η γέννηση ενός νέου σύμπαντος και επομένως μια μεγάλης έκρηξης. Μέσα σε αυτά τα νέα σύμπαντα το διάστημα συνεχίζει να επεκτείνεται αλλά πιο αργά και κάποιες φορές σχηματίζονται γαλαξίες, άστρα και πλανήτες. Εν τω μεταξύ έξω από αυτά τα νέα σύμπαντα το υπόλοιπο διάστημα εξακολουθεί να είναι γεμάτο ανεκφόρτιστη ενέργεια και συνεχίζει να επεκτείνεται με τεράστια ταχύτητα. Και πιο επεκτάσιμο διάστημα όμως σημαίνει περισσότερα μέρη όπου η ενέργεια μπορεί να εκφορτιστεί, σε περισσότερα big bang και να δημιουργήσει κι άλλα νέα σύμπαντα. Όλα αυτά τα νέα σύμπαντα σχηματίζουν το πολυσύμπαν το οποίο είναι το αποτέλεσμα του αέναου πληθωρισμού.
Το πολύ μεγάλο πρόβλημα με αυτήν την θεωρία είναι ότι προκρίνεται μόνο μέσα από πολύπλοκα κομψά μαθηματικά τα οποία οδηγούν σε συμπεράσματα πολλών συμπάντων. Από εκεί και πέρα όμως μιλάμε για κάτι που δεν μπορεί να ανιχνευθεί πειραματικά πόσο μάλλον να παρατηρηθεί. Όχι μόνο το κάθε σύμπαν διαστέλλεται αλλά το ίδιο κάνει και ο χώρος μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι τίποτα, ούτε το φως μπορεί να ταξιδεύσει από κάποιο άλλο σύμπαν μέχρι εμάς. Ο αέναος «πληθωρισμός» και τα πολυσύμπαντα όμως τελικά βρήκαν δύο πολύ κρίσιμα στηρίγματα.Το ένα είναι η θεωρία των χορδών σχεδιασμένη στο να εξηγεί το πώς δουλεύει το σύμπαν σε μικροσκοπικό επίπεδο, και η άλλη μια εκπληκτική ανακάλυψη των αστρονόμων που εξερευνούσαν το σύμπαν σε μεγάλη κλίμακα και έχει σχέση με την διαστολή του σύμπαντος. Γνωρίζουμε ότι εάν εκτοξεύσουμε μια μπάλα προς τα πάνω εκείνη επιβραδύνεται όσο πλησιάζει στο υψηλότερο σημείο της λόγω της βαρύτητας. Οι αστρονόμοι γνώριζαν πως το σύμπαν διαστέλλεται οπότε και υπέθεσαν ότι η διαστολή θα επιβραδυνόταν από την βαρυτική έλξη των άστρων και των γαλαξιών, όπως η μπάλα επιβραδύνεται από την βαρυτική έλξη της γης. Οι μετρήσεις όμως έδειξαν ότι η διαστολή δεν επιβραδύνεται, αλλά επιταχύνεται. Ο τρόπος για να εξηγηθεί αυτό το φαινόμενο είναι, με το να θεωρηθεί ότι υπάρχει μια αόρατη δύναμη η οποία υπερβαίνει την βαρυτική, όπου στην περίπτωση της διαστολής κάποια ενέργεια στο διάστημα πρέπει να απωθεί όλους τους γαλαξίες προκαλώντας την επιτάχυνση της διαστολής. Η ενέργεια αυτή επειδή δεν είναι ορατή ονομάζεται σκοτεινή ενέργεια. Εκείνο όμως που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι η ισχύς της σκοτεινής ενέργειας.
Για πολλά χρόνια οι επιστήμονες αδυνατούσαν να εξηγήσουν γιατί τόση ποσότητά της υπάρχει στο κενό. Η απάντηση σε αυτό το θέμα γίνεται ικανοποιητική εάν είμαστε μέρος ενός μεγαλύτερου πολυσύμπαντος. Αυτή η ενέργεια που υπάρχει στο σύμπαν προέρχεται από το γεγονός ότι το σύμπαν στο μικροσκοπικό του επίπεδο αποτελείται από άτομα και μόρια που είναι διεπόμενα από τους νόμους της κβαντομηχανικής. Η δραστηριότητα αυτού του κόσμου είναι τεράστια και σύμφωνα με τα μαθηματικά η ποσότητα της ενέργειας που δημιουργείται εκεί είναι ασύλληπτα μεγάλη. Όταν τώρα οι αστρονόμοι κατάφεραν να μετρήσουν την ποσότητα αυτής της ενέργειας, δηλαδή την ποσότητα που χρειάζεται για να απωθήσει τους γαλαξίες με επιταχυνόμενο ρυθμό, βρήκαν ότι είναι 10-122. Δηλαδή έναν αριθμό αφάνταστα κοντά στο μηδέν και μη έχοντας καμία σχέση με ότι αρχικά είχε προβλεφθεί. Άρα μιλάμε για μια απειροελάχιστη ποσότητα και που έρχεται σε πλήρη αντίφαση με αυτό που θα προέβλεπε η θεωρία μας για την εξήγηση της επιταχυνόμενης διαστολής. Επιπλέον τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα εξαιτίας της ακρίβειας της ισχύος αυτής της απωθητικής βαρύτητας. Εάν για παράδειγμα μπορούσαμε να αφαιρούσαμε τρία μηδενικά από την τιμή της σκοτεινής ενέργειας, παρόλο που το νούμερο θα παρέμενε εξίσου πολύ μικρό οι επιπτώσεις θα ήταν καθοριστικές. Μία ελάχιστα πιο ισχυρή σκοτεινή ενέργεια θα απωθούσε τα πάντα τόσο γρήγορα που τα άστρα οι πλανήτες και οι γαλαξίες δεν θα σχηματίζονταν ποτέ. Άρα το ερώτημα είναι το γιατί η ποσότητα της σκοτεινή ενέργειας είναι τόσο μικρότερη από όσο προβλέπει η θεωρία, και πώς γίνεται να είναι τόσο ακριβής ώστε να επιτρέψει τον σχηματισμό των γαλαξιών και των άστρων. Η διαφορά μεταξύ των προβλέψεων για την σκοτεινή ενέργεια και των παρατηρήσεων, είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια σήμερα.
Απέναντι τώρα σε αυτά τα αντιφατικά δεδομένα και το αδιέξοδο που προκαλούν εμφανίζεται η θεωρία του πολυσύμπαντος. Εάν ζούμε σε ένα πολυσύμπαν, τότε η τιμή της σκοτεινής ενέργειας που μετρήθηκε μπορεί να αποκτήσει νόημα και να γίνει απόλυτα λογική. Διότι εάν ζούμε σε ένα πολυσύμπαν με πολλά σύμπαντα και με κάθε ένα με διαφορετική τιμή σκοτεινής ενέργειας, θα ήταν πολύ λογικό να βρεθεί κάποιο με την τιμή που διαθέτει το δικό μας σύμπαν. Τα σύμπαντα φυσικά με άλλες τιμές σκοτεινής ενέργειας ναι μεν είναι πραγματικά, αλλά δεν μπορούν να επιτρέπουν τον σχηματισμό γαλαξιών και πλανητών. Σύμπαντα με σημαντικά λιγότερη σκοτεινή ενέργεια από την δική μας θα κατέρρεαν στον εαυτό τους, και σύμπαντα με πολύ περισσότερη ενέργεια θα διαστέλλονταν τόσο γρήγορα που η ύλη δεν θα προλάβαινε να ενωθεί σε κομμάτια ώστε να σχηματισθούν οι γαλαξίες. Όλη αυτή η συλλογιστική προϋποθέτει όμως ότι με κάποιο τρόπο υπάρχει τόση ποικιλία στο πολυσύμπαν, ώστε κάθε τιμή σκοτεινής ενέργειας συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας να υπάρχει κάπου. Το πρόβλημα δηλαδή είναι το πώς να γνωρίζουμε ότι οι άλλες τιμές της σκοτεινής ενέργειας υπάρχουν. Η λύση υποθέτουμε ότι προέρχεται από έναν άλλο τομέα της φυσικής η οποία μελετάει το σύμπαν στο μικροσκοπικό του επίπεδο. Πρόκειται για την θεωρία των χορδών.
Οι χορδές θεωρείται ότι αποτελούν το συστατικό στοιχείο των quarks τα οποία είναι τα συστατικά στοιχεία των πρωτονίων. Οι χορδές αυτές είναι μικρά δονούμενα νήματα και αποτελούν βρόχους ενέργειας. Τα πάντα δηλαδή στο σύμπαν αποτελούνται από αυτό το υλικό. Όπως για παράδειγμα μια χορδή σε ένα τσέλο μπορεί να παράγει διάφορες νότες ανάλογα με το πώς δονείται, οι χορδές μπορούν να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάλογα με το πώς δονούνται, δημιουργώντας πολλά διαφορετικά είδη σωματιδίων. Από αυτή την θεωρία βγήκε η υποσχόμενη κομψή απλότητα, δηλαδή της μοναδικής εξίσωσης η οποία θα περιγράφει ολόκληρο το σύμπαν.
Τα μαθηματικά όμως της θεωρίας των χορδών απαιτούσαν ορισμένες ιδιότητες οι οποίες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με την χρήση της κοινής λογικής. Ενώ είναι δηλαδή εφικτή μια θεωρία της οποίας τα μαθηματικά μπορούν να ενοποιήσουν όλους τους νόμους μικρόκοσμου και μακρόκοσμου, όσον αφορά το εφαρμοσμένο και λειτουργικό περιεχόμενό της η θεωρία αυτή συναντάει εμπόδια που σχετίζονται με τις δομές λογικής που γνωρίζουμε. Συγκεκριμένα εκείνο που δεν είναι συμβατό με την ανθρώπινη αντίληψη αλλά είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της θεωρίας των χορδών, είναι οι επιπλέον διαστάσεις του χώρου. Οι τρεις διαστάσεις μήκος, πλάτος και ύψος είναι αυτές που μπορούν και υποπέφτουν στην ανθρώπινη αντίληψη. Τα μαθηματικά της θεωρίας των χορδών όμως λένε πως δεν είναι οι μόνες. Τα μαθηματικά δουλεύουν μόνο αν οι χορδές κινούνται και δονούνται όχι μόνο στις τρεις διαστάσεις που βλέπουμε αλλά και σε άλλες έξι διαστάσεις. Επομένως το ερώτημα είναι το που βρίσκονται αυτές οι διαστάσεις. Παντού στον χώρο υπάρχουν επιπλέον διαστάσεις διπλωμένες σε μικρούς κόμβους που δεν βλέπουμε. Το σχήμα τώρα αυτών των επιπλέων διαστάσεων καθορίζει τις βασικές ιδιότητες του σύμπαντός μας.
Για παράδειγμα όπως ο αέρας περνάει μέσα από ένα όργανο όπως ένα κόρνο και αποκτά δονητικά σχέδια που καθορίζονται από το σχήμα του οργάνου, το σχήμα των επιπλέων διαστάσεων καθορίζει το πώς δονούνται οι χορδές. Αυτά τα δονητικά σχέδια καθορίζουν τις ιδιότητες των σωματιδίων και έτσι όλες οι θεμελιώδεις ιδιότητες του σύμπαντος μας μπορεί να καθορίζονται από το σχήμα των επιπλέων διαστάσεων. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι ο τρόπος που είναι τοποθετημένες οι επιπλέον διαστάσεις είναι σαν το DNA του σύμπαντος. Είναι δηλαδή μια άπειρη δυναμικότητα η οποία επιτρέπει την συσχέτιση όλων των δυνατών συνδυασμών. Κατά συνέπεια καθορίζουν τον τρόπο που συμπεριφέρεται το σύμπαν με τον ίδιο τρόπο που το DNA καθορίζει το πώς διαμορφώνεται η δομή μιας μορφής. Το ενδιαφέρον όμως ήταν ότι όσο περισσότερο μελετώνταν η δομή των χορδών που θα περιέγραφε σε μια μοναδική μορφή λύσης το σύμπαν, τόσοι περισσότεροι τρόποι βρέθηκαν που οι επιπλέον διαστάσεις ήταν διπλωμένες. Τα μαθηματικά από την άλλη δεν έδιναν στοιχεία για το ποιο σχέδιο ήταν το σωστό για να ανταποκρίνεται στο σύμπαν μας. Υπολογίστηκαν δηλαδή ότι οι πιθανές λύσεις ήταν περίπου 10500 αντιπροσωπεύοντας τα διαφορετικά σχέδια και με όλες αυτές τις λύσεις να είναισωστές. Λαμβάνοντας επομένως υπόψη ότι η θεωρία των χορδών δημιουργήθηκε για να προσφέρει μία και μοναδική εξίσωση και επομένως ένα σχέδιο-δομή, εδώ αποκαλύφθηκε αυτός ο τεράστιος αριθμός διαφορετικών σχεδίων και τα οποία ήταν όλα έγκυρα. Ήταν σαν να διερωτάται κανείς το πόσο καλή μπορεί να είναι μια θεωρία η οποία έχει 10500 λύσεις. Κάπου εδώ η θεωρία του πολυσύμπαντος μπορεί να δώσει μια εξαιρετική εξήγηση.
Έχοντας αυτή την τεράστια ποικιλία πιθανοτήτων μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι οι πολλές λύσεις της θεωρίας των χορδών ίσως αντιπροσωπεύουν ένα πραγματικό και διαφορετικό σύμπαν. Με άλλα λόγια η θεωρία των χορδών περιέγραφε ένα πολυσύμπαν με μεγάλη ποικιλία. Ουσιαστικά δηλαδή η θεωρία των χορδών περιέγραφε τεράστιους αριθμούς από διαφορετικές λύσεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν πιθανά σύμπαντα. Άρα η θεωρία των χορδών δεν περιγράφει μόνο το σύμπαν που βρισκόμαστε, αλλά ολόκληρο το πολυσύμπαν δηλαδή τα πάντα. Το συμπέρασμα είναι ότι από την θεωρία των χορδών και από τον «πληθωρισμό» έχουμε δημιουργία συμπάντων. Αυτά τα διαφορετικά σύμπαντα θα έχουν από την φύση τους διαφορετικές ποσότητες σκοτεινής ενέργειας. Οπότε σύμφωνα με τα μαθηματικά η ποσότητα της σκοτεινής ενέργειας θα έχει τέτοια διαφορά από σύμπαν σε σύμπαν, που η περίεργη ποσότητα που μετρήσαμε θα εμφανιζόταν σίγουρα. Σε τελική ανάλυση το πολυσύμπαν είναι μια θεωρία η οποία παρόλο που είναι ακόμα πολύ μακριά από το να αποδειχθεί έχει αυτή την στιγμή τρία σπουδαία στηρίγματα. Τρεις συλλογισμοί που δείχνουν προς το ίδιο αποτέλεσμα. Ο αέναος «πληθωρισμός», η σκοτεινή ενέργεια και η θεωρία των χορδών. Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι τρεις αυτές διαφορετικές περιοχές μπορούν να εξηγηθούν πολύ ικανοποιητικά εισάγοντας το πολυσύμπαν και επιπλέον και οι τρεις κατευθύνονται προς το ίδιο σημείο.
Συνοψίζοντας από όλα τα προηγούμενα νομίζω ότι γίνεται αντιληπτό, ότι υφίσταται κάτι που μπορεί να ενοποιήσει και να συνδέσει όλα τα παρατηρήσιμα φαινόμενα την ίδια στιγμή που τα υπερβαίνει. Νομίζω ότι ο χώρος αυτός που διαθέτει αυτήν την δυναμική βρίσκεται στο πεδίο των δυνατοτήτων, όπου εδράζονται οι μετασχηματιστικές ικανότητες ενός κώδικα (ουσία - νόημα) που μπορεί και δίνει μορφή στις πραγματώσεις και τα παρατηρήσιμα. Οι ίδιες οι επιστημονικές ενδείξεις αποκαλύπτουν την αναγκαιότητα ενός μοντέλου που αναζητά την συγκρότησή του, μέσα από την διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο αυτοοργανώνεται το ‘είναι’ του. Ο παρατηρήσιμος κόσμος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η πραγμάτωση μιας δυναμικότητας η οποία θεμελιώνεται στο κβαντικό τυχαίο.17Υπό όρους ο παρατηρήσιμος κόσμος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα επιφαινόμενο18 διότι
17 Σύμφωνα με τον Engels παντού όπου το τυχαίο φαίνεται να λειτουργεί στην επιφάνεια, βρίσκεται πάντα κάτω από την επήρεια κρυμμένων εσωτερικών νόμων, και το πρόβλημα είναι να τους ανακαλύψουμε.
18 Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι η κβάντωση των αλληλεπιδράσεων στο επίπεδο της μικροφυσικής αλλά και της μη τοπικότητας αποδεικνύεται ότι η συνέχεια και η αιτιοκρατία του μακροσκοπικού επιπέδου είναι ένα επιφαινόμενο. Στον κβαντικό κόσμο το τυχαίο είναι το ουσιαστικό και διαμορφωτικό στοιχείο.
Οι ουσιαστικοί ποιοτικοί μετασχηματισμοί και οι κρυμμένες δομές δεν πραγματοποιούνται στον εν ενεργεία κόσμο, αλλά στον δυνάμει. Κάτω από αυτό το σκεπτικό ακόμα και αν η πρώτη ύλη δεν έχει ύπαρξη, έχει όμως «είναι» το οποίο της, επειδή ανήκει στον δυνάμει κόσμο είναι απροσδιόριστο. Αλλά ένα τέτοιο απροσδιόριστο (προερχόμενο από το δυνάμει), χάρις τη δυνατότητά του να πάρει οποιαδήποτε μορφή μπορεί να θεωρηθεί ότι μπορεί να δεχθεί όλους τους προσδιορισμούς, και να καθορίσει την εν ενεργεία πραγματικότητα με έναν τρόπο μη συμπτωματικό, αφού και η ίδια η αρχική απροσδιοριστία παραμένει σταθερή ως προς το «είναι» της.
2.9

1.29          Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΟΛΟΓΡΑΜΜΑ
Κατά την γνώμη μου η διαδικασία και η προσπάθεια αποσαφήνισης της τύχης και της αναγκαιότητας απαιτεί διείσδυση σε ορισμένες άλλες πτυχές, οι οποίες σχετίζονται από τις φυσικές επιστήμες μέχρι τις γνωσιακές διαδικασίες οι οποίες χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο. Για να μπορέσουν να εξεταστούν τέτοια ζητήματα θα χρειαστεί υλικό από την οντολογία του φυσικού κόσμου από την μια πλευρά, και από την άλλη η σχέση της ανθρώπινης παρατήρησης με τον δυνάμει, εν ενεργεία κόσμο αλλά και την ίδια την αυτοσυνείδηση. Όπως γίνεται αντιληπτό οι έννοιες της αναγκαιότητας και της τύχης μπορούν να αποκτήσουν υπόσταση μόνο όταν βρουν το σύστημα αναφοράς τους, κάτι το οποίο θα μας οδηγήσει σε συσχετισμούς ανάμεσα στο καθεαυτό των πραγμάτων και τις μορφές αλληλεπίδρασής τους. Σε αυτό το σημείο θα προσπαθήσω να αναπτύξω μια θεωρία η οποία θα επεξεργαστεί οντολογικά και γνωσιολογικά το ζήτημα. Στις απόψεις που θα αναφέρω θα ανακύψει το ζήτημα του Berkley υποστηρίζοντας ότι η πραγματικότητα όχι ότι δεν υπάρχει, αλλά δεν είναι αυτή που νομίζουμε ότι είναι. Επιπλέον θα γίνει αναφορά στις μαύρες τρύπες οι οποίες ενοποιούν κατά κάποιο τρόπο τον μικρόκοσμο με τον μακρόκοσμο και επίσης θα συνδέσω το ασυνείδητο με την κβαντική πραγματικότητα. Επιπλέον θα παρουσιάσω και μια συλλογιστική η οποία θα αποδώσει την σημαντικότητα του ενεργεία κόσμου μέσα από την αξία του αποτελέσματος και του σκοπού.
Στην συλλογιστική αυτή κυρίαρχο ρόλο θα διαδραματίσει η πληροφορία, η οποία πέρα από την εξασφάλιση της συνέχειας, θα συμβάλλει καθοριστικά και στην λογική του εξελικτικού μηχανισμού. Ένας εξελικτικός μηχανισμός που η μεγάλη του συνεισφορά είναι η ενοποίηση της νοητικοποιημένης -μαθηματικοποιημένης σκέψης, με την λειτουργική-πραγματιστική φυσική πραγματικότητα. Ένα είδος ένωσης του ορθολογισμού με τον εμπειρισμό απόρροια του εξελικτικού μηχανισμού. Με όλο τον σεβασμό του δυνάμει κόσμου και την μορφή της πραγματικότητάς του, η εν ενεργεία κατάσταση στο πλαίσιο του αποτελέσματος μπορεί να λειτουργήσει ως πειραματική επιβεβαίωση, αλλά και γενικότερα να συσχετιστεί με ηθικά ζητήματα. Όλο το μυστικό είναι ότι κάθε φορά για να προσεγγιστεί η αλήθεια χρειάζεται μια τρίπλα, όχι η συμβατικά και κλασικά χρησιμοποιούμενη ανθρώπινη σκέψη απόρροια της διαμορφωμένης προϋπάρχουσας φύσης. Η ανθρώπινη φύση μπορεί να είναι η μεγαλύτερη παγίδα για αυτή την διαδικασία με την τάση της να προκαταβάλει τα αποτελέσματα και την αναπόφευκτη χρήση των αισθήσεων. Τα μαθηματικά και η καθαρή λογική είναι εξαιρετικοί οδηγοί αλλά απαιτούνται και άλλες λειτουργίες του ανθρώπινου νου.
Πρώτα από όλα το σημείο κλειδί και κοινό χαρακτηριστικό όλων των προηγούμενων πτυχών είναι η έννοια της πληροφορίας. Όπως είδαμε η πληροφορία είναι ο θεμέλιος λίθος και από την μελέτη του θέματος από την βιολογική ανάλυση όπου φέρει τον γενετικό κώδικα μέσα από το DNA. Η πληροφορία είναι μια έννοια η οποία εξυπηρετεί με πολλούς τρόπους και πάνω από όλα ενοποιεί καταστάσεις φαινομενικά αντίθετες. Αρχικά θα αναλύσω το ζήτημα ως προς την φυσική και τις μαύρες τρύπες των οποίων τα χαρακτηριστικά δύναται να αποκαλύψουν πολλές δυνατότητες διείσδυσης σε αναπάντητα ερωτήματα, και επιπλέον έναν κόσμο απόλυτα πραγματικό αλλά όχι ακριβώς όπως αποκαλύπτεται από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Οι μαύρες τρύπες είναι οι ισχυρότερες βαρυτικές δυνάμεις του διαστήματος και οτιδήποτε προσεγγίζουν στο πέρασμα τους αυτό δεν μπορεί να ξεφύγει από την βαρυτική τους ισχύ. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να καταπιούν έναν αστέρα για παράδειγμα. Το ίδιο το φως δηλαδή δεν μπορεί να ξεφύγει από την στιγμή που περνάει το σημείο χωρίς επιστροφή, την είσοδο στην μαύρη τρύπα. Το πολύ σημαντικό όμως και αυτό που ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ, είναι ότι οι μαύρες τρύπες κρύβουν στο εσωτερικό τους όλες εκείνες τις πληροφορίες του διαστήματος.
Όταν αναφερόμαστε εδώ στην έννοια της πληροφορίας δεν ενδιαφέρει το ίδιο το νόημα. Θα μπορούσε για παράδειγμα μια πρόταση όπως «ο Νίκος ψάχνει να βρει εργασία» να εμπεριέχει υλικό πληροφορίας, χωρίς όμως να μας ενδιαφέρει το νόημα. Θα μπορούσε δηλαδή η ίδια πρόταση να γραφεί και σε κώδικα Morse. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι ότι η πληροφορία μπορεί να εκφραστεί σε bits. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αυτή η πληροφορία δεν γίνεται να χαθεί. Μπορεί όταν διαγράφουμε δεδομένα από έναν υπολογιστή να ελευθερώνουμε αποθηκευτικό χώρο, όμως η πληροφορία απλώς έχει μετατραπεί σε ενέργεια την στιγμή που διαγράφουμε και η οποία ελευθερώνεται στο περιβάλλον. Κατά συνέπεια το συμπέρασμα είναι και αποτελεί κορυφαίο νόμο της φυσικής είναι ότι η πληροφορία δεν χάνεται ποτέ.
Το θέμα τώρα είναι το τι γίνεται στην μαύρη τρύπα. Οτιδήποτε εισάγεται μέσα της δεν σημαίνει απαραίτητα ότι απλώς διαλύεται. Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι οποιαδήποτε πληροφορία περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή δεν σημαίνει ότι καταστρέφεται, αλλά ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο επειδή η πληροφορία δεν μπορεί να υπερβεί την ταχύτητα του φωτός. Οτιδήποτε μπει μέσα της ακόμα και το ίδιο το φως δεν μπορεί να δραπετεύσει. Αυτό γνωσιακά είναι αντιληπτό για την ίδια την πληροφορία που βρίσκεται μέσα στην μαύρη τρύπα. Για τον παρατηρητή όμως που βρίσκεται από έξω η πληροφορία απλώς εξαφανίστηκε αφού δεν επικοινωνεί με αυτή πλέον. Εδώ είναι λοιπόν το σημείο που δημιουργείται η καθοριστική αντίφαση. Διότι από την μια πλευρά υπάρχει ο καθολικός νόμος της φυσικής ότι η πληροφορία δεν χάνεται ποτέ, και από την άλλη για τον εξωτερικό παρατηρητή οτιδήποτε εισάγεται στην μαύρη τρύπα εξαφανίζεται. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να ισχυριστεί ότι απλώς δεν γίνεται να έχουμε πρόσβαση σε αυτή την πληροφορία που βρίσκεται εκεί μέσα, αλλά δεν σημαίνει ότι αυτή έχει εξατμιστεί. Τα πράγματα γίνονται όμως ακόμα πιο περίπλοκα εάν ληφθεί υπόψη ότι και οι μαύρες τρύπες γίνεται κάποια στιγμή να εξατμιστούν. Τα φωτόνια και τα γραβιτόνια που την αποτελούν για παράδειγμα εξατμίζονται, η μαύρη τρύπα συρρικνώνεται μέχρι που εξαφανίζεται. Οπότε το ερώτημα είναι το τι γίνεται με τις πληροφορίες που υπάρχουν μέσα σε αυτές. Από την στιγμή που οι πληροφορίες δεν χάνονται ποτέ, αλλά οι μαύρες τρύπες εξαφανίζονται, δημιουργείται το πρόβλημα του τι έγινε με τις πληροφορίες.
Η απάντηση ξεκινάει από την αρχή της εντροπίας. Η εντροπία είναι όλη εκείνη η κρυφή πληροφορία στην οποία δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση λόγω της εξαιρετικά μεγάλης πολυπλοκότητας, απόρροια των βαθμών ελευθερίας του συστήματος. Το θέμα τώρα είναι ότι οι μαύρες τρύπες έχουν εντροπία κάτι το οποίο δεν εκπλήσσει καθόλου αφού εμπεριέχουν πληροφορίες. Όσο περισσότερη πληροφορία εισάγεται σε μια μαύρη τρύπα τόσο περισσότερη ενέργεια της αποδίδεται με αποτέλεσμα αυτή να μεγαλώνει. Κάπου εδώ τώρα εισάγεται και η θεωρία των χορδών. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή η ύλη στην μικρότερη δυνατή μορφή της βρίσκεται σε μια κατάσταση χορδής, της οποίας οι δονήσεις μέσα στο πλαίσιο των έντεκα διαστάσεων παράγουν την ύλη. Εάν υποθέσουμε μία απειροελάχιστη χορδή στην οποία δοθεί ενέργεια, τότε αυτή μεγαλώνει. Μία μαύρη τρύπα μπορούμε να πούμε ότι αποτελείται από τέτοιου τύπου χορδές στις οποίες έχει δοθεί πολύ μεγάλη ποσότητα ενέργειας. Η μεγάλη ανακάλυψη όμως που έγινε είναι ότι το μεγάλωμα αυτό δεν είναι σε επίπεδο τριών διαστάσεων δηλαδή όγκου, αλλά σε δύο διαστάσεις και επομένως εμβαδού. Για την ακρίβεια ο Jacob Bekenstein το 1972 ανακάλυψε ότι ο αριθμός των bits δηλαδή της κρυφής πληροφορίας που βρίσκεται μέσα σε μια μαύρη τρύπα είναι ίση με το εμβαδό σε επίπεδο ορίζοντα μετρούμενο σε μονάδες Planck (one Planck area =G/hc9= 10-66 cm2). Το συγκλονιστικό είναι ότι η ύλη ενώ αναμένονταν να συμπεριφερθεί σε επίπεδο όγκου αυτή μετατρέπεται σε εμβαδό. Είναι όπως όταν προσπαθούμε σε ένα τραπέζι να συγκεντρώσουμε όσο πιο πολλά νομίσματα γίνεται τα οποία να είναι διατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο μπορεί να αναπαρασταθεί η επιφάνεια της μαύρης τρύπας. Δηλαδή ως ένα περιβάλλον δύο διαστάσεων στο οποίο τα bits της πληροφορίας είναι διατεταγμένα όπως τα νομίσματα στο τραπέζι.
Επανερχόμενοι τώρα στο αρχικό πρόβλημα της αντίφασης συναντάμε δύο πραγματικότητες. Έχουμε από την μια πλευρά του παρατηρητή που είναι έξω από την μαύρη τρύπα την διαπίστωση ότι οτιδήποτε εισάγεται σε αυτή χάνεται. Από την άλλη πλευρά η ίδια η πληροφορία παρατηρώντας τον εαυτό της παρόλο που δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον εξωτερικό παρατηρητή, γνωρίζει ότι υπάρχει ως προς ένα άλλο σύστημα αναφοράς όμως που είναι το δικό της. Επομένως έχουμε δύο ειδών πραγματικότητες οι οποίες έρχονται σε αντίφαση μόνο ως προς έναν τρίτο παρατηρητή των δύο καταστάσεων, αλλά όχι μεταξύ των δύο συμμετεχόντων οι οποίοι είναι ικανοποιημένοι στο δικό τους σύστημα αναφοράς. Εάν τώρα επανέλθουμε στον εξωτερικό παρατηρητή και επαναλάβουμε το πείραμα θα δούμε το εξής: Λίγο πριν εισέλθει η πληροφορία στην μαύρη τρύπα αναμένεται να εξατμιστεί κάτι το οποίο συμβαίνει με κριτήριο αναφοράς τον εξωτερικό παρατηρητή. Πώς γίνεται όμως τελικά η πληροφορία να συνεχίζει να υφίσταται έχοντας πλέον περάσει μέσα, αλλά και να μην είναι όμως μεταβιβάσιμη στον εξωτερικό παρατηρητή αφού ο παρατηρητής την είδε να εξατμίζεται;
 Η μετάβαση και η μετατροπή της πληροφορίας από το τρισδιάστατο στο δισδιάστατο περιβάλλον σε μία ενιαία και ταυτόχρονη απεικόνιση της μαύρης τρύπας σε σχέση με τον χώρο και τον χρόνο.
Εδώ ακριβώς εισέρχεται η κβαντικότητα του φαινομένου η οποία αντιστρέφει την έκβαση του αποτελέσματος. Ενώ δηλαδή αναμένει να δει την εξαφάνιση η πραγμάτωση του πειράματος, λόγω της κβάντωσης αντιστρέφει την διαδικασία και τελικά η πληροφορία σώζεται χωρίς όμως να είναι γνωστοποιήσιμη στον εξωτερικό παρατηρητή. Παρόλο τώρα που το πρόβλημα λύνεται για τον τρίτο παρατηρητή αφού εξηγείται το πώς έγινε η μετάβαση, παραμένει το πρόβλημα του πώς γίνεται να έχουμε δύο διαφορετικές πραγματικότητες. Δηλαδή την τρισδιάστατη για τον εξωτερικό, που μετατρέπεται σε δισδιάστατη πληροφορία στην επιφάνεια της μαύρης τρύπας. Είναι σαν να έχουμε δύο διαφορετικές πραγματικότητες για το ίδιο πράγμα.
Το να μετατρέπεται η τρισδιάστατη πραγματικότητα σε δισδιάστατη είναι κάτι που αφενός πρέπει να εξηγηθεί, και αφετέρου δημιουργεί το ερώτημα μήπως υπάρχει κάτι που θα μπορεί να τα ενοποιήσει σε μία πραγματικότητα. Είναι σαν να αναζητούμε αυτό που είναι ταυτόχρονα τρισδιάστατο αλλά και δισδιάστατο, παραβιάζοντας όμως την αντικειμενικότητα του κριτηρίου.
Η διαχείριση του παραπάνω ερωτήματος μπορεί να επιτευχθεί με την χρήση μιας αναλογίας. Έστω ότι έχουμε έναν πίνακα ζωγραφικής ο οποίος αναπαριστά ένα φυσικό τοπίο για παράδειγμα. Για τον ανθρώπινο εξωτερικό παρατηρητή η αναπαριστάμενη εικόνα είναι φαινομενικά τρισδιάστατη ως απόρροια των αισθήσεων, εξαιτίας των χρωμάτων, του βάθους και όλων εκείνων των τεχνικών που χρησιμοποιούνται για να δοθεί η εντύπωση στον εγκέφαλο ότι το αναπαριστάμενο είναι μια τρισδιάστατη εικόνα. Γνωρίζουμε όμως ότι η καθεαυτή εικόνα είναι δύο διαστάσεων. Εκφράζοντάς το μάλιστα με όρους πληροφορίας ή bits θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πίνακας περιέχει πληροφορίες οι οποίες όμως βρίσκονται σε ένα περιβάλλον δύο διαστάσεων. Δεν θα μπορούσε κάποιος να σκύψει το κεφάλι του πίσω από το δέντρο του πίνακα για να δει το τι έχει, επειδή η πληροφορία αυτή απλώς δεν παρέχεται από τον πίνακα. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο η επιφάνεια μιας μαύρης τρύπας είναι μια δισδιάστατη επιφάνεια γεμάτη πληροφορίες προερχόμενες από τον τρισδιάστατο χώρο. Λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο ως μετατροπέας την αρχικής τρισδιάστατης πληροφορίας σε συμπιεσμένη μορφή δεδομένων σε δισδιάστατη κατάσταση. Θα μπορούσε δηλαδή ο πίνακας να αναπαρασταθεί σε μορφή πληροφορίας ως μια επιφάνεια από pixels.
Το θέμα τώρα είναι ότι η επιφάνεια της μαύρης τρύπας εκφραζόμενη στην δισδιάστατη μορφή της εμφανίζεται στον εξωτερικό ανθρώπινο παρατηρητή ως κάτι μη αναγνωρίσιμο, αφού η πληροφορία που βρίσκεται μέσα της δεν φαίνεται επειδή έχει τεντωθεί η τρισδιάστατη πληροφορία. Με άλλα λόγια η πληροφορία και η πραγματικότητα υπάρχουν, αλλά αυτές μόνο στην τρισδιάστατη μορφή τους μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τον άνθρωπο. Το πρόβλημα είναι όμως ότι όταν παρατηρούμε αυτό που καταλαβαίνουμε δεν βλέπουμε το αληθινό, ενώ όταν παρατηρούμε αυτό που δεν έχει νόημα για εμάς (η τεντωμένη δισδιάστατη επιφάνεια της μαύρης τρύπας) βλέπουμε το αληθινό το οποίο απλώς έχει κωδικοποιημένη την πληροφορία. Αυτό ακριβώς είναι ένα ολόγραμμα. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η τρισδιάστατη για εμάς πληροφορία βρίσκεται μέσα στην δισδιάστατη και μη αναγνωρίσιμη για εμάς πραγματικότητα. Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι αυτό δεν ισχύει μόνο για την επιφάνεια στις μαύρες τρύπες αλλά για όλο το σύμπαν. Με τον ίδιο τρόπο που είναι αυταπάτη η τρισδιάστατη εικόνα του πίνακα ζωγραφικής στο επίπεδο της πληροφορίας, αλλά απλώς εκεί το ξέρουμε, έτσι δύναται να είναι αυταπάτη ο τρισδιάστατος κόσμος που αντιλαμβανόμαστε. Με αυτό τον τρόπο το καθεαυτό των πραγμάτων δεν συγκρούεται με τον εγκλωβισμό του ανθρώπου στις αισθήσεις του. Η πληροφορία και το καθεαυτό των πραγμάτων είναι απλώς η πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από την αναγκαία μετατροπή που πραγματοποιεί ο νους ανάμεσα στην λειτουργία των αισθήσεων και την νοητική πρόσληψη αυτών.Αρχικά διασφαλίζει την τελεονομία και κατ’ επέκταση την αναγκαιότητα αλλά και τον εν ενεργεία κόσμο. Επίσης διέπεται από χαρακτηριστικά του δυνάμει κάτι που επιτρέπει το τυχαίο, την μεταβλητότητα αλλά πάνω από όλα την κωδικοποίηση. Αρχίζοντας από το πρόβλημα του σολιψισμού είναι γνωστό ότι θεμελιώδες επιχείρημα του Berkley και των υποστηρικτών του, είναι ότι η πραγματικότητα που γνωρίζουμε με τις αισθήσεις μας δεν μπορεί να είναι πραγματική. Η ίδια η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν εισάγεται στον εγκέφαλο, οπότε αυτό που θεωρούμε αληθινό είναι απλώς αυτό που τα ηλεκτρικά σήματα που φτάνουν στον εγκέφαλο μας επιτρέπουν να θεωρούμε πραγματικό, δηλαδή αυτό που οι αισθήσεις αποκαλύπτουν. Ας επανέλθουμε τώρα στην φυσική και τις μαύρες τρύπες για να δείξω με ποιον τρόπο η θεωρία του Berkley μπορεί να ισχύει, αλλά και με ποιον τρόπο μπορεί να μετασχηματιστεί σε μια αναλογία της πραγματικότητας. Παρουσιάστηκε προηγουμένως μια ανάλυση από την σκοπιά της φυσικής ως προς το τι συμβαίνει ανάμεσα στην τρισδιάστατη πληροφορία-πραγματικότητα που γνωρίζουμε και την μετατροπή της στην δισδιάστατη διάσταση στην επιφάνεια της μαύρης τρύπας. Ο μηχανισμός αυτός τώρα μπορεί να λειτουργήσει ως αναλογία σε κάτι πολύ εντυπωσιακότερο και που αφορά ολόκληρο το σύμπαν. Οτιδήποτε δηλαδή γνωρίζουμε να είναι ένα ολόγραμμα και επομένως δισδιάστατη πραγματικότητα.
Ας τα δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Είδαμε στις μαύρες τρύπες ότι οτιδήποτε εισέρχεται μέσα σε αυτές πλέον δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον δικό μας κόσμο διότι δεν μπορεί να υπερβεί την ταχύτητα του φωτός. Η πληροφορία βεβαίως διατηρείται αλλά πλέον είναι κωδικοποιημένη στην επιφάνεια της μαύρης τρύπας. Πέρα όμως από αυτόν τον τρόπο διακοπής της επικοινωνίας υπάρχει και ένας άλλος τρόπος με τον οποίο φθάνουμε στο ίδιο αποτέλεσμα αλλά από μια αντίθετη διαδικασία. Αυτό συντελείται εξαιτίας της επιταχυνόμενης διαστολής του σύμπαντος που συμβαίνει εξαιτίας της σκοτεινής ενέργειας. Ο Einstein και οι υπόλοιποι επιστήμονες της εποχής του πίστευαν ότι το σύμπαν είναι στατικό και ότι η στατικότητά του αυτή προκύπτει από την ύπαρξη μιας κοσμολογικής σταθεράς που λειτουργεί ως αντιβαρύτητα. Οι εξισώσεις ήδη και τότε έδειχναν ότι το σύμπαν πρέπει να διαστέλλεται ή να συστέλλεται. Απλά ο Einstein εισήγαγε την σταθερά αυτή χωρίς να γνωρίζει αν υπάρχει, για να στατικοποιήσει το σύμπαν. Λίγα χρόνια αργότερα μέσω του τηλεσκοπίου Hubble αποδείχθηκε ότι το σύμπαν διαστέλλεται και ότι φυσικά η κοσμολογική σταθερά του Einstein δεν ισχύει. Από την στιγμή όμως που αποδείχθηκε η επιταχυνόμενη διαστολή του σύμπαντος, σημαίνει ότι υπάρχει μια δύναμη η οποία είναι απόρροια αυτού που νομίζαμε ως κενού χώρου. Είναι η σκοτεινή ενέργεια η οποία διαδραματίζει τον ρόλο της σταθεράς αλλά βεβαίως είναι μεταβλητή με τον χρόνο. Η σκοτεινή ενέργεια είναι η δύναμη που εξισορροπεί την βαρύτητα, γεμίζει το κενό και αποτελεί την αιτία της διαστολής του σύμπαντος. Είναι αυτή που τεντώνει το σύμπαν και αποτελεί το 70 % του χώρου του.
Το θέμα τώρα είναι ότι εφόσον η σκοτεινή ενέργεια αυξάνεται συνέχεια σημαίνει ότι τα πάντα, τα άστρα και οι γαλαξίες θα απομακρύνονται συνέχεια μεταξύ τους. Μάλιστα κάποια στιγμή θα υπερνικηθούν και οι δυνάμεις βαρύτητας που έλκουν τα διάφορα σώματα και τα πάντα θα εξατμιστούν. Θα φθάσουμε στο σημείο που η σκοτεινή ενέργεια θα υπερβεί τις δυνάμεις στον πυρήνα του ατόμου και πλέον η ύλη θα αποσυντεθεί με αποτέλεσμα το σκίσιμο του σύμπαντος. Εκείνο τώρα που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι, η διαστολή του σύμπαντος θα έχει ως συνέπεια την απομάκρυνση των οποιοδήποτε αντικειμένων μεταξύ τους, που κάποια στιγμή θα καταστεί αδύνατη η επικοινωνία μεταξύ τους. Δηλαδή ερχόμαστε στο ίδιο αποτέλεσμα που προκαλούσαν οι μαύρες τρύπες, δηλαδή την αδυναμία επικοινωνίας μόνο που αυτή την φορά αυτό προκαλείται από την διαστολή. Η τελευταία είναι φυσικά πιο αργή από την ταχύτητα του φωτός, γι’ αυτό και δεν είναι προσβάσιμες οι περιοχές του διαστήματος πέρα από αυτόν τον ορίζοντα. Το θέμα όμως είναι ότι υπολογίζεται ότι το πραγματικό διάστημα που υπάρχει, είναι χίλιες φορές μεγαλύτερο από αυτό που είναι παρατηρήσιμο εξαιτίας της μη προσβασιμότητας λόγω της διαστολής.
Το σημαντικό τώρα είναι ότι η ανάλυση που έγινε γύρω από τις μαύρες τρύπες μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αναλογία για να περιγραφεί ο ορίζοντας του διαστήματος που παρατηρούμε, ως προς τον μη παρατηρήσιμο ορίζοντα εξαιτίας της διαστολής. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαστολή προκαλεί το ίδιο αποτέλεσμα με την μαύρη τρύπα, έστω και αν αντί να είναι είσοδος σε μια τρύπα πρόκειται για διαστολή. Αυτό δεν σημαίνει ότι το σύμπαν που γνωρίζουμε είναι μέσα σε μια μαύρη τρύπα, αλλά θα μπορούσε να σημαίνει ότι η σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και την μαύρη τρύπα είναι αναλογική με την σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον ορίζοντα του διαστήματός μας και του διαστελλόμενου μη παρατηρήσιμου. Η αναλογία είναι σαν να είμαστε μέσα στην μαύρη τρύπα μόνο που στην περίπτωσή μας ο μηχανισμός είναι η διαστολή και εμείς προσπαθούμε να κοιτάξουμε προς τα έξω, εν αντιθέσει με πριν που είμαστε έξω από την μαύρη τρύπα και βλέπαμε την μετατροπή της τρισδιάστατης πραγματικότητας σε δισδιάστατη. Από την στιγμή όμως που ο τρόπος που περιγράφεται η σχέση μας με την μαύρη τρύπα είναι ένα ολόγραμμα, τότε προκύπτει αναλογικά ότι και εμείς είμαστε ένα ολόγραμμα ως προς το διάστημα που δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε. Είμαστε δηλαδή για το μη παρατηρούμενο για εμάς, αυτό που είναι η επιφάνεια της μαύρης τρύπας για εμάς. Από την στιγμή όμως που είδαμε ότι η επιφάνεια της μαύρης τρύπας είναι δισδιάστατη και μπορεί να περιγραφεί σαν ολόγραμμα, τότε από τη στιγμή που ολόκληρο το σύμπαν που γνωρίζουμε λειτουργώντας αναλογικά και εξαιτίας της διαστολής μπορεί να είναι η επιφάνεια αυτού που δεν είναι παρατηρήσιμο και επομένως εξαιτίας της αναλογίας δισδιάστατο. Άρα ολόκληρο το σύμπαν μπορεί να θεωρηθεί ως ολόγραμμα και επομένως η πραγματικότητα να είναι δισδιάστατη και όχι τρισδιάστατη που οι αισθήσεις μας παρέχουν ως αληθινό. Με άλλα λόγια αυτό που συμβαίνει σε εμάς είναι κάτι το αντίστοιχο με την επιφάνεια της μαύρης τρύπας, μόνο που εμείς είμαστε το παρατηρούμενο εξαιτίας της διαστολής.
Η χρησιμότητα τώρα όλων των προηγούμενων στοιχείων είναι ότι αναδεικνύουν ένα σύμπαν και μια πραγματικότητα η οποία είναι ένα είδος ολογράμματος, δηλαδή μια δισδιάστατη πραγματικότητα. Είναι σαν να είμαστε τα πάντα, οτιδήποτε βλέπουμε και αυτό που ονομάζουμε τρισδιάστατη πραγματικότητα μια προβολή πληροφοριών αποθηκευμένων σε μια δισδιάστατη επιφάνεια. Η αναλογία για το τι είναι το ολόγραμμα, είναι όπως ακριβώς μια λεπτή ταινία που βρίσκεται στις πιστωτικές κάρτες και αναπαριστά μια φαινομενικά τρισδιάστατη εικόνα που γυαλίζει με το φως του ηλίου, αλλά στην πραγματικότητα είναι δισδιάστατη. Ας δούμε ένα ακόμη παράδειγμα. Έστω ότι ρίχνουμε ένα αντικείμενο, ένα πορτοφόλι μέσα σε μια μαύρη τρύπα. Τότε το τρισδιάστατο πορτοφόλι χάνεται για πάντα μέσα στην τρύπα, αλλά εκείνο που πραγματικά θα υπάρχει ως πορτοφόλι θα είναι η δισδιάστατη φύση του και η οποία αποθηκεύεται στην επιφάνεια της μαύρης τρύπας ως ένα αντίγραφο των πληροφοριών που περιέχει, όπως ακριβώς αποθηκεύονται οι πληροφορίες σε έναν υπολογιστή. Άρα το συμπέρασμα είναι ότι το πραγματικό είναι η πληροφορία και η δισδιάστατη φύση της.
 Η αναπαραστατική θεωρία της γνώσης όχι στο επίπεδο του μη πραγματικού, αλλά στην λογική των δύο διαστάσεων υπό το πρίσμα του ολογράμματος.
Σύμφωνα λοιπόν με την άνωθεν συλλογιστική εκείνο που πραγματικά υπάρχει είναι ένα ολόγραμμα το οποίο περιέχει πληροφορίες σε δισδιάστατη μορφή. Για να περάσουμε σε πιο αμιγώς φιλοσοφικά ζητήματα το παραπάνω υλικό ανοίγει θέματα και για την αναπαραστατική θεωρία της γνώσης, αλλά και για τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα και κυρίως την θεωρία του Berkley. Η θεωρία του Berkley απορρίπτει όλη εκείνη την εξωτερική πραγματικότητα, αφού η ίδια καθεαυτή δεν εισάγεται μέσα στον εγκέφαλο και μιας και ο τελευταίος αντιλαμβάνεται εξαιτίας σημάτων μέσω των συνάψεων. Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω ενώ υπάρχει απόρριψη της πραγματικότητας μέσω των αισθήσεων, η ίδια η πραγματικότητα είναι αληθινή. Αυτό που εισάγεται τελικά ως εικόνα μέσα στον εγκέφαλο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ή ότι δεν επικοινωνούσε ως εξωτερικό αντικείμενο με τον άνθρωπο, αλλά απλώς ότι η μορφή του απαιτεί αποκωδικοποίηση. Εάν ο ανθρώπινος εγκέφαλος παίξει τον ρόλο του αποκωδικοποιητή τότε προσλαμβάνει την πληροφορία, η οποία υπό το πρίσμα των αισθήσεων μόνο είναι διαφορετική ως προς την καθεαυτότητά της. Ο κόσμος που βλέπουμε δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει, αλλά απλώς είναι δισδιάστατος στην ουσία του και πάνω από όλα είναι μορφή πληροφορίας. Η αλήθεια ενός αντικειμένου έγκειται στην έννοια της πληροφορίας την οποία ακόμα κι αν εμείς την αντιλαμβανόμαστε στην τρισδιάστατη μορφή της, αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή ακόμα κι αν στην ουσία της είναι δισδιάστατη. Η πληροφορία είναι ο κοινός κώδικας ανάμεσα στην πλάνη των αισθήσεων και την πραγματική εξωτερική πραγματικότητα.
Όταν ονομάζουμε κάτι ως πραγματικότητα αυτό κατά κανόνα είναι συνυφασμένο με τον μακρόκοσμο όσον αφορά την φυσική αλλά και την έννοια της συνείδησης. Πραγματικοί θεωρούνται οι πλανήτες και τα αστέρια και γενικά το παρατηρήσιμο είναι κάτι που λειτουργεί πολύ αρμονικά με το είδος της λογικής που διαθέτουμε. Το συγκλονιστικό όμως είναι ότι για να κατανοήσουμε τον μακρόκοσμο αλλά ακόμα και την έννοια της συνείδησης, θα πρέπει να εξερευνηθεί ο παραλογισμός και η ανυπαρξία του μικρόκοσμου. Εκεί μάλιστα ίσως να βρίσκεται και η πραγματική πραγματικότητα. Θα μπορούσε μάλιστα κατά την γνώμη μου να θεωρηθεί ότι ο κβαντικός μικρόκοσμος έχει το ανάλογό του στο ασυνείδητο ως προς τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Στον μικρόκοσμο και στο ασυνείδητο θα συναντήσουμε τις άπειρες δυνατότητες, την διαχείριση του τυχαίου, τον καθορισμό του εν ενεργεία και πάνω από όλα την ίδια την δομή. Δηλαδή το DNA και την πληροφορία που αυτό φέρει. Είναι πολύ κρίσιμο μέγεθος ότι αυτή η πληροφορία είναι μέρος του μικρόκοσμου και άρα εκεί πρέπει να αναζητηθεί το πραγματικό.
Η εξέταση του τυχαίου ή της αναγκαιότητας είναι μια διαδικασία όπου το κριτήριο και ο καθορισμός των παραμέτρων αυτών εξαρτώνται από το τι συμβαίνει με την ίδια την πληροφορία. Το πρόβλημα είναι ότι θέλουμε να καταλάβουμε αυτό που μπορεί να έχει νόημα, και το οποίο έχει νόημα διότι η συνείδηση είναι συμβατή με τον μακρόκοσμο. Το ότι έχει νόημα δεν εξασφαλίζει την πραγματικότητά του. Αντίθετα η κατανόησή του περνάει μέσα από την ανοημάτιστη κβαντική φύση η οποία όχι μόνο θεμελιώνει τον μακρόκοσμο αλλά κυρίως μπορεί να είναι η κατεξοχήν πραγματική. Με τον ίδιο τρόπο που το ασυνείδητο μπορεί να είναι πιο πραγματικό από την συνείδηση. Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται η φύση στο υποατομικό επίπεδο σίγουρα μπορεί να χαρακτηριστεί τελείως παράλογη σύμφωνα με τον τρόπο που διαβάζουμε τον μακρόκοσμο. Το πείραμα με τις δύο σχισμές είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό. Ο παρατηρητής δηλαδή διαμορφώνει την πραγματικότητα. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι στον μικρόκοσμο κυριαρχούν όλες οι δυνατές περιπτώσεις κάτι το οποίο υπερβαίνει το φάσμα της λογικής που διαθέτουμε.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα όνειρα τα οποία είναι η βασιλική οδός προς το ασυνείδητο. Κατά την διαδικασία του ύπνου REM το κέντρο λειτουργίας του εγκεφάλου στο οποίο εδράζεται η λογική παραλύει, ώστε να πραγματοποιηθούν όλες εκείνες οι λειτουργίες ανάκτησης και επανακαθορισμού του εγκεφάλου ως απόρροια της κόπωσης που δέχεται. Πέρα όμως από το τεχνικό σκέλος στην διαδικασία του ύπνου, ο νους επεξεργάζεται δεδομένα και έχοντας ξεφορτωθεί τον εξαναγκασμό της λογικής μπορεί και ανασυνθέτει συσχετισμούς πραγματοποιώντας συνθέσεις. Η παρουσία της λογικής στην ενεργεία κατάσταση λειτουργεί ανασταλτικά, αφού δεσμεύει το σύστημα μέσα σε αυστηρά νοηματοδοτούμενες συνθήκες. Η ισχύς του νου στην διαδικασία του ύπνου γίνεται σημαντικά ισχυρότερη, και μέσα από το εύρος των άπειρων δυνατών συνδυασμών αποκτάται πρόσβαση στην ίδια την δομή της πληροφορίας κάτι που είναι και το ζητούμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο μεγάλες ανακαλύψεις-εμπνεύσεις συντελούνται κατά την διάρκεια του ύπνου REM. Αυτό συμβαίνει διότι η δομή της πληροφορίας-μορφής-νοήματος μπορούν να αποκωδικοποιηθούν χάρις το φαντασιακό που αναλαμβάνει δράση, και τελικά αποκαλύπτει την θέαση του πραγματικού με τον πιο πειστικό τρόπο.
2.10

1.30          ΤΟ ΕΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΦΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ
Θα ήθελα τώρα να αναφέρω μια συλλογιστική στην οποία θα αναδειχθεί η κρισιμότητα του ενεργεία χωρίς φυσικά να μειώνεται ή να αχρηστεύεται η αξία του δυνάμει. Με άλλα λόγια το δυνάμει σύμφωνα με την συλλογιστική μου θα αντιπροσωπεύσει την ελευθερία του ανθρώπου και το ενεργεία τον οδηγό και την πειραματική επιβεβαίωση ή απόρριψη της διαχείρισης του δυνάμει. Το πρόβλημα με το δυνάμει είναι ότι περιέχει όλες τις δυνατές καταστάσεις και κατά συνέπεια θα πρέπει να βρεθεί το κριτήριο με το οποίο θα γίνει η επιλογή. Εδώ εισάγεται φυσικά και ο σκοπός ο οποίος θα λειτουργήσει ως το κριτήριο. Όλες οι δυνατές καταστάσεις πρέπει να μπορούν να υπάρχουν για να εξυπηρετούνται όλοι οι σκοποί, όμως η λογική της επιλογής είναι αυτή που θα δώσει αξία στο ενεργεία. Το τυχαίο έχει συμμετοχή στην διαδικασία στο πλαίσιο της συμβολής του στον εξελικτικό μηχανισμό.
Πρώτα από όλα η σημαντικότητα του εν ενεργεία είναι ότι αποκτάει υπόσταση-ύπαρξη κάτι το οποίο δεν είναι δεδομένο ή εξαναγκασμένο να συμβεί. Αυτό που συμβαίνει κάθε φορά είναι ένα αποτέλεσμα. Για να έχει νόημα ένα αποτέλεσμα θα πρέπει να εξυπηρετεί μια αντίστοιχη προσδοκία η οποία προέρχεται από τον σκοπό για τον οποίο γίνεται κάτι. Για παράδειγμα αυτή είναι η αναγκαιότητα του πειράματος. Το πείραμα αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε ποιο δυνάμει έχει νόημα. Το πείραμα είναι η ανάδειξη του αποτελέσματος και κατ’ επέκταση η νοηματοδότηση του δυνάμει. Το πρόβλημα με το δυνάμει είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τον λειτουργικό του χαρακτήρα. Η ουσία των πραγμάτων βρίσκεται αναμφισβήτητα στο δυνάμει τους, σε αυτό που τα κάνει να είναι αυτά που είναι. Το νόημα όμως της ουσίας είναι αποκαλύψιμο από τον τρόπο με τον οποίο η ουσία έχει πραγματώσει τον εαυτό της, από το πώς δηλαδή έχει εκφραστεί. Το αποτέλεσμα αποκαλύπτει το νόημα και μορφοποιεί την ουσία. Μια ουσία που έχει πάρει μορφή αντιπροσωπεύει πλέον κάτι το οποίο μπορεί να συμμετέχει στον μηχανισμό του σκοπού και επομένως να καθορίζει το κριτήριο μέσα από το οποίο απόκτησε ύπαρξη. Η αυτοοργάνωση και αυτοσυνείδηση προϋποθέτουν την μορφοποίηση της ουσίας και η οποία μέσω της συμμετοχής της στον μηχανισμό αυτοπροσδιορίζει την γένεσή της. Η πρόσβαση στην ύπαρξη σημαίνει και δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού. Μορφή όμως σημαίνει συμμετοχή στον μηχανισμό και αυτό με την σειρά του σημαίνει σχέση και αλληλεπίδραση. Οπότε να πως εισάγεται η ευθύνη και ο σκοπός αφού ο αυτοπροσδιορισμός γίνεται σε σχέση με κάτι άλλο.
Το συμπέρασμα είναι ότι αυτό που αποκτάει ύπαρξη εξυπηρετεί κάποιο μέρος ενός μηχανισμού και επομένως η πραγμάτωσή του προέρχεται από την αναγκαιότητα κάποιου κριτηρίου. Η δομή ενός πράγματος δεν είναι αποκαλύψιμη εάν αυτό δεν έχει αποκτήσει μορφή. Με τον ίδιο τρόπο ο σκοπός δεν είναι αποκαλύψιμος χωρίς τα αποτελέσματα και τις εν ενεργεία καταστάσεις. Αυτό είναι που δίνει αξία στο πραγματωμένο και παράλληλα αναδεικνύει το μη αυτονόητο της ύπαρξής του. Έχει σημασία ποια ουσία γίνεται εν ενεργεία, διότι μέσα από αυτό θα αποκαλυφθεί το κριτήριο εκείνο που θα προσδώσει το νόημα των πραγμάτων. Αυτό όλο όχι μόνο θέτει σε λειτουργία τον μηχανισμό, αλλά του εξασφαλίζει και την εξελικτικότητά του δηλαδή την ίδια την συνέχεια. Το τυχαίο στοιχείο τώρα από την ανθρώπινη οπτική είναι ιδιαίτερα καθοριστικό, αλλά η ίδια η διαδικασία το υποχρεώνει να είναι κάτι που από κάπου ελέγχεται και άρα αναιρεί την τυχαιότητά του.
Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι η βάση για τα συμπεράσματα στα οποία οδηγούμαστε κυρίως στον μικρόκοσμο είναι τα μαθηματικά. Ο μη παρατηρήσιμος κόσμος θα απαιτήσει τελείως διαφορετικές πειραματικές διατάξεις και οι οποίες πολλές φορές δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες για πρόσβαση σε ένα τέτοιο επίπεδο. Εκεί αναλαμβάνει δράση η προσομοιωτική ικανότητα του νου (νοητικά πειράματα, προσομοιώσεις) σε συνάρτηση με τα μαθηματικά των οποίων η αρμονία των εξισώσεων λειτουργεί ως κριτήριο ορθότητας. Το πρόβλημα όμως είναι ότι για να είναι κάτι πραγματικό ή μια θεωρία σωστή δεν αρκούν μόνο οι αποδείξεις μέσω των μαθηματικών, αλλά χρειάζεται πάντα και κάποιο είδος πειραματικής επιβεβαίωσης. Νομίζω λοιπόν ότι σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται μια προβληματική η οποία αφορά την απόσταση ή μη που χωρίζει την θεωρητική-νοητική πραγματικότητα από την πραγματικότητα του καθεαυτού έξω κόσμου.Το πρόβλημα αυτό υπάρχει διότι πολλές φορές είναι δυνατό να αναπτυχθούν πολύ ισχυρές δομές λογικής και οι οποίες να είναι απόλυτα συμβατές με την ανθρώπινη λογική, αλλά να μην αντιπροσωπεύουν την εξωτερική πραγματικότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε φορά για εμάς το λογικό είναι κάτι σε σχέση με το προϋπάρχον γνωστικό πεδίο το οποίο αποδίδει λογικότητα μέσα από το πεπερασμένο υλικό που διαθέτει. Τα μαθηματικά μπορούν να αντιπροσωπεύσουν δυνατότητες, πιθανότητες, το πείραμα όμως είναι αυτό που δίνει το νόημα και τον σκοπό στα μαθηματικά. Κατά την γνώμη μου νομίζω ότι αυτό το χάσμα γεφυρώνεται μέσα από την πληροφορία η οποία συμβάλλει πάνω από όλα στον εξελικτικό μηχανισμό. Η λογική της εξέλιξης εμπλουτίζει την θεωρία με εμπειρικό υλικό το οποίο κάθε φορά αναπροσαρμόζει την ισχύ της θεωρίας. Η μεγάλη προκείμενη της λογικής της εξέλιξης είναι ότι πορεύεται σε ένα πολύ στέρεο έδαφος. Πάντα θα μπορεί να υπάρχει το επιχείρημα ότι οι θεωρίες αλλάζουν ή βελτιώνονται οπότε επαγωγικά συμπεραίνεται ότι δεν προσεγγίζεται η αλήθεια. Το ότι οι θεωρίες τροποποιούνται μπορεί να είναι σε βάρος της τρέχουσας αλήθειας, αλλά εκείνο όμως που είναι σίγουρα αληθινό και πάντα τρέχον είναι ότι υπάρχει εξέλιξη. Η εξέλιξη αυτή οφείλει την ύπαρξή της στην μετάδοση της πληροφορίας και η οποία βελτιώνει κάθε φορά την σχέση της θεωρητικής λογικής με το πραγματιστικό περιβάλλον.
2.11

1.31          ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Οπωσδήποτε η κβαντική φυσική αποτελεί έναν χώρο όπου δεν αίρεται μόνο η κλασική αιτιότητα και κυριαρχεί το τυχαίο, αλλά πολύ περισσότερο εκεί συντελείται πρωτογενώς η γένεση της ύλης και η παραγωγή αυτού που με την ευρύτερη έννοια θα ονομάζαμε δομή. Το κρίσιμο σημείο είναι ότι πρόκειται για ένα περιβάλλον καθαρής δυνατότητας, όπου το στοιχείο της τάσης προσπαθεί να διαχειριστεί αυτό που εκφράζεται από την ανθρώπινη οπτική ως τυχαίο. Κατά την γνώμη μου το λεπτό σημείο είναι ανάμεσα στην ανθρώπινη δϊυποκειμενική δυνατότητα όπου έχουμε αντικειμενοποίηση του υποκειμενικού και την σχέση με το γνωρίζον αντικείμενο. Δηλαδή μια επιθυμητή μη ουδετερότητα του παρατηρητή η οποία να μην αποβαίνει καθόλου ζημιογόνα για την αντικειμενικότητα της παρατήρησης. Υπό μία έννοια είναι ζητούμενο μια εννοιολογική αντιμετώπιση φαινομένων στα οποία η αποδεικτική λογική έχει ανάγκη από νέες δομές. Η πληροφορία, η γνώση, το ασυνείδητο, οι έντεκα διαστάσεις της θεωρίας των υπερχορδών, η ενοποίηση μικρόκοσμου και μακρόκοσμου, ο οντολογικός χώρος του δυνάμει, η έννοια της ‘συσχέτισης’, η αλλαγή της μορφής της υπόστασης μέσα στις μαύρες τρύπες και τα πολυσύμπαντα, αποτελούν πραγματικότητες των οποίων η διερεύνηση μπορεί να αποκαλύψει το οντολογικό υπόστρωμα της τύχης και της αναγκαιότητας, αλλά και την παραγωγική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του ότι αυτές οι δύο έννοιες αποτελούν την αιτία του αν κάτι έχει νόημα η δεν έχει και όχι μόνο από την ανθρώπινη οπτική. ~ 66 ~

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Ο

1.32          Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΣΥΝΔΕΤΙΚΟΣ ΚΡΙΚΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΤΥΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥ.
Για να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε το τυχαίο και την αναγκαιότητα χρειαζόμαστε ορισμένα κριτήρια τα οποία θα διασφαλίζουν την αντικειμενικότητα και την αξιοπιστία των αποδεικτικών διαδικασιών που θα χρησιμοποιηθούν. Το πρωταρχικό στοιχείο διαφοροποίησης της τύχης από την αναγκαιότητα είναι το τελεονομικό χαρακτηριστικό που υπάρχει στην αιτιοκρατία. Η αναγκαιότητα υπάγεται σε συγκεκριμένους νόμους (πάντα αναφερόμαστε σε μακροσκοπικό επίπεδο), και χαρακτηρίζεται από μια πρόθεση η οποία λειτουργεί ως αιτία για την διαμόρφωση του μηχανισμού που προηγήθηκε. Η λογική της πρόθεσης λοιπόν αποτελεί το πρώτο κριτήριο διάκρισης μεταξύ του τεχνητού και του φυσικού. Τα τεχνητά αντικείμενα είναι διεπόμενα πάντα από τον σκοπό για τον οποίο έχουν κατασκευαστεί, και άρα το τυχαίο χαρακτηριστικό πρακτικά εξαλείφεται πλήρως.

1.33          3.1 Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΧΝΗΤΟ
Αντίθετα στην φύση το ελεύθερο παιχνίδι των φυσικών δυνάμεων διαμορφώνει την κοίτη ενός ποταμού για παράδειγμα, και επομένως το τυχαίο χαρακτηριστικό γίνεται κυρίαρχο λόγω της απουσίας της πρόθεσης, χωρίς φυσικά να ακυρώνεται η ισχύς των φυσικών νόμων. Καταλήγει δηλαδή η φύση να είναι αντικειμενική και όχι βουλητική για να μπορέσουμε να ορίσουμε το κριτήριο. Βέβαια απαιτείται μια συνείδηση ή ένα είδος προγράμματος το οποίο θα μπορεί να αποφανθεί κάθε φορά για το κατά πόσο κάτι είναι τεχνητό ή φυσικό. Το θέμα δηλαδή δεν είναι σύμφωνα με τα δικά μας τα κριτήρια να ορίσουμε την λογική της πρόθεσης, διότι αυτό θα ήταν σε βάρος της αντικειμενικότητας αυτού που επιδιώκουμε να μελετήσουμε. Χρειαζόμαστε κάποια κριτήρια τα οποία να μην προέρχονται από την ανθρώπινη προθετικότητα, αλλά να μπορεί να οριστεί το τεχνητό και το φυσικό με κριτήρια που θα προέρχονται από μια αρχή τελείως αντικειμενική σαν να είναι προερχόμενη από έναν υπολογιστή. Δηλαδή να προσπαθήσουμε να ορίσουμε τα αντικειμενικά και γενικά κριτήρια των χαρακτηριστικών των τεχνητών αντικειμένων που είναι προϊόντα συνειδητής βουλητικής δραστηριότητας, χωρίς όμως ο άνθρωπος να γίνεται το κριτήριο. Τα κριτήρια λοιπόν που θα χρησιμοποιούσε το πρόγραμμα αυτό θα ήταν η επανάληψη και η κανονικότητα.
Με το κριτήριο της κανονικότητας θα επιδιώκαμε να εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι τα φυσικά αντικείμενα πλασμένα από το παιχνίδι των φυσικών δυνάμεων δεν παρουσιάζουν σχεδόν ποτέ γεωμετρικά απλές δομές, όπως για παράδειγμα επίπεδες επιφάνειες, ευθύγραμμες ακμές, ορθές γωνίες και ακριβείς συμμετρίες. Σε αντίθεση φυσικά με τα τεχνήματα τα οποία θα παρουσιάζανε σε γενικές γραμμές αυτά τα χαρακτηριστικά. Επίσης σημαντικό είναι το κριτήριο της επανάληψης το οποίο είναι και το πιο αποφασιστικό. Υλοποιώντας ένα σχέδιο επαναλαμβανόμενο, τεχνήματα ομόλογα μεταξύ τους προοριζόμενα για την ίδια χρήση αναπαράγουν με κάποια προσέγγιση κάθε φορά τις μόνιμες προθέσεις του δημιουργού τους. Από αυτήν την άποψη συνεπώς, η ανακάλυψη πλήθους πανομοιότυπων αντικειμένων με αρκετά καλοπροσδιορισμένα σχήματα θα ήταν πολύ ενδεικτική. Βέβαια αυτά τα κριτήρια που αναφέρονται εδώ έχουν νόημα μόνο για το μακροσκοπικό επίπεδο, αφού στον μικρόκοσμο όχι μόνο δεν ισχύουν οι κλασικοί νόμοι, αλλά παρόλο που έχουμε ατομικές και μοριακές δομές με απλά και επαναληπτικά γεωμετρικά στοιχεία δεν αποτελούν δείγματα συνειδητής πρόθεσης και λογικής αλλά απλώς εκφράζουν τους νόμους της χημείας.
Εάν λοιπόν μετατραπούν σε κριτήρια η κανονικότητα και η επανάληψη, αναμένεται αντικείμενα όπως τα σπίτια να αποκαλύψουν τον τεχνητό τους χαρακτήρα λόγων των προαναφερθέντων κριτηρίων. Αντίθετα οι βράχοι ή άλλα φυσικά αντικείμενα δεν παρουσιάζουν στοιχεία επανάληψης και κανονικότητας οπότε είναι φυσικά. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις όπως οι κρύσταλλοι χαλαζία οι οποίοι παρουσιάζουν γεωμετρικά σχήματα τελείως ορισμένα παρόλο που δεν είναι τεχνητά αντικείμενα. Βέβαια γνωρίζουμε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση η μακροσκοπική δομή των κρυστάλλων αυτών, αντανακλούν απευθείας την μικροσκοπική δομή τους η οποία είναι απλή και επαναληπτική των ατόμων και των μορίων που απαρτίζουν τους κρυστάλλους. Ο κρύσταλλος δηλαδή είναι μια μακροσκοπική έκφραση μιας μικροσκοπικής δομής. Η απόρριψη των δύο προηγούμενων κριτηρίων όμως θα γίνει πολύ πιο έντονη και σαφής παρατηρώντας κάποια άλλα αντικείμενα.
Μια κυψέλη από μέλισσες για παράδειγμα εμφανίζει όλα εκείνα τα κριτήρια τεχνητής προέλευσης, όπως απλές και γεωμετρικές δομές στις κερήθρες και στα κελιά που τις αποτελούν. Το αντικείμενο αυτό βέβαια είναι υπό μία έννοια τεχνητό διότι έχει κατασκευαστεί, αλλά από την άλλη πλευρά η κατασκευή του δεν έχει προκύψει από μια συνειδητή βούληση. Η δραστηριότητα των μελισσών είναι προφανώς ενστικτώδης και αυτόματη. Επιπλέον τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα από την στιγμή που θα θεωρήσουμε τις μέλισσες φυσικά όντα, την ίδια στιγμή που η δομή της μέλισσας θα έχει όλα εκείνα τα τεχνητά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά της μέλισσας παρουσιάζουν ορισμένες συμμετρίες και σύμφωνα με τα προηγούμενα κριτήρια θα πρέπει να έχει και αυτή κατασκευαστεί ως τεχνητό ον από κάτι φυσικό. Ακόμα και η πιο επιφανειακή εξέταση της μέλισσας μπορεί να αποκαλύψει στοιχεία απλής συμμετρίας αμφίπλευρης και μετατοπιστικής. Η εξαιρετικά πολύπλοκη δομή τους όπως, ο αριθμός και η θέση των τριχών στην κοιλιακή χώρα και οι γραμμώσεις των φτερών συμβαίνουν να αναπαράγονται με εξαιρετική πιστότητα από την μια μέλισσα στην άλλη. Το συμπέρασμα είναι να δημιουργείται η αντίφαση ότι, το να θεωρούμε τεχνητό το προϊόν της αυτόματης δραστηριότητας ενός όντος φυσικού. Δηλαδή μπορεί να κατασκευαστεί στην φύση κάτι που να μοιάζει τεχνητό όχι από την συνειδητή βούληση, αλλά από ένα άλλο ον το οποίο ενώ είναι φυσικό μοιάζει με τεχνητό, εξαιτίας των χαρακτηριστικών του και χωρίς το συγκεκριμένο να έχει κατασκευαστεί από ένα άλλο φυσικό ον με πρόθεση. Γίνεται φανερό ότι αυτή η αντίφαση αποκαλύπτει ότι η διάκριση του φυσικού από το τεχνητό δεν μπορεί να στηριχθεί στα προηγούμενα κριτήρια.
Παραμένοντας στο παράδειγμα της μέλισσας συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για μια δραστηριότητα η οποία είναι αυτόβουλη και δημιουργική και η οποία έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα τελειότητας. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι τα κριτήρια δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο σε απόψεις μορφής, δομής, γεωμετρίας και τα οποία χαρακτηριστικά στερούν από την έννοια του τεχνητού αντικειμένου το πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό του. Ένα τέτοιο δηλαδή αντικείμενο ορίζεται και εξηγείται πρωτίστως από την λειτουργία την οποία προορίζεται να εκπληρώσει και από την εφαρμογή που αναμένει κανείς από το αντικείμενο που έχει επινοήσει. Άρα εισάγεται στα κριτήρια ο σκοπός και η πρόθεση του αντικειμένου όσον αφορά την λειτουργία για την οποία προορίζεται. Δύο παραδείγματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέσα στην συλλογιστική της διάκρισης του τεχνητού από το φυσικό, είναι από την μια ορισμένα άλογα που τρέχουν σε ένα χωράφι, και από την άλλη αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στον δρόμο. Το σκέλος του παραλληλισμού μεταξύ των δύο θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι και τα δύο έχουν σχεδιαστεί για γρήγορες μετατοπίσεις, πάνω σε διαφορετικές βέβαια επιφάνειες κάτι όμως που εξηγείται και από τις διαφορές στην κατασκευή τους. Ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η σύγκριση ανάμεσα στο μάτι ενός σπονδυλωτού, με τις αναλογίες που παρουσιάζει με το μάτι μιας φωτογραφικής μηχανής. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ο φακός, το διάφραγμα, το κλείστρο και γενικά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που πρέπει να υπάρχουν, ώστε να εξυπηρετηθεί ο σκοπός τον οποίο θα επιτελέσει το αντίστοιχο όργανο ή κατασκεύασμα.
Συγκεντρώνοντας τα δύο παραδείγματα διαπιστώνουμε ότι ακόμα και με την εισαγωγή του κριτηρίου του σκοπού δεν είναι δυνατό να ξεχωρίσει το φυσικό από το τεχνητό αντικείμενο. Το γεγονός είναι ότι ο σκοπός υποχρεώνει την ύπαρξη καθοριστικών αναλογιών ανάμεσα στα αντικείμενα που συγκρίνουμε, που αποβλέπουν τελικά στον κοινό σκοπό. Το σημαντικό είναι ότι μιλάμε για αντικείμενα που είναι εφοδιασμένα με σχέδιο το οποίο υποδηλώνει την πρόθεση. Το φυσικό όργανο το μάτι για παράδειγμα αντιπροσωπεύει την κατάληξη ενός σχεδίου που είναι η λήψη εικόνων. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τα χαρακτηριστικά της κατασκευής της φωτογραφικής μηχανής είναι αναγκασμένα να είναι με τέτοιο τρόπο που να εξηγούν την λειτουργία για την οποία προορίζεται. Μοιραία το σχέδιο που εξηγεί την μηχανή, δεν μπορεί να είναι άλλο από εκείνου του ματιού στο οποίο οφείλει τη δομή του. Το σχέδιο δηλαδή που προκύπτει από τον σκοπό, λειτουργεί ως αιτία για την αναγκαστική δομή που θα πρέπει να έχει το αντικείμενο για να εξυπηρετήσει τον επιθυμητό σκοπό. Κατά συνέπεια είτε είναι φυσικό αντικείμενο είτε τεχνητό, υποχρεώνεται στην ίδια δομή με συνέπεια να μην είναι δυνατή η διάκριση μέσω της χρήσης του σκοπού. Παρόλο λοιπόν που η τελεονομία είναι ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό των έμβιων όντων, δεν είναι αρκετό για να στηρίξει την διαφορά από τα τεχνήματα. Άρα και η ύπαρξη του σκοπού μπορεί σε γενικές γραμμές να υποστηρίζει την τελεονομία και την προκύπτουσα αναγκαιότητα η οποία χαρακτηρίζει την διαμόρφωση της δομής, αλλά δεν εξηγεί την αιτία από την οποία προέρχεται η δομή. Φυσικά εδώ βρίσκεται και το κριτήριο διαχωρισμού μεταξύ φυσικού και τεχνητού. Στο τεχνητό η δομή προέρχεται από εξωτερική αιτία ως προς το αντικείμενο, ενώ στο φυσικό η δομή προκύπτει μέσα από την εσωτερική αυτονομία του μηχανισμού.
3.2

1.34           ΤΑ ΕΜΒΙΑ ΟΝΤΑ ΩΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΠΟΥ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΙ
Εμείς από την ανθρώπινη οπτική γνωρίζουμε ότι τα έμβια όντα είναι προϊόντα ενός τελεονομικού μηχανισμού που τα επιτρέπει να αυτοκατασκευάζονται. Το γεγονός ότι ονομάζουμε τεχνήματα τα άλλα αντικείμενα, έχει νόημα όσο το κριτήριο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Σε μια λογική όμως πλήρους αντικειμενοποίησης στην οποία να υπόκειται και ο άνθρωπος, το κριτήριο θα είναι το κατά πόσο το αντικείμενο αυτοκατασκευάζεται. Από εδώ θα προκύψει και η ουσιαστική θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του μακροσκοπικού και μικροσκοπικού περιβάλλοντος. Η κάθε μακροσκοπική δομή ενός τεχνήματος, είτε πρόκειται για κερήθρα, είτε πρόκειται για φράγμα κατασκευασμένο από κάστορες, είτε για διαστημόπλοιο, είναι απόρροια της εφαρμογής επάνω στα υλικά που το απαρτίζουν, δυνάμεων οι οποίες βρίσκονται έξω από το ίδιο το αντικείμενο. Παρόλο που όλα τα υλικά και όλο το σύμπαν έχει την προέλευσή του στον μικρόκοσμο, στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να παραβιάσουμε ~ 70 ~

σχετικά την αρχή αυτή για να αναδειχθεί μια άλλη ουσία των πραγμάτων. Δηλαδή η μακροσκοπική δομή άπαξ και ολοκληρωθεί, δεν αποτελεί τεκμήριο των εσωτερικών δυνάμεων συνοχής μεταξύ ατόμων και μορίων που απαρτίζουν το υλικό, αλλά των εξωτερικών δυνάμεων που το έχουν πλάσει.
Το αντίθετο ακριβώς συντελείται στα έμβια όντα τα οποία δεν οφείλουν τίποτα στην παρουσία εξωγενών δυνάμεων, αλλά ολόκληρη η δομή τους προκύπτει από μορφογενετικές αλληλεπιδράσεις που συντελούνται στο εσωτερικό του αντικειμένου. Μία τέτοια δομή είναι απόρροια ενός αυστηρού αυτόνομου και ακριβούς ντετερμινισμού, ο οποίος συνεπάγεται σχεδόν απόλυτη ελευθερία έναντι εξωτερικών παραγόντων και συνθηκών. Παρόλο που οι εξωτερικές συνθήκες είναι ικανές να ανακόψουν την ανάπτυξη, δεν είναι σε θέση όμως να την κατευθύνουν και να επιβάλουν στο ζωντανό αντικείμενο την οργάνωσή του. Ο αυτόνομος και αυτενεργός χαρακτήρας των μορφογενετικών διεργασιών διαπλάθουν την μακροσκοπική δομή των έμβιων όντων, εν αντιθέσει με τα τεχνήματα των οποίων η μακροσκοπική μορφολογία απορρέει από την επίδραση εξωγενών παραγόντων.
Το πολύ όμως ενδιαφέρον σε αυτή την αυτόνομη διαδικασία, είναι ότι ο σχηματισμός των πολύπλοκων μικροσκοπικών δομών των έμβιων όντων προαπαιτεί την μεταβίβαση της πληροφορίας και η οποία θα πρέπει από κάπου να προέρχεται. Ο πομπός δηλαδή της πληροφορίας που εκφράζεται στην δομή ενός έμβιου όντος, είναι πάντοτε κάποιο άλλο αντικείμενο απαράλλακτο με το πρώτο. Άρα το καθοριστικό σημείο είναι η ιδιότητα των έμβιων όντων η οποία είναι η δυνατότητα να αναπαράγουν και να μεταβιβάζουν την πληροφορία που αντιστοιχεί στην ίδια τους τη δομή. Η ιδιότητα αυτή που περιγράφει μια οργάνωση εξαιρετικά πολύπλοκη και που μπορεί και διατηρείται από γενιά σε γενιά είναι η αμετατροπία. Επομένως εάν συγκεντρωθούν τα χαρακτηριστικά των έμβιων όντων έχουμε την τελεονομία, την αυτόνομη μορφογένεση και την αναπαραγωγική αμετατροπία. Η τελευταία αυτή ιδιότητα είναι και η πιο κρίσιμη, αφού η ικανότητα αναπαραγωγής προέρχεται από αυτή. Επιπλέον ο βαθμός τάξεως μιας δομής μετριέται σε μονάδες πληροφορίας το οποίο αντιπροσωπεύει και το περιεχόμενο της αμετατροπίας. Η πληροφορία μεταβιβάζεται, και με αυτόν τον τρόπο διατηρείται η δομή.
Σε αυτό το σημείο εισέρχεται τώρα και η τελεονομία δηλαδή η ύπαρξη σχεδίου. Ο γενικός σκοπός είναι η διατήρηση του είδους κάτι που επιτυγχάνεται με την μεταβιβαζόμενη πληροφορία. Η επίτευξη του σκοπού κάθε φορά συνεπάγεται την μεταβίβαση της απαραίτητης ποσότητας πληροφορίας, ώστε να προκύψουν οι καινούριες δομές. Η ποσότητα αυτή ονομάζεται τελεονομική πληροφορία και καθορίζει την απαραίτητη τελεονομική στάθμη ώστε να διασφαλιστεί η μεταβίβαση. Η τελεονομική αυτή διαδικασία δεν είναι αποκλειστικά συνδεδεμένη μόνο με την αναπαραγωγή, αλλά και με άλλες δραστηριότητες που έχουν σχέση με την επιβίωση αλλά και την ένταξη σε μια ομάδα από τον άνθρωπο μέχρι τα διάφορα θηλαστικά. Το σημαντικό πάντως που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι η επίτευξη του σκοπού και άρα η ύπαρξη της τελεονομίας οφείλεται στην μεταβίβαση της πληροφορίας. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Μονό είναι μια αναλογία στην οποία ας φανταστούμε έναν ερωτευμένο ποιητή, ο οποίος δεν έχει το θάρρος να εκφράσει τον έρωτα και το ενδιαφέρον του για την γυναίκα που επιθυμεί. Οπότε γράφει ποιήματα, τα οποία της τα αφιερώνει με την επιδίωξη η γυναίκα τελικά να γοητευτεί που είναι και ο απώτερος σκοπός. Ο τρόπος όμως για να συγκινηθεί η συγκεκριμένη γυναίκα είναι το περιεχόμενο των ποιημάτων το οποίο κατέχει τον ρόλο της πληροφορίας. Εφόσον λοιπόν η κυρία δεχθεί τελικά ο σκοπός θα έχει επιτευχθεί, διότι η πληροφορία θα έχει συμβάλλει καθοριστικά μέσα από την επίτευξη της λειτουργίας για την οποία ήταν προορισμένη. Κατά αντίστοιχο τρόπο η μεταβίβαση της πληροφορίας στην βιολογία διασφαλίζει την συνέχιση του είδους που είναι και ο σκοπός.
Εάν συγκεντρώσουμε τις παραμέτρους και τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τα έμβια όντα θα δούμε ότι είναι η τελεονομία, η αυτόματη μορφογένεση και η αμετατροπία.19 Φυσικά αυτές οι ιδιότητες είναι άρρηκτα εξαρτημένες η μία από την άλλη. Η γενετική αμετατροπία δεν εκφράζεται και δεν αποκαλύπτεται παρά μονάχα μέσω και χάρη στην αυτόνομη μορφογένεση της δομής η οποία αποτελεί τον τελεονομικό μηχανισμό. Επιπλέον το ποιόν των τριών αυτών μεταβλητών δεν είναι το ίδιο. Ενώ δηλαδή η τελεονομία και η αμετατροπία είναι χαρακτηριστικές ιδιότητες των έμβιων όντων, η αυτενεργός δόμηση είναι περισσότερο μηχανισμός και ο οποίος παρεμβαίνει τόσο στην αναπαραγωγή της αμετάτροπης πληροφορίας, όσο και στην κατασκευή των τελεονομικών δομών. Επίσης υπάρχει και διάκριση μεταξύ της τελεονομίας και της αμετατροπίας, αφού οι κρυσταλλικές δομές του χαλαζία για παράδειγμα είναι επιδεκτικά αμετάβλητης αναπαραγωγής, τα οποία όμως στερούνται κάθε τελεονομικού μηχανισμού. Επιπλέον η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών ιδιοτήτων στηρίζεται και πάνω σε χημικές εκτιμήσεις.
19 Ζακ Μονό, Η Τύχη και η Αναγκαιότητα (Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος, 1971), σελ. 40.
Από τις δύο τάξεις των βασικών βιολογικών μακρομορίων, η τάξη των πρωτεϊνών είναι υπεύθυνη για όλες τις τελεονομικές δομές και τα αποτελέσματα, ενώ η γενετική αμετατροπία συνδέεται αποκλειστικά με την τάξη των νουκλεϊκών οξέων. Το σημαντικό πάντως είναι ότι οι δύο αυτές ιδιότητες λειτουργούν ως φυσικοί νόμοι μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον το οποίο διέπεται από διαφορετική φιλοσοφία νόμων. Για παράδειγμα η αμετατροπία μέσα από την διατήρηση, την αναπαραγωγή και τον πολλαπλασιασμό ανώτατα διατεταγμένων δομών, δείχνει να συγκρούεται με την δεύτερη αρχή της θερμοδυναμικής. «Η αρχή αυτή επιβάλλει κάθε μακροσκοπικό σύστημα να μην μπορεί να εξελιχθεί παρά μόνο κατά την έννοια της αποδόμησης της τάξης που το χαρακτηρίζει. Ωστόσο η πρόβλεψη αυτή της δεύτερης αρχής δεν ισχύει ούτε επαληθεύεται παρά μονάχα εάν θεωρήσουμε τη συνολική εξέλιξη ενός συστήματος ενεργειακός απομονωμένου. Μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα σε κάποια από τις φάσεις του θα μπορέσουμε να παρατηρήσουμε το σχηματισμό και την αύξηση διατεταγμένων δομών, χωρίς να πάψει να υπακούει στην δεύτερη αρχή η συνολική εξέλιξη του συστήματος.» (σελ. 42)
«Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η κρυστάλλωση κεκορεσμένου διαλύματος. Η τοπική αύξηση τάξεως που αντιπροσωπεύει η συγκρότηση των αρχικώς ατάκτων μορίων σε κρυσταλλικό πλέγμα απολύτως ορισμένο, ισοφαρίζεται με μεταφορά θερμικής ενέργειας από την κρυσταλλική φάση στο διάλυμα. Η εντροπία δηλαδή η αταξία του συνολικού συστήματος αυξάνει κατά την ποσότητα που προδιαγράφει η δεύτερη αρχή. Το συμπέρασμα είναι ότι μια τοπική αύξηση τάξεως μέσα σε ένα απομονωμένο σύστημα συμβιβάζεται με την δεύτερη αρχή.» (σελ. 43) Σύμφωνα λοιπόν με τον Μονό δεν υπάρχει κανένα φυσικό παράδοξο στην αμετάβλητη αναπαραγωγή αυτών των δομών. Το θερμοδυναμικό αντίτιμο της αμετατροπίας ισοφαρίζεται στο ακέραιο χάρη στην τελειότητα του τελεονομικού μηχανισμού. Ο μηχανισμός αυτός είναι απόλυτα λογικός και τελείως προσαρμοσμένος στο σχέδιό του, δηλαδή να διατηρεί και να αναπαράγει την κανονική δομή. Το καταφέρνει αυτό όχι καταστρατηγώντας, αλλά εκμεταλλευόμενος τους φυσικούς νόμους προς αποκλειστικό όφελος της προσωπικής του ιδιοσυγκρασίας.
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ζήτημα που ανακύπτει στην συνέχεια ως απόρροια των προαναφερθέντων ιδιοτήτων, είναι η σχέση προτεραιότητας μεταξύ αμετατροπίας και τελεονομίας. Η αμετατροπία δηλαδή προηγείται της τελεονομίας, σύμφωνα με το σκεπτικό ότι η εμφάνιση, η εξέλιξη και η τελειοποίηση των δομών όλο και πιο έντονα τελεονομικών, οφείλεται σε παρεπίπτουσες διαταράξεις μιας δομής η οποία κατέχει ήδη την ιδιότητα της αμετατροπίας, και έχει συνεπώς την ικανότητα να διασώζει την σύμπτωση και ως εκ τούτου να υποβάλλει τις εκδηλώσεις της στο παιχνίδι της φυσικής επιλογής. Κάπως έτσι αρχίζει και νοηματοδοτείται ολόκληρη η διαδικασία, αφού η επιλεκτική θεωρία της εξέλιξης είναι η μόνη από όσες έχουν προταθεί, που παίρνοντας την τελεονομία σαν δευτερεύουσα ιδιότητα η οποία προκύπτει από την αμετατροπία που θεωρείται σαν η μόνη αρχική, μπορεί και συμβιβάζεται με το αίτημα της αντικειμενικότητας. Είναι η μόνη θεωρία επίσης που όχι μόνο δεν συγκρούεται με την νεότερη φυσική, αλλά θεμελιώνεται και πάνω σε αυτή, κάτι που της προσδίδει επιστημονικότητα και ισχυρή αντικειμενική βάση.
Σύμφωνα με τον Μονό η αντίστροφη συλλογιστική όπου η αρχική προκείμενη είναι η ύπαρξη από την αρχή του σκοπού, και άρα η τελεονομία έχει προτεραιότητα, είναι σε βάρος της επιστημονικότητας της μεθόδου. Ότι υπάρχει δηλαδή μία τελεονομική αρχή από την οποία η εξέλιξη προσανατολίζεται, και οι εκδηλώσεις της οποίας είναι όλα τα παρατηρήσιμα φαινόμενα. Οι θεωρίες αυτές που πολλές φορές είναι ιδιαίτερα εύρωστα φιλοσοφικά συστήματα είναι αναγκασμένες να οδηγηθούν σε μια ριζική διάκριση μεταξύ των έμβιων όντων και του άψυχου σύμπαντος. Φυσικά υπάρχουν και άλλες θεωρίες οι οποίες επικαλούνται μια καθολική τελεονομική αρχή που αφορά και την κοσμική εξέλιξη, αλλά και τους κόλπους της βιόσφαιρας στην οποία τα έμβια όντα είναι οι πιο επεξεργασμένες και πιο τέλειες απόρροιες μιας εξέλιξης καθολικά προσανατολισμένης, και η οποία έχει καταλήξει στον άνθρωπο επειδή όφειλε να καταλήξει εκεί.
Από εκεί και πέρα όμως ανοίγουν περεταίρω ζητήματα που σχετίζονται με την ανάλυση και τον μηχανισμό των φυσικών νόμων που χαρακτηρίζουν τα έμβια όντα, αλλά και τα φυσικά αντικείμενα. Οι φυσικές δυνάμεις και οι χημικές αλληλεπιδράσεις μπορούν και θεμελιώνουν τους εξηγητικούς μηχανισμούς όσον αφορά τα μη ζώντα συστήματα, που αποτελούν τον φυσικό κόσμο. Για να γίνουν όμως δεκτές η αμετατροπία και η αντίστοιχη τελεονομία, θα πρέπει να προστεθούν στις αρχές της φυσικής ορισμένες ιδιότητες, οι οποίες χωρίς να έρχονται σε αντίθεση με τους φυσικούς νόμους, περιγράφουν ένα ευρύτερο φάσμα το οποίο καλύπτει τους ζωντανούς οργανισμούς. Οι αρχές αυτές δεν έχουν εφαρμογή στην μη ζώσα ύλη, αλλά παράλληλα ανήκουν στον φυσικό κόσμο, και οι εξηγητικοί μηχανισμοί απορρέουν από συγκεκριμένους νόμους που δεν μπορούν να εξηγηθούν μέσα στο ουδέτερο και αποκομμένο από την σχέση του μη ανθρωπολογικό σύμπαν. Αυτός είναι και ένας λόγος που στο τελευταίο κεφάλαιο, αναπτύσσω την τύχη και την αναγκαιότητα από την ανθρωπολογική νομοτέλεια, η οποία όχι μόνο υπερβαίνει τους φυσικούς νόμους, αλλά πολύ περισσότερο ενοποιεί και συνδέει την άρρηκτη σχέση του ανθρώπου-συνείδηση με την συμπαντική λογική. Για να κατανοήσουμε δηλαδή τις δύο έννοιες δεν αρκεί να περιοριστούμε μόνο στους φυσικούς νόμους, αλλά να κοιτάξουμε την καθοριστικότατη συμμετοχή-επίδραση του ανθρώπου στο συνολικό σύστημα.
3.3

1.35          Η ΤΥΧΗ ΩΣ ΠΗΓΗ ΚΑΘΕ ΚΑΙΝΟΦΑΝΕΙΑΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΝΑΙΡΕΙ ΤΟΝ ΤΕΛΕΟΝΟΜΙΚΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ

1.36          Είδαμε μέχρι στιγμής τον ιδιαίτερα καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει η πληροφορία ως προς την συμμετοχή της στην τελεονομία της διαδικασίας, αλλά και φυσικά στην εξελικτική οπτική η οποία εμπεριέχει το τυχαίο. Επίσης η πληροφορία ανήκει στα συστατικά χαρακτηριστικά του μικρόκοσμου, αντιπροσωπεύοντας την δομή της μορφής και με πιο Αριστοτελικούς όρους την ίδια την ουσία. Η ουσία σε κάθε πράγμα προέρχεται από το μορφικό αίτιο και το οποίο Αριστοτελικά πάλι το αναζητούμε μέσα στα πράγματα. Η ουσία σε κάθε πράγμα είναι αυτό που το κάνει να είναι αυτό που είναι. Δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο πραγματώνεται η δομή στην ύλη. Στα υλικά πράγματα έχει προαπαιτηθεί το ποιητικό αίτιο αλλά φυσικά η ουσία βρίσκεται στην δομή του αντικειμένου. Τώρα το θέμα είναι ότι στην περίπτωση της βιολογίας και της πληροφορίας που αποτελεί μέρος του μικρόκοσμου, το μορφικό και το ποιητικό αίτιο ταυτίζονται. Το μακροσκοπικό αποτέλεσμα της δομής είναι προϊόν της επενέργειας εσωτερικών δυνάμεων προερχόμενων αποκλειστικά από αυτό που θα ονομάζαμε ουσία. Παρόλο που ο κάθε οργανισμός αλλά και δομικά στο μακροσκοπικό επίπεδο λειτουργεί και συμπεριφέρεται σαν μια μηχανή, η διαφορά είναι στον τρόπο προέλευσης. Στο μακροσκοπικό επίπεδο οι λειτουργίες και οι δομές είναι παρεμφερείς, αλλά στο μικροσκοπικό επίπεδο μόνο στην περίπτωση των οργανισμών έχουμε την δυναμικότητα εκείνη η οποία από μόνη της κατασκευάζει και αναπτύσσει την δομή της στο μακροσκοπικό επίπεδο. Δηλαδή ο μικροσκοπικός κόσμος στην περίπτωση των οργανισμών αυτενεργεί.
Τώρα σύμφωνα με τον Μονό20 η διεργασία της αυτενεργούς και αυτόνομης μορφογένεσης στηρίζεται στις ιδιότητες της στερεοειδικής αναγνώρισης των πρωτεϊνών. Δηλαδή οι πρωτοταγείς δομές των πρωτεϊνών είναι το μυστικό των γνωστικών αυτών ιδιοτήτων. «Κατά συνέπεια αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ο αυτενεργός χαρακτήρας αυτής της διεργασίας μοριακής επιγένεσης και η οποία είναι αυτενεργός με δύο έννοιες.
20 Βλ. όπ. π., σ. 118.
21 Μία ακόμα αναλογία που θα ήθελα να αναφέρω με αφορμή αυτήν την συνδετική λογική είναι η εξής: Πολλές φορές ο άνθρωπος ζητάει από την ζωή του πράγματα για να γίνει ευτυχισμένος θεωρώντας προφανώς ότι τα ήδη κεκτημένα που έχει δεν είναι αρκετά. Ενώ αυτό από την μια πλευρά είναι θετικό διότι έτσι επιτυγχάνεται η πρόοδος, από την άλλη πλευρά ελλοχεύει ο κίνδυνος της αλαζονείας και κυρίως της μόνιμης μη ικανοποίησης που μεταφράζεται σε μια μόνιμη δυστυχία. Άρα το ζητούμενο είναι το πώς θα συνδυαστεί η ταπεινότητα και η αυτάρκεια με την ανάγκη για φιλοδοξία, και την προσέγγιση σε ένα μεγαλείο το οποίο όμως δεν θα είναι αλαζονικό. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε κανείς να αντιπαραβάλλει τα παραδείγματα του Χριστού και του Σωκράτη οι
1. Το χημικό δυναμικό που είναι αναγκαίο για τον σχηματισμό των ολιγομερών, δεν χρειάζεται να εισρεύσει στο σύστημα αλλά πρέπει να θεωρήσουμε πως βρίσκεται ήδη μέσα στο διάλυμα των μονομερών.
2. Αυτενεργός από θερμοδυναμική άποψη, η διεργασία αυτή είναι επίσης και από κινητική άποψη. Αυτό σημαίνει ότι κανένας καταλύτης δεν απαιτείται για να την ενεργοποιήσει. Αυτό συμβαίνει χάρη στο γεγονός ότι οι συναρμολογούμενοι δεσμοί είναι μη ομοιοπολικοί. Το σημαντικό εδώ είναι ότι ο σχηματισμός καθώς και η ρήξη παρόμοιων δεσμών δεν κινητοποιεί παρά σχεδόν μηδενικές ενέργειες ενεργοποίησης.» (σελ. 118)

Η ανάλυση που θα γίνει παρακάτω θα αξιοποιήσει το πλούσιο υλικό που προέρχεται από την βιολογία, στην οποία ο θεμέλιος λίθος είναι ο γενετικός κώδικας και η πληροφορία. Οι έννοιες της τελεονομίας ή της τύχης εξαρτώνται από την συμπεριφορά και τις ιδιότητες του DNA και του τρόπου που η πληροφορία μεταβιβάζεται, αλλά και της εξελικτικής διαδικασίας φυσικά, που είναι το επακόλουθο. Εκείνο το οποίο θα δειχθεί χρησιμοποιώντας το υλικό αυτό από την βιολογία, είναι ότι οι δύο αυτές φαινομενικά αντίθετες έννοιες όχι μόνο δεν συγκρούονται μεταξύ τους, αλλά η αλληλοσυμπλήρωσή τους αποτελεί την ουσιαστική πραγματικότητα. Για να χρησιμοποιήσω και μια αναλογία, είναι σαν την περίφημη αντίθεση που κατά την γνώμη μου είναι εντελώς επιφανειακή, που υπάρχει μεταξύ της λογικής και του συναισθήματος. Εάν κανείς διεισδύσει στην ουσία του πράγματος γίνεται να διαπιστώσει ότι μέσα από τον εποικοδομητικό συνδυασμό των δύο, δηλαδή την λογική του συναισθήματος, αυτά όχι μόνο ενοποιούνται αλλά είναι η πρόσβαση στο πεδίο εκείνο που ο άνθρωπος γιγαντώνει την συνειδησιακή εμπειρία στο επίπεδο ενός ιδιαιτεροποιημένου μορφοποιημένου νοήματος. Η οντολογία των πραγμάτων και του ίδιου του υποκειμένου αναδεικνύεται από την σύζευξη του συναισθήματος και της λογικής μέσα από τις δυνατότητες της φαντασίας.21οποίοι αποθέωσαν την ηθική και το μεγαλείο τους μέσα στην αυτάρκεια της απλότητάς τους, και μιας διανοητικοποίησης η οποία είναι θεωρητικά εξιδανικευμένη, αλλά ίσως δεν μπορεί να επικοινωνήσει άμεσα με την πρακτική καθημερινότητα ενός μέσου ανθρώπου. Σε μια λοιπόν πιο πρακτική αλλά και πιο ρεαλιστική-αρχική τοποθέτηση ηθικής νομίζω, ότι μέσα από τον καθημερινό αγώνα του κάθε ανθρώπου ακόμα και για συμβατικές ανάγκες, μπορεί να αναδειχθεί αυτή η σχέση των δύο εννοιών και να αποτελέσει το πρώτο αλλά καθοριστικότερο βήμα μιας φιλοσοφικής-ηθικής κοσμοαντίληψης. Το θέμα είναι πως θα γίνει να συνδυαστεί η επιθυμία για εξέλιξη και άρα το όλο και περισσότερο, με την φαινομενικά αντιθετική έννοια της αυτάρκειας και της ταπεινότητας. Η απάντηση βρίσκεται στον συνδυασμό των δύο. Δηλαδή το πρόβλημα δεν είναι στο να ζητάμε, αλλά στο να μην χαιρόμαστε και να εκτιμούμε αυτά που ήδη έχουμε. Εάν χάσουμε κάτι από αυτά που ήδη έχουμε και τα θεωρούμε ενίοτε κακώς αυτονόητα, τότε συμπεραίνουμε ότι θα έπρεπε να είμαστε ήδη ικανοποιημένοι με αυτά που μέχρι πρότινος είχαμε. Αυτή η σκέψη διασφαλίζει την αυτάρκεια όχι με τρόπο εμποδιστικό της επιθυμίας για περισσότερα, αλλά για ταυτόχρονη ικανοποίηση με τα ήδη κεκτημένα τα οποία κάποτε και αυτά μάλλον θα ήταν προγενέστερες επιδιώξεις. Αυτό το παιχνίδι σχετικότητας είναι ο θεμέλιος λίθος της εξέλιξης, αλλά και πάνω από όλα της ηθικής αρχής.
Επανέρχοντας τώρα στην βιολογική οπτική η αρμονική και νοηματικά σύνδεση της τύχης και της αναγκαιότητας, μπορούν να αποκαλύψουν έναν κόσμο που είναι ταυτόχρονα μεταβλητός σε όλο του το μεγαλείο ως προς το πλαίσιο των δυνατοτήτων, συμπορευόμενο με μια σταθερότητα ως προς το νόημα της δομής και του σκοπού των πραγμάτων. Δηλαδή θα αναδειχθεί η ύπαρξη ενός σχεδίου και άρα σκοπού, του οποίου όμως τα επιμέρους μέρη και κυρίως οι εξελικτικές ιδιότητες θα προέρχονται από το βασίλειο της τύχης. Υπό αυτήν την έννοια τύχη και σχέδιο εξυπηρετούν τον κοινό σκοπό χωρίς να εναντιώνεται το ένα στο άλλο. Κατά την γνώμη μου όμως και υπερβαίνοντας το πεδίο της βιολογίας το οποίο περισσότερο πραγματοποιεί την τεχνική εξήγηση, νομίζω ότι μια τέτοιου τύπου τύχη είναι αφενός ελεγχόμενη από τον τελεονομικό μηχανισμό, αλλά και η ίδια ως προς τον υποκειμενισμό της νοούμενη. Δηλαδή η ύπαρξη νοήματος στην τύχη την μορφοποιεί και κατά συνέπεια επιτρέπει την πρόσβαση στην οντολογία της. Άρα σε μια περεταίρω ανάλυση του θέματος που παραπέμπει σε μεταφυσική και οντολογία, η σχέση της τύχης και της αναγκαιότητας όχι μόνο ενοποιούνται αλλά πολύ περισσότερο συγκροτούν μια αρμονική και συγχρονισμένη λειτουργία η οποία επιτρέπει την πρόσβαση στην ουσία των πραγμάτων. Στο πρακτικό και πειραματικό επίπεδο της βιολογίας μπορεί να μην γίνεται να αποδειχθεί μια νοούμενη και μη τυχαία τύχη, αλλά πιο φιλοσοφικά ένα τέτοιο τυχαίο θα αναιρούσε τον εαυτό του εάν η οντολογία του ήταν τυχαία. Με άλλα λόγια το ίδιο το νόημα της τύχης δεν θα μπορούσε να νοηματοδοτηθεί και άρα να αναγνωρίσει τον εαυτό της. Δηλαδή μια τυχαία τύχη θα ακύρωνε τον εαυτό της. Το θέμα είναι ότι τελικά όλο το σύστημα σώζεται χάρη στην εξελικτική διαδικασία η οποία προηγουμένως γεννήθηκε από την αρμονική σύζευξη. Δηλαδή το ίδιο το σύστημα τελικά σώζεται από το παράγωγό του.
Είναι γνωστό ότι κάθε φαινόμενο, κάθε γεγονός και κάθε γνώση συνεπάγονται αλληλεπιδράσεις που από μόνες τους είναι γενεσιουργές μετατροπών στα συνιστώντα μέρη του συστήματος. Η έννοια αυτή από την άλλη πλευρά δεν είναι σε καμία περίπτωση ασυμβίβαστη με την ιδέα ότι υφίστανται αμετακίνητες οντότητες μέσα στη δομή του σύμπαντος. Απεναντίας η βασική στρατηγική της επιστήμης κατά την ανάλυση των φαινομένων είναι η ανακάλυψη των αμετατρόπων. Κάθε νόμος της φυσικής σε σχέση με τα μαθηματικά προσδιορίζει μια σχέση αμετατροπίας όπως είναι οι καθολικές αρχές της διατήρησης. Είναι αδύνατο να αναλύσουμε ένα οποιοδήποτε φαινόμενο σε όρους άλλους από εκείνους των αμετατρόπων που το φαινόμενο αυτό διατηρεί. Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι ίσως η διατύπωση των νόμων της κινητικής που απαίτησε την επινόηση των διαφορικών εξισώσεων, δηλαδή ενός μέσου για να ορίζουμε την αλλαγή στη γλώσσα των στοιχείων που παραμένουν αμετάβλητα. Φυσικά πάντα υπάρχουν και οι αντιρρήσεις ότι όλες αυτές οι αμετατροπίες, οι διατηρήσεις και οι συμμετρίες είναι νοητικά κατασκευάσματα που υποκαθιστούν την πραγματικότητα αντιπροσωπεύοντας ένα μαθηματικοποιημένο είδωλό της. Παρόλα αυτά πάντως η περιοριστικότητα που τίθεται από τον ανθρώπινο εγκέφαλο στην γνωσιακή διαδικασία νομίζω ότι γίνεται να υπερβαθεί, μέσα από την τοποθέτηση στοιχείων τα οποία συνδέουν την κλασική συνειδησιακή λειτουργία με άλλες δομές πιο κβαντοποιημένες μέσα από το ασυνείδητο.
«Η ανακάλυψη λοιπόν του κυττάρου και η κυτταρική θεωρία επέτρεψαν την προκείμενη της ενοποίησης των αμετατρόπων. Επιπλέον οι εξελίξεις στην βιοχημεία στο δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα επέτρεψαν να αποκαλυφθεί η βαθιά και απαράβατη ενότητα στην μικροσκοπική κλίμακα του ζωντανού σύμπαντος. Από το βακτηρίδιο μέχρι τον άνθρωπο ο χημικός μηχανισμός είναι στην ουσία ο ίδιος τόσο ως προς τις δομές όσο και ως προς τον τρόπο λειτουργίας.22
22 Βλ. όπ. π., σσ. 141-144.
1. Ως προς τη δομή όλα τα έμβια όντα ανεξαιρέτως αποτελούνται από δύο κύριες τάξεις μακρομορίων που είναι οι πρωτεϊνες και τα νουκλεϊνικά οξέα. Επιπλέον αυτά τα μακρομόρια σχηματίζονται σε όλα τα έμβια όντα από τη συναρμολόγηση των ίδιων ριζών σε πεπερασμένο αριθμό. Δηλαδή είκοσι αμινοξέων για τις πρωτεϊνες και τεσσάρων τύπων νουκλεοτιδίων για τα νουκλεϊνικά οξέα.
2. Ως προς τον τρόπο λειτουργίας οι ίδιοι κύκλοι αντιδράσεων χρησιμοποιούνται σε όλους τους οργανισμούς για τις βασικές χημικές διεργασίες, όπως η κινητοποίηση και αποθεματοποίηση του χημικού δυναμικού, βιοσύνθεση των συστατικών του κυττάρου.

Βέβαια πάνω στο θέμα του μεταβολισμού συναντάμε πάρα πολλές παραλλαγές και οι οποίες ανταποκρίνονται στις διάφορες λειτουργικές προσαρμογές. Σχεδόν πάντοτε όμως οι παραλλαγές αυτές συνίστανται σε νέα χρησιμοποίηση των γενικών μεταβολικών κύκλων που προηγούμενα χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες λειτουργίες. Για παράδειγμα η αποβολή του αζώτου γίνεται υπό διαφορετικές μορφές στα πτηνά από ότι στα θηλαστικά.» (σελ. 141) Πέρα πάντως από τον μεταβολισμό εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι ο κυτταρικός χημικός δεσμός. Το θέμα είναι ότι η βαθμιαία αποκάλυψη του καθολικού χαρακτήρα του κυτταρικού χημισμού, έδειχνε από την άλλη μεριά πως καθιστούσε οξύτερο και πιο παράδοξο ακόμα το πρόβλημα της αναπαραγωγικής αμετατροπίας. Αν από χημική άποψη τα συστατικά είναι τα ίδια και έχουν συντεθεί ακολουθώντας τις ίδιες διαδρομές σε όλα τα έμβια όντα, ποια είναι η πηγή της απαράμιλλης μορφολογικής και φυσιολογικής ποικιλίας τους; Επιπλέον πώς γίνεται και κάθε είδος χρησιμοποιώντας τα ίδια υλικά και τους ίδιους χημικούς μετασχηματισμούς όπως όλα τα άλλα είδη, κατορθώνει και διατηρεί αμετάτροπη δια μέσου των γενεών την δομική νόρμα που το χαρακτηρίζει και το διαφορίζει από κάθε άλλο; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα ξεκλειδώσει και την φαινομενική αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην τύχη και την τελεονομία. Με άλλα λόγια η κάθε δομή (η μορφοποίηση του ιδιαιτεροποιημένου που εκφράζεται με την ύπαρξη του υποκειμένου) είναι απόρροια ενός συνδυασμού από τα γράμματα ενός αλφαβήτου και το οποίο αποτελεί το καταγωγικό esse. Ο χώρος στον οποίο δυνάμει ενυπάρχουν όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί. Είναι οι νόμοι που διέπουν την δυνάμει κωδικοποίηση.
Τα καθολικά συστατικά που είναι τα νουκλεοτίδια και τα αμινοξέα αποτελούν το λογικό ισοδύναμο ενός αλφαβήτου, με το οποίο έχει γραφτεί η δομή, δηλαδή οι εξειδικευμένες προσεταιριστικές λειτουργίες των πρωτεϊνών. Με αυτό το αλφάβητο μπορεί να γραφτεί όλη η ποικιλία των δομών και των αποτελεσμάτων που κλείνει μέσα της η βιόσφαιρα. Επιπλέον η αναπαραγωγή σε κάθε κυτταρική γενιά του κειμένου που έχει γραφτεί υπό την μορφή μιας αλύσου νουκλεοτιδίων μέσα στο DNA, είναι εκείνη που διασφαλίζει την αμετατροπία του είδους. «Η βασική βιολογική αμετάτροπος είναι το DNA. Κάπως έτσι λοιπόν ο ορισμός από τον Mendel του γονιδίου ως αμετάτροπου φορέα των κληρονομικών γνωρισμάτων, η χημική ανίχνευσή του από τον Άβερυ και η αποσαφήνιση από τους Watson και Crick των δομικών βάσεων της αναδιπλασιαστικής αμετατροπίας του, αποτελούν τις πλέον θεμελιώδεις ανακαλύψεις που έγιναν ποτέ στη βιολογία. Επιπλέον σε αυτά πρέπει βέβαια να προστεθεί και η θεωρία της επιλεκτικής εξέλιξης. Παρακάτω παρουσιάζεται η δομή του DNA, ο τρόπος με τον οποίο αυτή η δομή ερμηνεύει την ικανότητά της να υπαγορεύει ένα ακριβές αντίγραφο της σειράς των νουκλεοτιδίων η οποία προσδιορίζει ένα γονίδιο και ο χημικός μηχανισμός που αποκωδικοποιεί την σειρά των νουκλεοτιδίων μιας περιοχής του DNA σε σειρά αμινοξέων μέσα σε μια πρωτεϊνη όπου αναπτύσσονται μαζί με τους μηχανισμούς της αντιγραφής και της αποκωδικοποίησης.
DNA → Δύο διπλοί απαράλλακτοι έλικες (αντιγραφή).
DNA → Διπλή σειρά συμπληρωματικών νουκλεοτιδίων (αποκωδικοποίηση).
Πολυπεπτίδιο → Γραμμική σειρά ριζών αμινοξέων (έκφραση).
Σφαιρική πρωτεϊνη → Αναδίπλωση της γραμμικής σειράς αμινοξέων.» (σελ. 142-143) ~ 78 ~

 «Το πρώτο σημείο που ενδιαφέρει είναι ότι το μυστικό της αντιγραφής του DNA έγκειται στη στερεοχημική συμπληρωματικότητα του μη ομοιοπολικού συμπλόκου, το οποίο αποτελούν οι δύο ίνες που συνδέονται μέσα στο μόριο.
1. Η στερεοδομή του συμπλόκου μπορεί εξ ολοκλήρου να απεικονιστεί σε δύο διαστάσεις, από τις οποίες η μία πεπερασμένη περιέχει σε κάθε σημείο ένα ζεύγος νουκλεοτιδίων αμοιβαίως συμπληρωματικών, ενώ η άλλη περιέχει μία δυναμικώς άπειρη άλυσο αυτών των ζευγών.
2. Αν η μία οποιαδήποτε από τις δύο αυτές ίνες θεωρηθεί δεδομένη, η συμπληρωματική άλυσος θα μπορέσει να ανασυσταθεί βήμα προς βήμα, με διαδοχικές προσθήκες νουκλεοτιδίων που το καθένα τους έχει επιλεγεί από το στερεοδομικά προκαθοριζόμενο ταίρι του. Έτσι γίνεται και κάθε μία από τις δύο ίνες υπαγορεύει την δομή της συμπληρωματικής της, ώστε να ανασυστήσει το σύμπλοκο ολόκληρο.» (σελ. 144)

Η δομή του μορίου του DNA είναι η απλούστερη και η πιο πιθανή την οποία θα μπορούσε να αποκτήσει ένα μακρομόριο που έχει συσταθεί από τον γραμμικό πολυμερισμό παρόμοιων ριζών. Δηλαδή είναι μια ελικοειδής ίνα οριζόμενη από δύο πράξεις συμμετρίας, μία μεταφορά και μια περιστροφή. Ο σχηματισμός τώρα αυτής της δομής μπορεί να παραβληθεί με το σχηματισμό κρυστάλλου. Κάθε στοιχείο της αλύσου στην μία από τις δύο ίνες, παίζει τον ρόλο του κρυσταλλικού σπέρματος που διαλέγει και προσανατολίζει τα μόρια που έρχονται να προσδεθούν εκεί αυτόματα διασφαλίζοντας έτσι την αύξηση του κρυστάλλου. Δύο συμπληρωματικές ίνες τεχνητά αποσυνδυασμένες, ανασχηματίζουν αυτομάτως το ειδικό σύμπλοκο, διαλέγοντας η καθεμιά τους σχεδόν χωρίς σφάλματα το ταίρι της ανάμεσα σε χιλιάδες ή και εκατομμύρια άλλες αλύσους. Επιπλέον η αύξηση κάθε ίνας συνεπάγεται τον σχηματισμό ομοιοπολικών δεσμών οι οποίοι συνδέουν αλυσιδωτά τα νουκλεοτίδια μεταξύ τους. Ο σχηματισμός αυτών των δεσμών όμως δεν μπορεί να γίνει αυτομάτως, αλλά χρειάζεται μια πηγή χημικού δυναμικού και ένας καταλύτης.
Όσον αφορά τώρα τον μηχανισμό αποκωδικοποίησης της σειράς των νουκλεοτιδίων σε άλυσο αμινοξέων, είναι πολύ πιο μπερδεμένος και ως προς την αρχή του ακόμα από τον μηχανισμό της ανατύπωσης. Η τελευταία αυτή διεργασία εξηγείται με απευθείας στερεοειδικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της πολυνουκλεοτιδικής αλύσου που χρησιμεύει σαν μήτρα και των νουκλεοτιδίων που έρχονται να προσδεθούν πάνω της. Στην αποκωδικοποίηση πάλι στερεοειδικές αλληλεπιδράσεις μη ομοιοπολικές διασφαλίζουν την μεταφορά της πληροφορίας. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές περιλαμβάνουν πλήθος διαδοχικών σταδίων στα οποία τα συστατικά αναγνωρίζουν το λειτουργικό τους ταίρι. Τα συστατικά που υπεισέρχονται στην αρχή αυτής της αλυσίδας για τη μεταφορά της πληροφορίας αγνοούν τελείως το τι συμβαίνει στην άλλη άκρη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο γενετικός κώδικας είναι γραμμένος σε μια στερεοχημική γλώσσα της οποίας το κάθε γράμμα αποτελείται από μια σειρά τριών νουκλεοτιδίων μέσα στο DNA, τριάδα η οποία προσδιορίζει την ένταξη ενός αμινοξέος μέσα στο πολυπεπτίδιο και δεν υφίσταται καμιά απευθείας στερεοδομική σχέση μεταξύ της διατεταγμένης τριάδας που ορίζει τον γενετικό κώδικα και του αμινοξέος που ορίζεται από τον γενετικό κώδικα. Το συμπέρασμα που μας ενδιαφέρει είναι ότι ο κώδικας αυτός εμφανίζεται από χημική άποψη αυθαίρετος με την έννοια ότι η μεταφορά πληροφορίας θα μπορούσε να λάβει χώρα κατά μια άλλη σύμβαση. Υπάρχουν μεταλλάξεις οι οποίες αλλοιώνοντας τη δομή ορισμένων εξαρτημάτων του μηχανισμού αποκωδικοποίησης, τροποποιούν ως εκ τούτου την ερμηνεία ορισμένων διατεταγμένων τριάδων με συνέπεια ορισμένα πολύ βλαβερά σφάλματα για τον οργανισμό.
Το όλο σύστημα μοιάζει με μια εργαλειομηχανή η οποία σπρώχνει εγκοπή προς εγκοπή ένα εξάρτημα την ώρα που παρασκευάζεται. Σε κάθε φυσιολογικό οργανισμό αυτή η μικροσκοπική μηχανή ακριβείας προσδίδει στη διεργασία αποκωδικοποίησης αξιοσημείωτη πιστότητα. Καμία επιπλέον συνεισφορά πληροφορίας εκτός της γενετικής δεν απαιτείται ούτε είναι και δυνατή, αφού ο μηχανισμός δεν αφήνει κανένα περιθώριο γι’ αυτό. Επιπλέον είναι πολύ σημαντικό ότι ο μηχανισμός αποκωδικοποίησης είναι μη αντιστρεπτός. Ούτε έχει παρατηρηθεί αλλά ούτε γίνεται να μεταβιβαστεί η πληροφορία κατά αντίστροφη έννοια δηλαδή από την πρωτεϊνη στο DNA. Δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει μηχανισμός μέσω του οποίου θα ήταν δυνατό η δομή και τα αποτελέσματα μιας πρωτεϊνης να τροποποιηθούν, και αυτές οι τροποποιήσεις να μεταβιβαστούν, εκτός κι αν πρόκειται για αποτέλεσμα αλλοίωσης των οδηγιών σε μια περιοχή αλύσων του DNA. Ενώ αντιστρόφως δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός μέσω του οποίου οποιαδήποτε εντολή ή πληροφορία να διαβιβαστεί στο DNA. Επομένως ολόκληρο το σύστημα είναι απόλυτα κλειστό στον εαυτό του και απομονωμένο, και άρα ανίκανο να δεχθεί οποιαδήποτε υπόδειξη από τον εξωτερικό κόσμο. Είναι ένα σύστημα που λειτουργεί ως ένας μηχανισμός που μεταξύ DNA και πρωτεϊνης, μεταξύ οργανισμού και περιβάλλοντος συντελούνταισχέσεις μονής κατεύθυνσης. Το εύλογο συμπέρασμα που θα μπορούσε να προκύψει από τα παραπάνω είναι ότι το σύστημα αυτό ακριβώς λόγω της δομής του θα έπρεπε να αντιτίθεται σε κάθε αλλαγή και εξέλιξη. Αρχικά η απάντηση είναι θετική διότι αυτός είναι ο λόγος της απαράμιλλης σταθερότητας ορισμένων ειδών που κατόρθωσαν να αναπαράγονται χωρίς υπολογίσιμες αλλοιώσεις εδώ και εκατομμύρια χρόνια.
 «Από την άλλη πλευρά όμως καμιά μικροσκοπική οντότητα δεν μπορεί να γλυτώσει από διαταράξεις κβαντικής τάξης, των οποίων η συσσώρευση στους κόλπους ενός μακροσκοπικού συστήματος θα αλλοιώσει τη δομή του βαθμιαία αλλά αναπόδραστα. Τα έμβια όντα παρά τη διατηρητική τελειότητα του μηχανισμού που διασφαλίζει την πιστότητα της αποκωδικοποίησης δεν ξεφεύγουν από αυτόν τον νόμο. Έτσι εξηγούνται τα γηρατιά και ο θάνατος των πολυκυτταρικών οργανισμών εν μέρει με την συσσώρευση συμπτωματικών σφαλμάτων αποκωδικοποίησης, τα οποία αλλοιώνουν ορισμένα ιδίως από τα συστατικά που είναι υπόλογα για την πιστότητα της αποκωδικοποίησης, και αυξάνουν τη συχνότητα αυτών των σφαλμάτων που επιφέρουν σιγά σιγά την αναπόφευκτη κατάρρευση της δομής των οργανισμών. Το ίδιο ισχύει και για τον μηχανισμό ανατύπωσης όπου συναντάμε διαταράξεις και ανωμαλίες. Σφάλματα μεταγραφής τα οποία δυνάμει της τυφλής πιστότητας του μηχανισμού θα ξαναμεταγραφούν αυτομάτως με την προσέγγιση που επιτρέπουν άλλες πιθανές διαταράξεις. Θα αποκωδικοποιηθούν επίσης με την ίδια πιστότητα σε αλλοίωση του ειρμού των αμινοξέων μέσα στο πολυπεπτίδιο που αντιστοιχεί στην περιοχή του DNA όπου θα έχει παραχθεί η μετάλλαξη. Αλλά μόνο όταν το εν μέρει καινούριο αυτό πολυπεπτίδιο αναδιπλωθεί πάνω στον εαυτό του θα αναφανεί η λειτουργική σημασία της μετάλλαξης.» (σελ. 150)

Τώρα το θέμα είναι ότι αυτές οι αλλοιώσεις είναι συμπτωματικές, δηλαδή απόρροια της καθαρής τύχης. Και εφόσον αποτελούν την μόνη δυνατή πηγή τροποποιήσεων του γενετικού κώδικα που με τη σειρά του είναι η μόνη παρακαταθήκη των κληρονομικών δομών του οργανισμού, αναγκαστικά προκύπτει το συμπέρασμα ότι μόνο η τύχη είναι η πηγή κάθε καινοφάνειας και κάθε δημιουργίας μέσα στην βιόσφαιρα. Κατά συνέπεια ο ακρογωνιαίος λίθος της εξέλιξης είναι η καθαρή τύχη και η οποία κινείται μέσα σε μια τυφλή ελευθερία. Με άλλα λόγια οι μεταλλάξεις οφείλονται στην τύχη και αποτελούν την αιτία της εξέλιξης. Επομένως μέσα στην καρδιά ενός αυστηρού τελεονομικού μηχανισμού λόγω της μεταβίβασης της πληροφορίας μέσω του DNA, βρίσκεται μια αφηρημένη ενεργούσα τύχη κβαντικής φύσεως, η οποία λειτουργεί οντολογικά για ενδεχόμενες μεταλλάξεις που αποτελούν την πηγή της εξέλιξης. Άρα τελεονομία και τύχη συμπορεύονται αρμονικά με κοινό στόχο την εξέλιξη της οποίας η υπόσταση είναι τυχαία λόγω της μετάλλαξης, αλλά απόλυτα εξηγήσιμη όσον αφορά το πέρασμα από το ένα στάδιο στο άλλο. Βεβαίως η τύχη στο επίπεδο που βρισκόμαστε δεν ανάγεται στον κλασικό μακροσκοπικό λογισμό πιθανοτήτων. Η τύχη στο μακροσκοπικό επίπεδο έχει να κάνει με μια υπολογιστική αοριστία εξαιτίας της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης να ελέγξει μέσα από εξισώσεις τις παραμέτρους των δυνάμεων που κάθε φορά ενεργούν. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το αποτέλεσμα στο ρίξιμο ενός ζαριού γιατί δεν μπορούμε να το κατευθύνουμε με ακρίβεια. Θεωρητικά θα μπορούσε να κατασκευαστεί μια μηχανή αφάνταστης ακρίβειας η οποία να μπορούσε να αντιμετωπίσει την απροσδιοριστία, η οποία όμως είναι καθαρά τεχνική επειδή το επίπεδο είναι μακροσκοπικό. Γενικά η οποιαδήποτε χρήση των πιθανοτήτων στο μακροσκοπικό επίπεδο δεν παραπέμπει σε μια οντολογική απροσδιοριστία του ίδιου του πράγματος, αλλά στην πρακτική ανθρώπινη αδυναμία να ελέγξει τις μακροσκοπικές παραμέτρους. Δηλαδή έχουμε υπολογιστικό πρόβλημα και όχι οντολογικό.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν όχι μόνο με το πέρασμα στο υποατομικό επίπεδο, αλλά ακόμα και στο μακροσκοπικό όταν αναφερόμαστε σε ανεξάρτητα μεταξύ τους συστήματα που συμπτωματικά επικοινωνούν. Αυτό συμβαίνει βασικά στην περίπτωση ανάμεσα στα περιστατικά που μπορούν να προκαλέσουν είτε να επιτρέψουν ένα σφάλμα κατά την αντιγραφή της γενετικής πληροφορίας, και στις λειτουργικές επιπτώσεις αυτού του σφάλματος όπου υπάρχει εξίσου πλήρης ανεξαρτησία. Το λειτουργικό αποτέλεσμα εξαρτάται από τη δομή, από τον ρόλο της αλλοιωμένης πρωτεϊνης, τις αλληλεπιδράσεις που αυτή διασφαλίζει και τις αντιδράσεις που καταλύει. Ένα σωρό πράγματα δηλαδή που δεν έχουν καμιά σχέση με το καθεαυτό μεταλλακτικό συμβάν ούτε και με τις άμεσες είτε μακρινές αιτίες του, όποια και να είναι εξάλλου η υφή, ντετερμινιστική η μη αυτών των αιτιών. Εάν τώρα προσθέσει κανείς το γεγονός ότι η μετάλλαξη είναι ένα μικροσκοπικό φαινόμενο υπαγόμενο σε κβαντικούς νόμους, η απροσδιοριστία τελικά του φαινομένου αποκτάει οντολογική χρειά. Συμβάν λοιπόν ουσιαστικά απρόβλεπτο από την ίδια του την φύση.
3.4 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΚΑΙ Η ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ
Μέχρι στιγμής παρουσιάστηκε η καθοριστική συμμετοχή του τυχαίου μέσα στην καρδιά του ντετερμινιστικού μηχανισμού. Τώρα το αποτέλεσμα αυτής της σύζευξης των δύο φαινομενικά αντιθετικά καταστάσεων κάτω από την σκέπη του συστήματος που τα συνδέει είναι η εξέλιξη. Έτσι λοιπόν από την στιγμή που εγγραφεί μέσα στην δομή του DNA το ιδιοσύστατο και συνεπώς κατ’ ουσία αναπάντεχο συμβάν, από εκεί και πέρα θα αρχίσει μηχανικά και πιστά να ανατυπώνεται και να αποκωδικοποιείται δηλαδή να πολλαπλασιάζεται και να μεταβιβάζεται σε δισεκατομμύρια αντίτυπα. Προερχόμενο το συμβάν αυτό από το βασίλειο της καθαρής τύχης εισχωρεί στο βασίλειο της πιο άκαμπτης βεβαιότητας. Στην μακροσκοπική κλίμακα που είναι η κλίμακα του οργανισμού εργάζεται και η επιλογή. Η επιλογή εργάζεται επάνω στις απόρροιες της τύχης και δεν μπορεί να εφοδιάζεται από πουθενά αλλού. Εργάζεται όμως σε έναν χώρο άτεγκτων απαιτήσεων όπου το τυχαίο έχει εξοστρακιστεί. Από τις απαιτήσεις αυτές ακριβώς, και όχι από την τύχη έχει αντλήσει η επιλογή τους γενικά ανοδικούς προσανατολισμούς της.
Τα δεδομένα της σύγχρονης βιολογίας επιτρέπουν να διευκρινιστεί και να προσδιοριστεί ακόμα περισσότερο η έννοια της φυσικής επιλογής. Έτσι για παράδειγμα για την ισχύ, την συνθετικότητα και την συνοχή του ενδοκυτταρικού κυβερνητικού δικτύου, μια αρκετά ξεκαθαρισμένη ιδέα και η οποία μας επιτρέπει να καταλάβουμε ότι κάθε καινοφάνεια με τη μορφή αλλοίωσης της δομής μια πρωτεϊνης θα περάσει πρώτα από δοκιμασία. Μέσα από αυτή θα εξακριβωθεί κατά πόσο συμβιβάζεται με το σύνολο ενός συστήματος, ήδη συναρμοσμένου με αναρίθμητες υποτάξεις που κυβερνούν την εκτέλεση του σχεδίου του οργανισμού. Οι μόνες λοιπόν ανεκτές μεταλλάξεις είναι εκείνες που τουλάχιστον δεν μειώνουν την συνεκτικότητα του τελεονομικού μηχανισμού, αλλά μάλλον την ενισχύουν περισσότερο προς την ήδη υιοθετημένη κατεύθυνση ή ακόμα και οπωσδήποτε πολύ σπανιότερα την εμπλουτίζουν με καινούριες δυνατότητες. Υπό αυτή την έννοια η λογική της εξέλιξης έχει την προέλευσή της στην τύχη λόγω του ότι από εκεί πηγάζει αυθαίρετα η μετάλλαξη, αλλά η ίδια η εξέλιξη δεν είναι τυχαία αφού οι μεταλλάξεις δοκιμάζονται και κρίνονται από την αυστηρή δομή του ίδιου του αιτιακού ντετερμινιστικού μηχανισμού.
Ο τελεονομικός λοιπόν μηχανισμός είναι εκείνος που με τον τρόπο που λειτουργεί από την στιγμή που θα εκφραστεί για πρώτη φορά κάποια μετάλλαξη, ορίζει τις βασικές αρχικές συνθήκες αποδοχής πρόσκαιρης είτε οριστικής ή απόρριψης που γεννά η τύχη. «Εξαιτίας της διατηρητικής τελειότητας του μηχανισμού ανατύπωσης, κάθε μετάλλαξη θεωρούμενη ξεχωριστά είναι σπανιότατο γεγονός. Στα βακτηρίδια που είναι και οι μόνοι οργανισμοί που διαθέτουμε πολλά και ακριβή δεδομένα, η πιθανότητα για ένα δεδομένο γονίδιο να υποστεί μετάλλαξη που αλλοιώνει αισθητά τις λειτουργικές ιδιότητες της αντίστοιχης πρωτεϊνης είναι από 10-6 μέχρι 10-8 ανά κυτταρική γενιά. Όμως μέσα σε λίγα κυβικά εκατοστά νερό μπορεί να αναπτυχθεί πληθυσμός πολλών δισεκατομμυρίων κυττάρων. Σε έναν τέτοιο πληθυσμό όμως συντελείται ότι κάθε δεδομένη μετάλλαξη παρουσιάζεται από 10 έως και 1000 αντίτυπα. Κατά συνέπεια ο ολικός αριθμός των μεταλλαγμάτων κάθε είδους σε αυτόν τον πληθυσμό είναι περίπου 105 ως 106. Το συμπέρασμα είναι ότι στην κλίμακα του πληθυσμού, η μετάλλαξη δεν είναι ένα φαινόμενο κατ’ εξαίρεση αλλά αντίθετα είναι ο κανόνας. Επομένως μέσα στον πληθυσμό είναι που ασκείται η ώθηση της επιλογής και όχι σε μεμονωμένα άτομα.» (σελ. 161)
Όσον αφορά τώρα τα ανώτερα θηλαστικά και ειδικότερα τον άνθρωπο το ποσοστό ορισμένων μεταλλάξεων είναι ιδιαίτερα υψηλό της τάξεως από 10-4 έως 10-5 κάτι που οφείλεται στο ότι περιέχει χίλιες φορές περισσότερα γονίδια από το γένωμα ενός βακτηριδίου. Επιπλέον ο αριθμός των κυτταρικών γενεών και άρα των πιθανοτήτων μετάλλαξης σε μια σπερματογονική σειρά, από ωάριο σε ωάριο και από σπερματοζωάριο σε σπερματοζωάριο είναι πολύ μεγάλος. Συνολικά στον ανθρώπινο πληθυσμό συντελούνται σε κάθε γενιά περίπου χίλια δισεκατομμύρια μεταλλάξεις, ένα νούμερο που αποκαλύπτει τις διαστάσεις της δεξαμενής από την οποία η τυχαιότητα αντλεί την μεταβλητότητά της, και η οποία αποτελεί το γένωμα του είδους παρά τις διατηρητικές ιδιότητες του μηχανισμού ανατύπωσης. Το συμπέρασμα είναι ότι η φύση συμμετέχει σε μια λοταρία τεραστίων διαστάσεων με συνέπεια το παράδοξο να μην είναι η εξέλιξη, αλλά το πώς επιτυγχάνεται η σταθερότητα των μορφών μέσα στην βιόσφαιρα. Παραδείγματα αυτής της σταθερότητας υπάρχουν αρκετά με ενδεικτικότερο το ίδιο το κύτταρο. Αυτό χαρακτηρίζεται από το αμετάτροπο χημικό πλάνο της οργάνωσής του (αρχίζοντας από τη δομή του γενετικού κώδικα και τον πολυσύνθετο μηχανισμό αποκωδικοποίησης), υφίσταται εδώ και τρία δισεκατομμύρια χρόνια εφοδιασμένο εξαρχής με ισχυρά μοριακά κυβερνητικά δίκτυα διασφαλιστικά της λειτουργικής συνεκτικότητάς του. Η ασυνήθιστη σταθερότητα ορισμένων ειδών, τα δισεκατομμύρια χρόνια που καλύπτει η εξέλιξη, η αμετατροπία του θεμελιώδους χημικού πλάνου του κυττάρου, δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά μόνο με την εξαιρετική συνοχή του τελεονομικού μηχανισμού και το οποίο συνεπώς διαδραμάτιζε μέσα στην εξέλιξη ρόλο κατευθυντήριο αλλά και ανασχετικό. Οπότε συγκράτησε, ενίσχυσε και ολοκλήρωσε ελάχιστο μόνο κλάσμα των πιθανοτήτων που του παρείχε σε αστρονομικό αριθμό η ρουλέτα της φύσης.
Από την άλλη μεριά το σύστημα ανατύπωσης όχι μόνο δεν μπορεί να εξαλείψει τις μικροσκοπικές διαταράξεις στις οποίες υπόκειται αναπόφευκτα, αλλά απεναντίας δεν ξέρει να κάνει τίποτα άλλο από το να τις καταγράφει και να τις προσκομίζει σχεδόν πάντα ματαιοπονώντας μέσα στον τελεονομικό μηχανισμό, του οποίου τα αποτελέσματα έχουν τελεσίδικα κριθεί από την επιλογή. Τώρα αυτό το θεμελιακό είδος της τύχης είναι καθοριστικό για την διαμόρφωση της μη αντιστρεψιμότητας της εξέλιξης. Πιο συγκεκριμένα μια απλή σημειακή μετάλλαξη όπως η υποκατάσταση μέσα στο DNA ενός γράμματος του κώδικα από κάποιο άλλο είναι αντιστρεπτή. Όμως κάθε αισθητή εξέλιξη όπως ο διαφορισμός δύο ειδών, απορρέει από ένα πλήθος ανεξάρτητων μεταλλάξεων που έχουν διαδοχικά συσσωρευτεί στο αρχέτυπο είδος. Στην συνέχεια και εξαιτίας της τύχης ανασυνδιάζονται χάρη στην προωθούμενη απότην σεξουαλικότητα γενετική ροή. Ένα τέτοιο φαινόμενο εξαιτίας του αριθμού των ανεξάρτητων γεγονότων από τα οποία απορρέει είναι στατιστικά μη αντιστρεπτό.
Κατά συνέπεια η εξέλιξη μέσα στην βιόσφαιρα είναι αναγκαστικά μια μη αντιστρεπτή διαδικασία και η οποία ορίζει μια κατεύθυνση μέσα στον χρόνο. Η κατεύθυνση αυτή προέρχεται και καθορίζεται από τον νόμο αύξησης της εντροπίας που είναι η δεύτερη αρχή της θερμοδυναμικής. Η δεύτερη αρχή θεμελιώνεται σε στατιστικές θεωρήσεις απαράλλακτες με εκείνες που θεσπίζουν τον μη αντιστρεπτό χαρακτήρα της εξέλιξης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η δεύτερη αρχή διατυπώνει απλώς μια στατιστική πρόβλεψη και δεν αποκλείει την περίπτωση σε ένα τυχόν μακροσκοπικό σύστημα δηλαδή σε μια παλινδρόμηση ελάχιστου πλάτους και μικρής διάρκειας, να μπορεί να ξανανεβαίνει την κατηφοριά της εντροπίας και άρα κατά κάποιο τρόπο να ξαναγυρίζει πίσω μέσα στον χρόνο. Στα έμβια όντα αυτές οι φευγαλέες παλινδρομήσεις συλλαμβανόμενες και αναπαραγόμενες από τον μηχανισμό ανατύπωσης έχουν συγκρατηθεί από την επιλογή. Με την έννοια αυτή η επιλεκτική εξέλιξη βασιζόμενη στην προτίμηση των σπάνιων και πολύτιμων αυτών συμπτώσεων που μαζί με άπειρες άλλες, περιέχονται στην τεράστια δεξαμενή της μικροσκοπικής τύχης και είναι σαν μια μηχανή επιστροφής μέσα στον χρόνο.
Εάν τώρα συγκεντρώσουμε όλο το υλικό εκείνο που αναδεικνύεται από τα προηγούμενα, παραμένει μυστηριώδες το ότι ολόκληρη αυτή η εξέλιξη έχει προέλθει από μια τεράστια λοταρία. Ενώ έχουμε δηλαδή μια αδιαμφισβήτητη εξέλιξη μέσα από τον απαράμιλλο πλούτο των δομών που δημιούργησε και παράλληλα τον θαυμαστό λειτουργικό χαρακτήρα του μηχανισμού και της επιλογής, ολόκληρη η βάση και η προέλευση αυτού του οικοδομήματος είναι η τύχη. Όπου τύχη, είναι οι βασικές διεργασίες όπως οι μοριακοί μηχανισμοί της αντιγραφής, της μετάλλαξης και της αποκωδικοποίησης από τις οποίες προκύπτουν οι μετέπειτα τελεονομικοί μηχανισμοί. Στην φυσική οι δυσκολίες προκύπτουν εξαιτίας του ότι ο μικρόκοσμος υπερβαίνει τον κόσμο της εμπειρίας και επομένως αλλάζουν οι όροι παρατήρησης. Στην βιολογία σύμφωνα με τον Μονό οι στοιχειώδεις αλληλεπιδράσεις στις οποίες βασίζονται τα πάντα, είναι σχετικά εύκολα καταληπτές εξαιτίας του μηχανιστικού τους χαρακτήρα. Η δυσκολία έγκειται στην πρωτοφανή πλοκή των ζωντανών συστημάτων και η οποία δεν επιτρέπει μια ολική εποπτική παράσταση. Παρόλα αυτά οι μηχανισμοί της εξέλιξης σήμερα έχουν προσδιορισθεί με ακρίβεια και βέβαια πρόκειται για τους μηχανισμούς εκείνους που εξασφαλίζουν την σταθερότητα των ειδών. Την ανατυπωτική αμετατροπία του DNA και την τελεονομική συνεκτικότητα των οργανισμών. Σύμφωνα λοιπόν με τον Μονό τα σύνορα της γνώσης δεν βρίσκονται στους μηχανισμούς της εξέλιξης, αλλά στις δύο άκρες της. «Δηλαδή στην προέλευση των πρώτων ζωντανών συστημάτων, και εν συνεχεία στον τρόπο λειτουργίας του εντονότερα τελεονομικού συστήματος που αναφάνηκε ποτέ, που είναι το κεντρικό νευρικό σύστημα του ανθρώπου. Τώρα τα τρία στάδια στην διαδικασία εκείνη που οδήγησε στην εμφάνιση των πρώτων οργανισμών είναι τα εξής:23
23 Βλ. όπ. π., σ. 183.
1) Τον σχηματισμό επάνω στην γη των βασικών χημικών συστατικών των έμβιων όντων, που είναι τα νουκλεοτίδια και τα αμινοξέα.
2) Τον σχηματισμό από αυτά τα υλικά των πρώτων ικανών για ανατύπωση μακρομορίων.
3) Την εξέλιξη η οποία γύρω από αυτές τις ανατυπωτικές δομές, συγκρότησε έναν τελεονομικό μηχανισμό για να καταλήξει στο αρχέγονο κύτταρο.

Το πρώτο στάδιο που λέγεται και ‘προβιοτική’ φάση, αναφέρεται στην αοριστία που υπάρχει στις διαδρομές που ακολούθησε η προβιοτική χημική εξέλιξη. Οι συνθήκες της ατμόσφαιρας και του γήινου φλοιού πριν από τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια ήταν πρόσφορες για την επισώρευση ορισμένων απλών ενώσεων άνθρακα όπως το μεθάνιο. Επιπλέον υπήρχε νερό και αμμωνία, οπότε και με την παρουσία μη βιολογικών καταλυτών προέκυψαν συνθετότερα σώματα, μεταξύ των οποίων συναντάμε αμινοξέα και πρόδρομους των νουκλεοτιδίων. Το αξιοσημείωτο είναι ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες, που η σύμπτωσή τους είναι ευλογοφανής, η απόδοση αυτών των συνθέσεων σε σώματα ολόιδια ή ανάλογα με τα συστατικά του σύγχρονου κυττάρου είναι πολύ υψηλή. Το συμπέρασμα είναι ότι μπορούμε να θεωρήσουμε αποδεδειγμένο ότι κάποια στιγμή επάνω στην γη, ορισμένες υδάτινες εκτάσεις μπορούσαν να περιέχουν διαλελυμένα σε μεγάλες συγκεντρώσεις τα βασικά συστατικά των δύο τάξεων βιολογικών μακρομορίων, δηλαδή των νουκλεϊνικών οξέων και των πρωτεϊνών.» (σελ. 183)
3.5 ΕΥΦΥΕΣ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ
Όπως έχει γίνει φανερό μέχρι στιγμής η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου και ακόμα χειρότερα η προέλευση του πρώτου κυττάρου, αποτελούν τις βασικότερες αιτίες διαμάχης από τις οποίες θα συναχθούν τα συμπεράσματα που αφορούν κυρίως την σχέση του ανθρώπου με την τύχη, την αναγκαιότητα αλλά και την ίδια του την ύπαρξη. Η θεωρία της εξέλιξης μέσα από την φυσική επιλογή είναι η μόνη δυνατή θεωρία που μπορεί να εξηγήσει το αποτέλεσμα που έχουμε σήμερα, ακόμα κι αν αναδεικνύει μια απίστευτη πολυπλοκότητα. Στην ουσία του πράγματος η πολυπλοκότητα των σύγχρονων οργανισμών δημιουργεί ένα είδος άρνησης στο κατά πόσο η κατά τα άλλα τυχαία φυσική επιλογή είναι δυνατόν να παρήγαγε εξελικτικά ένα τέτοιο μεγαλείο πολυπλοκότητας, και το οποίο θα μπορούσε να προκύψει μόνο μέσα σε ένα πλαίσιο ευφυούς σχεδιασμού.
Ο μηχανισμός της εξέλιξης πραγματοποιείται μέσα από τις διαδικασίες αντιγραφής του DNA όπου συντελούνται κάποιες σπάνιες φορές σφάλματα στην διαδικασία ενός γράμματος από τον κώδικα που αντιγράφεται. Το σφάλμα αυτόσυντελείται τελείως αυθαίρετα, αλλά θα αποτελέσει την αιτία της μετάλλαξης παρόλο που στην συνέχεια ο τελείως τελεονομικός μηχανισμός της αντιγραφής θα πραγματοποιήσει όλες εκείνες τις διαδικασίες για την παραγωγή του καινούριου γενετικού κώδικα. Το μεγάλο θέμα όμως είναι ότι δεν είναι λογικό χωρίς την ύπαρξη συνειδητού σκοπού, η ίδια η τυχαιότητα μέσα από τις μεταλλάξεις να καταφέρνει την τελειότητα της πολυπλοκότητας που παρατηρούμε σήμερα. Είναι με άλλα λόγια η πολυπλοκότητα ο λόγος μέσα από τον οποίο αποκαλύπτεται ότι η τυχαιότητα δεν είναι τυχαία. Από αυτή την συλλογιστική προέκυψαν οι υποστηρικτές του ευφυούς σχεδίου, οι οποίοι απέδωσαν στην τυχαιότητα συνειδητή προέλευση, διότι αλλιώς δεν θα μπορούσε να συντελεστεί η πολυπλοκότητα, και φυσικά η συνειδητότητα αυτή είναι ο Θεός.
«Το ευφυές σχέδιο εμφανίστηκε στην σκηνή το 1991.24 Κάποιες από τις ρίζες του μπορούν να ανιχνευθούν σε παλιότερα επιστημονικά επιχειρήματα για την στατιστική απιθανότητα της καταγωγής της ζωής. Αλλά το ευφυές σχέδιο εστιάζεται περισσότερο όχι στο πώς οι πρώτοι αυτοαντιγραφόμενοι οργανισμοί ήρθαν στη ύπαρξη, αλλά στην υποτιθέμενη ανεπάρκεια της εξελικτικής θεωρίας να εξηγήσει την εκπληκτική πολυπλοκότητα της ζωής που επακολούθησε. Ιδρυτής του ευφυούς σχεδίου είναι ο Phillip Johnson ένας χριστιανός δικηγόρος στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Berkley, του οποίου το βιβλίο η Δίκη του Δαρβίνου για πρώτη φορά εξέθεσε τη θέση του ευφυούς σχεδίου. Οι τρεις βασικές προτάσεις του σχεδίου αυτού είναι οι εξής:
24 Francis S. Collins, Η Γλώσσα του Θεού (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 2009), σελ. 162-165.
Η εξέλιξη προωθεί μια αθεϊστική κοσμοθεωρία και συνεπώς πρέπει να αποκρούεται από όσους πιστεύουν στο Θεό.
Η εξέλιξη είναι βασικά εσφαλμένη γιατί δεν μπορεί να εξηγήσει την βαθιά πολυπλοκότητα της φύσης.
Αν η εξέλιξη δεν μπορεί να εξηγήσει την μη αναγώγιμη πολυπλοκότητα, τότε πρέπει να υπήρξε ένας έξυπνος σχεδιαστής αναμεμιγμένος κάπου, ο οποίος εισήλθε για να προσφέρει τα αναγκαία συστατικά κατά την διαδρομή της εξέλιξης.» (σ. 163-64)
«Στο Μαύρο κουτί του Δαρβίνου ο Michael Behe περιγράφει αυτά τα επιχειρήματα τελείως πειστικά. Όταν ο Βιοχημικός Behe παρατηρεί τις εσωτερικές λειτουργίες του κυττάρου, αισθάνεται κατάπληξη και δέος από τις λεπτομέρειες των μοριακών μηχανών που είναι εκεί, και τις οποίες η επιστήμη ανακαλύπτει τις τελευταίες δεκαετίες. Υπάρχουν εκεί αξιοθαύμαστες μηχανές που μεταφράζουν το RNA σε πρωτεϊνες, άλλες που βοηθούν το κύτταρο να κινείται τριγύρω και άλλες που μεταδίδουν από την επιφάνεια του κυττάρου στον πυρήνα σήματα που μεταδίδονται μέσω βιοχημικών διαδρομών αλληλεπιδρώντων μορίων. Δεν είναι μόνο τα κύτταρα που προκαλούν έκπληξη. Ολόκληρα όργανα κατασκευασμένα από δισεκατομμύρια ή τρισεκατομμύρια κύτταρα είναι οικοδομημένα με ένα τρόπο που μόνο δέος μπορεί να εμπνεύσουν. Το ανθρώπινο μάτι για παράδειγμα είναι ένα περίπλοκο όργανο σαν κάμερα του οποίου η ανατομία και η φυσιολογία αναδεικνύουν μια απίστευτα κομψή και εκλεπτυσμένη μηχανική λειτουργία.» (σελ. 164)
Ο Behe υποστηρίζει ότι μηχανές αυτού του είδους δε θα είχαν ποτέ προκύψει με βάση την φυσική επιλογή. Τα επιχειρήματά του εστιάζονται κυρίως σε πολύπλοκες δομές που απαιτούν την αλληλεπίδραση πολλών πρωτεϊνών και των οποίων η λειτουργία χάνεται αν κάποια από αυτές τις πρωτεϊνες απενεργοποιηθεί. Ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφερόμενο από τον Behe είναι το μαστίγιο των βακτηριδίων. Πολλά και διαφορετικά βακτηρίδια διαθέτουν τέτοια μαστίγια που είναι μικρές εξωλέμβιες μηχανές οι οποίες μετακινούν τα κύτταρα προς διάφορες διευθύνσεις. Η δομή του μαστιγίου που αποτελείται από τριάντα περίπου διαφορετικές πρωτεϊνες είναι πράγματι λεπτότατη. Περιλαμβάνει μικροσκοπικές ποικιλίες μιας βασικής έκφυσης, ένα στέλεχος οδήγησης και έναν σύνδεσμο. Όλα αυτά αποτελούν έναν τριχοειδή κινητήρα και συνολικά με την όλη διάταξη να είναι ένα θαύμα νανοτεχνολογικής μηχανικής.
Αν μία από αυτές τις τριάντα πρωτεϊνες αχρηστευθεί από γενετική μεταλλαγή, ολόκληρη η συσκευή δεν θα μπορέσει να εργαστεί σωστά. Το επιχείρημα του Behe είναι ότι μια τέτοια πολύπλοκη συσκευή δεν θα μπορούσε να υπάρξει με βάση μόνο τις Δαρβίνειες διαδικασίες. Υποθέτει ότι ένα συστατικό αυτού του πολύπλοκου εξωλέμβιου κινητήρα θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί τυχαία μετά από μια μακρά χρονική περίοδο, αλλά δεν θα υπήρχε πίεση επιλογής για να διατηρηθεί εκτός και αν τα άλλα 29 είχαν αναπτυχθεί ταυτοχρόνως. Ακόμα, κανένα από αυτά δεν θα είχε κάποιο πλεονέκτημα επιλογής παρά μόνο όταν ολόκληρη η δομή είχε συναρμολογηθεί. Ο Behe υποστηρίζει, και κατόπιν ο Dembski το μετέτρεψε αυτό σε ένα μαθηματικό επιχείρημα, ότι η πιθανότητα τέτοιας τυχαίας συνέλιξης πολλών ατομικά άχρηστων στοιχείων είναι σχεδόν άπειρα μικρή. Έτσι το κύριο επιστημονικό επιχείρημα του ευφυούς σχεδίου αποτελεί μια νέα μορφή του επιχειρήματος του Palley από την «προσωπική δυσπιστία» εκφρασμένο στην γλώσσα της βιοχημείας, της γενετικής και των μαθηματικών.
«Από την άλλη πλευρά οι επιστημονικές αντιρρήσεις που προβάλλονται στο ευφυές σχέδιο είναι ιδιαίτερα ισχυρές.25 Πρώτα από όλα το ευφυές σχέδιο αδυνατεί να χαρακτηριστεί ως επιστημονική θεωρία. Όλες οι επιστημονικές θεωρίες έχουν ένα πλαίσιο για να δώσουν την εντύπωση συνόλου πειραματικών παρατηρήσεων. Μία βιώσιμη επιστημονική θεωρία προβλέπει άλλα ευρήματα και συνιστά τρόπους για μια παραπέρα επιστημονική επαλήθευση. Το ευφυές σχέδιο υστερεί πολύ από αυτή την άποψη. Η βασική θεωρία του σχεδίου αυτού όπως διαγράφεται από τον Johnson, πάσχει επίσης από το ότι δεν προτείνει κανένα μηχανισμό με τον οποίο οι υποτιθέμενες υπερφυσικές επεμβάσεις θα προξενούσαν την πολυπλοκότητα. Σε μια
25 Βλ. όπ. π., σσ. 166-170. ~ 88 ~

προσπάθεια να αντιμετωπίσει αυτό ο Behe πρότεινε την άποψη ότι οι πρωτόγονοι οργανισμοί θα είχαν από πριν προικισθεί με όλα τα γονίδια που θα ήταν τελικά αναγκαία για την ανάπτυξη των πολύπλοκων, πολυσύνθετων μοριακών μηχανών τις οποίες αυτός θεωρεί μη αναγώγιμα περίπλοκες. Ο Behe προτείνει ότι αυτά τα κοιμώμενα γονίδια ξύπνησαν σε μια κατάλληλη στιγμή εκατοντάδες εκατομμύρια έτη αργότερα όταν ήταν αναγκαία. Βάζοντας κατά μέρος το γεγονός ότι κανένας πρωτόγονος οργανισμός δεν βρίσκεται σήμερα που να περιέχει αυτήν την κρύπτη γενετικής πληροφορίας για μελλοντική χρήση, η γνώση μας για τον ρυθμό που μεταλλάσσονται τα γονίδια που δεν χρησιμοποιούνται κάνει πολύ απίθανο ότι μια τέτοια αποθήκη πληροφορίας θα είχε επιζήσει αρκετά χωρίς να αχρηστευθεί.» (σ. 166)
Επιπλέον από την στιγμή που το ευφυές σχέδιο παρουσιάστηκε στην σκηνή η επιστήμη έκανε ουσιαστικές προόδους ιδίως στις λεπτομερείς των γονιδιομάτων πολλών οργανισμών από πολλά διαφορετικά μέρη του εξελικτικού δέντρου. Μεγάλες ρωγμές άρχισαν να παρουσιάζονται που δείχνουν ότι οι οπαδοί του ευφυούς σχεδίου έχουν κάνει το λάθος να συγχέουν το άγνωστο με αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί, και το άλυτο με αυτό που δεν μπορεί να λυθεί. Τρία αντιπροσωπευτικά παραδείγματα που δείχνουν ότι οι δομές που φαίνονται να ταιριάζουν στον ορισμό του Behe για μη αναγώγιμη πολυπλοκότητα, παρουσιάζονται στην συνέχεια και δείχνουν το πώς μπορούν να συναρμολογηθούν μόνο από την λογική της εξέλιξης μέσα σε μια σταδιακή διαδικασία.
«Ο μηχανισμός πήξεως του ανθρώπινου αίματος που φαίνεται, με τις 12 ή τις περισσότερες πρωτεϊνες του να είναι ένα πολύπλοκο σύστημα το οποίο ο Behe θεωρεί ανάλογο του Rude-Goldberg, μπορεί στην πραγματικότητα να κατανοηθεί σαν μία βαθμιαία συγκέντρωση συνεχώς περισσότερων μερών του μηχανισμού. Το σύστημα φαίνεται να έχει ξεκινήσει με έναν πολύ απλό μηχανισμό που θα λειτουργούσε ικανοποιητικά σε ένα αιμοδυναμικό σύστημα χαμηλής πίεσης και βραδείας ροής. Όμως, σε μια μακρά περίοδο χρόνου, θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί στο πολύπλοκο σύστημα που είναι αναγκαίο για τους ανθρώπους και τα άλλα θηλαστικά, που έχουν καρδιαγγειακό σύστημα με μεγάλη πίεση, όπου οι αιμορραγίες πρέπει να σταματούν αμέσως. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της εξελικτικής υπόθεσης είναι το βεβαιωμένο φαινόμενο του διπλασιασμού των γονιδίων. Όταν κανείς παρατηρήσει τις πρωτεϊνες του μηχανισμού της πήξης, πολλά από τα συστατικά αποδεικνύεται να σχετίζονται μεταξύ τους στο επίπεδο της ακολουθίας των αμινοξέων. Αυτό δεν είναι επειδή τελείως νέες πρωτεϊνες οικοδομήθηκαν από τυχαία γενετική πληροφορία και τελικά συγκεντρώθηκαν στο ίδιο θέμα. Μάλλον η ομοιότητα αυτών των πρωτεϊνών μπορεί να αποδειχθεί ότι αντανακλά παλαιούς διπλασιασμούς γονιδίων που κατόπιν επέτρεψαν μια νέα αντιγραφή, που δεν δεσμεύεται από την ανάγκη να διατηρήσει την αρχική της λειτουργία (γιατί η παλαιά αντιγραφή συνεχίζει να το κάνει αυτό) και έτσι μπορεί να αναλάβει μια νέα λειτουργία, οδηγούμενη από την δύναμη της φυσικής επιλογής.» (σελ. 167)
Βέβαια πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι δεν μπορεί να περιγραφεί με ακρίβεια η σειρά των βημάτων που τελικά οδήγησαν στην διαδικασία της πήξης του αίματος στον άνθρωπο. Αυτό είναι κάτι που ίσως δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει, γιατί οι οργανισμοί που φιλοξένησαν προηγουμένως μηχανισμούς πήξης χάθηκαν στην ιστορία. Εντούτοις ο δαρβινισμός προλέγει ότι πρέπει να υπήρξαν πιθανά ενδιάμεσα στάδια και μερικά πράγματι έχουν βρεθεί. Το ευφυές σχέδιο σιωπά για αυτές τις προβλέψεις και η κεντρική πρότασή του είναι, ότι ολόκληρος ο μηχανισμός πήξης του αίματος προέκυψε πλήρως λειτουργικός από προϋπάρχοντα μόρια του DNA τα οποία δεν είχαν βιολογικό νόημα και το οποίο είναι μια πρόταση έντονα αντιεπιστημονική. Ο οφθαλμός είναι ένα άλλο παράδειγμα που αναφέρεται από τους υποστηρικτές του ευφυούς σχεδίου ότι παρουσιάζει έναν βαθμό πολυπλοκότητας, την οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να φθάσει καμία σταδιακή φυσική επιλογή. Ο ίδιος ο Δαρβίνος αναγνώριζε τη δυσκολία που θα είχαν οι αναγνώστες του να το δεχθούν αυτό οπότε δήλωνε:
Το να υποθέσουμε ότι το μάτι με όλον αυτόν τον αμίμητο εξοπλισμό του για να εστιάζει σε διάφορες αποστάσεις, να δέχεται διαφορετικές ποσότητες φωτός και να διορθώνει τη σφαιρική και χρωματική εκτροπή, μπορεί να έχει σχηματισθεί από φυσική επιλογή, φαίνεται, το ομολογώ ελεύθερα, παράλογο στον μεγαλύτερο βαθμό.
Παρόλα αυτά ο Δαρβίνος πρότεινε εδώ και 150 χρόνια μια σειρά βημάτων στην εξέλιξη αυτού του πολύπλοκου οργάνου και η οποία επιβεβαιώνεται από την μοντέρνα βιολογία. Ακόμα και πολύ απλοί οργανισμοί έχουν ευαισθησία στο φως που τους βοηθάει να αποφύγουν εχθρούς και να αναζητούν τροφή. Οι γαιοσκώληκες έχουν μια απλή χρωματισμένη λακκουβίτσα που περιέχει φωτοευαίσθητα κύτταρα, και η οποία προσφέρει μια δυνατότητα αντίληψης της διεύθυνσης στην ικανότητά του να αισθάνεται τα φωτόνια που προσπίπτουν. Ο κομψός καταδυόμενος ναυτίλος δείχνει μια μικρή πρόοδο όπου αυτός ο λάκκος έχει μεταβληθεί σε μια κοιλότητα με μια πολύ μικρή τρύπα για να δέχεται το φως. Αυτό βελτιώνει σημαντικά την διακριτική ικανότητα του οργάνου, χωρίς να απαιτεί παρά μόνο μια πολύ μικρή αλλαγή στην γεωμετρία του τριγύρω ιστού. Παρόμοια η προσθήκη μιας πηκτοειδούς ουσίας πάνω από τα πρωτόγονα φωτοευαίσθητα κύτταρα σε άλλους οργανισμούς κάνει δυνατή κάποια εστίαση του φωτός. Δεν είναι απαγορευτικά δύσκολο μέσα σε εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια να φαντασθούμε πως αυτό το σύστημα θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί στο μάτι ενός σημερινού θηλαστικού, ολοκληρωμένου με φωτοευαίσθητο αμφιβληστροειδή και φακό που εστιάζει το φως. Είναι επίσης σημαντικό να επισημανθεί ότι ο σχεδιασμός του ματιού δεν φαίνεται σε προσεκτική παρατήρηση να είναι πλήρως ιδεώδης. «Τα κωνία και τα ραβδία που αισθάνονται το φως είναι στην οπίσθια στιβάδα του αμφιβληστροειδούς και το φως πρέπει να περάσει μέσα από νεύρα και αγγεία για να φθάσει σε αυτά. Παρόμοιες ατέλειες στην ανθρώπινη σπονδυλική στήλη (που δεν έχει τον καλύτερο σχεδιασμό για κάθετη στήριξη), οι φρονιμίτες και η περίεργη παραμονή της σκωληκοειδούς αποφύσεως επίσης φαίνεται σε πολλούς ανατόμους να ακυρώνουν την ύπαρξη ενός πράγματι σοφού σχεδίου για το ανθρώπινο σώμα.» (σελ. 169)
Ένα ιδιαίτερα επιζήμιο χτύπημα στην θεμελίωση της θεωρίας του ευφυούς σχεδίου προκύπτει από πρόσφατες αποκαλύψεις γύρω από το μαστίγιο των βακτηριδίων. Το επιχείρημα ότι είναι πολύπλοκο στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι τα ξεχωριστά μέρη του μαστιγίου δεν είχαν καμιά προηγούμενη λειτουργία ανάλογου είδους, και επομένως ο κινητήρας δεν μπορεί να συναρμολογήθηκε συγκεντρώνοντας τέτοια κομμάτια με βαθμιαίο τρόπο οδηγούμενος από δυνάμεις φυσικής επιλογής. Η πρόσφατη έρευνα έχει θεμελιωδώς υποβαθμίσει αυτή τη θέση. Ειδικότερα η σύγκριση της πρωτεϊνικής σειράς από πολλά βακτηρίδια απέδειξε ότι διάφορα συστατικά του μαστιγίου σχετίζονται με μια τελείως διαφορετική συσκευή που χρησιμοποιείται από μερικά βακτηρίδια για να ενέσουν τοξίνες σε άλλα βακτηρίδια στα οποία επιτίθενται. «Αυτό το μικροβιακό επιθετικό όπλο αναφερόμενο από τους μικροβιολόγους ως εκκριτική συσκευή τύπου 3, προσφέρει ένα καθαρό πλεονέκτημα επιβίωσης του καταλληλότερου στους οργανισμούς που το διαθέτουν. Πιθανώς τα στοιχεία αυτής της κατασκευής αντιγράφηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια πριν, και κατόπιν επιστρατεύθηκαν για μια νέα χρήση. Ενώνοντας αυτές με άλλες πρωτεϊνες που έκαναν προηγουμένως απλούστερες λειτουργίες δημιουργήθηκε τελικά ολόκληρος ο κινητήρας. Ασφαλώς η εκκριτική συσκευή τύπου 3 είναι μόνο ένα κομμάτι από το να συμπληρωθεί ποτέ ολόκληρη η εικόνα. Αλλά κάθε τέτοιο νέο κομμάτι του παζλ προσφέρει μια φυσική εξήγηση για οτιδήποτε το ευφυές σχέδιο έχει αποδώσει σε υπερφυσικές δυνάμεις, και αφήνει στους οπαδούς του όλο και λιγότερο έδαφος για να στηριχθούν. Ο Behe αναφέρει μια περίφημη περικοπή του Δαρβίνου για να υποστηρίξει τα επιχειρήματα της μη αναγώγιμης πολυπλοκότητας:
Αν μπορούσε να αποδειχθεί ότι υπάρχει κάποιο όργανο που δεν θα ήταν δυνατό να έχει σχηματισθεί από πολυάριθμες διαδοχικές μικρές τροποποιήσεις η θεωρία μου θα κατέρρεε τελείως.
Στην περίπτωση του μαστιγίου και σχεδόν σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που προτάθηκαν για την μη αναγώγιμη πολυπλοκότητα, τα κριτήρια του Δαρβίνου δεν βρέθηκαν, και μια τίμια εκτίμηση της σημερινής γνώσης οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα που ακολουθεί στην επόμενη φράση του Δαρβίνου:
Αλλά δεν μπορώ να ανακαλύψω καμία τέτοια περίπτωση.» (σελ. 170)
3.6 ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ, ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΟΤΗΤΑ
Στην προηγούμενη ενότητα παρουσιάστηκαν οι διάφορες εκδοχές της πολυπλοκότητας μέσα από την θεωρία της εξέλιξης και του ευφυούς σχεδίου υπό το πρίσμα της βιολογίας. Η πολυπλοκότητα όμως είναι ένα ζήτημα με πολύ μεγάλες εφαρμογές σε όλα τα επίπεδα (βιολογία, κοινωνία, φύση), οπότε μέσα από τις μελέτες του Prigogine θα συνδέσω την πολυπλοκότητα με την φυσική αλλά και την βιολογία. Ο Prigogine συνοψίζει την ουσία της φυσικής μακράν της ισορροπίας στην μη αντιστρεψιμότητα, στην πιθανότητα και την αστάθεια. Τα δύο παράδοξα που προκύπτουν από την διατύπωση του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής είναι το παράδοξο της ζωής και το παράδοξο της δυναμικής. Πώς εμφανίζονται οι έμβιες μορφές και πώς αυτό-οργανώνονται μειώνοντας την εντροπία τους αψηφώντας την παγκοσμιότητα του δεύτερου νόμου; Ο Schrodinger τόνισε την ανάγκη να επεκταθεί η θερμοδυναμική μακράν της ισορροπίας, ώστε να βρεθούν πιθανοί τρόποι να αποφευχθεί η αντίφαση ανάμεσα στην αυτό-οργάνωση των έμβιων μορφών και στην αύξηση της εντροπίας που οδηγεί στην ισορροπία. Στην πραγματικότητα οι μη γραμμικές εξισώσεις που περιγράφουν συστήματα μακράν της ισορροπίας όπως έδειξε ο Prigogine ενέχουν δομικές αστάθειες οι οποίες επάγονται στις διακλαδώσεις. Ως αποτέλεσμα έχουμε τη δημιουργία μορφών και την αυτό-οργάνωση( Πώς όμως και μας λέτε ότι συμβιβλαζονται όλα με την ανθρώπινη λογική; Με ποια λογική;). Στις κρίσιμες μεταβάσεις μακράν της ισορροπίας εμφανίζονται συσχετίσεις μακράς εμβέλειας ενώ τον κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι διακυμάνσεις. Η αρχή της «τάξης μέσω διακυμάνσεων» περιγράφει πως οι μορφές σχηματίζονται μακριά από την ισορροπία όπου δεν υπάρχει μια γενική αρχή ακρότατων τιμών. Το σύστημα βρίσκει τον δρόμο του μέσω ολκών και αποστών και υφίσταται κρίσιμες μεταβάσεις, καθώς αλλάζουν οι παράμετροι τάξης καθοδηγούμενες από διακυμάνσεις.
«Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα το θέμα είναι το πώς μπορεί η εντροπία να αυξάνει μη αναστρέψιμα σε ένα σύστημα ατόμων που αλληλεπιδρούν με αναστρέψιμες και συντηρητικές δυνάμεις. Το πρόβλημα αυτό τέθηκε επιστημονικά από τον Boltzmann, ενώ ο Επίκουρος και ο Λουκρήτιος επικαλέστηκαν εξωδυναμικούς παράγοντες. Ο Prigogine όμως δεν μπορούσε να δεχθεί κανένα εξωδυναμικό επιχείρημα (άγνοια, προσέγγιση), διότι η μη αναστρέψιμη εμφάνιση τάξης μακράν της ισορροπίας επιτυγχάνεται μέσω της ροής εντροπίας βάσει της εσωτερικής παραγωγής εντροπίας, η οποία ακολουθεί τον Δεύτερο Νόμο. Έτσι λοιπόν, η μη αναστρεψιμότητα οφείλει να είναι εγγενής ιδιότητα της φύσης. Επειδή και η πιθανότητα (διακυμάνσεις) ενέχεται επίσης στις μεταβάσεις μακράν της ισορροπίας που παράγουν την ποικιλομορφία της φύσης ο Prigogine δεν μπορούσε να φανταστεί την μη αναστρεψιμότητα χωρίς την πιθανότητα, ακόμα και στο θεμελιώδες επίπεδο της δυναμικής περιγραφής.» (σελ. 268)
26 Ilya Prigogine, Το Τέλος της Βεβαιότητας (Αθήνα: Εκδόσεις Κάτοπτρο, 2003) σελ. 268-272
Η στρατηγική επισήμανσή του ήταν ότι η μη αναστρεψιμότητα και η πιθανότητα πρέπει να είναι αντικειμενικές ιδιότητες των ασταθών είτε μη ολοκληρώσιμων δυναμικών συστημάτων. Στα ασταθή είτε μη ολοκληρώσιμα συστήματα έχουμε επεκτάσεις της δυναμικής εξέλιξης, οι οποίες είναι εγγενώς μη αναστρέψιμες και εγγενώς(;;;;;;;;;;;;; )πιθανοκρατικές. Επεκτάσεις μπορούν να κατασκευαστούν επίσης και για ευσταθή είτε ολοκληρώσιμα συστήματα, αλλά είναι πάντοτε αναστρέψιμες και μη πιθανολογικές. Συνεπώς, η ταξινόμηση της δυναμικής ως προς την ευστάθεια και την ολοκληρωσιμότητα έχει καθοριστική σημασία. Αυτή η ταξινόμηση εφαρμόζεται όχι μόνο σε μικροσκοπικές και μακροσκοπικές διαδικασίες αλλά και στο σύμπαν θεωρούμενο ως όλον. Για παράδειγμα, στα κοσμολογικά μοντέλα με αστάθειες που οφείλονται στην αρνητική καμπυλότητα, έχουν βρεθεί διάφορες προβλέψεις που μπορούν να ελεγχθούν με παρατηρήσεις. Η ανάλυση πρόσφατων παρατηρήσεων(………………) παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι το σύμπαν μας εμφανίζει αρνητική καμπυλότητα, δηλαδή χάος.
«Τα κύρια αποτελέσματα του έργου του Prigogine συνοψίζονται παρακάτω.
1. Η αποσαφήνιση των φυσικών συνθηκών για την εμφάνιση της πολυπλοκότητας στο μακροσκοπικό και μικροσκοπικό επίπεδο.
2. Η ανάπτυξη της πιθανολογικής ανάλυσης των πολύπλοκων συστημάτων. Η πιθανότητα είναι η αποτίμηση της αβεβαιότητας που ενυπάρχει στα πολύπλοκα συστήματα.

Η πολυπλοκότητα στην φύση οδηγεί σε προβλήματα υπολογιστικής πολυπλοκότητας. Τα πολύπλοκα συστήματα απαιτούν την ανάπτυξη μη συμβατικών αλγορίθμων. Αυτοί οι αλγόριθμοι μπορούν να μεταφερθούν από το ένα πεδίο έρευνας στο άλλο ώστε να υπάρξει αμοιβαίο όφελος. Για παράδειγμα τα μαθηματικά μοντέλα του ανοσοποιητικού συστήματος μπορούν να δώσουν νέες υπολογιστικές δυνατότητες ή ακόμα και ένα ανοσοποιητικό σύστημα για δίκτυα υπολογιστών. Αυτά τα νέα λογισμικά φαίνεται να συμβάλλουν σημαντικά στην ασφάλεια των δικτύων. Η βιολογία υπό αυτή την έννοια παρέχει πολλές ιδέες για την θεωρία πολυπλοκότητας και την πληροφορική τεχνολογία. Μπορούν να αναφερθούν για παράδειγμα εκτός των ανοσοδικτύων, τα νευρωνικά δίκτυα, τα εξελικτικά αυτόματα, την ευφυία πληθυσμών . Τα κοινωνικά δίκτυα που προτάθηκαν πρόσφατα είναι χρήσιμα για το διαδίκτυο, την επιδημιολογία, ακόμα και για την μορφοδόμηση επιστημονικών συνεργασιών. Η κοινωνία της πληροφορίας μπορεί να θεωρηθεί αυτή καθ’ εαυτή ως ένα πολύπλοκο σύστημα.» (σελ. 271-272)
3.7 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Θεωρώ ότι το πιο κρίσιμο σημείο από αυτήν την σύνδεση της τύχης με την τελεονομία υπό το πρίσμα των μεταλλάξεων και την μετέπειτα τοποθέτησή τους στον τελεονομικό μηχανισμό, δεν είναι μόνο το ότι έτσι συντελείται η εξέλιξη κάτι που σύμφωνα με όρους πιθανοτήτων δεν θα αναμένονταν να συμβεί. Όπως επίσης ο εντοπισμός κατά τον Μονό στο ότι το απροσέγγιστο γνωσιακά είναι η εμφάνιση των πρώτων οργανισμών δηλαδή το πρόβλημα των καταγωγών, αλλά και η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου κεντρικού νευρικού συστήματος. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο νομίζω ότι είναι, ότι όλη αυτή η διαδικασία συντελείται χωρίς την επενέργεια εξωτερικών δυνάμεων, αλλά αντίθετα είναι απόρροια εσωτερικών μηχανισμών κάτι που το θεωρώ πολύ σημαντικό στην σύνδεσή του από φιλοσοφικής(ανάγεται σε πηγή γνώσεως,..ορισμός ,λειτουργία βάση της φιλοσοφίας) απόψεως. Λειτουργεί ως παράδειγμα για να δείξει ότι η αναζήτηση της βαθύτερης αλήθειας και αιτίας των πραγμάτων, βρίσκεται μέσα στην ίδια την διεργασία αναζήτησης της γνώσης και η οποία στο τέλος θα αποτελέσει την γνώση του εαυτού. Έτσι έχει νόημα η αυτοοργάνωση με συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά και παράλληλα διατηρώντας το πιο ζωτικό της χαρακτηριστικό που είναι η δυνατότητα και το ενδεχομενικό. Αυτό νομίζω ότι είναι και το υπόστρωμα αυτής της διαδικασίας, η οποία είναι η κατεξοχήν έννοια της κίνησης του ‘υπάρχειν’ από την οποία απορρέει και το νόημα ως επίγνωση πλέον. Δηλαδή σε αυτό που κάνει το ‘είναι’ να είναι αυτό που είναι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4Ο
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.
Είναι πολύ λογικό η έννοια της τύχης να δημιουργεί πολύ μεγάλα προβλήματα όσον αφορά όχι μόνο την κατανόηση των νόμων της φύσης με την ευρύτερη έννοια, αλλά και τις συνέπειές της ως προς το ηθικό-πνευματικό επίπεδο της ανθρώπινης αντίληψης. Κάπως έτσι αρχίζουν οι αντιφάσεις. Από την μια πλευρά εάν δεν θα υπήρχε το τυχαίο ο άνθρωπος θα μπορούσε να ελέγχει, αλλά και να ελέγχεται από τα πάντα, με συνέπεια να αμφισβητηθεί το είδος της ελευθερίας που έχει. Η απόλυτη προσδιορισιμότητα στα πράγματα είναι σαν να προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος είναι ήδη ένα τέλειο ον του οποίου οι επιλογές έχουν μόνο να ζημιώσουν μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο διέπεται από μια τυχαιότητα που μπορεί να απειλήσει την ασφάλεια και την σιγουριά( Η αλήθεια με Α κεφαλαίο πρέπει να βρίσκεται πάντα έξω από το βασίλειο τής κατανόησής μας. που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος με την σοφία του. Υπό αυτή την έννοια εξασφαλίζεται ένα είδος ελεγξιμότητας και κατ επέκταση νοηματοδότησης της ύπαρξης, παρόλο που αυτό λειτουργεί και ως εγκλωβισμός στην ίδια την ελευθερία του. Από την άλλη πλευρά το μεγάλο πρόβλημα με την λογική της τύχης είναι ο πολύ μεγάλος φόβος ότι μέσα της εμπεριέχει την στέρηση του νοήματος και κατά συνέπεια την έννοια της απαξίωσης. Κανένας νους δεν είναι περήφανος όταν πετυχαίνει κάτι που είναι προϊόν καθαρής τύχης, αφού δεν το αισθάνεται καν δικό του Αντίθετα όταν κάποιος καταβάλει προσπάθεια όχι μόνο έχει λόγο να ικανοποιείται αλλά κυρίως ξέρει ότι έχει συμβάλει για να συμβεί κάτι.
4.1 ΤΟ ΠΡΟΘΕΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΤΥΧΑΙΟΥ
Πρώτα πρώτα ας επεξεργαστούμε το τι είναι το τυχαίο. Το ένα είδος του τυχαίου αναφέρεται στον μακρόκοσμο και την κλασική λογική. Το άλλο είδος του τυχαίου το οποίο είναι και πιο οντολογικό αναφέρεται στον μικρόκοσμο. Στον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε το τυχαίο (μακρόκοσμος), είναι συνδεδεμένο με αυτό του οποίου δεν μπορούμε να προβλέψουμε(τυχαίο και απρόβλεπτο σε μεγάλη κλίμακα,ταυτίζονται;)  το αποτέλεσμα παρά μόνο να το διαχειριστούμε πιθανοκρατικά. Τέτοια παραδείγματα είναι το ρίξιμο ενός ζαριού ή η ρουλέτα. Τα παιχνίδια αυτά όμως είναι μακροσκοπικά και διέπονται από νόμους οι οποίοι λόγω της πολυπλοκότητάς τους είναι απλώς μη προσβάσιμοι από τον άνθρωπο. Η πρακτική αδυναμία μας δηλαδή να διευθύνουμε με ακρίβεια το ρίξιμο του ζαριού είναι η αιτία της μη προβλεψιμότητας. Έχουμε δηλαδή μια απροσδιοριστία η οποία είναι καθαρά υπολογιστική και όχι ουσιαστική. Από την άλλη πλευρά έχουμε την λογική της σύμπτωσης στην οποία το τυχαίο λαμβάνει άλλη μορφή. Να είναι δηλαδή το αποτέλεσμα που προκύπτει από την τομή δύο αιτιακών αλληλουχιών εντελώς ανεξάρτητων μεταξύ τους. Την στιγμή που κάποιος βγαίνει από το σπίτι του για να αγοράσει επειγόντως ένα φάρμακο που χρειάζεται, μπορεί από το σημείο που περνάει να χτίζεται μια πολυκατοικία και να πέσει στο κεφάλι του ένα αντικείμενο. Φυσικά όλων των ειδών τα σενάρια είναι δυνατό να συμβούν, όπου αλλάζει κάθε φορά το είδος της πιθανότητας. Ανάμεσα όμως στο ζάρι που είναι ένα ατομικό γεγονός και σε σύγκριση με το παράδειγμα του ατυχήματος, υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Το γεγονός ότι η πιθανότητα στην περίπτωση του ζαριού είναι σίγουρη, ενώ στην περίπτωση του ατυχήματος είναι μόνο δυνάμει. Όταν γίνεται η κλήρωση ενός λαχείου η πιθανότητα να κερδίσω είναι ελάχιστη, το σίγουρο όμως είναι ότι κάποιος θα κερδίσει. Πρόκειται δηλαδή για ένα γεγονός το οποίο σίγουρα θα συμβεί αλλά απλώς δεν γνωρίζουμε σε ποιον. Αυτό συμβαίνει διότι το αποτέλεσμα θα προκύψει από τον εσωτερικό δυναμισμό του απομονωμένου συστήματος το οποίο δεν εξαρτιέται κατά κάποιο τρόπο από εξωτερικό παράγοντα.
 Με αυτήν την διάκριση δεν υπονοώ ότι διαφορετικοί νόμοι της φύσης ισχύουν για τους δύο κόσμους. Άλλωστε η τοποθέτησή μου θα έχει ενοποιητικό χαρακτήρα.
Αντίθετα στην περίπτωση του ατυχήματος έχουμε συσχέτιση δύο ή και περισσοτέρων συστημάτων τα οποία εκτός του ότι διαθέτουν τον δικό τους εσωτερικό δυναμισμό, βρίσκονται σε αλληλεπίδραση με τον δυναμισμό των άλλων συστημάτων. Κατά συνέπεια η πραγμάτωση ενός αποτελέσματος βασίζεται σε ένα είδος συγχρονισμού των επιμέρους συστημάτων όπου το ένα θα πρέπει να επικοινωνήσει αρμονικά με το άλλο. Άρα το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση δεν είναι το σε ποιον θα υπάρξει το αποτέλεσμα αλλά το εάν θα υπάρξει αποτέλεσμα. Αφού λοιπόν το αποτέλεσμα θα είναι προϊόν ενός συντονισμού αυτό μάλλον σημαίνει ότι ο χρόνος το (timing) λειτουργεί ως κριτήριο. Η γνώση της πρόθεσης καθορίζει το πότε θα γίνει ο συγχρονισμός. Η έννοια όμως της πρόθεσης εκτός του ότι λειτουργεί εξωτερικά ως προς τα συστήματα, ακόμα πιο εντυπωσιακά δεν εμπεριέχει την έννοια του τυχαίου που στην χειρότερη των περιπτώσεων θα είναι νοηματοδοτούμενο. Η λογική της πρόθεσης αναμένεται να βασίζεται σε αποτελέσματα που ενέχουν νοήματα παρόλο που, για την επίτευξή τους μπορεί να γίνει χρήση του τυχαίου. Αυτό είναι και το τυχαίο που δεν είναι τυχαίο. Άρα θα πρέπει να εξεταστεί η προθετικότητα της ίδιας της φύσης του χρόνου. Ο χρόνος όμως που δεν αναμένεται να έχει συνείδηση ο ίδιος, λειτουργεί ως το μέσον που επιτρέπει τον συντονισμό, αλλά με την πρόθεση να πρέπει να έχει αποφασιστεί από αλλού.
 Είναι όπως όταν θέλουμε να συγχρονίσουμε ορισμένες κυματομορφές στα ολοκληρωμένα κυκλώματα όπου η χρήση ενός timer (το οποίο επίσης είναι ένα τσιπάκι), καθορίζει την φάση των κυματομορφών. Στην περίπτωση όμως του timer μπορούμε να κατασκευάσουμε το εξάρτημα αυτό διότι γνωρίζουμε το τι σκοπό θέλουμε να επιτελέσει.
Ένα είδος αντίστοιχου παραδείγματος ως αναλογία είναι η θέση της γης στο ηλιακό σύστημα. Βέβαια εδώ δεν είναι ο χρόνος το κριτήριο αλλά η θέση. Πιο συγκεκριμένα η θέση της γης βρίσκεται σε μια ιδανική απόσταση από τον ήλιο όπου είναι δυνατή η ύπαρξη της ζωής που ξέρουμε. Εάν θα βρισκόταν λίγο πιο μακριά ή λίγο πιο κοντά θα ήταν υπερβολικά θερμή ή παγωμένη αντίστοιχα, ώστε δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί η ζωή. Γνωρίζουμε όμως από την φυσική ότι κανένας νόμος δεν επιβάλει αυτήν την θέση της γης όχι επειδή δεν μπορούμε να τον βρούμε αλλά επειδή δεν υπάρχει τέτοιος νόμος( η έννοια του νόμου;;;). Στην ουσία του πράγματος το αποτέλεσμα υπάρχει δηλαδή η ζωή, προερχόμενο από μια αιτία η οποία είναι ανύπαρκτη και η οποία εκφράζει την μία και μοναδική πιθανότητα να μπορούσε να συμβεί αυτό. Εάν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η πρόθεση είναι η ύπαρξης της ζωής τότε αυτή επετεύχθη από μια πιθανότητα η οποία προέρχεται από ένα προθετικό περιβάλλον το οποίο δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Βέβαια τα πράγματα είναι ίσως πιο περίπλοκα. Εάν δεν αντιμετωπίσουμε το τυχαίο ως εμποδιστική παράμετρο, αλλά ως μέρος ενός γενικότερο τελεονομικού μηχανισμού. Ο τελεονομικός μηχανισμός προφανώς εισάγει την πρόθεση, και πρόθεση σημαίνει αιτιοκρατία ακόμα κι αν οι λογικές σχέσεις δεν είναι ντετερμινισμένες. Επομένως όλη η πολυπλοκότητα προκύπτει ανάμεσα στην αλήθεια που αποκαλύπτει η πρόθεση από την μια πλευρά, και από την άλλη οι μηχανισμοί της συσχέτισης τύχης και αιτιοκρατίας για το πέρασμα στο αποτέλεσμα το οποίο τελικά αποκαλύπτεται.
Κάπου εδώ τώρα ανακύπτει το πολύ μεγάλο ζήτημα με τις άπειρες δυνατότητες. Οι άπειρες δυνατότητες από τις οποίες μόνο η μία μπορεί να είναι η επιθυμητή λύση, είναι αυτό που πάντα δεν μπορεί να εξηγηθεί. Εάν γνωρίζουμε ότι από το πρακτικά άπειρο πλήθος των λύσεων έχει επιλεγεί μόνο η μία, πρόκειται για ένα εξιδανικευμένο σενάριο το οποίο λειτουργεί προθετικά σε μια διαδικασία τύχης. Σύμφωνα με την κοινή λογική ο τρόπος για να διαχειριστούμε την τύχη είναι με την χρήση των πιθανοτήτων. Σε ένα αθλητικό παιχνίδι όταν υπάρχει διακριτή διαφορά δυναμικότητας μεταξύ δύο ομάδων δεν σημαίνει ότι σίγουρα θα νικήσει ο καλύτερος.
Στις περιπτώσεις όπου νικάει ο ασθενέστερος μιλάμε για ανατροπή και πραγμάτωση της μικρής πιθανότητας που είχε αρχικά δοθεί. Αντίστοιχα όταν οι ομάδες είναι ισοδύναμες συνήθως το αποτέλεσμα κρίνεται στις λεπτομέρειες. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν γνωρίζουμε το αποτέλεσμα δεν είναι και τόσο σημαντικό, αφού οι μηχανισμοί που το εξηγούν με την χρήση των πιθανοτήτων εκφράζουν την λογικότητα της διαδικασίας. Η χρήση των πιθανοτήτων για τις περιπτώσεις που αναφέρονται σε ένα μεγάλο στατιστικά αριθμό γεγονότων προβλέπει επίσης και το αποτέλεσμα. Μπορεί κάποιος να κερδίσει μια φορά σε ένα καζίνο, όμως πάντα είναι κερδισμένο το καζίνο διότι σε έναν μεγάλο αριθμό παιχνιδιών στατιστικά το καζίνο πάντα κερδίζει. Υπό αυτήν την έννοια έχουμε το αποτέλεσμα. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι και η θέση της γης είναι απόρροια της πραγμάτωσης μίας από τις πολλές πιθανές θέσεις που θα μπορούσε να έχει.
Κάπου εδώ όμως ανακύπτει η λογική των πολλαπλών λύσεων. Όπως έχουμε δει η θεωρία των χορδών (string theory) αποκαλύπτει έναν κόσμο έντεκα διαστάσεων. Οι διαστάσεις αυτές δεν είναι βέβαια προσβάσιμες στις ανθρώπινες αισθήσεις, αλλά για τις δυνατότητες του μικρόκοσμου και λόγω της δομής των χορδών μπορεί έστω με μαθηματικές διαδικασίες να θεωρηθούν ότι υπάρχουν. Οι διαστάσεις αυτές διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, διότι αποτελούν το υπόστρωμα πάνω στο οποίο αποκτούν οντολογικό περιεχόμενο όλες οι δυνάμει καταστάσεις. Ο πλούτος του δυνάμει κόσμου προέρχεται ακριβώς από κάτι το οποίο δεν υπάρχει ή δεν είναι λογικό για τον μακρόκοσμο. Υπό μία έννοια όλα τα δυνατά σενάρια και όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί πρέπει να υπάρχουν μέσα σε μια διαδικασία η οποία συνεχώς μπορεί να εμπλουτίζεται με νέες δυνατότητες. Η φιλοσοφία του κώδικα του DNA με την ευρύτερη έννοια λειτουργεί ως ένα εκπληκτικά ευέλικτο μηχάνημα το οποίο επιτρέπει ένα πρακτικά άπειρο πλήθος συνδυασμών, όπου μαζί με τις δυνατότητες μετάλλαξης του DNA οδηγούμαστε σε μια ατέρμονη δυνατότητα διαφορετικότητας. Κατά κάποιο τρόπο κάπως έτσι κατασκευάστηκαν οι πρώτες μηχανές κρυπτογραφημένων μηνυμάτων που χρησιμοποιήθηκαν στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Οι κώδικες ήταν αδύνατο να «σπάσουν» εάν δεν υπήρχε μία αντίστοιχη μηχανή η οποία έπρεπε μάλιστα να γνωρίζει τον σκοπό ώστε τελικά να μπορεί να μπει στην υπολογιστική διαδικασία.
Επανερχόμενοι στην θεωρία των χορδών, είδαμε ότι ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο δονούνται οι χορδές, αποτελεί την βάση για τον σχηματισμό κάθε μακροσκοπικής πραγματικότητας. Αυτό σημαίνει ότι οι ‘αποφάσεις’ λαμβάνονται σε έναν κόσμο στον οποίο δεν έχουμε πρόσβαση, και ακόμα εντυπωσιακότερα είναι ο κόσμος των δυνατοτήτων. Εκεί όλα είναι δυνατά, αλλά δεν είναι τυχαίο το ποιο δυνατό επιλέγεται, την ίδια στιγμή που αναφερόμαστε στο βασίλειο της τύχης. Το ότι κάθε τρόπος δόνησης της χορδής συνεπάγεται συγκεκριμένη πραγμάτωση, αποτελεί το οντολογικό υπόστρωμα του τρόπου με τον οποίο αποδίδεται η ταυτότητα και το ιδιωτικό χαρακτηριστικό στο καθετί που μετουσιώνει το ‘είναι’ σε ύπαρξη, και παράλληλα αποκαλύπτει την σχέση μεταξύ του αφηρημένου με το συγκεκριμένο.
4.2 ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΝΟΗΜΑΤΟΣ
Ας αναλογιστούμε πρώτα από όλα ορισμένα πράγματα τα οποία λειτουργώντας ως αναλογίες και παραδείγματα θα ευνοήσουν την συλλογιστική που θα αναπτυχθεί στην συνέχεια. Κορυφαίο παράδειγμα είναι οι μαύρες τρύπες μέσα από τις οποίες είδαμε την συνύπαρξη του μικρόκοσμου και των απειροελάχιστων κβαντικών δομών σε άμεση συσχέτιση με την ισχυρότερη βαρυτική δύναμη. Η ίδια η αρχή του σύμπαντος με την μεγάλη έκρηξη θεμελιώθηκε ανάμεσα στην αρμονική σύζευξη φαινομενικά δύο τελείως αντιφατικών καταστάσεων. Χρειαζόμαστε μια οπτική του κόσμου που θα κάνει την αντίφαση να πάψει να φαίνεται ως αντίφαση, αλλά αντίθετα να λειτουργεί ως εξηγητικός μηχανισμός. Αυτός νομίζω είναι και ο λόγος της δυσκολίας κατανόησης της κβαντομηχανικής. Το χαρακτηριστικό πρόβλημα με την κβαντική θεωρία είναι ότι κάθε φορά που αναμένουμε ένα αποτέλεσμα σύμφωνα με την θεωρία, η ίδια η πράξη μας δίνει το αντίθετο αποτέλεσμα.
Υπάρχουν επίσης και πιο απλές δομές λογικής για να υποψιαστεί κανείς ότι η προφάνεια των αισθήσεων είναι ιδιαίτερα παραπλανητική. Όσο προσπαθούσαν οι επιστήμονες να κατασκευάσουν όπλα χρησιμοποιώντας μακροσκοπικά υλικά τα αποτελέσματα ήταν όσο να ναι πεπερασμένα. Η βόμβα υδρογόνου όμως και η ατομική βόμβα προέκυψαν από την αξιοποίηση τεράστιων δυνάμεων οι οποίες βρίσκονται στο μικροσκοπικό επίπεδο ανάμεσα στον πυρήνα του ατόμου. Το μικροσκοπικό επίπεδο δηλαδή είναι αυτό στο οποίο βρίσκονται οι ισχυρότερες δυνάμεις και οι οποίες εφόσον αποκτήσουν αναφορικότητα() στο μακροσκοπικό θα προκαλέσουν ασύγκριτα μεγαλύτερες καταστρεπτικές συνέπειες. Το ίδιο συμβαίνει και με τα χημικά και βιολογικά όπλα τα οποία χρησιμοποιούν υλικό προερχόμενο από έναν κόσμο ο οποίος δεν είναι ορατός από τις αισθήσεις. Αν τώρα συνυπολογίσει κανείς ότι πέρα από τις τεράστιες δυνάμεις που αναπτύσσονται σε αυτό το επίπεδο, ότι και η ύλη συμπεριφέρεται με ιδιότητες αντίστοιχης σύνδεσης μικροσκοπικού με τον μακροσκοπικό κόσμο, δημιουργούμε το υπόστρωμα διασύνδεσης και επικοινωνίας του οντολογικού και ασύλληπτων διαστάσεων δύναμης με την δυνατότητα έκφρασης αυτού στον αποκαλύψιμο εξωτερικά κόσμο.
Το κρίσιμο σημείο όμως νομίζω ότι είναι το πώς επικοινωνεί και το πώς γίνεται το πέρασμα από την μικροσκοπική πραγματικότητα στον μακρόκοσμο. Εάν η οντολογία των πραγμάτων είναι ο μικρόκοσμος πώς μπορεί και προσαρμόζεται στην τελεονομία του μακρόκοσμου; Γνωρίζουμε ότι, σύμφωνα με τους νόμους της λογικής τα πάντα διέπονται από την αιτία και το αποτέλεσμα. Το θέμα είναι ότι το τυχαίο δεν μπορεί να εξεταστεί εάν δεν λογικοποιηθεί, διότι ο άνθρωπος την λογική έχει για να χρησιμοποιήσει. Εάν το τυχαίο συνδεθεί με το αυθαίρετο ή κάτι που δεν υπάγεται σε νόμο φυσικό, ηθικό, λογικό, τότε το ίδιο το τυχαίο θα γίνει παράλογο ως προς τον εαυτό του Από εκεί και πέρα το ζητούμενο είναι να υπάρχει ένας μηχανισμός, αλλά δεν νοείται να υπάρχει μηχανισμός χωρίς πρόθεση. Ο σκοπός όμως πρόκειται να καθορίσει το πώς θα είναι ένας μηχανισμός. Εάν το τυχαίο εξυπηρετεί τις άπειρες δυνατότητες, τότε όχι μόνο δεν είναι πρόβλημα αλλά το έχουμε και ανάγκη, διότι μέσα από αυτό μπορούμε να επανακαθορίζουμε τις σταθερές κάτι που παραπέμπει στην οντολογία των πραγμάτων και χωρίς αυτό να λειτουργεί σε βάρος της προθετικότητας. Ο μηχανισμός της τελεονομίας δεν σημαίνει ότι εγκλωβίζει τα πράγματα διότι αυτό θα ήταν σε βάρος της εξελικτικότητας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πρόθεση και η οποία βρίσκεται στα δομικά χαρακτηριστικά του μηχανισμού.
Συνήθως χρησιμοποιούμε την έννοια του τυχαίου για πράγματα στα οποία αποδίδουμε μικρή πιθανότητα. Άλλοτε αυτή η πιθανότητα είναι σίγουρη όπως η κλήρωση ενός λαχείου όπου σίγουρα κάποιος θα κερδίσει. Φυσικά αυτός που κερδίζει θα θεωρηθεί πολύ τυχερός διότι εξαρχής είχε πολύ μικρή πιθανότητα. Υπάρχουν επίσης γεγονότα τα οποία έχουν μικρή πιθανότητα, τα οποία όμως δεν είναι επιβαλλόμενα από κάποιο νόμο ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε έστω και ένα από αυτά να πραγματοποιηθεί. Από την άλλη πλευρά η έννοια της πιθανότητας επανακαθορίζεται όταν μελετάμε στατιστικές συλλογές πληθυσμών όπως συμβαίνει στις μεταλλάξεις του κώδικα στο DNA. Σε μία ατομική περίπτωση η μετάλλαξη θα συμβεί με απειροελάχιστή πιθανότητα αλλά σε πληθυσμούς μετατρέπεται σε συχνό φαινόμενο. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι όταν υπάρχουν όλα τα δυνατά σενάρια έστω και σε δυνάμει μορφή ότι δεν είναι και τόσο περίεργο να εμφανιστεί εν ενεργεία κάποιο το οποίο είναι επιθυμητό για διαφόρους λόγους. Εάν υπάρχουν αμέτρητα σύμπαντα γιατί να μην υπάρχει και ένα σαν το δικό μας με την πολύ συγκεκριμένη τιμή της σκοτεινής ενέργειας. Το γεγονός δηλαδή ότι όλα τα σενάρια πραγματοποιούνται κάθε φορά αφήνει το περιθώριο να συμβεί και κάτι που μοιάζει εξιδανικευμένο. Σε αυτή την περίπτωση μάλιστα το τυχαίο είναι μόνο για αυτόν που πρόκειται να του συμβεί, ενώ για το ίδιο δεν είναι αφού είναι αναγκασμένο να συμβεί κάπου λόγω της ύπαρξης όλων των περιπτώσεων.
Μία επίσης καθοριστική παράμετρος είναι το τυχαίο που αναφέρεται κυρίως στον μη ελέγξιμο παράγοντα της ζωής κάθε φορά. Αυτό που δεν υπάγεται σε κάποιο νόμο ή σε συνδυασμό γεγονότων τα οποία επικοινώνησαν συντονισμένα για να γίνει κάτι. Συνήθως αποδίδουμε την έννοια του τυχαίου εκεί όπου πραγματοποιείται η μικρή πιθανότητα. Το γεγονός όμως ότι μιλάμε για πιθανότητες σημαίνει ότι ο αιτιακός μηχανισμός δεν είναι μια άκαμπτη λογικότητα. Μικρή πιθανότητα όμως σημαίνει ότι η ενεργοποίηση των αιτίων που μπορούν να προκαλέσουν το σπάνιο αποτέλεσμα διέπονται από λογικότητες και αιτιώδεις σχέσεις οι οποίες παραβιάζουν τα ίδια τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του συστήματος. Όταν για παράδειγμα θα δοθεί ο οποιοσδήποτε αγώνας μεταξύ δύο αντιπάλων διαφορετικής δυναμικότητας, το να νικήσει ο αδύνατος τον δυνατό είναι μη αναμενόμενο διότι αναμένουμε να επικρατήσει και να καθορίσει την έκβαση το ίδιο το κριτήριο. Το κριτήριο αναφοράς και καθορισμού της έκβασης είναι ας πούμε η δύναμη με την ευρύτερη έννοια, οπότε σε περίπτωση που η έκβαση είναι απρόσμενη πρακτικά δεν παραβιάστηκε το ίδιο το κριτήριο αλλά απλώς δεν λειτούργησε, διότι ενεργοποιήθηκαν άλλοι παράμετροι που δεν είναι αντιπροσωπευτικοί του συστήματος. Άρα δεν λειτούργησε αυτό που χαρακτήριζε το σύστημα.
Για παράδειγμα η Εθνική Ελλάδος στο ποδόσφαιρο κέρδισε το EURO 2004 χωρίς να είναι η καλύτερη ομάδα. Το ότι οι πιθανότητες πριν από το τουρνουά ήταν ελάχιστες δεν είναι κάτι λάθος αφού και η έκβαση του αποτελέσματος έδειξε ότι υπήρχαν καλύτερες ομάδες. Όταν τώρα θα αναζητήσει κανείς την αιτία του αποτελέσματος που είναι η έκπληξη τελικά, θα μπορούσε να εντοπιστεί στην ασυνήθιστα υψηλή ενέργεια και διάθεση που έδειξαν οι Έλληνες παίκτες (η δύναμη της θέλησης, κατάθεση ψυχής). Μαζί με ορισμένες άλλες παραμέτρους όπως το ψυχολογικό σκέλος, όπου η Ελλάδα δεν είχε να χάσει κάτι και άρα ψυχικά αποφορτισμένη, όπως επίσης και στο τεχνικό σκέλος το αμυντικό της παιχνίδι που άγχωνε κάθε φορά τον αντίπαλο ο οποίος αντίπαλος μετά γινόταν αυτοκαταστροφικός. Όλα αυτά ίσως να μπορούν να εξηγήσουν και την τελική συνομωσία του σύμπαντος λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αντίπαλοι έκαναν ασύγκριτα πολύ περισσότερες προσπάθειες και όλες παράδοξα άστοχες και η Ελλάδα στην μια φάση ευστοχούσε. Το γεγονός όμως ότι συνέβη αυτό το περιστατικό δεν καταργεί την κριτηριακότητα που είναι η κλάση και οι τεχνικές ικανότητες της κάθε ομάδας.
Η υπέρβαση του κριτηρίου που χαρακτηρίζει το σύστημα είναι ένα γεγονός που εξορισμού θα είναι σπάνιο, ώστε να μην έρχεται σε αντίφαση το ίδιο το σύστημα με τον εαυτό του. Είναι για να μην συμβεί η λογική ότι επαναλαμβανόμενη σύμπτωση παύει να είναι σύμπτωση. Εάν κανείς δεχθεί την παραπάνω εξήγηση του αποτελέσματος, θα μπορούσε να πει ότι το αποτέλεσμα δεν είναι τυχαίο αφού είναι εξηγήσιμο και άρα πολύ λογικό. Από την άλλη όμως ξέρουμε ότι πρόκειται για ένα σπανιότατο γεγονός διότι η ίδια η λογική θα έπρεπε να φτιάξει ένα νέο κριτήριο το οποίο στην συνέχεια ατέρμονα θα έπρεπε να αναιρεθεί από το επόμενο κριτήριο. Ούτως η άλλως η λογική παραμένει αφού ο δυνατός παραμένει πιο δυνατός από τον αδύνατο. Η πιθανότητα αναφέρεται στο αποτέλεσμα αλλά θεμελιώνεται από το περιεχόμενο της διαδικασίας και κατά κανόνα προέρχεται από μια λογική η οποία έχει έντονο λειτουργικό περιεχόμενο.
Σχεδόν πάντα ένα γεγονός όταν είναι προϊόν τύχης διέπεται από μια μοναδικότητα. Κάποιος που κερδίζει ένα λαχείο δεν αναμένεται να ξανακερδίσει. Σημασία εδώ όμως έχει η αξία της μοναδικότητας. Το αντιφατικό χαρακτηριστικό με την τύχη είναι ότι ενώ λειτουργεί ως μηχανισμός για την ανάδειξη της εκάστοτε μοναδικότητας από την μια πλευρά, από την άλλη είναι σαν να μην περιέχει την κριτηριακότητα της μοναδικότητας. Όταν κάτι είναι μοναδικό αποκτάει ένα είδος αυταξίας αλλά εάν δεν υπάρχει από πίσω μια συγκεκριμένη συλλογιστική δεν θα υπάρχει και νοηματοδότηση για να στηρίξει την μοναδικότητα. Η έννοια θα περιοριστεί μόνο στο περιεχόμενο της λέξης και σε μια σχέση μόνο με τον εαυτό της χωρίς να βρίσκει αντίκρισμα σε κάτι το οποίο θα της δίνει υπόσταση. Άρα λοιπόν ενώ η μοναδικότητα είναι ζητούμενο ως αποτέλεσμα είναι κάπως αντιφατικό αυτή να προέρχεται από έναν μηχανισμό μη νοούμενο.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν πολλοί πλανήτες στο μέγεθος της γης και σε άλλα χαρακτηριστικά της, αλλά το ότι η απόστασή τους ως προς τον ήλιο τους δεν είναι η κατάλληλη δεν επιτρέπει την ανάπτυξη της ζωής. Όσο κι αν σε ένα τεράστιο σύνολο περιπτώσεων θα μπορούσε να υπάρξει μια γη με ιδανική απόσταση από τον ήλιο αυτό δεν αναιρεί την μοναδικότητα του γεγονότος της δικής μας γης. Το γεγονός παραμένει μοναδικό κι αν ακόμα προέρχεται από μια μη σκεπτόμενη τύχη, τότε η τύχη αυτή έχει κάνει κάτι σπουδαίο και δεν το ξέρει. Για την ίδια την τύχη δεν είναι σπουδαίο διότι για την ίδια υπήρχαν όλες οι δυνατές περιπτώσεις, για αυτόν όμως που του συμβαίνει η εύνοια είναι η μοναδική του ευκαιρία. Είναι αυτός που όχι μόνο δεν έχει στο χέρι όλα τα σενάρια (πεδίο δράσης της τύχης) αλλά είναι και εξαρτημένος από το μοναδικό που πρέπει να προσφερθεί και από αλλού, αλλά και από πολλά άλλα. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την συλλογιστική μπορούμε να πούμε ότι η πραγμάτωση ενός μοναδικού γεγονότος με συγκεκριμένο νόημα (π.χ. ύπαρξη ζωής στην γη) θα υποχρεώσει την διαδικασία που προηγήθηκε να συγχρονιστεί ανάλογα. Ένα τέτοιο pattern με νόημα και εξαιτίας του συντονισμού μπορεί ίσως να αποκτήσει αυτοσυνείδηση και τελικά αυτό που ξεκίνησε ως φαινομενικά τυχαίο να καταλήξει να οντολογικοποιήσει με ενσυνειδησία τον εαυτό του και άρα αυτό που ήταν τυχαίο να γίνει μια νοούμενη δυνατότητα. Ο συνδυασμός της αξίας και του νοήματος που εμπεριέχονται στο αποτέλεσμα δεν γίνεται να αφήσουν ανεπηρέαστη την διαδικασία που προηγήθηκε.
Η λογική της μοναδικότητας είναι αναπόσπαστα συνυφασμένη με το ιδιαιτεροποιημένο γεγονός. Το ζητούμενο κατά την γνώμη μου είναι μια φόρμουλα η οποία θα εμπεριέχει το φαινομενικά τυχαίο μέσα σε μια διαδικασία όπου το τυχαίο στοιχείο θα λειτουργεί με σκοπό και άρα όχι αυθαίρετα. Ένα φαινομενικά τυχαίο που υπηρετεί και βρίσκεται μέσα σε ένα νόημα εκφράζει την υπέρβαση της λογικής και αποκαλύπτει την βαθύτερη πραγματικότητα ανάμεσα στο ανθρώπινο μεγαλείο και τον μη ελέγξιμο παράγοντα. Αναφέρομαι στους όρους και τις προϋποθέσεις για να επιτευχθεί η συνομωσία του σύμπαντος. Είναι οι περιπτώσεις εκείνες όπου αναδεικνύεται η λογική του πεπρωμένου. Είναι δηλαδή ένας συσχετισμός γεγονότων τα οποία σύμφωνα με την κοινή λογική δεν έχουν αιτιοκρατική και υψηλή πιθανοκρατική ισχύ για να συμβούν. Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο οφείλουν να θεωρηθούν τυχαία. Ο τρόπος όμως και κυρίως η οριακότητα της πραγμάτωσής τους, υποδηλώνει ότι συμβαίνει κάτι πολύ περισσότερο από μια σύμπτωση ή από μια απαξιωμένη λοταρία. Το γεγονός από μόνο του μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο, τοποθετημένο όμως μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο-σύστημα με το timing και την προθετικότητα σε αιχμές του δόρατος αποκαλύπτουν το μη τυχαίο του τυχαίου.
Φυσικά σε αυτή την διαδικασία ο ανθρώπινος παράγοντας είναι άκρως καθοριστικός, αλλά το βασικό είναι ότι συνεργάζονται αρμονικά η αιτιοκρατία και το τυχαίο και η ανθρώπινη συνείδηση. Συνδεδεμένα όλα μαζί σε ένα κοινό νόημα για την επίτευξη ενός στόχου, ο οποίος αποθεώνει μια μοναδικότητα η οποία δεν προκύπτει ούτε από αναγκαιότητα ούτε από λοταρία αλλά από μια ισορροπία δικαιοσύνης. Είναι εκείνο το αποτέλεσμα που προκύπτει την στιγμή που σύμφωνα με την κλασική αιτιοκρατική λογική έχει όλους τους λόγους κανείς να πιστεύει ότι όλα έχουν τελειώσει. Είναι το σημείο της εσχατιάς. Είναι το σημείο που η συμβατική λογική συνυπάρχει με την οντολογία του τυχαίου, λειτουργώντας ως προκείμενες για την επίτευξη ενός αποτελέσματος που ξεπερνά τις μεγαλύτερες ανθρώπινες προσδοκίες. Είναι η δημιουργία και το καινοφανές. Η συνομωσία του σύμπαντος λαμβάνει χώρα όταν όλοι οι παράμετροι του συστήματος δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση και συνάμα έχουν ολοκληρώσει τον σκοπό που εξυπηρετούσαν.
4.3 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Νομίζω ότι το πιο σημαντικό σημείο που αναδείχθηκε σε αυτό το κεφάλαιο και που συνδυάζει την οντολογική και γνωσιολογική διάσταση του θέματος, είναι ότι όλα καταλήγουν σε μια ηθική η οποία δεν θα προκύπτει από την υπεράσπιση στο όνομα του νοήματος προερχόμενου από την παράσταση. Το επώδυνο σκέλος αυτού του αγώνα προερχόμενου από την παράσταση και του αντίστοιχου νοήματος που αυτό φέρει, λειτουργεί εσφαλμένα ως κριτήριο για να δεσμευθεί η τύχη και να ανταμείψει τον αγωνιζόμενο. Με άλλα λόγια δεν θα κερδίσει εκείνος που νομίζει ότι το στοίχημα είναι απλώς η αντιμετώπιση των εμποδίων αφήνοντας το νόημα του στόχου ανεπηρέαστο, αλλά αντίθετα η ακύρωση του ίδιου του νοηματικού στοιχείου και το οποίο θα προκαλέσει την άρση της παραστασιακής σκέψης. Αυτός ο οποίος μπορεί να αναλάβει την απώλεια του νοήματος βρίσκεται αντιμέτωπος με το πραγματικά επώδυνο στοιχείο. Η γνώση που αποτελεί και ρεαλισμό που θα αναδειχθεί από την σκληρότητα του αγώνα και εξαιτίας της αβεβαιότητας αυτού, θα ευνοήσει την ακύρωση του νοηματικού και την αντικατάστασή του από ένα άλλο νόημα, του οποίου η προέλευση θα απαιτεί από το υποκείμενο τον μέγιστο αγώνα χωρίς την ανάγκη της παραμικρής προσδοκίας. Εκεί ελευθερώνεται πραγματικά ο άνθρωπος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο σκοπός της εργασίας αυτής ήταν να δείξει ότι η σχέση της τύχης με την αναγκαιότητα όχι μόνο δεν είναι αντιθετική, αλλά ότι η μία έννοια συμπληρώνει την άλλη με κοινό σκοπό την εξέλιξη σε βαθύτερα επίπεδα επιστήμης και φιλοσοφίας όπου υφίσταται η ουσία και η αλήθεια. Ένα βαθύτερο νόημα των πραγμάτων το οποίο αναδεικνύεται σε απώτερο στόχο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο τρόπος για να γίνει αυτό απαιτεί κατά την γνώμη μου το πέρασμα από την επιστήμη στην φιλοσοφία. Την μετατροπή της παράστασης και της εικόνας σε γεγονότα. Την πληροφορία που είναι το υλικό των επιστημών σε επίγνωση. Εκεί συγκλίνει η οντολογία των νοημάτων με την αυτογνωσιακή διαδικασία προσέγγισής τους. Είναι κατά την γνώμη μου και ο λόγος που η λογικότητα των φυσικών διαδικασιών συμπίπτει με την λογικότητα του ανθρώπινου νου.Δεν είναι το πρόβλημα ο ντετερμινισμός. Η άρση της ουδετερότητας του παρατηρητή είναι το ζητούμενο. Το σύστημα γίνεται να παραμείνει ντετερμινισμένο αλλά να εισαχθεί η τύχη εισάγοντας την ποιοτική μεταβολή ως απόρροια της κατάργησης της ουδετερότητας. Το ζήτημα της απροσδιοριστίας προκύπτει από την μη υποκειμενοποίηση του παρατηρητή. Άρα μπορούμε να πετύχουμε τον ντετερμινισμό που τόσο πολύ είχε ανάγκη ο Einstein, αλλά όχι κρατώντας απόσταση από τα πράγματα. Όχι καρτεσιανά και παραπέμποντας στην παραστατικότητα. Αυτοί που υπερασπίζονται τον μη ντετερμινισμό απλώς διαπιστώνουν την ασυμφωνία μεταξύ της ουδετερότητας και του αντικειμένου. Η ιδιαιτεροποίηση –υποκειμενοποίηση θα κάνει το σύστημα εξηγήσιμο, διότι θα νοηματοδοτηθεί η τύχη και υπό αυτή την έννοια θα ντετερμινοποιηθεί το συνολικό σύστημα. Ο Einstein ήθελε ντετερμινισμό από θέση ουδετερότητας. Εμείς θέλουμε η σχέση αιτίου και αποτελέσματος να περάσει μέσα από το υποκείμενο, διότι μόνο έτσι ποιοτικοποιείται και βρίσκει χώρο και η τύχη.
Βασικό επίσης ζήτημα ήταν η υποστήριξη του προσδιορισμού της τύχης χωρίς να αναιρείται ο χαρακτήρας του τυχαίου, αλλά επαναπροσδιοριζόμενος με τέτοιον τρόπο που να παύει να έχει αυτόν τον αφηρημένο και απαξιωτικό χαρακτήρα που κατά κανόνα αποδίδουμε σε αυτό. Το νόημα είναι συνυφασμένο με κάτι που διέπεται από μιας μορφής λογική και αυτό συντελείται σε αναγκαίες σχέσεις. Ακριβώς και γι’ αυτό τον λόγο έγινε μια διάκριση ανάμεσα στην φυσική φιλοσοφία και την φιλοσοφική ανθρωπολογία. Στην φυσική φιλοσοφία πράγματι το ποιητικό αίτιο κινείται μέσα στην απροσδιοριστία, παρόλο που ο συνολικός μηχανισμός διέπεται από την αναγκαιότητα που επιβάλλεται μέσω του σκοπού από το τελικό αίτιο. Επομένως το νόημα εξαντλείται στο περιεχόμενο του σκοπού και ο οποίος θα μπορούσε να επιτευχθεί με οποιονδήποτε τρόπο και χωρίς αυτός ο τρόπος να έχει ιδιαίτερη σημασία. Από την άλλη πλευρά στην φιλοσοφική ανθρωπολογία νομίζω ότι ακόμα και το ποιητικό αίτιο μπορεί να προσδιορισθεί με τέτοιον τρόπο που να καθορίζει την έκβαση του σκοπού. Με άλλα λόγια το τελικό αίτιο είναι εφικτό, εάν επιλεγεί ο ορθός τρόπος που είναι το πολύ συγκεκριμένο ποιητικό αίτιο. Αυτό είναι σημαντικό διότι η νοηματοδότηση του σκοπού θα γίνει από το ποιητικό αίτιο, και το οποίο μέσα από την σχέση του με την αναγκαιότητα που επιβάλλεται από τον σκοπό
θα μπορέσει να αυτοπροσδιοριστεί. Κάπως έτσι ο συνολικός μηχανισμός θα αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του με τέτοιον τρόπο χωρίς να αναιρείται η ελευθερία του συστήματος, αλλά έχοντας ανάγκη από αυτήν την μη τυχαία τύχη να ενεργήσει για να επιτευχθεί τελικά ο σκοπός. Η τύχη και οι πιθανότητες αντιμετωπίζονται ως το μη ελεγχόμενο και ασύνδετο από την ανθρώπινη βούληση. Εκείνο όμως που θέλησα να υποστηρίξω είναι ότι σε ένα βαθύτερο επίπεδο αυτή η τύχη είναι η ίδια η δυνατότητα που μπορεί και συγκεκριμενοποιείται όταν μας αποτείνεται. Εκεί μέσα μπορεί να γεννηθεί το νόημα του τυχαίου, το οποίο αποτελεί και την ελπίδα του ανθρώπου για την επίτευξη και του πιο αδιανόητου ονείρου.
Είδαμε επίσης από την σκοπιά της φυσικής και της βιολογίας την ανάγκη να επαναπροσδιοριστούν οι δομές των αιτιακών σχέσεων, και το πως η προοπτική που ανοίγεται μοιάζει πολύ περισσότερο να έχει ανάγκη μια διευρυμένη αντίληψη όπου η διαχείριση των εννοιών με τον κλασικό τρόπο ίσως να μην είναι αρκετή πλέον. Χρειάζεται ο άνθρωπος να ενεργοποιήσει την φαντασία του πλέον, την συναισθηματική του ευφυϊα, όχι μόνο για να σταθεί απέναντι στις απαιτήσεις που ανοίγονται από τις επικίνδυνες και άγνωστες προσβάσεις του στις νέες ανακαλύψεις, αλλά κυρίως για να βοηθήσει τον εαυτό του να αντιληφθεί ότι αυτή η ζωή είναι η ευκαιρία που έχει ο κάθε άνθρωπος να αποδείξει ότι τίποτα δεν είναι μάταιο και ότι αξίζει να αγωνιστεί πιστεύοντας σε ιδανικά και αξίες, και τότε να περιμένει ότι αυτή η Τύχη θα του χαμογελάσει με τον πιο εμφατικό τρόπο.

1.37          ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Stachel John. (1974). The Logic of Quantum Logic. ▬▬ Proceedings of the Biennial Meeting of the Philosophy of Science, Vol. 1974, pp. 515-526
Whitaker E. T. (1943). Aristotle, Newton, Einstein. ▬▬ Science, New Series, Vol. 98, No. 2542, pp. 249-254
Kaiser C. H. (1940). The consequences for Metaphysics of Quantum- Mechanics. ▬▬ The Journal of Philosophy, Vol. 37, No. 13, pp. 337-348
Lande Alfred. (1976). The Laws behind the Quantum Laws. ▬▬ The British Journal for the Philosophy of Science, Vol. 27, No. 1, pp. 43-50
McCormmach Russel. (1967). Henri Poincare and the Quantum Theory. ▬▬ Isis, Vol. 58, No. 1, pp. 37-55
Krips H. (1989). A Propensity Interpretation for Quantum Probabilities. ▬▬ The Philosophical Quartely, Vol. 39, No. 156, pp. 308-333
Krips H. (1984). Popper, Propensities and Quantum Theory. ▬▬ The British Journal for the Philosophy of Science, Vol. 35, No. 3, pp. 253-274
Bell J. and Hallett M. (1982). Logic, Quantum Logic and Empiricism. ▬▬ Philosophy of Science, Vol. 49, No. 3, pp. 355-379
Taylor R. E. (2001). The Discovery of the Point-like Structure of Matter. ▬▬ Philosophical Transactions: Physical and Engineering, Vol. 359, No. 1779, pp. 225-240
Weingard R. (1982). Do Visual Particles Exist? ▬▬ Proceedings of the Biennial Meeting of the Philosophy of Science, Vol. 1982, pp. 235-242
O’Keefe Tim. (2002). The Reductionist and Compatibilist Argument of Epicurus on “On Nature”, Book 25.
▬▬ Phronesis, Vol. 47, No. 2, pp. 153-186
Σφενδόνη-Μέντζου, Δήμητρα. Η Πιθανότητα και το Τυχαίο στον C. S. Peirce. Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1980.
Σφενδόνη-Μέντζου Δήμητρα. Ο Αριστοτέλης Σήμερα. Πτυχές της Αριστοτελικής Φυσικής Φιλοσοφίας υπό το πρίσμα της σύγχρονης επιστήμης. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΖΗΤΗ, 2010. ~ 106 ~

[1] Powers Jonathan. Φιλοσοφία και Νέα Φυσική. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1995.
[2] Χρηστίδης Θεόδωρος. Χάος Και Πιθανολογική Αιτιότητα: Μεταξύ Προκαθορισμού και Τύχης. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 1997.
[3] Μπιτσάκης Ευτύχης. Ο Νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός :Φιλοσοφικές Διερευνήσεις στο Χώρο της Μικροφυσικής. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg, 1999.
Μπιτσάκης Ευτύχης. Ο Δαίμων του Αϊνστάιν. Αιτιότητα και Τοπικότητα στη Φυσική. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg, 2000.
[4] Krips Henry. The Metaphysics of Quantum Theory. Oxford: Clarendon Press, 1987.
[5] Prigogine Ilya.
Οι Νόμοι του Χάους. Αθήνα: Εκδόσεις Π. Τραυλός, 2003.
James William. The Dilemma of Determinism sto The Will to Believe.
New York: Dover, 1956.
Popper L. Karl. The Open Universe :An Argument for Indeterminism.
Cambridge: Routledge 1982.
Niels Bohr. Atomic and Human Knowledge.
New York: Wiley, 1958.
Watts D. Small Worlds: The Dynamics of Networks Between Order and Randomness.
Princeton University Press, New Jersey 1999.
Αρχαία Ελληνική Γραμματεία «Οι Έλληνες». ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΑΠΑΝΤΑ. Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος, 1994.
O’ Keefe Tim. Epicurus on Freedom. Cambridge: Cambridge University Press, 2005.
Μονό Ζακ. Η τύχη και η αναγκαιότητα. Paris: Editions du Seuil, 1970.
Collins S. Francis.
Η Γλώσσα του Θεού. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 2009. ~ 107

Καργόπουλος Β. Φίλλιπος. Το Πρόβλημα της Επαγωγικής Λογικής. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 1991.
Κάλφας Βασίλης. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ Το Δεύτερο Βιβλίο των Φυσικών. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 1999.
Prigogine Ilya. Το Τέλος της Βεβαιότητας. Αθήνα: Εκδόσεις Κάτοπτρο, 2003.
Heisenberg Werner. Φυσική και Φιλοσοφία. Αθήνα: Εκδόσεις Διογένης, 1971.
Δεληγιώργη Αλεξάνδρα. Φιλοσοφία των Κοινωνικών Επιστημών Θετικιστικού, Ερμηνευτικού και Διαλεκτικού Τύπου. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΖΗΤΗ, 2011

1.38          (Επ/αποσμ/για την ΤΥΧΗ)
---------------------------------------------------------------------

 

 

-------------------------------------------------------------------------
Clément Sire, Directeur de recherche au Laboratoire de physique théorique - IRSAMC du CNRS - Université de Toulouse
«Non, le hasard n'est pas forcément imprévisible»
La chance, le hasard… Comment un physicien explique-t-il au grand public, à ses étudiants, une notion aussi abstraite ?
Le hasard, ce n'est pas si abstrait que ça. J'aime bien rappeler que le hasard, l'aléatoire, dans deux langues différentes, nous renvoie au dé à jouer. À l'origine, al-zahr, en arabe, voulait dire la chance, le dé. Aléatoire, c'est l'aléa, le célèbre Alea jacta est – les dés sont jetés – de César. Le hasard nous fournit des illustrations dans la vie de tous les jours : une rencontre, un tirage de dé… Dans ma conférence, j'explique qu'il y a de vrais hasards, mais aussi des «hasards» qui, en fait, ne font que cacher notre incompétence ou notre ignorance à comprendre un événement. Voltaire (et d'autres) disait que «ce que nous appelons hasard n'est et ne peut être que la cause ignorée d'un effet connu…». J'évoque aussi les «coïncidences», et parfois le sens excessif qu'on leur accorde, alors qu'on ne les constate qu'a posteriori.
Le tirage de dé, en réalité, ne serait donc pas du hasard ?
Si vous lancez votre dé plusieurs fois exactement de la même hauteur et à la même vitesse, le dé retombera toujours sur la même face. En pratique, nous sommes confrontés à un phénomène appelé «chaos» : si vous changez un tant soit peu la condition initiale (position et vitesse), le résultat (la face sur laquelle tombe le dé) sera souvent différent, rendant le tirage de dé aléatoire. Autre exemple de système «chaotique» : la météo. La dynamique de l'air est régie par des équations chaotiques résolues par les superordinateurs des météorologues. Comme on ne connaît pas exactement et partout la vitesse du vent, la pression, la température exactement au même instant donné, on ne peut exactement prévoir le temps. Pire, comme pour un lancer de dé, notre incertitude sur les conditions météorologiques à un instant donné est ensuite amplifiée par le chaos, rendant les prédictions hasardeuses au-delà de quelques jours.Il y a donc toujours une explication physique à un phénomène ?
Autant on peut interpréter de manière pratique le lancer de dé ou la météo à long terme comme du «hasard apparent», autant le véritable hasard existe… Mais à l'échelle atomique ! À l'échelle du milliardième de mètre, la mécanique de Newton n'est plus valable. Il faut utiliser la mécanique quantique, dont l'électronique actuelle, ou le laser, est le pur produit. La mécanique quantique nous dit que l'électron n'est pas localisé à un endroit précis, mais qu'il a seulement une certaine probabilité d'être observé ici ou là. Le monde quantique est intrinsèquement aléatoire ou probabiliste ! La mécanique quantique permet de calculer exactement ces probabilités, mais pas de vous dire où est exactement l'électron à un instant précis, cette question n'ayant en fait aucun sens à l'échelle atomique. Mais la beauté et la puissance de la physique, c'est aussi de pouvoir prédire le comportement régulier à grande échelle de systèmes apparemment contrôlés par le hasard («chaotique» ou «quantique»).
Votre téléphone portable où un milliard de milliards de milliards d'électrons nous obéissent collectivement au doigt et à l'œil en est une belle illustration !(out)

Όχι, η πιθανότητα δεν είναι απαραίτητα απρόβλεπτη»

 


Scientists Have Proved That Luck Really Exists, and Now They Show Us How to Attract Itsomeone who believes that luck is a matter of chance and has nothing to do with your own will and choice, well, it’s time to change your mind. No, we’re not going to talk about lucky charms or all sorts of superstitions (they don’t work, alas). Richard Wiseman, a British psychologist, has studied this phenomenon and proved we can actually influence luck. Follow his tips, and you’ll learn how to become very fortunate.
For most people, luck is sudden, unexpected, and indefinable. It’s something they either believe in or not. But recent research by Richard Wiseman has shown that there are particular patterns all lucky things and losers have in their behavior, lifestyle, and mindset.
Bright Side presents Mr. Wiseman’s ideas that will tell you a lot about the psychological aspect of luck.Richard Wiseman has studied the phenomenon of luck, and, surprisingly, he proved that people are not born lucky or unlucky. According to his research paper “The Luck Factor,” good fortune is not a kind of magic — it’s mostly your attitude. Lucky people tend to be more open-minded, smiling, and easy-going, while poor underdogs live deep in their anxiety, look tense, and feel unhappy. It all affects the decisions both groups make, the opportunities they seize, and the luck they get.To increase the amount of good luck in the world, Mr. Wiseman even opened the Luck School, sharing certain exercises and tricks. Ready for an experiment? Try them!
1. Maximize opportunities.We all know people who constantly complain about getting fewer opportunities. It’s why they’re not successful at work, can’t meet a perfect partner, or don’t fulfill their dreams. But the major problem is their inattentiveness and fear of taking risks. Being too focused on what you have (or don’t have) in your life distracts your attention from finding, trying, and creating cool new stuff.
• What to do? Keep your eyes and mind open. Don’t wait for things to happen. Be the master of your life, and don’t fear the unknown.
2. Listen to hunches.Getting on well with your subconsciousness can also make you luckier. Fortunate people always listen to the signals their body and mind send, and they learn how to read them properly. However, the fortuneless are too anxious to notice a gut feeling and are afraid to rely on their intuition.
• What to do? Clear your mind of all the usual doubts and anxiety, and try to become good friends with your inner voice by, for example, meditating.
3. Expect good luck.Explainer: does luck exist?
Neil Levy Head of Neuroethics, Florey Institute of Neuroscience and Mental Health
Some people seem born lucky. Everything they touch turns to gold. Others are dogged by misfortuneIt’s not just people who might be lucky or unlucky – it can be single acts. When the ball hits a post in soccer, the commentators often say the striker was unlucky. We sometimes argue whether an act was lucky or not. I might say your pool shot was lucky. “Not luck; skill”, you might replyIs any of this talk sensible? Is there really such a thing as luck? Do some people have more of it than others (just as some people are better at pool than others)? I think there is a perfectly reasonable way of making sense of talk about luck. But there is no such thing as luck. It isn’t a property, like mass, or an object. Rather, to talk about luck is to talk about how things might easily have gone.This view entails that no-one has luck. We can’t truly say of someone they’re lucky, meaning they are the kind of person to whom lucky things can be expected to happen.It has sometimes been suggested that luck exists only if a certain interpretation of quantum mechanics is true: if causality is not “deterministic”. If physical determinism is true then every event that occurs is entirely predictable (in principle), by someone who knows enough about the universe and its laws.
If indeterministic physics is true, then such predictability is not possible: no one, no matter how much they know, can predict every event that happens, even in principle.
I don’t know which interpretation of quantum mechanics is true, but it seems unlikely to me that we need to settle that debate to decide whether some things are lucky. It seems obvious to me that the person who was hit by lightning (on a clear day, if you like) was unlucky, and the person who wins the lotto is lucky.
Here’s how I understand luck. I think something is lucky (or unlucky) for a person if two things are true of it: it matters (somehow) to them, and it might easily not have happened. The second condition needs some explanation.
To say that something might easily not have happened is to say that, given how things were at the time just before, the event might well not have occurred. We might think of this in terms of replaying the event. If I set up the pool table again and ask you to retake the shot, we can discover whether your shot was luck or skill. We will need to do it a few times: you might get lucky twice, but you very unlikely to be lucky ten times in a row.
If every time you try (roughly) the same shot, you sink it I will have to concede: that’s skill, not luck. But if you can’t do it again, you were lucky the first time. Similarly, someone was unlucky to be hit by lightning if it is true that were they to be in similar conditions again, they (probably) would not be hit by lightning. If, on the other hand, lightning is so prevalent around here that any time anyone goes out they get hit, then they weren’t unlucky.
If this is right, there can’t be lucky or unlucky people. At least, there can’t be people who have the property of having lucky events happen to them. Whether I am lucky in doing something depends on how skillful I am at doing things like that. If I’m really good at it, then I am less lucky at succeeding than if I am bad at it.
So, roughly, the more often something happens to someone, the less luck is involved. Of course someone can be lucky or unlucky twice: lightning can strike twice. But the person who is lucky twice, or more, is not a lucky person: their past luck doesn’t give us any reason to expect luck in their future.
Is this good luck, or just physics?
There is one way in which we can say that someone is lucky or unlucky. Rather than compare an event to what we would expect to happen, given roughly the same circumstances, we might compare a person’s circumstances or their traits to what is statistically normal for a group. Using this kind of measure, we can say that someone born severely handicapped is unlucky and someone born into wealth is lucky.
What is the relevant group for this kind of comparison? I don’t think there is a single right answer here: it will depend on the context and our aims. For some purposes, a narrower group might be relevant, and for some, a broader. This entails that the same person might be said to be both lucky and unlucky.
Think of the contemporary Australian who loses her job, through no fault of her own. We might say she is unlucky, comparing her to other contemporary Australians. But compared to humanity as a whole, she might be lucky if she remains able to feed and house herself.
This same kind of context sensitivity and relativism is characteristic of luck in events as well. The same event can be lucky and unlucky for a person. Think of someone who misses her flight and takes another one, which then crashes. She is unlucky to be involved in a plane crash, given that she might easily have been on the earlier flight. But if she is the only survivor, she might be lucky, given that everyone else died.
That’s why we can find ourselves saying of someone who has broken three ribs and both legs that they are lucky.


Neil Levy is the author of Hard Luck: How Luck Undermines Free Will and Moral Responsibility.




Η τύχη δεν λειτουργεί όσο τυχαία νομίζουμε


Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε όσα μας συμβαίνουν; Το γιατί κερδίζουμε ή χάνουμε ή απλά επιβιώνουμε σε όσους αγώνες δίνουμε, επαγγελματικούς, προσωπικούς, στη ζωή γενικότερα;
Το 1992, ένας σερβιτόρος ονόματι Άρτσι Κάρας πήγε στο Λας Βέγκας να δοκιμάσει την τύχη του. Μέχρι το 1995, είχε καταφέρει να μετατρέψει $50 σε $40εκ., με μία κίνηση που μέχρι και σήμερα είναι γνωστή ως το μεγαλύτερο σερί νικών στην ιστορία του τζόγου. Πολλοί θα έλεγαν πως ήταν απλά τυχερός, άλλοι θα πίστευαν στην πιο ορθολογιστική θεωρία των πιθανοτήτων, κάποιοι θα ήταν σίγουροι πως ο Κάρας έπαιξε «βρώμικα» και κατάφερε να βγει «καθαρός».ΕΠ/
--------------------------------------------------------------------------------------------
Όπως δείχνει μια νέα σειρά ερευνών, ωστόσο, η έννοια της τύχης δεν είναι ένας μύθος ή μια εμμονή των ανθρώπων που ζουν βάσει προκαταλήψεων. Αντίθετα, η τύχη μπορεί να τροφοδοτηθεί από την καλή ή κακή τύχη που είχε το άτομο στο παρελθόν, από την προσωπικότητά του, ακόμα και από τις ίδιες τις απόψεις του σχετικά με την τύχη. Τα τυχερά σερί είναι πραγματικά, αλλά είναι προϊόντα πολλών περισσότερων παραγόντων και όχι μόνο της απλής, τυφλής μοίρας. Είμαστε ικανοί να φτιάξουμε την τύχη μας, από την άλλη όμως δεν θέλουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας «τυχερούς», γιατί τότε είναι σαν να μειώνουμε τις ικανότητες και την νοημοσύνη μας. Η τύχη μπορεί να γίνει μια ισχυρή δύναμη, αλλά πρόκειται για μια δύναμη με την οποία πρέπει να αλληλεπιδρούμε, να τη διαμορφώνουμε και να την καλλιεργούμε.
Ανάλογα με το σύστημα αξιών και πεποιθήσεων του καθένα από εμάς, η τύχη είναι συνήθως θέμα προοπτικής και προσωπικής άποψης. Αν κάποιος βγει από το γραφείο του για ένα εξωτερικό ραντεβού και λίγο μετά το γραφείο πιάσει φωτιά, ένας Ινδουιστής θα θεωρήσει πως αυτό το άτομο είχε καλό κάρμα, ένας Χριστιανός θα πιστέψει πως τον προστάτεψε ο Θεός, ένας μυστικιστής θα πει πως το άτομο αυτό γεννήθηκε σε τυχερή συναστρία.

Αν όμως η συμπεριφορά μας επηρεάζει άμεσα την τύχη μας, τότε και οι άνθρωποι που πιστεύουν πως είναι τυχεροί συμπεριφέρονται διαφορετικά από τους υπόλοιπους;
Μια έρευνα του 2009 ανακάλυψε πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στην πίστη στη σταθερή τύχη (ενάντια στην περιστασιακή τύχη) και το ποσοστό επιτυχίας και κατορθωμάτων ενός ατόμου. Από ότι φαίνεται, οι τυχεροί άνθρωποι είναι και αυτοί που κυνηγάνε αυτό που θέλουν. Κάποιος που πιστεύει στην σταθερή τύχη, έχει περισσότερα κίνητρα για να αναλάβει δύσκολους στόχους και να τους φέρει εις πέρας. Από την άλλη, αυτός που πιστεύει πως η τύχη είναι κάτι περιοδικό και στιγμιαίο στο οποίο δεν μπορείς να βασιστείς, έχει λιγότερα κίνητρα για να εκπληρώσει τους στόχους του και να αναλάβει σημαντικές ευθύνες.

Η άποψη πως η τύχη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αισιοδοξία είναι ένα ακόμα δημοφιλές σενάριο που έχει υποστηριχθεί από πολύ κόσμο, ειδικούς και μη, χωρίς όμως να είναι απαραίτητα και σωστό.
Ο Ρίτσαρντ Γουάιζμαν, ένας πρώτην μάγος που τώρα είναι καθηγητής Δημόσιας Κατανόησης της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Hertfordshire αλλά και συγγραφέας του «The Luck Factor» («Ο Παράγοντας Τύχη») του 2005, υποστηρίζει μεταξύ άλλων πως οι τυχεροί άνθρωποι είναι ειδήμονες στη δημιουργία και την παρατήρηση καλών ευκαιριών, ακούν τη διαίσθησή τους και έχουν θετική και χαλαρή στάση απέναντι στις δοκιμασίες της ζωής.
Αν όμως εξετάσουμε λίγο καλύτερα την ψυχολογία ενός αισιόδοξου και ενός απαισιόδοξου ατόμου, το επιχείρημα του Γουάιζμαν δεν είναι και τόσο σταθερό. Μια έρευνα από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου έδειξε πως αυτοί που έχουν τυχερά σερί όταν παίζουν τυχερά παιχνίδια στο διαδίκτυο, τα καταφέρνουν ακριβώς επειδή είναι απαισιόδοξοι. Φοβούνται πως θα χάσουν, οπότε παίζουν εκ του ασφαλούς. Μπορεί λοιπόν οι αισιόδοξοι άνθρωποι του Γουάιζμαν να έχουν τύχη στη ζωή, μάλλον όμως θα έφευγαν με άδειες τσέπες από ένα καζίνο.(out
-----------------------------------------------------------------------------------------

A.Linde-J.Wheeler)
The universe and the observer exist as a pair, I do not know any sense in which I could claim that the universe is here in the absence of observers.
Το Σύμπαν και ο παρατηρητής υπάρχουν ως ζεύγος.Δεν γνωρίζω καμία έννοια που  θα μου επέτρεπε να ισχυρισθώ, ότι το Σύμπαν είναι παρόν κατά την απουσία των παρατηρητών.
Andrei Linde


----------------------------------------------------------------------
 ( John Wheeler) “….  According to the rules of quantum mechanics, our observations influence the universe at the most fundamental levels.When physicists look at the basic constituents of reality— atoms and their innards, or the particles of light called photons— what they see depends on how they have set up their experiment. …..
The outcome of the experiment depends on what the physicists try to measure…Wheeler has come up with a cosmic-scale version of this experiment that has even weirder implications. …………..Wheeler's version shows that our observations in the present can affect how a photon behaved in the past.
 ……………(he)suspects that most of the universe consists of huge clouds of uncertainty that have not yet interacted either with a conscious observer or even with some lump of inanimate matter
Επ. Σε μετάφραση



Επ
------------------------------------------------------------------------------------------------------

     

 

Ο μισοβαμμένος καθρέφτης

 

Αν ρίξετε ένα μεμονωμένο φωτόνιο σε έναν μισοεπαργυρωμένο καθρέφτη, αυτό μπορεί να περάσει μέσα από αυτόν ή να ανακλαστεί: οι κβαντικοί κανόνες δεν μας δίνουν τρόπο για να προβλέψουμε εκ των προτέρων τι θα συμβεί. Αν δώσετε σε ένα ηλεκτρόνιο δύο σχισμές σε έναν τοίχο για να περάσει από μέσα τους, αυτό θα διαλέξει τυχαία. Αν περιμένετε ένα μεμονωμένο ραδιενεργό άτομο να εκπέμψει ένα σωματίδιο, μπορεί να περιμένετε ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου ή έναν αιώνα. Αυτή η μάλλον αδιάφορη στάση απέναντι στις κλασικές βεβαιότητες ίσως μάλιστα να ευθύνεται ακόμη και για το ότι βρισκόμαστε εδώ. Ενα κβαντικό κενό που δεν περιέχει τίποτε μπορεί τυχαία και αυθόρμητα να παραγάγει κάτι. Μια τέτοια απρόσεκτη ενεργειακή διακύμανση ίσως να εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο πώς ξεκίνησε το Σύμπαν μας.

Το να εξηγήσουμε την εξήγηση είναι δυσκολότερο. Δεν γνωρίζουμε από πού προήλθαν οι κβαντικοί κανόνες. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι τα μαθηματικά πίσω τους, τα οποία είναι ριζωμένα στην αβεβαιότητα, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όταν την παρατηρούμε από πολύ κοντά. Αυτά ξεκινούν με την εξίσωση του Σρέντινγκερ, η οποία περιγράφει πώς οι ιδιότητες ενός κβαντικού σωματιδίου εξελίσσονται στον χρόνο. Η θέση ενός ηλεκτρονίου, για παράδειγμα, δίδεται από ένα «πλάτος» το οποίο απλώνεται στον χώρο και υπάρχει ένα σύνολο μαθηματικών κανόνων που μπορείτε να εφαρμόσετε για να βρείτε την πιθανότητα με την οποία οποιαδήποτε συγκεκριμένη μέτρηση θα τοποθετήσει το ηλεκτρόνιο σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη θέση.

Αυτό δεν αποτελεί εγγύηση ότι το ηλεκτρόνιο θα βρίσκεται σε αυτή τη θέση ανά πάσα στιγμή. Αν όμως κάνετε επαναλαμβανόμενα την ίδια μέτρηση, επανατοποθετώντας το σύστημα κάθε φορά, η κατανομή των αποτελεσμάτων θα ταιριάζει με τις προβλέψεις της εξίσωσης του Σρέντινγκερ. Τα επαναλαμβανόμενα, προβλέψιμα μοτίβα του κλασικού κόσμου είναι τελικά το αποτέλεσμα πολλών μη προβλέψιμων διαδικασιών.

 

Περνάμε μέσα από τον τοίχο

 

Οι επιπτώσεις είναι ενδιαφέρουσες. Ας πούμε ότι θέλετε να περάσετε μέσα από έναν τοίχο: η κβαντική θεωρία λέει ότι αυτό είναι δυνατόν. Κάθε ένα από τα άτομα που σας αποτελούν έχει μια θέση η οποία θα μπορούσε – τυχαία – να αποδειχθεί ότι βρίσκεται στην άλλη πλευρά του τοίχου όταν αυτό θα αλληλεπιδράσει. Η πιθανότητα αυτού του ενδεχομένου είναι υπερβολικά μικρή και η πιθανότητα ότι όλα τα άτομα που σας αποτελούν θα τοποθετηθούν ταυτόχρονα στην άλλη πλευρά του τοίχου είναι απειροελάχιστη. Ενα γερό καρούμπαλο είναι το άθροισμα όλων των άλλων πιθανοτήτων. Καλώς ήλθατε στην πραγματικότητα.

Ο Αϊνστάιν εκνευριζόταν ιδιαίτερα από αυτή την πιθανοκρατική προσέγγιση γεγονότων του πραγματικού κόσμου, κάνοντας μάλιστα και τη διάσημη παρατήρηση ότι είναι σαν να λέμε ότι ο Θεός παίζει ζάρια. Υπέθετε ότι θα πρέπει να υπάρχουν κάποιες πληροφορίες που μας λείπουν και οι οποίες θα μπορούσαν να μας πουν το αποτέλεσμα των μετρήσεων εκ των προτέρων.(out)

 

     Οι κρυφές πραγματικότητες 

      Το 1964 ο φυσικός Τζον Μπελ ανέπτυξε έναν τρόπο εξέτασης της ύπαρξης τέτοιων «κρυφών μεταβλητών». Η ιδέα του έχει εφαρμοστεί έκτοτε ξανά και ξανά χρησιμοποιώντας κυρίως διεμπλεγμένα ζεύγη φωτονίων. Τα διεμπλεγμένα σωμάτια αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου. Εχουν αλληλεπιδράσει μεταξύ τους κάποια στιγμή στο παρελθόν και τώρα εμφανίζονται να έχουν κοινές ιδιότητες με τρόπο ώστε μια μέτρηση στο σωμάτιο Α να επηρεάζει ακαριαία το αποτέλεσμα που παίρνουμε από μια μέτρηση στο σωμάτιο Β και αντίστροφα.

     Τι κρύβεται πίσω από αυτό; Οι λεπτομέρειες των τεστ του Μπελ είναι πολύπλοκες, η βασική αρχή όμως μοιάζει με ένα άθλημα στο οποίο δύο ομάδες πειραματιζόμενων παίζουν με διαφορετικούς κανόνες. Η ομάδα Αλφα υποθέτει ότι οι κβαντικές συσχετίσεις οφείλονται σε κάποια κρυφή ανταλλαγή πληροφοριών και κάνει τις μετρήσεις της με βάση αυτή την υπόθεση. Η ομάδα Βήτα, από την άλλη πλευρά, υποθέτει ότι οι συσχετίσεις υλοποιούνται τυχαία με τη μέτρηση.

      Και η ομάδα Βήτα κερδίζει πάντα. Οι αλλόκοτες συσχετίσεις που κβαντικού κόσμου απορρέουν από θεμελιώδη τυχαιότητα.

      Ή μήπως όχι; Οι φυσικοί εξακολουθούν να διερευνούν το ενδεχόμενο να υπάρχουν στον τρόπο που κάνουμε τις κβαντικές μετρήσεις κάποιες «τρύπες» οι οποίες θα μπορούσαν να στρεβλώνουν τα αποτελέσματα και να προσποιούνται την τυχαιότητα – το γεγονός ότι δεν μπορούμε να μετρήσουμε την κατάσταση των φωτονίων με ακρίβεια 100%, π.χ., ή ακόμη και το ζήτημα του αν έχουμε ελεύθερη βούληση στην επιλογή των μετρήσεων που κάνουμε. «Νομίζω ότι είναι πρόωρο να λέμε ότι έχουμε κλείσει όλες τις σημαντικές «τρύπες» του Μπελ» λέει ο κ. Κεντ.

     Είναι πιθανόν κάποτε οι παραξενιές της κβαντικής θεωρίας να εξηγηθούν, ίσως συμβιβάζοντας κάποια άλλη αγαπημένη αρχή όπως η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν. Ή ίσως κάποιος να εμφανίσει μια πιο εμπνευσμένη, μη τυχαία θεωρία η οποία θα αναπαράγει όλες τις προβλέψεις της κβαντικής θεωρίας και θα κάνει παράλληλα κάποιες ισχυρότερες. «Αυτή η υποθετική θεωρία θα πρέπει να είναι μια νέα θεωρία – μια διάδοχος της κβαντικής θεωρίας και όχι μια εκδοχή της» επισημαίνει ο κ. Κεντ.

--

      Ο Τέρι Ρούντολφ, φυσικός από το Imperial College του Λονδίνου, συμφωνεί. Η κβαντική θεωρία είναι η απόλυτη θεωρία μας για τη φύση και φαίνεται να υποδεικνύει ότι το Σύμπαν είναι τυχαίο, δεν υπάρχει όμως εγγύηση για αυτό. «Δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε ποτέ να το αποδείξουμε» λέει.

     Αν είναι έτσι, ίσως θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί ότι η τυχαιότητα είναι μια ψευδαίσθηση – και μαζί της ίσως και η ελεύθερη βούλησή μας. «Τότε η κβαντική φυσική είναι απλώς μέρος της μεγάλης συνωμοσίας» λέει ο κ. Σκαράνι.

     Αναγελάσματα της Μοίρας; Ισως δεν έχουμε την ελευθερία να αποφασίσουμε περί αυτού.Eπ

 

 

-

ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Στην αρχή, υπήρχε… ή μήπως δεν υπήρχε καν αρχή; 

 

Ίσως το σύμπαν να υπήρχε ανέκαθεν και μια νέα θεωρία κβαντικής βαρύτητας αποκαλύπτει πώς θα μπορούσε αυτό να λειτουργήσει, όπως αναφέρει το Live Science.

 

Ο Μπρούνο Μπέντο, φυσικός που μελετά τη φύση του χρόνου στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, χρησιμοποίησε στο πρότζεκτ του μια νέα θεωρία της κβαντικής βαρύτητας, που ονομάζεται θεωρία αιτιώδους συνόλου, στην οποία ο χώρος και ο χρόνος διασπώνται σε διακριτά κομμάτια του χωροχρόνου. Σε κάποιο επίπεδο, υπάρχει μια θεμελιώδης μονάδα χωροχρόνου, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία.

 

Ο Μπέντο και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν αυτήν την αιτιώδη προσέγγιση για να εξερευνήσουν την αρχή του σύμπαντος. Διαπίστωσαν ότι είναι πιθανό το σύμπαν να μην είχε αρχή - ότι πάντα υπήρχε στο άπειρο παρελθόν και μόλις πρόσφατα εξελίχθηκε σε αυτό που ονομάζουμε Big Bang.

 

Η αιτιώδης θεωρία συνόλων

 

Σε όλες τις τρέχουσες θεωρίες της φυσικής, ο χώρος και ο χρόνος είναι συνεχείς. Σχηματίζουν ένα «λείο ύφασμα» που βρίσκεται κάτω από όλη την πραγματικότητα. Σε έναν τέτοιο συνεχή χωροχρόνο, δύο σημεία μπορούν να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά το ένα στο άλλο και δύο γεγονότα μπορούν να συμβούν όσο το δυνατόν πιο κοντά το ένα στο άλλο.

 

Αλλά μια άλλη προσέγγιση, που ονομάζεται θεωρία αιτιώδους συνόλου, περιγράφει εκ νέου το χωροχρόνο ως μια σειρά διακριτών κομματιών. Αυτή η θεωρία θα θέσει αυστηρά όρια στο πόσο κοντά μπορεί να είναι τα γεγονότα στο χώρο και στο χρόνο, αφού δεν μπορούν να είναι πιο κοντά από το μέγεθος ενός «ατόμου».

 

Αρχή του χρόνου

 

Η θεωρία αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις στη φύση του χρόνου.

 

«Ένα τεράστιο μέρος της αιτιολογικής φιλοσοφίας είναι ότι το πέρασμα του χρόνου είναι κάτι φυσικό, ότι δεν πρέπει να αποδοθεί σε κάποια αναδυόμενη ψευδαίσθηση ή σε κάτι που συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλό μας που μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο χρόνος περνά», είπε ο Μπέντο. 

 

Η προσέγγιση του αιτιώδους συνόλου αποδομεί σιγά σιγά την μοναδικότητα της θεωρίας του Big Bang. Είναι αδύνατο η ύλη να συμπιέζεται σε απείρως μικροσκοπικά σημεία.

 

Επομένως, η νέα αυτή θεωρία υπονοεί ότι το σύμπαν μπορεί να μην είχε αρχή. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως η Μεγάλη Έκρηξη μπορεί να ήταν απλώς μια συγκεκριμένη στιγμή στην εξέλιξη αυτού του πάντα υπαρκτού αιτιώδους συνόλου, όχι μια αληθινή αρχή.

 

Το πρότζεκτ δημοσιεύτηκε στις 24 Σεπτεμβρίου στην βάση δεδομένων arXiv και δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί σε επιστημονικό περιοδικό.

 

 

Πηγή: https://www.skai.gr/news/technology/mporei-to-sympan-na-min-eixe-arxi-ti-itan-tote-to-big-bang

Follow us: @skaigr on Twitter | skaigr on Facebook | @skaigr on Instagram---Διαδίκτυο 13-10-2021

 

Μια εκδοχή είναι να διαλέξεις το παραμύθι της αρεσκείας σου, να το βαφτίσεις θρησκεία και να πάρεις έτοιμες τις απαντήσεις απ’ το άγιο λυσάρι των ιερέων. Μια άλλη (πιο δύσκολη) είναι μάθεις, πριν πιστέψεις.

Το βιβλίο του Δημήτρη Νανόπουλου (σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά) «Στον τρίτο βράχο από τον Ήλιο» δεν αποκαλύπτει όπως θα περίμενε κανείς την ύπαρξη ενός κεντρικού νόμου που διέπει την ανθρώπινη ζωή από τη Δημιουργία και μετά, για έναν απλό λόγο: «Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος τέτοιος νόμος. Είμαστε το αποτέλεσμα μίας συγκυρίας γεγονότων και αυτή είναι πλέον μία οριστική γνώση, στηριγμένη πάνω σε πειραματικά δεδομένα».

Είναι τόσο απλό, όσο και σοκαριστικό. Η ύπαρξη μας, αυτό που αποκαλούμε «ζωή», δεν είναι το αποτέλεσμα μιας εξωτερικής παρέμβασης. Δεν μας δημιούργησε κάποια ανώτερη δύναμη, που ζει αιώνες τώρα σε ένα άσπρο συννεφάκι στον ουρανό. Υπάρχουμε κατά τύχη: «Όλοι εμείς, τα ανθρώπινα όντα που γεννιόμαστε και υπάρχουμε στον κόσμο, είμαστε απλώς συμπωματικές υπάρξεις σε ένα τυχαίο σύμπαν».

Ο εύλογος συνειρμός είναι ότι αφού υπάρχουμε κατά τύχη, τότε δημιουργηθήκαμε και κατά τύχη. Υπήρξε κάποτε μια τυχαία αρχή και κάποια στιγμή θα υπάρξει ένα τυχαίο τέλος. Στο υπαρξιακό σύμπαν του καθηγητή Νανόπουλου οι έννοιες «αρχή» και «τέλος» είναι σχετικές:

«Οι άνθρωποι θεωρούν ότι αυτό που συνέβη για να δημιουργηθεί το δικό μας Σύμπαν ήταν ένα μεγάλο big bang. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό δεν ήταν παρά ακόμα ένα, μέσα μία απειρία αιώνιων big bangs, στα οποία δεν υπάρχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Αυτή η διαδικασία θα συνεχίζεται αιώνια».

Ο Καζαντζάκης έλεγε ότι «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο και καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή». Απ’ το τίποτα ξεκινάμε και στο τίποτα καταλήγουμε:

«Με βάση τα όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ολόκληρο το σύμπαν μας είναι μια κβαντική διακύμανση, η οποία προήλθε από το “τίποτα”. Αν λάβουμε υπόψη αυτή τη διαπίστωση, καταλαβαίνουμε ότι είμαστε μια “ανακατανομή του τίποτα”».

 

 «Σύμφωνα με τη θεωρία των υπερχορδών, υπάρχουν έντεκα διαστάσεις. Πρέπει να πούμε ωστόσο ότι η ενδέκατη διάσταση ενώνεται με τη δέκατη. Κάποιος θα πει, “μα εγώ βλέπω ότι ζούμε σε τέσσερις διαστάσεις, κι αν αφήσουμε έξω τον χρόνο, σε τρεις. Τι γίνεται;” Οι άλλες έξι “διπλώνονται” σε κάθε σημείο, είναι πάρα πολύ μικρές και δεν μπορούμε να τις δούμε».

Ο άνθρωπος αυτό το τυχαίο ταξίδι στο άγνωστο, πολλές φορές νιώθει ότι το έχει ξανακάνει. Χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το πώς και το γιατί αισθάνεται ότι υπάρχουν σεκάνς στη ζωή του που τις έχει ξαναδεί σε κάποια άλλη προβολή.

«Μέσα στα 10/506 διαφορετικά σύμπαντα που υπάρχουν είναι δυνατό και πολύ πιθανό να προκύψει κάποτε και ένα σύμπαν ίδιο με αυτό στο οποίο ζούμε. Μάλιστα, το ενδεχόμενο αυτό είναι κάτι που μπορεί αν έχει ήδη συμβεί στο παρελθόν και να ξανασυμβεί στο μέλλον. Με αυτό εννοώ να συμβεί (όλο το έργο από την αρχή). Η πορεία κάθε σύμπαντος δεν είναι κυκλική αλλά εξελίσσεται γραμμικά. Εφόσον το δικό μας σύμπαν το δημιούργησε μια κβαντική διακύμανση, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα μια ίδια διακύμανση, είτε στο παρελθόν είτε στο μέλλον, να δημιουργήσει ένα πανομοιότυπο σύμπαν. Επίσης, πιθανότατα, αυτή τη στιγμή που διαβάζετε τις συγκεκριμένες γραμμές υπάρχουν και άλλα σύμπαντα που μοιάζουν πολύ με το δικό μας. Όλα τα σύμπαντα κάποτε φτάνουν στο τέλος της πορείας τους, “εξαντλούν τα καύσιμά τους”. Αυτό σημαίνει ότι από τα παλαιότερα σύμπαντα που μπορεί να ήταν ίδια με το δικό μας, μερικά ίσως έχουν κλείσει ήδη τον κύκλο τους, και ενώ το δικό μας είναι τώρα 13, 8 δισεκατομμυρίων ετών εκείνα ίσως έχουν σβήσει και έχει εξαφανιστεί ακόμη και η ύλη τους

. Η φύση όμως φαίνεται πως, για κάθε σύμπαν που φτάνει στο τέλος του, δεν προτιμάει να απαλείφει εντελώς τη “μνήμη” που έχει συσσωρευτεί μέσα από τη συνολική διαδρομή του. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η θεωρία θα μπορούσε να εξηγήσει ορισμένες δευτερεύουσες πτυχές του ανθρώπινου βίου, όπως είναι η αίσθηση που έχουμε μερικές φορές πως κάποιο γεγονός το έχουμε ξαναζήσει-την προμνησία, το περίφημο deja vu-, καθώς και η ανθρώπινη διαίσθηση σε υψηλή ένταση. Η θεωρία περί παράλληλων συμπάντων και Πολυσύμπαντος θα μπορούσε να εξηγήσει τέτοιου είδους φαινομενικές συμπτώσεις».

Αν κάποτε αποφασίζαμε να στείλουμε στο διάστημα ένα μήνυμα κλεισμένο σε μπουκάλι ώστε να πληροφορήσουμε κάποιους πιθανούς παραλήπτες σε ποιο επίπεδο εξέλιξης βρισκόμαστε τώρα, το μήνυμα σύμφωνα με τον καθηγητή Νανόπουλο θα έπρεπε να λέει τα εξής:

«Ζούμε σε ένα σύμπαν που έχει δημιουργηθεί από το τίποτα. Η δομή του, οι φυσικοί νόμοι από τους οποίους διέπεται, οι τιμές των φυσικών σταθερών του και ο αριθμό των διαστάσεων που περιέχει είναι μεγέθη συγκεκριμένα και καταγεγραμμένα από τους επιστήμονες αυτού του σύμπαντος. Υπάρχουν λοιπόν συνολικά 10 /506 σύμπαντα και πιθανώς μερικά να μοιάζουν με το δικό μας. Εμείς, οι κάτοικοι του συγκεκριμένου σύμπαντος, που τυχαίνει να διαθέτει τέσσερις μη διπλωμένες διαστάσεις, είμαστε απλώς τυχαία γεγονότα, αφού δημιουργηθήκαμε από βιολογικές διεργασίες καθαρά συμπωματικές. Βασική αρχή του κόσμου στον οποίο ζούμε είναι η επιταγή “eat, survive, reproduce” -φάε, επιβίωσε, κάνε απογόνους. Εδώ, σε αυτή τη κβαντική διακύμανση στην οποία έτυχε να υπάρξουμε και την οποία ονομάσαμε γη, τώρα το 2015 νιώθουμε την έκσταση της κάθε στιγμής, καθώς ερχόμαστε όλο και πιο κοντά στη κατανόηση των απαρχών της δημιουργίας μας».

·         Trịnh Xuân Thuận was born in HanoiVietnam. He completed his B.S. at the California Institute of Technology, and his Ph.D. at Princeton University. He has taught astronomy at the University of Virginia, where he is a professor, since 1976, and is also a Research Associate at the Institut d’Astrophysique de Paris. He was a founding member of the International Society for Science and Religion.

·         Thuận was the recipient of UNESCO's Kalinga Prize in 2009 for his work in popularizing science. He received the Kalinga chair award at the 99th Indian Science Congress at Bhubaneswar. In 2012, he was awarded the Prix mondial Cino Del Duca from the Institut de France.[2] This prize recognizes authors whose work, literary or scientific, constitutes a message of modern humanism.[3] Thuận's areas of interest are extragalactic astronomy and galaxy formation. His research has focused on the evolution of galaxies and the chemical composition of the universe, and on compact blue dwarf galaxies.

 

           

L’astrophysicien Trinh Xuan Thuan nous explique une constatation acceptée par tous les chercheurs, appelée principe anthropique : «l’univers se trouve avoir, très exactement, les propriétés requises pour engendrer un être capable de conscience et d’intelligence (l’homme)».

 

Il se base sur un impressionnant calcul de probabilité : «Les astrophysiciens peuvent jouer aux dieux créateurs en construisant des modèles d’univers, chacun avec sa propre combinaison de constantes et de conditions initiales, grâce à la puissance des ordinateurs modernes. La question … qu’ils se sont posée pour chaque modèle d’univers est : héberge-t-il la vie et la conscience après une évolution de 13,7 milliards d’années ? La réponse est … : la vaste majorité des univers possède une combinaison perdante (…) – sauf le nôtre (…) La précision stupéfiante du réglage de la densité initiale de notre univers est comparable à celle que devrait montrer un archer pour planter une flèche dans une cible carrée d’un centimètre de côté qui serait placée aux confins de l’univers, à une distance de quelque 14 milliards d’années-lumière.»

«Aucun scientifique ne contestera le réglage très précis des constantes physiques et des conditions initiales de l’univers pour permettre notre existence (…) Les débats surviennent quand il s’agit d’aller plus loin, quand on aborde le principe anthropique fort (…): ce réglage est-il dû au seul hasard ? Ou bien résulte-t-il de la nécessité, si bien que les valeurs des constantes … sont les seules permises ? Disons le tout de suite : la science est incapable de trancher entre ces deux propositions.»

Trinh Xuan Thuan a pris partie pour l’hypothèse «forte»: «Une autre raison pour laquelle je m’insurge contre l’hypothèse du hasard est que je ne puis concevoir que toute la beauté, l’harmonie et l’unité du monde soient le seul fait de la chance (…) Je pense qu’il faut parier, comme Pascal, sur l’existence d’un principe créateur (…) mais c’est un postulat que la science est incapable de démontrer, qui relève de la métaphysique».

«Certains avancèrent que l’émergence de l’intelligence et de la conscience dans l’Univers n’était qu’un simple fait dû au hasard (…) L’univers n’avait que faire de notre présence. Il s’en souciait comme d’une guigne (…) Jacques Monod: ‘ L’homme est perdu dans l’immensité indifférente de l’Univers d’où il a émergé par hasard ’ (…) Steven Weinberg: ‘ Plus on comprend l’Univers, plus il nous apparaît vide de sens ‘… je ne suis pas d’accord avec cette vision désespérante du monde».

La «complémentarité des approches scientifique et spirituelle est très importante. Je suis persuadé que la science n’est pas la seule fenêtre qui nous permet d’accéder au réel. Ce serait arrogant, de la part d’un scientifique, d’affirmer le contraire (…) La science nous apporte des informations, mais n’a rien à voir avec notre progrès spirituel et notre transformation intérieure (…) Confronté à des problèmes éthiques et moraux, notamment en génétique, le scientifique a besoin de la spiritualité pour l’aider à ne pas oublier son humanité»

 

Extrait d’interview est paru dans le journal Le Point, le 10 juin 1991. Jacques Duquesne questionne pour le journal les frères et scientifiques Igor et Grichka Bogdanov. Le Point demande si l’univers est né par hasard ?

Le hasard…l’astrophysicien Trinh Xuan Thuan a utilisé à son propos une très jolie image. La chance pour que l’univers soit né par hasard, écrit-il, est à peu près égale à la chance pour un archer d’atteindre avec sa flèche un petit carré d’un centimètre de côté situé à 15 milliards d’années-lumières.

Et la vie non plus n’a pu apparaître par hasard ?
Non plus….
L’auto-structuration de la matière, qui l’amène à des états de plus en plus ordonnés et complexes, ne pouvait pas non plus se réaliser par hasard ?
Prenons un exemple : une cellule vivante est composée d’une vingtaine d’acides aminés formant une chaîne compacte. La fonction de ces acides aminés dépend, à son tour, d’environ 2000 enzymes spécifiques. Les biologistes ont calculé que la probabilité pour qu’un millier d’enzymes différentes se rapprochent de manière ordonnée jusqu’à former une cellule vivante (au cour d’une évolution de plusieurs milliards d’années) est de l’ordre de 10 puissance 1000 contre 1.

Donc c’est impossible.
C’est pourquoi Francis Crick, prix Nobel de médecine pour avoir découvert l’ADN, a dit : un honnête homme, armé de tout le savoir à notre portée aujourd’hui se devrait d’affirmer que l’origine de la vie paraît actuellement tenir du miracle, tant il y a de conditions à réunir pour la mettre en œuvre.

Les scientifiques ne vont-ils pas plus loin ?
Ils disent, nous ne pouvons pas constater l’existence d’un phénomène d’ordre sous jacent qui conduit inéluctablement à la naissance de la vie.
Si tel et l’état actuel de la recherche, ces réponses ne risquent elles pas d’être démenties un jour par une nouvelle découverte ?
Toute l’évolution de la recherche depuis une centaine d’années va dans le même sens. Certes nous savons que l’univers restera toujours une sorte d’énigme. La physique quantique a montré que lorsqu’on tente d’entrer en contact avec lui dans son intimité, les phénomènes que l’on y rencontre se dérobent à l’observation. Ce fait a été évoqué par le physicien français Bernard d’Espagnat, à travers cette belle formule ;  » Le réel est voilé et il est destiné à rester voilé « .

Mais que peut-on dire de cette réalité ?La tendance de la recherche est aujourd’hui à la dématérialisation. C’est-à-dire que l’univers est conçu moins comme une machine que comme un vaste réseau d’informations. Autrement dit, les objets qui nous entourent ne sont pas faits de particules matérielles, mais de phénomènes évanescents.

Vous avez déjà évoqué cette immatérialité de la matière, il faut y revenir.
C’est tout le sens de cette approche nouvelle de la réalité, révolutionnaire dans ces conséquences, que nous avons choisies, Jean Guitton et nous-mêmes, de désigner sous le nom de « mataréalisme » plus que d’une conception physique, il s’agit d’une nouvelle approche philosophique. Mais revenons à la description la plus actuelle de la matière. Nous savons désormais que les particules élémentaires n’ont aucune existence au sens strict, qu’elles ne sont que les manifestations provisoires de champs immatériels ; Il n’y a pas de substrat solide, pas de fond rocheux, pourrait-on dire, de la matière. Donc l’univers est immatériel. Comme le pense Jean Guitton, il est quasiment certain que les futures générations de scientifiques affineront cette image d’un Univers immatériel profondément ordonné, et comme résultant d’une intention. D’une intelligence en somme.

Vous allez loin ?
D’une intelligence. Tout ce passe comme si les phénomènes à l’échelon macroscopique et microscopique, notamment à l’échelle quantique, manifestaient la présence d’un ordre qui lui-même renvoie à une forme d’intelligence, qui n’est pas le fruit du hasard. Partout, nous rencontrons l’image d’un ordre. Que ce soit dans l’invisible décrit par la théorie quantique, ou encore dans le visible, en particulier tel qu’il est appréhendé par cette approche toute nouvelle, la théorie du chaos déterministe.

 

.

 

« Une intelligence qui, à un instant donné, connaîtrait toutes les forces dont la nature est animée et la situation respective des êtres qui la composent, si d’ailleurs elle était suffisamment vaste pour soumettre ces données à l’analyse, embrasserait dans la même formule les mouvements des plus grands corps de l’univers et ceux du plus léger atome ; rien ne serait incertain pour elle, et l’avenir, comme le passé, serait présent à ses yeux. »

— Pierre-Simon Laplace, Essai philosophique sur les probabilités1

Le terme « démon » ne provient pas de Laplace lui-même mais a été introduit par ses commentateurs. Comme l'indique la citation, Laplace fait référence à « une intelligence ».

Nous pouvons penser que l'expression a été créée par similitude avec le cas du démon de Maxwell.

Le terme « démon » dans ces deux expressions est utilisé dans le sens de la mythologie grecque de daemon, à connotation neutre, plutôt que dans le sens de la tradition judéo-chrétienne où le démon est un être maléfique-----out

-Απόσπασμα συνέντευξης που εμφανίστηκε στην εφημερίδα Le Point, 10 Ιουνίου 1991. Ο Jacques Duquesne ρωτά για την εφημερίδα τους αδελφούς και επιστήμονες Igor και Grichka Bogdanov. Ο Le Point ρωτά αν το σύμπαν γεννήθηκε τυχαία;

Σύμπτωση… ο αστροφυσικός Trinh Xuan Thuan χρησιμοποίησε μια πολύ όμορφη εικόνα για αυτό. Η πιθανότητα ότι το σύμπαν γεννήθηκε τυχαία, γράφει, είναι περίπου ίση με την πιθανότητα ενός τοξότη να χτυπήσει με το βέλος του ένα μικρό τετράγωνο ενός εκατοστού σε μια πλευρά που βρίσκεται 15 δισεκατομμύρια χρόνια μακριά- φώτα.

Και η ζωή δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί τυχαία;

ΟΧΙ πια….

Η αυτοδόμηση της ύλης, που την οδηγεί σε όλο και πιο διατεταγμένες και πολύπλοκες καταστάσεις, δεν θα μπορούσε να συμβεί τυχαία;

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: ένα ζωντανό κύτταρο αποτελείται από περίπου είκοσι αμινοξέα που σχηματίζουν μια συμπαγή αλυσίδα. Η λειτουργία αυτών των αμινοξέων εξαρτάται, με τη σειρά του, από περίπου 2000 συγκεκριμένα ένζυμα. Οι βιολόγοι έχουν υπολογίσει ότι η πιθανότητα για χίλια διαφορετικά ένζυμα να ενωθούν με τακτοποιημένο τρόπο μέχρι να σχηματίσουν ένα ζωντανό κύτταρο (κατά τη διάρκεια μιας εξέλιξης αρκετών δισεκατομμυρίων ετών) είναι της τάξης του 10 στην ισχύ 1000 προς 1.

Άρα δεν γίνεται.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Φράνσις Κρικ, Βραβείο Νόμπελ Ιατρικής για την ανακάλυψη του DNA, είπε: ένας έντιμος άνθρωπος, οπλισμένος με όλες τις γνώσεις στα χέρια μας σήμερα, θα πρέπει να επιβεβαιώσει ότι η προέλευση της ζωής φαίνεται τώρα θαυματουργή, καθώς υπάρχουν τόσες πολλές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται να το εφαρμόσει.

Οι επιστήμονες δεν πάνε παραπέρα;

Λένε ότι δεν μπορούμε να δούμε την ύπαρξη ενός υποκείμενου φαινομένου τάξης που αναπόφευκτα οδηγεί στη γέννηση της ζωής.

Εάν αυτή είναι η τρέχουσα κατάσταση της έρευνας, αυτές οι απαντήσεις δεν είναι πιθανό να αντικρούσουν μια μέρα από μια νέα ανακάλυψη;

Όλη η εξέλιξη της έρευνας τα τελευταία εκατό χρόνια ήταν προς την ίδια κατεύθυνση. Σίγουρα γνωρίζουμε ότι το σύμπαν θα παραμένει πάντα ένα είδος αινίγματος. Η κβαντική φυσική έχει δείξει ότι όταν προσπαθούμε να έρθουμε σε επαφή μαζί της στην οικειότητά της, τα φαινόμενα που συναντάμε εκεί διαφεύγουν της παρατήρησης. Αυτό το γεγονός αναφέρθηκε από τον Γάλλο φυσικό Bernard d'Espagnat, μέσα από αυτήν την όμορφη φόρμουλα. «Το πραγματικό είναι καλυμμένο και είναι προορισμένο να παραμείνει καλυμμένο».

Τι να πούμε όμως για αυτή την πραγματικότητα;Η τάση στην έρευνα σήμερα είναι προς την αποϋλοποίηση. Δηλαδή, το σύμπαν θεωρείται λιγότερο ως μηχανή παρά ως ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών. Με άλλα λόγια, τα αντικείμενα γύρω μας δεν αποτελούνται από υλικά σωματίδια, αλλά από παροδικά φαινόμενα.

Έχετε ήδη αναφέρει αυτή την άυλη ύλη, πρέπει να επανέλθουμε σε αυτήν.

Αυτό είναι όλο το νόημα αυτής της νέας προσέγγισης της πραγματικότητας, επαναστατικής ως προς τις συνέπειές της, που επιλέξαμε, ο Jean Guitton και εμείς, να ονομάσουμε με το όνομα «ματαρεαλισμός» περισσότερο από μια φυσική σύλληψη, είναι Αυτή είναι μια νέα φιλοσοφική προσέγγιση . Ας επιστρέψουμε όμως στην πιο πρόσφατη περιγραφή της ύλης. Γνωρίζουμε τώρα ότι τα στοιχειώδη σωματίδια δεν έχουν καμία ύπαρξη με τη στενή έννοια, ότι είναι μόνο προσωρινές εκδηλώσεις άυλων πεδίων. Δεν υπάρχει στερεό υπόστρωμα, ούτε θεμέλιο, θα λέγατε, ύλη. Άρα το σύμπαν είναι άυλο. Όπως πιστεύει ο Jean Guitton, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι μελλοντικές γενιές επιστημόνων θα τελειοποιήσουν αυτή την εικόνα ενός βαθιά διατεταγμένου άυλου Σύμπαντος, σαν να προκύπτει από πρόθεση. Με λίγα λόγια, έξυπνος.

πας μακριά;

Μιας ευφυΐας. Όλα συμβαίνουν σαν τα φαινόμενα στο μακροσκοπικό και μικροσκοπικό επίπεδο, ιδιαίτερα στην κβαντική κλίμακα, να εκδήλωσαν την παρουσία μιας τάξης που από μόνη της παραπέμπει σε μια μορφή νοημοσύνης, η οποία δεν είναι αποτέλεσμα τύχης. Παντού συναντάμε την εικόνα μιας παραγγελίας. Είτε στο αόρατο που περιγράφεται από την κβαντική θεωρία, είτε στο ορατό, ιδιαίτερα όπως αντιλαμβάνεται αυτή η ολοκαίνουργια προσέγγιση, η θεωρία του ντετερμινιστικού χάους.

 

Aν γίνεται δεκτόότ η α;νθρώπινη συνείοδηση επηε4΄;α;ζει την πορείοα του σύμλανβτος,και επομένως τομέλον,τουόλουκαι επονλενως και τουμέρους,ότε αυτήηαβεβαι΄τητα μπορείνα σθνιστάτυο τυχαίο,που θεωρείταιώς εγγέες στισείθο,της σςυμανττιξής ποορείας.Σε ό,το ειδικως αφορά το άτομο,εφοδ

Σον συμμετεχει στυην[ορεία αυτή,ηαβεβεβαιόητα το αφορά;;;;;;;;;;;;;;

 

-Απόσπασμα συνέντευξης που εμφανίστηκε στην εφημερίδα Le Point, 10 Ιουνίου 1991. Ο Jacques Duquesne ρωτά για την εφημερίδα τους αδελφούς και επιστήμονες Igor και Grichka Bogdanov. Το  Le Point ρωτά αν το σύμπαν γεννήθηκε τυχαία.

 Ο A.G.Cairns-Smith (ό.π. σελ.83) παρόλο που ισχυρίζεται πώς η ζωή προήλθεν από την άργιλο,--- (Σημείωσή μου ;;;; « ..και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον,χουν από της γής και ενεφύσησεν είς το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής….»(Γεν Β,7)-

              Η TYXH

  (ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟΨΕΩΝ)

 

            ΤΑ ΚΥΡΙΩΤΕΡΑ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΜΟΥ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ     -


1.-Ivar Ekeland    “ Το σπασμένο ζάρι» ,Δίαυλος 1995,

2.-ιδίου « Το Χάος» Dominos 199

3.-Hubert Reeves “ Η κοσμική εξέλιξη» Ράππα 1988
 4.-Frank Tipler «The Physics of Immortality”(Anchor Books 1995?

5.-Albert Jacquard   «Η επίγνωση των ορίων» κάτοπτρο   (Voici le temps du monde fini Seuil 1991)  σελ. 63 επ.
 6.-Paul Davies «
Συμπαντικό Τζάκ ποτ» ΑΒΓΟ 2007
 7.-
Ι.Ευαγγέλου "Ο Ανθρωπος και η Τύχη"Ν.Βερέττας 2007 
 8.-Jim Al-Khalili  «
Οι Μεγάλοι Δαίμονες της Φυσικής» Τραυλός 2014(  Paradox The Nine Great Enigma in Science 2012 )     
                     


ΙΣΤΟΡΙΚΑ-Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ

-Κατά τον Ι.Κακριδή η ¨Τύχη" ανήκει σε μιά κατηγορία συμβατικών θεοτήτων  που προέρχονται από αφηρημένες έννοιες  χωρίς μυθολογικό περιεχόμενο.Οι θεότητες αυτές υψώθηκαν  από τους πλάστες και τους ποιητές σε προσωπικότητες και στους τελευταίους χρόνους της αρχαιότητας   τιμούνται μ'ένα είδος πομπικής ή επιδεκτικής λατρείας.

-Κατά τον  Ι.Ευαγγέλου,ως φιλοσοφική έννοια η τύχη παρουσιάστηκε  από την αρχή των ιστορικών χρόνων και επέζησε πολλές φορές μεταλλαγμένη μέχρι το τέλος της αρχαιότητας. Εχουμε τον Βούπαλο και τον Αθηναίο ,τέκνα του χιώτη πλάστη Αρχερμου που γύρω στα 560 π.Χ.είχε γίνει γνωστός  με  το άγαλμα μιάς φτερωτής θεάς Νίκη.

 -Στην "Θεογονία¨τού Ησίοδου,αναφέρεται μιά σκιώδης ηρωική μορφή με το όνομα Τύχη που πρέπει να είχε το περιεχόμενο τής "αγαθής τύχης"

  -  Καθαρά φιλοσοφική έκφραση βρίσκουμε  στα πρώτα ελληνιστικά χρόνια.Εδώ η τύχη  επηρεάζει την ζωή των ανθρώπων αλλά χωρίς σκοπό.Στα Μακεδονικά χρόνια η ανάδειξη δοξασμένων κέντρων θεωρήθηκε από πολλούς ως έργο   τής θεάς "Τύχης" που αναγνωρίστηκε ως "ΘΕΩΝ ΜΕΓΙΣΤΗ ΕΝ ΤΟΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙΣ ΠΡΑΓΜΑΣΙ". Σε κάθε πόλη υπήρχε ένας ναός,για τη "θεά της πόλεως" που κάποτε γίνονταν η πολιούχος. Γύρω στα 300 π.Χ.έχουμε στην Αντιόχεια ένα μπρούτζινο άγαλμα τής θεάς Τύχης. Στα ρωμαικά χρόνια η πίστη αυτή ενισχύθηκε με τη ανέγερση των σχετικών ναών και την εμφάνιση πολλών αγαλμάτων. Η  τύχη  εθεωρείτο προαπαιτούμενο για να είναι κανείς πλούσιος  και  ευτυχής. 

-Ο μαθητής του Αριστοτέλη, Αλέξανδρος ο Αφοσιοδεύς,ήταν ο πρώτος που έγραψε συστηματικό  σχετικό έργο με τίτλο "περί Ειμαρμένης,Προ νοίας,Τύχης"

- Ο Θουκυδίδης, αναφέρεται στο ξαφνικό και απροσδόκητο,που έρχεται τυχαία και πέρα από κάθε υπολογισμό.

-Ο νομπελίστας Jacques Μonod υποστηρίζει την σημαντικότητα του τυχαίου  στον χώρο τής γενετικής. Για την άποψη του Μονό,στην Ζωή,αναφερόμαστε  πιο κάτω.

 

 ΟΡΙΣΜΟΣ-ΕΝΝΟΙA

EΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΥΧΗΣ

 Η φυσική του 20ου αιώνα σημαδεύτηκε από την εφεύρεση δύο μεγάλων θεωριών: της γενικής σχετικότητας και της κβαντικής μηχανικής, που δεν στηρίζονται στις ίδιες βάσεις και δεν προσφέρουν την ίδια εικόνα του κόσμου. H πρώτη δεν αφήνει περιθώρια στην τύχη,η δεύτερη του προσδίδει, στις υποθέσεις και στις εξισώσεις της, μια σημαντική λειτουργία.

       

 -  Κατά τον Ιvar Ekeland (ό.π.σελ.176,179) «Τύχη είναι η διασταύρωση ανεξαρτήτων ακολουθιών αιτίων» Ο ίδιος δέχεται ότι «,δεν μπορεί να  υπάρχουν ανεξάρτητες σειρές αιτιών στο Σύμπαν,….Δύο συστήματα μπορεί να εξελίσσονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο,το ένα σύμφωνα με μια φυσιοκρατική αιτιοκρατία, το άλλο με ιστορική αιτιο κρατία(181)…η τύχη είναι πάντα ένα ερώτημα, που θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του».Και καταλήγει:  «Δεν υπάρχει τύχη,γιατί δεν έχει νόημα.Δεν υπάρχει λόγος να ευνοηθεί περισσότερο μια συγκεκριμένη  στιγμή τής ιστορίας από μια άλλη».Ο ίδιος («Χάος»ό.π. σελ.30) γράφοντας για το Χάος ,λέγει ότι,: «η τύχη, βρίσκεται μέσα στην ενίσχυση των μικρών εκτροπών,.Δύο ταυτόσημες αρχικές θέσεις,θα αναπαράγουν την ίδια τροχιά.Είναι βασική αρχή τού ντετερμινισμού,είναι όμως αδύνατο να ξαναδώσουμε σ΄ένα σύστημα την  ίδια ακριβώς θέση,θα υπάρχει πάντα μια απόκλιση.»Και συνεχίζει.: «Υπάρχει αδυναμία  να κατασκευάσουμε  πραγματικώς  τυχαίες ακολουθίες; (48)Η κβαντομηχανική θα  ήταν εντελώς αιτιοκρατική αν δεν υπήρχε ο παρατηρητής,(53) Ο παρατηρητής με το να ζητεί μια πληροφορία, εισάγει το τυχαίο στοιχείο.Οι προβλέψεις τής κβαντομηχανικής, είναι ακριβείς αλλά είναι στατιστικής φύσεως και αναφέ ρονται σε μεγάλο πλήθος μετρήσεων,ή σε μακροσκοπικά φαινόμενα  πράγμα που δεν αποκλείει την μεγάλη ακρίβεια.Το βέβαιο είναι ότι, στην κβαντομηχανική το αποτέλεσμα μιάς μέτρησης σημαίνει  την διενέργεια  μιάς κλήρωσης,(55).

-Ο Αινστάιν,ήταν ντετερμινιστής,απέδιδε δε το τυχαίο, στην ύπαρξη κρυφών μεταβλητών,πράγμα όμως που δεν αποδείχθηκε.Το έσχατο μήνυμα τής φύσεως,είναι το τυχαίο,…Δεν μπορούμε να αποφύγουμε την αιτιοκρατία.Διώξτε την από την πόρτα,μπαίνει από το παράθυρο με το κάλυμμα των στατιστικών  νόμων.(83) -Ο Einstein, δεν δέχονταν την απροσδιοριστία,μάταια όμως προσπάθησε να εξαλείψει το στοιχείο αυτό. (Hubert Reeves ό.π. σελ.226) Μέχρι τον θάνατό του υπεστήριζε ότι ,μόνο ορισμένες από τις μεταβλητές που προσδιορίζουν την κατάσταση ενός συστήματος μας είναι προσιτές. Κατ΄αυτόν μερικές είναι κρυμμένες και αυτή η άγνοια μάς δημιουργεί την έννοια τού τυχαίου.όπως όμως γράφουμε πιο πάνω και  όπως παρατηρεί  και ο Ivar Ekeland (Το σπάσμένο κλπ.ό.π.σελ.56) η θεωρία αυτή για την ύπαρξη κρυφών μεταβλητών δεν είχε μέχρι σήμερα(1991)γίνει δεκτή. - O ‘ιδιος (εν  Alice Calaprice «The  New Quotable Einstein») αποκρούει εντελώς το τυχαίο για την εμφάνιση τής ζωής.Λέγει χαρακτηριστικώς,πώς η πιθανότητα να δημιουργήθηκε τυχαίως η ζωή,συγκρίνεται με την πιθανότητα,ένα λεξικό να είναι το αποτέλεσμα μιάς έκρηξης σ΄ένα τυπογραφείο.Και γενικώτερα   αποκλείει τη τυφλή τυχαιότητα  και για την δημιουργία τού Σύμπαντος με την τάξη και την ακρίβεια που το διακρίνει.

(Το σχετικό κείμενο στην αγγλική παρατίθεται στο Παράρτημα υπό τον τίτλο "Ο Αινστάιν για τον παράγοντα ΤΥΧΗ)

 

- Ο Kurt Gödel απέδειξε το λαθεμένο τής άποψης ότι , τα μαθηματικά είναι θεμελιωμένα επάνω  σε μια λογική αναγκαιότητα,ότι ,δηλαδή είναι προφυλαγμένα, από την τύχη και την ιστορία.(υπάρχουν προτάσεις που είναι αληθινές αλλά δεν μπορούν να΄αποδειχθούν, όποιο και αν είναι το σύστημα αξιωμάτων και οι αποδεκτοί κανόνες, υπό την προϋπόθεση ότι ,είναι πεπερασμένου πλήθους-μπορούμε να διατυπώσουμε μια πρόταση που αφορά τους φυσικούς αριθμούς και η οποία δεν θα μπορεί να αποδειχθεί, ούτε και η άρνησή της. μέσα στο σύστημα αυτό,. δηλαδή δεν είναι βέβαιο ότι, τα βασικά αξιώματα, τής αριθμητικής δεν οδηγούν σε αντιφάσεις (σελ.86 και εγκυκλοπαίδεια υπό: Γκέντελ) .Το θεώρημα τού Gödel  επιτρέπει την κατασκευή, μιάς μη αποκρίσιμης πρότασης,μέσα στο θεωρούμενο σύστημα…………..ο Gödel  αποδεικνύει την ύπαρξη μιάς απειρίας μαθηματικών που είναι όλα παιδιά τής ίδιας αναγκαιότητας. Ενδεχομένως αν οι ιστορικές συγκυρίες ήταν διαφορετικές, τα μαθηματικά θα ήταν διαφορετικά(80) Υπάρχουμε χωρίς εμφανή λόγο σε βάρος άλλων δυνατοτήτων,σίγουρα,το ίδιο πλούσιων και ίσως πιο θελκτικών.»

 -Ο Frank Tipler, στο βιβλίο του «The Physics of Immortality»
γράφει: «Η φυσική  επιλογή, ενεργούσα σε τυχαίες αλλαγές,μπορεί και υπήρξε περισσότερο  δημιουργική,από οποιαδήποτε ανθρώπινο μυαλό. Στο ίδιο βιβλίο διαβάζουμε.: « Ο Roger Penrose, γράφει  ότι, τα πράγματα φαίνεται τουλάχιστον ότι, αυτοοργανώνονται κατά κάποιο τρόπο,καλύτερα απ΄ό,τι έπρεπε… ακριβώς στην βάση τής τυφλής τύχης και τής φυσικής επιλογής,.Τέτοια φαινόμενα, είναι εντελώς απατηλά. Οι αλγόριθμοι τού ανθρώπινου μυαλού και τού ανθρώπινου DΝΑ, δημιουργήθηκαν και τα δύο από   μιά τυφλή τυχαία εξέλιξη και από την φυσική επιλογή…Πολλοί πιστεύουν ότι, η τύχη παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο, απ’ό,τι επιστεύετο μέχρι τώρα ακόμη και στην οικονομία και την παραγωγή.»

 -Κατά τον William James (πάντα στο ίδιο βιβλίο) «ο τυχαίος χαρακτήρας ενός γεγονότος σημαίνει ότι, υπάρχει κάτι σ΄αυτό,πραγματικώς δικό του,κάτι που δεν είναι η χωρίς όρους ιδιότητα τού όλου ………….Τύχη είναι μόνο το αρνητικό γεγονός ότι ,κανένα μέρος τού όλου,όσο μεγάλο και αν είναι, μπορεί να διεκδικήσει ότι ,ελέγχει απολύτως  το πεπρωμένο τού όλου.»

- O Albert Jacquard( ό.π.74.)    γράφει « ,,,Οσο ακριβής και αν είναι η γνώση τής αρχικής κατάστασης είναι αδύνατο να   προβλέψουμε την τελική κατάσταση χωρίς να διατρέξουμε όλα τα στάδια.Το σήμερα δεν επιτρέπει να προβλέψουμε το αύριο. Αυτή η διαπίστωση είναι αρκετή για να παραδεχθούμε αντίθετα με τον Laplace, ότι ,διαθέτουμε ένα χώρο ελευθερίας.Είναι ανώφελο να επικαλεσθούμε γι΄αυτό την τύχη.Υπάρχει άραγε αυτός ο χώρος ελευθερίας στη πραγματικότητα;  Ένα τέτοιο ερώ τημα δεν ανήκει  στη δικαιοδοσία τής επιστήμης. Οντας αρκετά απα σχολημένη με το πώς εμφανίζεται η πραγματικότητα,αφήνει τα ερωτήματα αυτά στους  μεταφυσικούς» 

 -Ο John Wheeler λέγει:  Σύμφωνα με τους κανόνες της κβαντομηχανικής, οι παρατηρήσεις μας επηρεάζουν το σύμπαν στα πιο θεμελιώδη επίπεδα. Όταν οι φυσικοί εξετάζουν τα βασικά συστατικά της πραγματικότητας - άτομα και τα εσωτερικά τους, ή τα σωματίδια φωτός που ονομάζονται φωτόνια - αυτό που βλέπουν εξαρτάται από το πώς έχουν  οργανώσει το πείραμά τους. ..
Το αποτέλεσμα του πειράματος εξαρτάται από το τι προσπαθούν να μετρήσουν οι φυσικοί ... Ο Wheeler έχει καταλήξει σε μια  άποψη κοσμικής κλίμακας αυτού του πειράματος που έχει ακόμη πιο παράξενες συνέπειες. ............ .. Η άποψη του Wheeler δείχνει ότι οι παρατηρήσεις μας στο παρόν μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο συμπεριφοράς ενός φωτονίου στο παρελθόν…………………..  (ο Wheeler) υποψιάζεται ότι το μεγαλύτερο μέρος του σύμπαντος αποτελείται από τεράστια νέφη αβεβαιότητας που δεν έχουν ακόμη αλληλεπιδράσει ούτε με έναν συνειδητό παρατηρητή ούτε με κάποιο τμήμα άψυχου υλικού).

-Ο αστροφυσικός Trinh Xuan Thuan  λέγει : «το σύμπαν τυγχάνει να έχει, ακριβώς, τις ιδιότητες που απαιτούνται για να δημιουργήσει ένα ον ικανό για συνείδηση ​​και νοημοσύνη (άνθρωπος)»Βασίζεται σε έναν εντυπωσιακό υπολογισμό πιθανοτήτων: …..Η εκπληκτική ακρίβεια της αρχικής ρύθμισης πυκνότητας του σύμπαντος είναι συγκρίσιμη με αυτή που θα έπρεπε να δείξει ένας τοξότης για να φυτέψει ένα βέλος τετράγωνος στόχος ενός εκατοστού σε μια πλευρά που θα τοποθετούνταν στην άκρη του σύμπαντος, σε απόσταση περίπου 14 δισεκατομμυρίων ετών φωτός.

«Κανένας επιστήμονας δεν θα αμφισβητήσει τον πολύ ακριβή συντονισμό των φυσικών σταθερών και των αρχικών συνθηκών του σύμπαντος για να επιτρέψει την ύπαρξή μας (…) Οι συζητήσεις προκύπτουν όταν πρόκειται να προχωρήσουμε παραπέρα, όταν προσεγγίζουμε την ισχυρή ανθρωπική αρχή (… ): Μήπως οφείλεται αυτό το σκηνικό στην τύχη; Ή μήπως προκύπτει από αναγκαιότητα, ώστε οι τιμές των σταθερών… να είναι οι μόνες επιτρεπόμενες; Ας το πούμε αμέσως: η επιστήμη δεν είναι σε θέση να αποφασίσει μεταξύ αυτών των δύο προτάσεων.»

Ο Trinh Xuan Thuan τάχθηκε υπέρ της «ισχυρής» υπόθεσης: «Ένας άλλος λόγος για τον οποίο αντιτάσσομαι στην υπόθεση της τύχης είναι ότι,μπορώ να συλλάβω μόνο όλη την ομορφιά, την αρμονία και την

ενότητα του κόσμου να είναι το μοναδικό γεγονός της τύχης (…) σκεφτείτε ότι, πρέπει να στοιχηματίσουμε, όπως ο Πασκάλ, στην ύπαρξη μιας δημιουργικής αρχής (…), αλλά είναι ένα αξίωμα που η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει, το οποίο εμπίπτει στη μεταφυσική».

«Κάποιοι υποστήριξαν ότι, η εμφάνιση της νοημοσύνης και της συνείδησης στο Σύμπαν ήταν απλώς μια σύμπτωση (…) Το σύμπαν δεν νοιαζόταν για την παρουσία μας. Φρόντισε ένα σύκο για αυτό (…) Jacques Monod: «Ο άνθρωπος χάνεται στην αδιάφορη απεραντοσύνη του Σύμπαντος από το οποίο αναδύθηκε κατά τύχη» (…) O Steven Weinberg: «Όσο περισσότερο καταλαβαίνει κανείς το Σύμπαν, τόσο πιο ανούσιο φαίνεται να εμείς «… Δεν συμφωνώ με αυτήν την απελπιστική άποψη για τον κόσμο».

 ( Στο Παράρτημα  ολόκληρο το κείμενο στην αγγλική)

 

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Φράνσις Κρικ, Βραβείο Νόμπελ Ιατρικής για την ανακάλυψη του DNA, είπε: ένας έντιμος άνθρωπος, οπλισμένος με όλες τις γνώσεις στα χέρια μας σήμερα, θα πρέπει να επιβεβαιώσει ότι, η προέλευση της ζωής φαίνεται τώρα θαυματουργή, καθώς υπάρχουν τόσες πολλές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται να το εφαρμόσει.

( Το πλήρες κείμενο στο¨Παράρτημα)

-  Ο Clément Sire,  διευθυντής ερευνών στο Εργαστήριο θεωρητικής φυσικής - IRSAMC του CNRS – Πανεπιστήμιο τής Toulouse, δέχεται πώς υπάρχουν πραγματικά τυχαία γεγονότα αλλά και  άλλα «τυχαία» που ουσιαστικώς οφείλονται στην αδυναμία ,μας,ή την άγνοιά μας να κατά νοήσουμε ένα γεγονός,ότι, το πραγματικώς τυχαίο υφίσταται, ότι, η κβαντομηχανική μας λέγει  ότι, το ηλεκτρόνιο δεν εντοπίζεται σ’ένα συγκεκριμένο σημείο, αλλά υπάρχει μόνον μια ορισμένη πιθανότητα να παρατηρηθεί εδώ ή εκεί, ότι,ο  κβαντικός κόσμος είναι εγγγενώς τυχαίος ή πιθανοκρατούμενος και ότι, η ομορφιά και η δύναμη της φυσικής είναι επίσης να μπορέσει  να προβλέψει την κανονική συμπεριφορά σε μεγάλη κλίμακα συστημάτων φαινομενικώς ελεγχομένων από την τύχη( «χαοτική»  ή «κβαντική»)

(Ολόκληρο το σχετικό κείμενο στο Παράρτημα)

-Στο Πανεπιστήμιο του Ώστιν στο Τέξας, ο νομπελίστας φυσικός Ilya Prigogine μελετάει τον τρόπο που χημικές και άλλου τύπου δομές αναπτύσσουν πρότυπα βγαλμένα απ' το χάος.

-Ο Karl Pribram, νευρολόγος στο Πανεπιστήμιο του Stanford, πρότεινε τη θεωρία ότι, ο εγκέφαλος είναι ένα είδος "ολογράμματος", ένας αναλυτής μοντέλων και συχνοτήτων, που δημιουργεί την "σκληρή" πραγματικότητα, ερμηνεύοντας συχνότητες από μια διάσταση πέρα απ' το χώρο και το χρόνο. Με άλλα λόγια, ο φυσικός κόσμος που ξέρουμε είναι "ισομορφικός" – δηλαδή όμοιος - με τις διαδικασίες του εγκεφάλου.Ίσως λοιπόν, μια συμμαχία κβαντικών φυσικών, νευρολόγων, παραψυχολόγων και μυστικιστών  μας δώσει μια νέα και διαφορετική εικόνα του σύμπαντος, μη-αιτιοκρατικού αλλά "συμπαθητικού", που λειτουργεί πιο πολύ σαν μια μεγάλη σκέψη παρά σαν μια μεγάλη μηχανή, ενοποιώντας ύλη, ενέργεια και συνείδηση.Μόνο τότε ίσως να ελευθερωθούν τα παραφυσικά φαινόμενα απ' το στίγμα του "αποκρυφισμού" και να μην αντιμετωπίζονται σαν ενοχλητικά. Στα πλαίσια αυτά, οι αντιλήψεις μας και ο κόσμος μας θα αλλάξουν για πάντα.

Ο Τέρι Ρούντολφ, φυσικός από το Imperial College του Λονδίνου, συμφωνεί. Η κβαντική θεωρία είναι η απόλυτη θεωρία μας για τη φύση και φαίνεται να υποδεικνύει ότι το Σύμπαν είναι τυχαίο, δεν υπάρχει όμως εγγύηση για αυτό. «Δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε ποτέ να το αποδείξουμε» λέει.

Αν είναι έτσι, ίσως θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί ότι η τυχαιότητα είναι μια ψευδαίσθηση – και μαζί της ίσως και η ελεύθερη βούλησή μας. «Τότε η κβαντική φυσική είναι απλώς μέρος της μεγάλης συνωμοσίας» λέει ο κ. Σκαράνι.

Αναγελάσματα της Μοίρας; Ισως δεν έχουμε την ελευθερία να αποφασίσουμε περί αυτού.-

 

PIERRE-SIMON, MARQUIS DE LAPLACE  οραματίστηκε το 1814 μια νόηση (  σήμερα μιλούμε για τον Δαίμονα του Λαπλάς όρος που είναι δημιούργημα των σχολιαστών των απόψεων του,ίσως  κατά ,μίμησητου Δαίμονα του Μαξουελ) «Μια νοημοσύνη η οποία, σε μια δεδομένη στιγμή, θα γνώριζε όλες τις δυνάμεις με τις οποίες εμψυχώνεται η φύση και την αντίστοιχη κατάσταση των όντων που τη συνθέτουν, εάν επιπλέον ήταν αρκετά μεγάλη για να υποβάλει αυτά τα δεδομένα σε ανάλυση, θα περιλάμβανε τις ίδιες διατυπώσεις τις κινήσεις των μεγαλύτερων σωμάτων στο σύμπαν και εκείνων του ελαφρύτερου ατόμου. τίποτα δεν θα ήταν αβέβαιο γι' αυτήν και το μέλλον, όπως το παρελθόν, θα ήταν παρόν στα μάτια της. »

es yeux. »

 

 

(Τα ερωτήματα που προκύπτουν.(μεταξύ άλλων)

1.Η πρόβλεψη είναι αντικειμενικώς  δυνατή, ιδίως σ’ένα σύμπαν που συνεχώς εξελίσσεται ; .Είναι βέβαιο ότι,οι νόμοι που ισχύουν σήμερα. –στο 4% του Σύμπαντος- θα ισχύουν και στο άγνωστο 96%; 

2.Μήπως η απροσδιοριστία,είναι εγγενές στοιχείο και στον μακρόκοσμο;( πιθανοκρατία στον μικρόκοσμο-ντετερμινισμός στον μακρόκοσμο.Αλλά ο μικρόκοσμος  είναι μέρος του μακροκόσμου.  Άλλο πρόβλημα)

3.Αν η συνείδηση-ο άνθρωπος επηρεάζει την εξέλιξη του σύμπαντος,δεν καθιστά αβέβαιο το μέλλον του ;

4.Η απειρία των στοιχείων επιτρέπει την επεξεργασία τους;

5.Η ακριβής θέση του ατόμου  μάλλον δεν δύναται να εντοπισθεί

     Πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι, ενώ φαίνεται να ζούμε σε μια πραγματικότητα όπου οι αιτίες οδηγούν σε προβλέψιμα αποτελέσματα, αν σκάψουμε λίγο πιο βαθιά, βλέπουμε ότι μάλλον τα πράγματα δεν λειτουργούν καθόλου έτσι. Η κβαντική θεωρία, η οποία αναπτύχθηκε σταδιακά από τις αρχές του 20ού αιώνα, είναι η λειτουργική θεωρία μας για την πραγματικότητα στα πιο βασικά της – και απορρίπτει εντελώς την ακλόνητη βεβαιότητα. «Σε εμάς φαίνεται, μέσω των κβαντικών πειραμάτων, ότι η φύση είναι θεμελιωδώς τυχαία» λέει ο Εϊντριαν Κεντ, μαθηματικός στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. 

            Ο Δημ.Νανόπουλος  λέγει: Η ύπαρξη μας, αυτό που αποκαλούμε «ζωή», δεν είναι το αποτέλεσμα μιας εξωτερικής παρέμβασης. Δεν μας δημιούργησε κάποια ανώτερη δύναμη, ……………….. Υπάρχουμε κατά τύχη: «Όλοι εμείς, τα ανθρώπινα όντα που γεννιόμαστε και υπάρχουμε στον κόσμο, είμαστε απλώς συμπωματικές υπάρξεις σε ένα τυχαίο σύμπαν»…………. Υπήρξε κάποτε μια τυχαία αρχή και κάποια στιγμή θα υπάρξει ένα τυχαίο τέλος….«Οι άνθρωποι θεωρούν ότι αυτό που συνέβη για να δημιουργηθεί το δικό μας Σύμπαν ήταν ένα μεγάλο big bang. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό δεν ήταν παρά ακόμα ένα, μέσα μία απειρία αιώνιων big bangs, στα οποία δεν υπάρχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Αυτή η διαδικασία θα συνεχίζεται αιώνια».Ο Καζαντζάκης έλεγε ότι «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο και καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή». Απ’ το τίποτα ξεκινάμε και στο τίποτα καταλήγουμε:«Με βάση τα όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ολόκληρο το σύμπαν μας είναι μια κβαντική διακύμανση, η οποία προήλθε από το “τίποτα”. Αν λάβουμε υπόψη αυτή τη διαπίστωση, καταλαβαίνουμε ότι είμαστε μια “ανακατανομή του τίποτα”»…. Ο άνθρωπος αυτό το τυχαίο ταξίδι στο άγνωστο, πολλές φορές νιώθει ότι το έχει ξανακάνει. Χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το πώς και το γιατί αισθάνεται ότι υπάρχουν σεκάνς στη ζωή του που τις έχει ξαναδεί σε κάποια άλλη προβολή.. Η πορεία κάθε σύμπαντος δεν είναι κυκλική αλλά εξελίσσεται γραμμικά….. Όλα τα σύμπαντα κάποτε φτάνουν στο τέλος της πορείας τους, “εξαντλούν τα καύσιμά τους”. ….. Η φύση όμως φαίνεται πως, για κάθε σύμπαν που φτάνει στο τέλος του, δεν προτιμάει να απαλείφει εντελώς τη “μνήμη” που έχει συσσωρευτεί μέσα από τη συνολική διαδρομή του. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η θεωρία θα μπορούσε να εξηγήσει ορισμένες δευτερεύουσες πτυχές του ανθρώπινου βίου, όπως είναι η αίσθηση που έχουμε μερικές φορές πως κάποιο γεγονός το έχουμε ξαναζήσει-την προμνησία, το περίφημο deja vu-, καθώς και η ανθρώπινη διαίσθηση σε υψηλή ένταση. Η θεωρία περί παράλληλων συμπάντων και Πολυσύμπαντος θα μπορούσε να εξηγήσει τέτοιου είδους φαινομενικές συμπτώσεις».

(Ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης στο «Παράρτημα»)

 

 (  Σημ.Στην πλειοψηφία τους οι σύγχρονοι φυσικοί, δεν δέχονται την έννοια του σκοπού.)

 

 

ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ ΣΤΗΝ ΜΕΤΕΟΡΟΛΟΓΙΑ

 

Ο μετεωρολόγος Κεν Μιλν, επικεφαλής των αριθμητικών μοντέλων της επιστήμης πρόγνωσης του καιρού στη Μετεωρολογική Υπηρεσία της Βρετανίας, απαντά   σε σχετικές  ερωτήσειςι:

Πώς κάνετε πρόγνωση του καιρού;

«Δημιουργούμε ένα μοντέλο το οποίο αναπαριστά την τρέχουσα κατάσταση της ατμόσφαιρας με βάση πολλές παρατηρήσεις. Το μοντέλο κάνει προβολή και υπολογίζει πώς μπορεί να εξελιχθεί η ατμόσφαιρα. Το αποτέλεσμα της πρόγνωσης είναι πολύ ευαίσθητο σε μικρά λάθη στην αρχική φάση του, και έτσι τρέχουμε ένα συνολικό μοντέλο με βάση στοχαστικές προγνώσεις (ensemble). Αντί να τρέχουμε το μοντέλο μια φορά, κάνουμε μια σειρά από μικρές αλλαγές στο αρχικό μοντέλο και το ξανατρέχουμε πολλές φορές ώστε να έχουμε μια ομάδα προγνώσεων. Μερικές μέρες τα αποτελέσματα είναι όμοια, γεγονός που μας χαρίζει υψηλό ποσοστό βεβαιότητας για την πρόγνωση. Τα αποτελέσματα μπορεί να διαφέρουν ριζικά, οπότε πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί».

 

Πόσο σίγουροι μπορεί να είστε για τις προγνώσεις σας;

 

«Το επίπεδο βεβαιότητας διαφέρει από μέρα σε μέρα και από πρόγνωση σε πρόγνωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να έχουμε μεγάλες διαφορές μεταξύ των προγνώσεων του ensemble. Η μεγαλύτερη αβεβαιότητα αφορά συχνά τις μεγάλες καταιγίδες και τα άλλα δραματικά φαινόμενα του καιρού τα οποία ενδιαφέρουν το κοινό, καθώς η ατμόσφαιρα πρέπει να βρίσκεται σε μια ευαίσθητη, ασταθή κατάσταση ώστε να παραχθούν τέτοια φαινόμενα. Η χαοτική φύση του συστήματος της ατμόσφαιρας επιβάλλει πράγματι θεμελιώδη όρια στην ικανότητα πρόγνωσης. Σε ό,τι αφορά την πρόγνωση του καιρού από μέρα σε μέρα, το όριο αυτό είναι μεταξύ 10 ημερών και δύο εβδομάδων με χρήση προγνώσεων με βάση τις πιθανότητες».

 

Από το 2011 η βρετανική Μετεωρολογική Υπηρεσία άρχισε να παρουσιάζει προγνώσεις σχετικά με την πιθανότητα βροχής. Ηταν μια απόφαση αμφιλεγόμενη;

 

«Το συζητούσαμε επί μακρόν. Οι Αμερικανοί κάνουν τέτοιες προγνώσεις εδώ και χρόνια και είναι πλέον αποδεκτές στη χώρα. Το επιχείρημα υπέρ είναι ότι συχνά δεν μπορείς – για πολλούς επιστημονικούς λόγους – να πεις πέρα από κάθε αμφιβολία αν θα βρέξει ή όχι. Ετσι δίνεις στον πληθυσμό πολύ καλύτερη πληροφόρηση αν του πεις την πιθανότητα βροχής. Παρότι αναγνωρίζουμε πως ορισμένοι άνθρωποι βρίσκουν τις πιθανότητες δύσκολες στην κατανόηση, πολλοί άνθρωποι τις καταλαβαίνουν και παίρνουν καλύτερες αποφάσεις χάρη σε αυτές».

 

 

 

 ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ-ΣΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

 

 

Αναφερόμενοι στην άποψη ότι, η ζωή εμφανίστηκε τυχαία στην Γή, με χημικές ενώσεις  μορίων διοξειδίου τού άνθρακα, μεθανίου,αμμωνίας και νερού, οι επιστήμονες σημείωσαν,ότι , για να σχηματιστούν τα αμινοξέα, απαιτούνταν ένας τεράστιος χρόνος,πράγμα που οδήγησε,τον Wickramsinghe,    στην σκέψη ότι,  οι οικοδομικοί λίθοι της ζωής,ήρθαν στην Γή από τον Γαλαξία.(Ι.Ευαγγέλου,ό. π.σελ.100).

 

 

- Ο Βρετανός αστρονόμος  Hoyle αναφερόμενος στο πρόβλημα για την προέλευση της ζωής  είπε " Η πιθανότητα να συνεργάζονται, τυχαίες χημικές διαδικασίες, για να δημιουργήσουν την ζωή,ήταν τόσο μκρή,όσο η πιθανότητα να σαρώσει μιά θύελλα, μιά μάντρα με παληοσίδερα  και να συναρμολογήσει κατά τύχη ένα αεροπλάνο Τζάμπο."  Κατά τον ίδιο το να εμφανίστηκε η ζωή τυχαία, είναι τόσο τελείως μηδαμινή, ώστε καθιστά την άποψη τού τυχαίου παράλογη-Γράφει :« Στο σώμα  μας οι πρωτείνες αποικοδομούνται στα συστατικά τους μέρη ,τα αμινοξέα,τα οποία κατόπιν ανασυντίθενται σχηματίζοντας τις κατάλληλες για μας πρωτείνες…όλοι οι οργανισμοί  χρησιμοποιούν τα ίδια είκοσι είδη αμινοξέων αλλά τα διατάσσουν με διαφορετική σειρά,ανάλογα με τις δικές τους ανάγκες σε πρωτείνες.Πώς όμως γίνεται αυτό; πώς κατορθώνει κάθε ζώο να συνθέτει τις πρωτείνες,που χρειάζεται;» Και  δίνει την απάντηση ότι, αυτό επιτυγχάνεται χάρις σ‘ένα μηχανισμό ,σ΄ένα τεράστιο χημικό πρόγραμμα (που είναι γραμμένο στη γλώσσα τού DNA) . Ο ίδιος (ό.π.σελ.160 επ.) παρατηρεί ότι, «,κατορθώσαμε να εξηγήσουμε τον τρόπο λειτουργίας  τού χημικού συστήματος, αντιγραφής,αλλά το ερώτημα παραμένει πώς τέθηκε σε λειτουργία  για πρώτη φορά,»…….και αντιμετωπίζοντας τον ισχυρισμό για το τυχαίο συνεχίζει «Ακόμη και  η  μικρότερη βιολογικά σημαντική πρωτε ίνη,αποτελείται από 100 περίπου αμινοξέα που συνδέονται μεταξύ τους όπως οι κρίκοι μιάς αλυσσίδας.Κάθε κρίκος  είναι ένα συγκεκριμένο αμινοξύ από τα 20 είδη των βιολογικών αμινοξέων.Με είκοσι πιθανότητες  για κάθε κρίκο της πρωτεινικής αλυσσίδας, των 100 αμινοοξέων,-κρίκων,θα μπορούσαν να σχηματισθούν 20 100  δι αφορετικές πρωτείνες που η κάθε μιά θα αποτελούνταν από μιά διαφορετική διάταξη εκατό αμινοξέων.Πώς λοιπόν επελέγη η συγκεκριμένη βιολογικά σημαντική διάταξη,μέσα από αυτόν τον τεράστιο αριθμό των δυνατών διατάξεων; Είναι αλήθεια πώς σε ένα κατάλληλο περιβάλλον  θα μπορούσε να επιχειρηθεί ο σχηματισμός  πολλών πρωτεινικών διατάξεων αλλά ποτέ  τόσων όπως οι 20100 .Το μόρια των αμινοξέων που υπάρχουν στην Γή δεν υπερβαίνουν συνολικώς  τα 10 44………….. αν κάθε αμινοοξύ χρειάζεται λίγα μόνον δευτερόλεπτα για να συνδεθεί  με ένα άλλο για τον σχηματισμό των κρίκων τής πρωτεινικής αλυσσίδας, ακόμη και σε 4 δισεκατομμύρια χρόνια  δεν θα είχαν  επιχειρηθεί περισσότεροι  από 1080 συνδυασμοί ,δηλαδή τρομακτικά λιγώτεροι  από τους 20  100 συνδυασμούς.Ακόμη και σε όλα τα 10 20 πλανητικά συστήματα  τού σύμπαντος  δεν θα είχαν επιχειρηθεί  περισσότεροι από 1080 συνδυασμοί,δηλαδή αρκετά λιγώτεροι  από τον αριθμό των δυνατών πρωτεινών………….μπορούμε να ισχυρισθούμε λοιπόν, ότι, οι περισσότεροι τρόποι συνδυασμών των αμινοξέων για την σύνθεση των πρωτεινών ουδέποτε επιχειρή θηκαν,ούτε για μια φορά  σε ολόκληρη την ιστορία τού γνωστού μας Σύμπαντος.Υστερα από την διαπίστωση αυτή,μπορούμε εύκολα να κάνουμε την ακόλουθη ερώτηση:Με ποιά κριτήρια επιλέγησαν ορισμένες διατάξεις αμινοξέων  ενώ απορρίφθηκαν άλλες; Η απάντηση τού συγγραφέα  είναι ,ότι,αυτό οφείλεται στις συνθήκες τού περιβάλλοντος και τους φυσικούς νόμους,δεν νομίζω όμως ότι, διεκδικεί πληρότητα και ευκρίνεια η απάντηση αυτή.Γιατί το ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει:Πώς δημιουργήθηκε ο «Κώδικας» που επέτρεψε την δημιουργία, την σύνθεση αυτή,την προτίμηση αυτή;Και πώς εξηγείται η συνέχεια; Πως «δημιουργήθηκαν» οι φυσικοί νόμοι;Δεν γνωρίζουμε τι συνέβη,αφότου σχηματίστηκε ο « ζωμός».

 

     Και οι  Jim Al-Khalili και   Johnjoe Mc Fadden λέγουν (ό.π. σελ.382) πως δεν μπορούμε να στηριχθούμε αποκλειστικώς στην τύχη  για να εξηγήσουμε την προέλευση τής ζωής.

       Παραθέτουμε απόσπασμα από του βιβλίο τους:

 «Ας επιστρέψουμε στο πρόβλημα που αφορά την προέλευση της ζωής.Μολονότι ολόκληρο το ζωντανό κύτταρο είναι μια οντότητα που αυτο-αντιγράφεται, τα μεμονωμένα συστατικά  του δεν είναι. Όπως ακριβώς και μια γυναίκα είναι αυτο-αντιγραφέας ( με  λίγη «βοήθεια», βέβαια), χωρίς όμως να συμβαίνει το ίδιο  με την  καρδιά ή το συκώτι της. Αυτό δημιουργεί πρόβλημα όταν επιχειρούμε επιστροφή στο παρελθόν — από τη σημερινή πολύπλοκη κυτταρική ζωή προς τον πολύ απλούστερο, μη κυτταρικό πρόγονό της. Αν το θέσουμε αλλιώς, το ερώτημα διατυπώνεται ποιό ήρθε πρώτο: το γονιδίωμα στο DNA, το RNA, ή το ένζυμο ;Αν εμφανίστηκε πρώτο το DNA ή RNA, τότε τι τα δημιούργησε; Αν  εμφανίστηκε πρώτο το ένζυμο, τότε πώς κωδικεύτηκε;Μια πιθανή λύση έδωσε ο Αμερικανός βιοχημικός Τόμας Τσεχ, ο οποίος το 1982 ανεκάλυψε ότι, πέρα από την κωδικοποίηση γενετικής πληροφορίας, ορισμένα μόρια RNA λειτουργούσαν σαν ένζυμα και κατέλυαν αντιδράσεις (έργο για το οποίο μοιράστηκε - με τον Σίντνεϊ Άλτμαν το βραβείο Νόμπελ για την χημεία το 1989). Τα πρώτα παραδείγματα αυτών των ριβοζύμων όπως είναι γνωστά, βρέθηκαν στα γονίδια των μικροσκοπικών μονοκύτταρων οργανισμών Terralymena, ένα είδος πρωτόζωων που συναντάμε σε λίμνες γλυκού νερού. Έκτοτε, διαπιστώθηκε ότι, παίζουν ρόλο  σε κάθε ζωντανό κύτταρο. Σύντομα θεωρήθηκε πως η ανακάλυψή τους  πρόσφερε μια διέξοδο στο πρόβλημα της κότας και του αυγού, σχετικά με το αίνιγμα της ζωής. Η υπόθεση του κόσμου RNA όπως έγινε τελικά γνωστή, υποστηρίζει ότι, η αρχέγονη χημειoσύνθεση οδήγησε στην παραγωγή ενός μορίου RNA το οποίο μπορούσε να λειτουργήσει ταυτοχρόνως ως γονίδιο και ως ένζυμο συνεπώς μπορούσε να κωδικεύσει την ίδια του τη δομή (όπως το DNA) και να δημιουργήσει αντίγραφα του εαυτού του (όπως τα ένζυμα)  από βιοχημικές ενώσεις διαθέσιμες στην αρχέγονη σούπα. Αυτή η διαδικασία αντιγραφής πρέπει να ήταν αρχικά εξαιρετικά απρόβλεπτη και να δημιούργησε πολλές μεταλλαγμένες εκδοχές, οι  οποίες θα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους συμμετέχοντας σε έναν μοριακό δαρβινικό ανταγωνισμό. Με την πάροδο του χρόνου, οι αντιγραφείς RΝΑ πρέπει να στρατολόγησαν πρωτεΐνες για να αυξή σουν την αποτελεσματικότητα της αντιγραφής, οδηγώντας έτσι στο DΝΑ και τελικά στο πρώτο ζωντανό κύτταρο.Η ιδέα ότι, ένας κόσμος αυτο-αντιγραφόμενων μορίων RΝΑ  προηγήθηκε της εμφάνισης του DΝΑ και των κυττάρων, αποτελεί  σχεδόν δόγμα στη σύγχρονη έρευνα για την προέλευση της ζωής. Τα ριβόζυμα (ριβοένζυμα) αποδείχτηκαν ικανά να εκτελούν όλες τις βασικές αντιδράσεις που αναμένονται από ένα αυτο-αναπαραγόμενο μόριο. Για παράδειγμα, μία τάξη ριβοζύμων συνενώνει δύο μόρια RΝΑ, ενώ μια άλλη μπορεί να τα διασπάσει. Μια άλλη μορφή ριβοζύμου δημιουργεί αντίγραφα μικρών αλυσίδων (με μήκος λίγων μόνο βάσεων) βάσεων RΝΑ. Από αυτές τις απλές δραστηριότητες μπορούμε να φανταστούμε ένα πιο πολύπλοκο ριβόζυμο, ικανό  να καταλύει όλες τις αντιδράσεις που απαιτούνται για την αυτο-αναπαραγωγή. Από τη στιγμή που εμφανίστηκε η αυτο-αναπαραγωγή, εμφανίζεται και η φυσική επιλογή. Άρα, ο κόσμος του RNA θα πήρε ένα ανταγω νιστικό μονοπάτι που οδήγησε τελικά, ή έτσι τουλάχιστον πιστεύεται, στο πρώτο ζωντανό κύτταρο.Ωστόσο, το σενάριο αυτό παρουσιάζει αρκετά προβλήματα. Μολονότι απλές βιοχημικές αντιδράσεις καταλύονται από ριβόζυμα, η αυτο-αντιγραφή ενός ριβοζύμου είναι μια εξαιρετικά πιο πολύπλοκη διαδικασία η οποία απαιτεί από το ριβόζυμο να αναγνωρίσει την αλληλουχία των δικών του βάσεων, να ταυτοποιήσει πανομοιότυπα χημικά στο περιβάλλον του και να συναρμολογήσει αυτά τα χημικά με την σωστή σειρά ώστε να δημιουργήσει ένα αντίγραφο του εαυτού του. Είναι μια υπερβολική εργασία ακόμη και για πρωτεΐνες οι οποίες έχουν την πολυτέλεια να ζούν μέσα  σε κύτταρα γεμάτα με τις σωστές βιοχημικές ενώσεις, άρα είναι ακόμη πιο δύσκολο να αντιληφθούμε πώς θα μπορούσαν να  πετύχουν τέτοιο κατόρθωμα μέσα στη χαοτική αρχέγονη σούπα. Μέχρι σήμερα, κανείς δεν έχει ανακαλύψει ούτε κατάφερε να φκιάξει ένα ριβόζυμο ικανό να αναλάβει ένα τόσο πολύπλοκο έργο, ακόμη και στο εργαστήριο.Ακόμη πιο θεμελιώδες είναι το πρόβλημα της σύνθεσης των μορίων RNA στην αρχέγονη σούπα. Το μόριο αποτε λείται από-τρία μέρη: τη βάση στην οποία είναι κωδικευμένη η γενετική πληροφορία (όπως συμβαίνει και στις βάσεις του DNA) μια φωσφορική ομάδα και το σάκχαρο της ριβόζης. Μολονότι ως ένα  βαθμό κατανοούμε πώς μπορεί να προέκυψαν οι βάσεις και το φωσφορικό οξύ τού RΝΑ στην αρχέγονη σούπα, η πιο αξιόπιστη  αντίδραση παραγωγής ριβόζης παράγει, επίσης, πληθώρα άλλων. Δεν υπάρχει κανένας γνωστός μη βιολογικός μηχανισμός μέσω του οποίου μπορεί να παραχθεί αποκλειστικά το σάκχαρο της ριβόζης. Ακόμη όμως κι αν γνωρίζαμε πώς δημιουργείται η ριβόζη, η συνάρμοση των τριών συστατικών με τη σωστή  σειρά θα έθετε ένα ακόμη πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο: Όταν τα  τρία συστατικά του RΝΑ βρεθούν στην ίδια περιοχή με τυχαίους τρόπους, σχηματίζοντας εκείνη την αρχέγονη γλίτσα . Οι χημικοί αποφεύγουν το πρόβλημα χρησιμοποιώντας  ειδικές μορφές βάσεων που οι χημικές ομάδες τους έχουν τροποποιηθεί ώστε  να αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες παράπλευρες αντιδράσεις- όμως, έτσι κλέβουν: και σε κάθε περίπτωση, είναι ακόμη πιο  απίθανο να έχουν σχηματιστεί οι «ενεργοποιημένες» βάσεις σε αρχέγονες   συνθήκες απ' ό,τι οι βάσεις RΝΑ.Ωστόσο, οι χημικοί μπορούν να συνθέσουν τις βάσεις του RNA από απλά χημικά, μέσα από μια εξαιρετικά πολύπλοκη σειρά  ελεγχόμενων αντιδράσεων στις οποίες  κάθε επιθυμητό   προϊόν μιας αντίδρασης απομονώνεται πριν περάσει στην επόμενη αντίδραση»

 

 

 -Ο Σκοτσέζος χημικός Γκράχαμ Κερν Σμίθ εκτίμησε ότι, απαιτούνται περίπου 140 βήματα για τη σύνθεση μιας βάσης RNA από απλούστερες οργανικές ενώσεις, οι οποίες μπορεί να υπήρχαν στην αρχέγονη σούπα. Για κάθε βήμα υπάρχουν τουλάχιστον έξι εναλλακτικές αντιδράσεις, οι οποίες πρέπει να αποφευχθούν. Μπορούμε, λοιπόν, να οπτικοποιήσουμε τη χημική σύνθεση, αν εκλάβουμε κάθε μόριο ως ένα είδος μοριακού ζαριού  και κάθε βήμα σαν μια ρίψη, με τον αριθμό έξι να αντιστοιχεί στην παραγωγή του σωστού προϊόντος και οποιονδήποτε άλλον στην παραγωγή λάθος προϊόντος. Συνεπώς, η πιθανότητα να μετατραπεί τελικά κάποιο αρχικό μόριο σε RNA είναι τόση, όση η πιθανότητα να εμφανιστεί ο αριθμός 6 σε 140 διαδοχικές ρίψεις ενός ζαριού.Φυσικά, οι χημικοί αυξάνουν αυτή την εξαιρετικά μικρή πιθανότητα ελέγχοντας προσεκτικά κάθε βήμα, ωστόσο, ο προβιοτικός κόσμος θα έπρεπε να στηριχτεί αποκλειστικά στην τύχη. Είχε βγει ο Ήλιος την κατάλληλη στιγμή, ώστε να εξατμίσει μια μικρή λιμνούλα χημικών γύρω από ένα ηφαίστειο λάσπης; Ή μήπως το ηφαίστειο λάσπης εξερράγη εκλύοντας νερό και μικρές ποσότητες θείου, δημιουργώντας έτσι ένα άλλο σύνολο χημικών ενώσεων; Μπορεί, άραγε, οι κεραυνοί να ενεργοποίησαν το μείγμα επιταχύνοντας κάποιες χημικές αλλαγές με την ηλεκτρική ενέργεια τους; Τα ερωτήματα δεν έχουν τελειωμό. Παρ' όλα αυτά, μπορούμε να υπολογίσουμε πως η πιθανότητα να δώσει, καθένα από τα 140 απαραίτητα βήματα, στηριζόμενο αποκλειστικά στην τύχη, το σωστό από τα έξι δυνατά προϊόντα, ισούται με 10109). Για να υπάρχουν πιθανότητες  δημιουργίας RNA αποκλειστικά μέσω τυχαίων διαδικασιών, η αρχέγονη σούπα μας θα έπρεπε να περιλαμβάνει τουλάχιστον αυτόν τον αριθμό μορίων. Όμως, ο αριθμός 10109 είναι πολύ μεγαλύτερος ακόμη και από τον συνολικό αριθμό στοιχειωδών σωματιδίων σε ολόκληρο το ορατό Σύμπαν (-περίπου1080). Η Γη απλώς δεν είχε αρκετά μόρια, ούτε αρκετό χρόνο, για να φτιάξει επαρκείς ποσότητες RNA όλα αυτά τα εκατομμύρια χρόνια από τον σχηματισμό της μέχρι την εμφάνιση της ζωής την εποχή που υποδεικνύουν τα πετρώματα της Ισουα.»

 

-Μια  εξίσου εντυπωσιακή παρατήρηση που  αντιμάχεται την έννοια του τυχαίου στην εμφάνιση της ζωής,διατυπώνει ο διδάκτορας αστροφυσικής και θεωρητικής φυσικής  Grechka Bogdanov στο βιβλίο  «Θεός και Επιστήμη».Παρατηρεί εκεί (σελ.64) ότι, ένα ζωντανό κύτταρο  αποτελείται από είκοσι αμινοξέα που σχηματίζουν μια συμπαγή αλυσίδα.Αλλά  η λειτουργία των αμινοξέων αυτών εξαρ τάται από δύο χιλιάδες περίπου ειδικά ένζυμα.Οι βιολόγοι υπελόγισαν ότι, η πιθανότητα να σχηματισθεί ένα κύτταρο από χίλια ένζυμα που θα συνενωθούν τυχαία σύμφωνα με μιά ορισμένη τάξη κατά τη διάρκεια μιάς εξελικτικής πορείας δισεκατομμυρίων χρόνων , είναι μια στις 101000

(Ο ίδιος στο ίδιο βιβλίο( σελ.68) αναφερόμενος στις διαδικασίες  που επέτρεψαν την αναπαραγωγή των κυττάρων ,λέγει ότι,καμιά από τις διαδικασίες-διεργασίες αυτές δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί τυχαία,παραθέτοντας ως παράδειγμα ότι ,για να δημιουργηθεί ένα χρησιμοποιήσιμο μόριο RNA από νουκλεοτίδια που θα έχουν ενωθεί «κατά τύχη» η φύση θάπρεπε να πειραματίζεται στα  τυφλά για για μια περίοδο εκατό φορές μεγαλύτερη από την ηλικία του σύμπαντος. Και συνεχίζει(σελ.83) «Οι μαθηματικοί .βασισμένοι σ’ένα νόμο που προκύπτει από τις αριθμητικές λύσεις αλγεβρικών εξισώσεων,προγραμμάτισαν μηχανές παραγωγής τυχαίου.Διεπίστωσαν ότι ,συμφώνως με τον νόμο των πιθανοτήτων,οι υπολογιστές θάπρεπε να λειτουργούν επί δισεκατομμμύρια δισεκατομμυρίων δισεκατομμυρίων χρόνια,δηλαδή σχεδόν επ΄΄απειρον μέχρι να προκύψει ένας συνδυασμός αριθμών ανάλογος με εκείνους που επέτρεψαν τη δημιουργία του σύμπαντος και της ζωής.Οτι, με άλλη διατύπωση η μαθηματική πθανότητα  μιάς τυχαίας δημιουργίας του σύμπαν τος είναι πρακτικώς μηδενική.)

-           Μαζύ με τον Igor ο Grichka Bogdanov,απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου αν το σύμπαν γεννήθηκε τυχαία; λέγουν(μεταξύ άλλων):… η ζωή δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί τυχαία…… Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: ένα ζωντανό κύτταρο αποτελείται από περίπου είκοσι αμινοξέα που σχηματί ζουν μια συμπαγή αλυσίδα. Η λειτουργία αυτών των αμινοξέων εξαρτά ται, με τη σειρά της, από περίπου 2000 συγκεκριμένα ένζυμα. Οι βιολόγοι έχουν υπολογίσει ότι ,η πιθανότητα για χίλια διαφορετικά ένζυμα να ενωθούν με τακτοποιημένο τρόπο μέχρι να σχηματίσουν ένα ζωντανό κύτταρο (κατά τη διάρκεια μιας εξέλιξης αρκετών δισεκατομ μυρίων ετών) είναι της τάξης του 10 στην ισχύ 1000 προς 1.

Άρα δεν γίνεται.

- -Ο Paul Davies( ό.π.σελ.196) γράφει :Ενας γενικός κανόνας της επιστήμης λέγει ότι, πρέπει ν’ αποφεύγουμε την επίκληση τής τύχης…Υπάρχει όμως ένα αντικείμενο επιστημονικής  έρευνας στο οποίο   έχει θέση ακόμη και η απίστευτη τύχη.Και  το αντικείμενο αυτό είναι η ίδια η ζωή.

 

-O αθειστής Daniel Dennett βλέπει την εξέλιξη με την φυσική επιλογή,ως μια αλγοριθμική διαδικασία παρόλο πού παραδέχεται ότι, υπεισέρχεται σ΄αυτή μερικές φορές το στοιχείο της τυχαιότητας, ( he spells out that algorithms as simple as long division often incorporate a significant degree of randomness).

 

- Ο Elie Gourin(ό.π.σελ.147 επ.)αφού ξεκαθαρίζει,ότι, τα όσα εκθέτει δεν αποδεικνύονται αλλά είναι προιόν διαίσθησης, γράφει ότι,δεν πιστεύει πώς, η δημιουργία τού Σύμπαντος οφείλεται αποκλειστικώς στην τύχη, ότι, η ζωή μεταμορφώνει την ύλη και επιτρέπει στην νοημοσύνη και την συνείδηση να αναπτυχθούν,ότι, κείται έξω από τους φυσικούς νόμους,ότι ,η ζωή είναι απόρροια Τού Θεού,για να καταλήξει ότι, δεν έχει να δώσει απάντηση, αφού σ΄ό,τι τον αφορά ,δεν υπάρχει ερώτηση.

 

 -Κατά τον J.Monod,  (από τους ιδρυτές τής μοριακής; Βιολογίας, βραβείο Νομπελ Ιατρικής και Φυσιολογίας το 1965 ),η εμφάνιση τής ζωής οφείλεται στην τύχη.Αναφερόμενος στο βιβλίο του «Τύχη και αναγκαιότητα,»που έγραψε το 1970,γράφει « Ο τίτλος τού βιβλίου μου,είναι η φράση τού Δημοκρίτου: Ο,τι υπάρχει στο Σύμπαν είναι προιόν τύχης και αναγκαιότητας» Όταν την ανεκάλυψα μού ήρθαν δάκρυα στα μάτια……….Στην πραγματικότητα,οι δύο αυτές έννοιες-το τυχαίο και η  αναγκαιότητα-παρεμβάλλονται αναγκαστικά στην ερμηνεία τής εξέλιξης.Το τυχαίο βρίσκεται στην πηγή, στην προέλευση  και στο μηχανισμό, των μεταβολών,απ΄όπου προέρχεται η εμφάνιση  των νέων χαρακτηριστικών στους ζωντανούς οργανισμούς.Η αναγκαιότητα, υπάρχει στο επίπεδο τής επιλογής. Η επιλογή γίνεται μεταξύ των νέων χαρακτηριστικών και επιτρέπει σε μερικά απ΄αυτά να επικρατήσουν».

 

 

-Κατά τον Francois Jacob, συνεργάτη και ομοιδεάτη τού Μονό,βραβείο Νομπέλ 1965,(« Η λογική τού ζώντος»  σελ. 399 επ.) «Το γενετικό πρόγραμμα εμφανίζεται  σαν ένα κείμενο χωρίς συγγραφέα ,που ένας διορθωτής το διόρθωνε επί επί ένα δισεκατομμύριο χρόνια……………Μετάλλαξη έχουμε όταν αλλοιώνεται το νόημα τού κειμένου.Οι αλλαγές τού χημικού κειμένου επέρχονται όχι από την τροποποίηση μιάς αλληλουχίας που διαλέγεται εκ των προτέρων,αλλά στα τυφλά( ό.π. σελ.401).

 

- Ο A.G.Cairns-Smith (ό.π. σελ.83) παρόλο που ισχυρίζεται πώς η ζωή προήλθεν από την άργιλο, δέχεται πώς  έστω και σε μεγάλο χρονικό διάστημα,θα έτυχε μια φορά ο σωστός συνδυασμός των περιστάσεων.

 

 -O Capra( «Η κρίσιμη κλπ».139) γράφει: «Οι  δαρβινικές, αρχές τής τυχαίας παραλλαγής και της φυσικής επιλογής,αντιπροσωπεύουν μόνον δύο όψεις ενός πολύπλοκου φαινομένου που μπορεί,  να γίνει  πολύ καλύτερα κατανοητό,από την οπτική ενός ολιστικού πλαισίου, ή ενός πλαισίου συστημάτων.Και ένα τέτοιο πλαίσιο είναι πολύ πιο εκλεπτυσμένο και χρήσιμο παρά η δογματική θέση της λεγόμενης νέο-δαρβινικής θεωρίας».

 

      -Το 1964 ο φυσικός Τζον Μπελ ανέπτυξε έναν τρόπο εξέτασης της ύπαρξης  «κρυφών μεταβλητών». Η ιδέα του έχει εφαρμοστεί έκτοτε ξανά και ξανά χρησιμοποιώντας κυρίως διεμπλεγμένα ζεύγη φωτονίων. Τα διεμπλεγμένα σωμάτια αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου. Εχουν αλληλεπιδράσει μεταξύ τους κάποια στιγμή στο παρελθόν και τώρα εμφανίζονται να έχουν κοινές ιδιότητες με τρόπο ώστε μια μέτρηση στο σωμάτιο Α να επηρεάζει ακαριαία το αποτέλεσμα που παίρνουμε από μια μέτρηση στο σωμάτιο Β και αντίστροφα.

     Τι κρύβεται πίσω από αυτό; Οι λεπτομέρειες των τεστ του Μπελ είναι πολύπλοκες, η βασική αρχή όμως μοιάζει με ένα άθλημα στο οποίο δύο ομάδες πειραματιζόμενων παίζουν με διαφορετικούς κανόνες. Η ομάδα Αλφα υποθέτει ότι οι κβαντικές συσχετίσεις οφείλονται σε κάποια κρυφή ανταλλαγή πληροφοριών και κάνει τις μετρήσεις της με βάση αυτή την υπόθεση. Η ομάδα Βήτα, από την άλλη πλευρά, υποθέτει ότι οι συσχετίσεις υλοποιούνται τυχαία με τη μέτρηση.

      Και η ομάδα Βήτα κερδίζει πάντα. Οι αλλόκοτες συσχετίσεις που κβαντικού κόσμου απορρέουν από θεμελιώδη τυχαιότητα.

      Ή μήπως όχι; Οι φυσικοί εξακολουθούν να διερευνούν το ενδεχόμενο να υπάρχουν στον τρόπο που κάνουμε τις κβαντικές μετρήσεις κάποιες «τρύπες» οι οποίες θα μπορούσαν να στρεβλώνουν τα αποτελέσματα και να προσποιούνται την τυχαιότητα – το γεγονός ότι δεν μπορούμε να μετρήσουμε την κατάσταση των φωτονίων με ακρίβεια 100%, π.χ., ή ακόμη και το ζήτημα του αν έχουμε ελεύθερη βούληση στην επιλογή των μετρήσεων που κάνουμε. «Νομίζω ότι είναι πρόωρο να λέμε ότι έχουμε κλείσει όλες τις σημαντικές «τρύπες» του Μπελ» λέει ο κ. Κεντ.

     Είναι πιθανόν κάποτε οι παραξενιές της κβαντικής θεωρίας να εξηγηθούν, ίσως συμβιβάζοντας κάποια άλλη αγαπημένη αρχή όπως η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν. Ή ίσως κάποιος να εμφανίσει μια πιο εμπνευσμένη, μη τυχαία θεωρία η οποία θα αναπαράγει όλες τις προβλέψεις της κβαντικής θεωρίας και θα κάνει παράλληλα κάποιες ισχυρότερες. «Αυτή η υποθετική θεωρία θα πρέπει να είναι μια νέα θεωρία – μια διάδοχος της κβαντικής θεωρίας και όχι μια εκδοχή της» επισημαίνει ο κ. Κεντ.

--

 

    -  Ο Τέρι Ρούντολφ, φυσικός από το Imperial College του Λονδίνου, λέγει :. Η κβαντική θεωρία είναι η απόλυτη θεωρία μας για τη φύση και φαίνεται να υποδεικνύει ότι, το Σύμπαν είναι τυχαίο, δεν υπάρχει όμως εγγύηση για αυτό. «Δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε ποτέ να το αποδείξουμε» λέει.

     Αν είναι έτσι, ίσως θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί ότι η τυχαιότητα είναι μια ψευδαίσθηση – και μαζί της ίσως και η ελεύθερη βούλησή μας. «Τότε η κβαντική φυσική είναι απλώς μέρος της μεγάλης συνωμοσίας» λέει ο κ. Σκαράνι.

   

 

Remy Chauvin , καθηγητής στην Σορβόννη στο εργαστήριο της κοινωνιολογίας των ζώων πιστεύει σε Θεό,αρνείται( ό.π. σελ.51 επ.) την κατηγορηματική βεβαιότητα τού Μονό,ως προς την τύχη και ξανατοποθετεί,τον δαρβινισμό, στο ιστορικό του πλαίσιο.Ισχυρίζεται ότι, είναι λάθος να υποστηρίζεται ότι, το περιβάλλον  ρυθμίζει την εξέλιξη  γιατί το περιβάλλον δεν κατευθύνει κάτι μεγάλο ( « Elie Gourin :ό.π.σελ 120 επ.) Γράφει  μεταξύ άλλων:  « η λειτουργία δεν δημιουργεί το όργανο,ο τρόπος με τον οποίο ο εγκέφαλός μας ενεργεί στο σώμα μας,είναι πιθανώς ο ίδιος με την εξελικτική θέληση,που ενεργεί στην ζωντανή ύλη……Οσο λιγώτερο είναι ειδικευμένα τα όντα,τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα έχουν να προσαρμοσθούν σε νέες συνθήκες…………μια ειδίκευση υπερβολική είναι συχνά θανατηφόρα   στην φύση……………το πλήθος των λύσεων είναι ο κανόνας,αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει την εξέλιξη είναι ο στόχος όχι τα μέσα……Και παρατηρεί κανείς ότι, η εξέλιξη είναι προσανατολισμένη με την έννοια αυτή,ότι, δηλαδή δεν είδε κανείς  ποτέ ένα ψάρι ή ένα πτηνό να ξαναγίνει ερπετό………Υπάρχει κάτι το θελημένο στους μηχανισμούς τής φύσεως.Και  η κλείδα της εξέλιξης,βρίσκεται στο εσωτερικό τού ζωντανού….. ότι, κάτι θέλει να εκφρασθεί μέσα από  το ζωντανό Ένα πρόγραμμα εκτελείται μέσω μηχανισμών,των οποίων οι οργανισμοί δεν έχουν συνείδηση,και αυτό είναι η εξέλιξη» Η ζωή γι΄αυτόν είναι προσανατολισμένη  προς μεγαλύτερη πολυπλοκότητα,ψυχισμό και τελικώς συνείδηση.Ελευθερία και ευφυία  φαίνονται συνδεόμενες.Πιστεύει ότι, τόσο στην φύση όσο και στον άνθρωπο υπάρχει κάτι που πρέπει ν΄ονομάσουμε πνεύμα..Φαίνεται ότι, υπάρχει κάτι το θελημένο…κάτι που θέλει να εκφρασθεί (« on dirait  que quelque chose veut a  travers elle s’ exprimer.):  « Γιατί στην βιόσφαιρα  να υπάρχουν μέσα τόσα πολύπλοκα  και παράξενα για να φθάσει κανείς  και να καταλήξει σε  λύσεις που είναι τόσο κοντά; Είναι  λοιπόν ο Ανθρωπος που είναι τρελλός; Ας πούμε ότι, υπάρχει μια μεγάλη έλλειψη κατανοήσεως, μεταξύ τού πνεύματος αυτού,που κρυσταλλοποιήθηκε στον εγκέφαλο τού Ανθρώπου και στο άλλο πνεύμα που βλέπω ενεργό σε όλη την εξέλιξη.»

 

-Ο Michael Behe, καθηγητής τής Βιολογίας,(εξετάζοντας ένα φυτό  σε δοκιμαστικό σωλήνα) ….έφθασε στο συμπέρασμα ότι ,πρόκειται για  τόσο πολύπλοκα  συστήματα (irreducibly complex) που ν’ αποκλείουν τέτοιες μεταβολές και ότι, η ζωή τού κυττάρου,είναι πολύ πολύπλοκη, ώστε να οφείλεται σε τυχαίες μεταλλάξεις,  ότι, ο Δαρβίνος  δεν είχε στην διάθεσή του την τεχνολογία τού εργαστηρίου,που έχουν σήμερα οι μοριακοί βιολόγοι,ότι, ο Δαρβίνος ασχολήθηκε με τα είδη,όχι με την δομή των κυττάρων,τα μιτοχόνδρια και το  DNA, ότι, ο βιολόγος  τού  Ηarvard, Stephen Jay Gould ,παρετήρησε  την έλλειψη, μεταβατικών σταδίων μεταξύ των μεγάλων ομάδων και ότι, δεν υπάρχουν απολιθώματα ως προς την μετάβαση από τον πίθηκο στον άνθρωπο.

 

-. Μια πιθανή λύση έδωσε ο Αμερικανός βιοχημικός Τόμας Τσεχ, ο οποίος το 1982 ανεκάλυψε ότι, πέρα από την κωδικοποίηση γενετικής πληροφορίας, ορισμένα μόρια RNA λειτουργούσαν σαν ένζυμα και κατέλυαν αντιδράσεις (έργο για το οποίο μοιράστηκε - με τον Σίντνεϊ Άλτμαν το βραβείο Νόμπελ για τη χημεία το 1989). Τα πρώτα παραδείγματα αυτών των ριβοζύμων όπως είναι γνωστά, βρέθηκαν στα γονίδια των μικροσκοπικών μονοκύτταρων οργανισμών Terralymena, ένα είδος πρωτόζωων που συναντάμε σε λίμνες γλυκού νερού. Έκτοτε, διαπιστώθηκε ότι, παίζουν ρόλο  σε κάθε ζωντανό κύτταρο. Σύντομα θεωρήθηκε πως η ανακάλυψή τους  πρόσφερε μια διέξοδο στο πρόβλημα της κότας και του αυγού, σχετικά με το αίνιγμα της ζωής. Η υπόθεση του κόσμου RNA όπως έγινε τελικά γνωστή, υποστηρίζει ότι, η αρχέγονη χημειoσύνθεση οδήγησε στην παραγωγή ενός μορίου RNA το οποίο μπορούσε να λειτουργήσει ταυτοχρόνως ως γονίδιο και ως ένζυμο συνεπώς μπορούσε να κωδικεύσει την ίδια του τη δομή (όπως το DNA) και να δημιουργήσει αντίγραφα του εαυτού του (όπως τα ένζυμα)  από βιοχημικές ενώσεις διαθέσιμες στην αρχέγονη σούπα. Αυτή η διαδικασία αντιγραφής πρέπει να ήταν αρχικά εξαιρετικά απρόβλεπτη και να δημιούργησε πολλές μεταλλαγμένες εκδοχές, οι  οποίες θα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους συμμετέχοντας σε έναν μοριακό δαρβινικό ανταγωνισμό. Με την πάροδο του χρόνου, οι αντιγραφείς RΝΑ πρέπει να στρατολόγησαν πρωτεΐνες για να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα της αντιγραφής, οδηγώντας έτσι στο DΝΑ και τελικά στο πρώτο ζωντανό κύτταρο.

      Η ιδέα ότι, ένας κόσμος αυτο-αντιγραφόμενων μορίων RΝΑ  προηγήθηκε της εμφάνισης του DΝΑ και των κυττάρων, αποτελεί  σχεδόν δόγμα στη σύγχρονη έρευνα για την προέλευση της ζωής. Τα ριβόζυμα (ριβοένζυμα) αποδείχτηκαν ικανά να εκτελούν όλες τiς βασικές αντιδράσεις που αναμένονται από ένα αυτο-αναπαραγόμενο μόριο. Για παράδειγμα, μία τάξη ριβοζύμων συνενώνει δύο μόρια RΝΑ, ενώ μια άλλη μπορεί να τα διασπάσει. Μια άλλη μορφή ριβοζύμου δημιουργεί αντίγραφα μικρών αλυσίδων (με μήκος λίγων μόνο βάσεων) βάσεων RΝΑ. Από αυτές τις απλές δραστηριότητες μπορούμε να φανταστούμε ένα πιο πολύπλοκο ριβόζυμο, ικανό  να καταλύει όλες τις αντιδράσεις που απαιτούνται για την αυτο-αναπαραγωγή. Από τη στιγμή που εμφανίστηκε η αυτο-αναπαραγωγή, εμφανίζεται και η φυσική επιλογή. Άρα, ο κόσμος του RNA θα πήρε ένα ανταγωνιστικό μονοπάτι που οδήγησε τελικά, ή έτσι τουλάχιστον πιστεύεται, στο πρώτο ζωντανό κύτταρο.

     Ωστόσο, το σενάριο αυτό παρουσιάζει αρκετά προβλήματα. Μολονότι απλές βιοχημικές αντιδράσεις καταλύονται από ριβόζυμα, η αυτο-αντιγραφή ενός ριβοζύμου είναι μια εξαιρετικά πιο πολύπλοκη διαδικασία η οποία απαιτεί από το ριβόζυμο να αναγνωρίσει την αλληλουχία των δικών του βάσεων, να ταυτοποιήσει πανομοιότυπα χημικά στο περιβάλλον του και να συναρμολογήσει αυτά τα χημικά με τη σωστή σειρά ώστε να δημιουργήσει ένα αντίγραφο του εαυτού του. Είναι μια υπερβολική εργασία ακόμη και για πρωτεΐνες οι οποίες έχουν την πολυτέλεια να ζούν μέσα  σε κύτταρα γεμάτα με τις σωστές βιοχημικές ενώσεις, άρα είναι ακόμη πιο δύσκολο να αντιληφθούμε πώς θα μπορούσαν να  πετύχουν τέτοιο κατόρθωμα μέσα στη χαοτική αρχέγονη σούπα. Μέχρι σήμερα, κανείς δεν έχει ανακαλύψει ούτε κατάφερε να δημιουργήσει ένα ριβόζυμο ικανό να αναλάβει ένα τόσο πολύπλοκο έργο, ακόμη και στο εργαστήριο.

       Ακόμη πιο θεμελιώδες είναι το πρόβλημα της σύνθεσης των μορίων RNA στην αρχέγονη σούπα. Το μόριο αποτελείται από-τρία μέρη: τη βάση στην οποία είναι κωδικευμένη η γενετική πληροφορία (όπως συμβαίνει και στις βάσεις του DNA) μια φωσφορική ομάδα και το σάκχαρο της ριβόζης. Μολονότι ως ένα  βαθμό κατανοούμε πώς μπορεί να προέκυψαν οι βάσεις και το φωσφορικό οξύ τού RΝΑ στην αρχέγονη σούπα, η πιο αξιόπιστη  αντίδραση παραγωγής ριβόζης παράγει, επίσης, πληθώρα άλλων. Δεν υπάρχει κανένας γνωστός μη βιολογικός μηχανισμός μέσω του οποίου μπορεί να παραχθεί αποκλειστικά το σάκχαρο της ριβόζης. Ακόμη, όμως, κι αν γνωρίζαμε πώς δημιουργείται η ριβόζη, η συνάρμοση των τριών συστατικών με τη σωστή  σειρά θα έθετε ένα ακόμη πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο: Όταν τα  τρία συστατικά του RΝΑ βρεθούν στην ίδια περιοχή με τυχαίους τρόπους, σχηματίζοντας εκείνη την αρχέγονη γλίτσα . Οι χημικοί αποφεύγουν το πρόβλημα χρησιμοποιώντας  ειδικές μορφές βάσεων που οι χημικές ομάδες τους έχουν τροποποιηθεί ώστε  να αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες παράπλευρες αντιδράσεις- όμως, έτσι κλέβουν: και, σε κάθε περίπτωση, είναι ακόμη πιο  απίθανο να έχουν σχηματιστεί οι «ενεργοποιημένες» βάσεις σε αρχέγονες   συνθήκες απ' ό,τι οι βάσεις RΝΑ.

     Ωστόσο, οι χημικοί μπορούν να συνθέσουν τις βάσεις του RNA από απλά χημικά, μέσα από μια εξαιρετικά πολύπλοκη σειρά  ελεγχόμενων αντιδράσεων στις οποίες  κάθε επιθυμητό   προϊόν μιας αντίδρασης απομονώνεται πριν περάσει στην επόμενη αντίδραση.

    Φυσικά, οι χημικοί αυξάνουν αυτή την εξαιρετικά μικρή πιθανότητα ελέγχοντας προσεκτικά κάθε βήμα, ωστόσο, ο προβιοτικός κόσμος θα έπρεπε να στηριχτεί αποκλειστικά στην τύχη. Είχε βγει ο Ήλιος την κατάλληλη στιγμή, ώστε να εξατμίσει μια μικρή λιμνούλα χημικών γύρω από ένα ηφαίστειο λάσπης; Ή μήπως το ηφαίστειο λάσπης εξερράγη εκλύοντας νερό και μικρές ποσότητες θείου, δημιουργώντας έτσι ένα άλλο σύνολο χημικών ενώσεων; Μπορεί, άραγε, οι κεραυνοί να ενεργοποίησαν το μείγμα επιταχύνοντας κάποιες χημικές αλλαγές με την ηλεκτρική ενέργεια τους; Τα ερωτήματα δεν έχουν τελειωμό. Παρ' όλα αυτά, μπορούμε να υπολογίσουμε πως η πιθανότητα να δώσει, καθένα από τα 140 απαραίτητα βήματα, στηριζόμενο αποκλειστικά στην τύχη, το σωστό από τα έξι δυνατά προϊόντα, ισούται με 1 στα 6140 (αριθμός περίπου ίσος με 10109). Για να υπάρχουν πιθανότητες  δημιουργίας RNA αποκλειστικά μέσω τυχαίων διαδικασιών, η αρχέγονη σούπα μας θα έπρεπε να περιλαμβάνει τουλάχιστον αυτόν τον αριθμό μορίων. Όμως, ο αριθμός 10109 είναι πολύ μεγαλύτερος ακόμη και από τον συνολικό αριθμό στοιχειωδών σωματιδίων σε ολόκληρο το ορατό Σύμπαν (περίπου1080). Η Γη απλώς δεν είχε αρκετά μόρια, ούτε αρκετό χρόνο, για να φτιάξει επαρκείς ποσότητες RNA όλα αυτά τα εκατομμύρια χρόνια από τον σχηματισμό της μέχρι την εμφάνιση της ζωής την εποχή που υποδεικνύουν τα πετρώματα της Ισουα.

     Ωστόσο, ας θεωρήσουμε ότι με μια άγνωστη χημική διαδικασία δημιουργήθηκαν τελικά σημαντικές ποσότητες RNA ,ερχόμαστε τώρα αντιμέτωποι με το εξίσου δυσεπίλυτο πρόβλημα της συνένωσης των τεσσάρων διαφορετικών βάσεων τουRNA (αδενίνη, ουρακίλη κυτοσίνη, γουανίνη) με τη σωστή σειρά,ώστε να σχηματισθεί ένα ριβόζυμο ικανό για αυτο-αντιγραφή. Τα περισσότερα, ριβόζυμα είναι αλυσίδες  RΝΑ τουλάχιστο εκατό βάσεων.Κάθε βάση της αλυσίδας συμπληρώνεται με μια από τις τέσσερες βάσεις άρα υπάρχου 4100 (η 1060) διαφορετικοί τρόποι αλυσίδας RNA μήκους 100 βάσεων Πόσο πιθανό είναι το τυχαίο   ανακάτεμα βάσεων RNA να παραγάγει τη  σωστή αλληλουχία  βάσεων κατά μήκος της αλυσίδες, ώστε να φτιαχτεί ένα αυτοναντιγραφόμενο  ριβοένζυμο;

      Αφού φαίνεται να περνάμε μια χαρά με τους μεγάλους αριθμούς ας υπολογίσουμε και αυτήν την πιθανότηται.Αποδεικνύεται ότι, 4100 μεμονωμένος αλυσίδες βάσεων, θα είχαν συνολική μάζα 1050χιλιογραμμα/μια τέτοια μάζα θα χρειαζόμασταν προκειμένου να πάρουμε ένα μόνο αντίτυπο των περισσότερων αλυσίδων  και συνεπώς μια καλή πιθανότητα  ένα από αυτά να έχει όλες τις βάσεις του στην σωστή σειρά, ώστε να λειτουργήσει ως αυτο-αντιγραφέας. ωστόσο,ολόκληρη η μάζα  του γαλαξία μας εκτιμάται στα 1042 χιλιόγραμμα.

      Ολοφάνερα, λοιπόν, δεν μπορούμε να στηριχθούμε αποκλειστικώς στην τύχη.

      Φυσικά, υπάρχει το ενδεχόμενο να μην είναι μόνο μια η διάταξη  ανάμεσα στις 4100 δυνατές αλυσίδες RNA βάσεων  που λειτουργεί ως αυτο-αντιγραφέας. μπορεί   να είναι περισσότερες. Θα μπορούσαν να υπάρξουν ακόμα και τρισεκατομμύρια πιθανοί, αντιγραφείς σχηματιζόμενοι από αλυσίδες RNA μήκους 100 βάσεων. Iσως το αυτο-αντιγραφόμενο RNA  να είναι αρκετά συνηθισμένο ώστε να χρειαζόμαστε τελικά μόλις ένα εκατομμύριο μόρια,για να έχουμε καλές πιθανότητες σχηματισμού ενός αυτο-αντιγραφέα. το πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα είναι ότι παραμένει απλώς... επιχείρημα. παρά τις πολυάριθμες απόπειρες, κανείς δεν έφτιαξε ποτέ έστω ένα αυτο-αντιγραφόμενο RNA ,DNA,ή πρωτεϊνη), ούτε έχει παρατηρηθεί ποτέ στη φύση. Διόλου παράξενο, αν σκεφτείτε ποσό δύσκολη είναι η διαδικασία της αυτο-αντιγραφής. Στον σημερινό κόσμο απαιτείται ένα ολόκληρο ζωντανό κύτταρο για να επιτευχτεί. Θα μπορούσε να είχε επιτευχτεί με ένα πολύ απλούστερο σύστημα πριν από δισεκατομμύρια χρόνια; Σίγουρα έτσι πρέπει να έγινε, αλλιώς δεν θα βρισκόμασταν εδώ τώρα να στοχαζόμαστε το πρόβλημα. Το πως, όμως, επετεύχθητε πριν από την εμφάνιση των κυττάρων, δεν είναι σε καμία περίπτωση σαφές.

     Με δεδομένες τις δυσκολίες για την ταυτοποίηση των βιολογικών αυτο-αντιγραφεων, ας βαθύνουμε τις γνώσεις μας θέτοντας ένα πιο γενικό ερώτημα: πόσο εύκολη είναι η αυτο-αντιγραφή σε οποιοδήποτε σύστημα; Η σύγχρονη τεχνολογία προσφέρει πληθώρα συσκευών αντιγραφής, από τα φωτοτυπικά μηχανήματα μέχρι τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τους τρισδιάστατους εκτυπωτές. Μπορεί κάποια από αυτές τις συσκευές να δημιουργήσει ένα αντίγραφο του εαυτού της; κάτι τέτοιο μπορούμε να ισχυριστούμε μόνο για τους τρισδιάστατους εκτυπωτές, όπως εκείνου της RepRap (replicating rapid prototyper), πνευματικό δημιούργημα του Αντριαν Μποιερ του πανεπιστημίου του Μπαθ, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι μηχανές αυτές μπορούν να εκτυπώσουν τα ιδία τα συστατικά τους, τα οποία στη συνέχεια συναρμολογούνται για να φτιαχτεί ένας νέος τρισδιάστατος εκτυπωτής RepRap.Για να είμαστε ακριβείς, όχι ένας άλλος τρισδιάστατος εκτυπωτής. Το μηχάνημα εκτυπώνει μόνο σε πλαστικό, αλλά το δικό του πλαίσιο είναι μεταλλικό, όπως και τα περισσότερα ηλεκτρικά εξαρτήματα του. Συνεπώς, αντιγράφονται μόνο τα πλαστικά μέρη. Και αυτά πρέπει να συναρμολογηθούν με τα χέρια και να συμπληρωθούν με άλλα μέρη, για να κατασκευαστεί ο νέος εκτυπωτής. Οι σχεδιαστές οραματίζονται να προσφέρουν κάποια στιγμή τους αυτο-αντιγραφόμενους RepRap εκτυπωτές (υπάρχουν αρκετές διαφορετικές σχεδιάσεις) δωρεάν, προς όφελος όλων .Ομως την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές απέχουμε πολύ από την κατασκευή μιας πραγματικά αυτο-αντιγραφόμενης μηχανής.

      Αφού, λοιπόν, η εξέταση των αυτο-αντιγραφόμεων μηχανών δεν μας βοηθά ουσιαστικά να καταλάβουμε αν η αυτοαντιγραφή  είναι εύκολη ή δύσκολη, μήπως μπορούμε τελικά ν΄αποφύγουμε  τον υλικό κόσμο συνολικά και να εξετάσουμε το ερώτημα καταφεύγοντας σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπου οι περίπλοκες εκείνες  χημικές ενώσεις, που τόσο δύσκολα δημιουργούνται μπορούν  να αντικατα σταθούν από τους απλούς δομικούς λίθους του  ψηφιακού κόσμου: Συγκεκριμένα, από τα μπιτ  που συλλαμβάνουν τις τιμές 1 και 0; Ένα «μπάιτ» δεδομένων αποτελούμενο από οχτώ μπιτ, αναπαριστά έναν απλό χαρακτήρα κειμένου σε  έναν κώδικα υπολογιστή και μπορεί χοντρικά να εξισωθεί με την μονάδα του γενετικού κώδικα: τη βάση του DNA ή RNA.Μπορούμε  τώρα να διατυπώσουμε διαφορετικά το ερώτημα :ανάμεσα σε όλες τις δυνατές σειρές από μπάιτ, πόσο συχνές είναι εκείνες που μπορούν να αυτο-αντιγραφούν σε έναν υπολογιστή;

      Εδώ έχουμε ένα τεράστιο πλεονέκτημα, επειδή οι αυτό-αναγραφόμενες σειρές από μπάιτ είναι στην πραγματικότητα πολύ συχνές: τις γνωρίζουμε ως ιούς υπολογιστών – σχετικά μικρά προγράμματα υπολογιστή τα οποία  τους μολύνουν , πείθοντας την κεντρική μονάδα επεξεργασίας τους(CPU)να κατασκευάσει πάμπολλα  αντίγραφα τους. Στη συνέχεια, οι ιοί αυτοί μεταπηδούν  στα ηλεκτρονικά μηνύματα  μολύνουν τους υπολογιστές  των φίλων και των συνεργατών μας. Αν, λοιπόν εκλάβουμε  την μνήμη του υπολογιστή σαν ένα είδος ψηφιακής αρχέγονης σούπας,  τότε οι ιοί των υπολογιστών μπορούν να θεωρηθούν ως το    ψηφιακό ισοδύναμο των αρχέγονων αυτο-αντιγραφέων.Ένας από τους απλούστερους ιούς υπολογιστών ο Tinba  έχει μήκος 20 κιλομπάιτ: πολύ μικρός σε σύγκριση με  τα περισσότερα προγράμματα υπολογιστών.Ωστόσο ο Tinba  επιτέθηκε, επιτυχώς στους υπολογιστές μεγάλων τραπεζών  το 2012, εισδύοντας στους περιηγητές τους και κλέβοντας δεδομένα σύνδεσης. Άρα ήταν oπωσδήποτε ένας σημαντικός αυτο-αντιγραφέας. Μπορεί τα 20 κιλο-μπάιτ να θεωρούνται πολύ λίγα για ένα πρόγραμμα υπολογιστή, ωστόσο αποτελούνται από μια σχετικά μακριά σειρά ψηφιακής πληροφορίας καθώς, με 8 μπιτ ανά μπάιτ, αντιστοιχεί σε 160.000 μπιτ πληροφορίας. Με δεδομένο ότι, κάθε μπιτ μπορεί να λάβει δύο τιμές (0 ή 1), ας υπολογίσουμε την πιθανότητα να παραχθούν τυχαία συγκεκριμένες σειρές δυαδικών ψηφίων. Για παράδειγμα, η πιθανότητα να παραχθεί μια συγκεκριμένη σειρά 3 μπιτ, λ.χ. η 111, είναι 1/2 Χ 1/2 χ 1/2 ή αλλιώς 1 στα 23. Ακολουθώντας την ίδια μαθηματική λογική, έπεται ότι, η πιθανότητα να καταλήξουμε τυχαία σε μια συγκεκριμένη σειρά με μήκος 160.000 μπιτ, όσο, δηλαδή, το μήκος του Tinba, ισούται με 1 στις 2160-000. Αυτός ο απίστευτα μεγάλος αριθμός, μας λέει ότι ο Timba δεν θα μπορούσε να έχει προκύψει μόνο από τύχη.

     Ίσως, όπως εικάσαμε για τα μόρια του RNA, υπάρχουν εκεί έξω πάρα πολλοί αυτο-αντιγραφόμενοι κώδικες οι οποίοι είναι πολύ απλούστεροι από τον Τimba και έχουν προκύψει τυχαία. Αν όμως ήταν έτσι τα πράγματα, τότε σίγουρα θα είχε μέχρι σήμερα εμφανιστεί αυθορμήτως ένας ιός υπολογιστή από όλα τα δισεκατομμύρια γκιγκαμπάιτ που ανταλλάσσονται στο διαδίκτυο κάθε δευτερόλεπτο. Σε τελική ανάλυση, οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους κώδικες είναι απλές ακολουθίες μονάδων και μηδενικών (σκεφτείτε όλες τις εικόνες και όλες τις ταινίες που κατεβάζουν οι χρήστες κάθε δευτερόλεπτο). Αυτοί οι κώδικες είναι όλοι δυνητικά λειτουργικοί, από την άποψη ότι δίνουν εντολές στις CPU μας να εκτελέσουν βασικές λειτουργίες, όπως να αντιγράψουν ή να διαγράψουν. Ωστόσο, όλοι οι ιοί που έχουν μέχρι σήμερα μολύνει υπολογιστές φέρουν την αδιαμφισβήτητη υπογραφή της ανθρώπινης σχεδία σης.Από όσα γνωρίζουμε, το τεράστιο ρεύμα ψηφιακής πληροφορίας που κατακλύζει τον κόσμο μας κάθε μέρα δεν έχει ποτέ παραγάγει έναν ιό υπολογιστή.,-

     -Με ισοδύναμη διατύπωση δεν γνωρίζουμε πώς και με ποιόν μηχανισμό εμφανίστηκε η πρώτη ζωντανή ύπαρξη(Γεωργάτσος ό.π. σελ.23).Υπάρχουν βεβαίως θεωρίες,που δεν συνιστούν όμως βεβαιότητα αφού δεν μπορούν ν΄αποδειχθούν, στοιχείο που  όπως επισημαίνει και ο  Karl Popper, σημαίνει ότι ,δεν πρόκειται για επιστη μονική γνώση. -

 

-Είναι φανερό, λοιπόν ότι,  απόψεις, (στο μέτρο που θέλουν ν΄απαντήσουν στο ερώτημα για την προέλευση τής ζωής,πέρα από τις άλλες αμφισβητήσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν,ιδίως στο τομέα τής επιβεβαιώσής-επαλήθευσής των, κατά τρόπο, αυστηρώς επιστημονικό,-) εμφανίζουν και  ένα κοινό μειονέκτημα.Ότι, αντιμετωπίζουν το φαινόμενο τής ζωής,όχι από το αρχικό στάδιο,αλλά από ένα μεταγενέστερο. Γιατί,υποστηρίζεται βεβαίως ( όπως παραθέτει τεκμηριωμένα και ο Neil Shubin) η ύπαρξη κοινών σημείων ανάμεσα στο σώμα μας,ανάμεσα στον άνθρωπο και τον μονοκύτταρο οργανισμό ,αλλά ακόμη και αν αυτό δίνει την απάντηση στην πορεία από τον μονοκύτταρο οργανισμό στην δημιουργία σωμάτων, δεν εξηγεί με πειστικότητα, ποιά ήταν η αρχή αυτή,που επέτρεψε την δημιουργία τής ζωής, που δημιούργησε τον κώδικα που επέτρεψε την δημιουργία της.Ισως αυτό,είναι και ίσως θα παραμείνει γιά μάς μυστήριο και πέρα από τα όρια τής Επιστήμης.Η δημιουργία τού μονοκύτταρου οργανισμού,η δημιουργία τού πρώτου  συστατικού τού ζωντανού,όπως αποδίδεται στην τύχη,δεν ικανοποιεί.(Πρβλ.Hoyle ό.π.) Υπάρχει βεβαίως η Θεολογία ,η μεταφυσική,ο εσωτερισμός,οι βιωματικές καταστάσεις,αλλά όλα αυτά, εκφεύγουν των ορίων τού προκείμενου  πονήματος.

Μήπως λοιπόν πρέπει  θεωρήσουμε  αδύνατη μια επιστημονική εξήγηση; Μήπως πρόκειται για εξήγηση  κείμενη πέρα από τις διανοητικές μας δυνατότητες; (για μερικούς και  έξω από τον προορισμό τού ανθρώπου;),  Μια επιστημονική ερμηνεία,με τις απαιτήσεις που απαιτεί η Επιστήμη,έτσι ώστε να επιβάλλεται με την μορφή ενός καταναγκασμού,δηλαδή να επαληθεύεται από το πείραμα ή την πείθουσα παρατήρηση,είναι –για την ώρα τουλάχιστον-ανέφικτη .Ισως λοιπόν για μερικούς πρέπει  ν’ αφιερωθούμε σε κάτι πιό προσιτό,όπως είναι η απάντηση στο ερώτημα γιατί η ζωή,γιατί ο άνθρωπος,ή πιο «συγκαταβατικά» και πιο προσγειωμένα να αγωνιστούμε  για την  βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους; Μήπως  απ΄όλη αυτή την ιστορία,θα πρέπει να σκεφθούμε ότι, πρέπει να εγκαταλείψουμε την έννοια και την   στάση μιας αλαζονείας ως προς τις δυνατότητές μας  να κατανοήσουμε τα πάντα,ότι, είμαστε κάτι εντελώς διαφορετικό.

.

 

Αν ήταν σωστή η άποψη ότι, το Σύμπαν, η ζωή είναι τυχαίο συμβάν, οπότε δεν έχουμε ανάγκη  για παραδοχή μιάς υπέρτατης διάνοιας, τότε θα δεχθούμε ότι, ο Θεός είναι προιόν εξελίξεως,με την έννοια ,ότι, εδώ και πολλά πολλά χρόνια,μετά την εμφάνιση τού πρώτου ζωντανού οργανισμού, δημιουργήθηκε Θεός,όχι στην φαντασία τού ανθρώπου,αλλά σαν νέο στοιχείο τού Σύμπαντος, καθοριστικό τής παραπέρα πορείας του.

 

Γιατί Θεός (όπως τον αντιλαμβάνεται ο καθένας μας) υπάρχει.

 

   
-Μερικοί δέχονται ότι, όλη η ανθρώπινη πρωτοτυπία οφείλεται  σε μια βασικώς τυχαία μίξη,ιδεών  στον άνθρωπο,τού νού τού δημιουργού, με ένα υποσυνείδητο αποκλεισμό,των κακών ιδεών.

 

ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ

-(Αντιγραφή από το διαδίκτυο)

«Για να είμαστε λοιπόν ακριβείς, στο σύστημα των Ατομικών τρία είναι τα αιωνίως υπάρχοντα στοιχεία: τα άτομα, το κενό και η κίνηση. Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος θεώρησαν δεδομένο ότι, τα άτομα ήταν εξαρχής κινούμενα, και, απ᾽ ό,τι φαίνεται, δεν αισθάνθηκαν την υποχρέωση να αιτιολογήσουν την ύπαρξη αυτής της κίνησης. Γιατί, άλλωστε, να πρέπει να σκεφτούμε ότι, υπάρχει κάποιος ή κάτι που προσδίδει την πρωταρχική κίνηση στα άτομα; Δεν είναι πιο λογικό να υποθέσουμε ότι, αυτό που ισχύει τώρα, η διαρκής δηλαδή κίνηση των ατόμων στο κενό, θα ίσχυε και πάντοτε στο σύμπαν; Ίσως πάλι, στη σκέψη των Ατομικών, η κίνηση να διασφαλιζόταν αυτομάτως από την ύπαρξη του κενού. Ας προσπαθήσουμε να φαντα στούμε προς στιγμήν την πρωταρχική κατάσταση του σύμπαντος, όπου απειράριθμα ανόμοια άτομα βρίσκονται μέσα σε έναν άπειρο κενό χώρο. Γιατί σε αυτό το χάος να βασιλεύει η ακινησία και η σταθερότητα; Πολύ πιο εύκολα φανταζόμαστε τα άτομα να κινούνται προς κάθε κατεύθυνση στο κενό, με μια τυχαία και άναρχη κίνηση.

Οι σκέψεις αυτές μας φαίνονται λογικές, μαρτυρούν όμως μεγάλη διανοητική τόλμη. Ο Δημόκριτος ήταν πολύ νεότερος από τον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα και, επομένως, γνώριζε καλά τον ρόλο που διαδραμάτιζαν στα φυσικά τους συστήματα οι κοσμικές δυνάμεις - η Φιλότητα και το Νείκος, ο Νους. Όταν λοιπόν ο ίδιος υποστήριξε την αιωνιότητα της κίνησης απορρίπτοντας όλες αυτές τις δυνάμεις, είχε επίγνωση ότι, με τον τρόπο αυτό απομάκρυνε κάθε ανθρωπομορφικό στοιχείο από τον φυσικό κόσμο. Το σύμπαν των Ατομικών είναι γυμνό και απρόσωπο. Η ανθρώπινη ψυχολογία και η ανθρώπινη ηθική δεν έχουν καμία σχέση με τους μηχανισμούς που διέπουν τον κόσμο.

Οι μηχανισμοί της φύσης λειτουργούν χωρίς να ρυθμίζονται από κάποια ανώτερη δύναμη. Αυτό άραγε σημαίνει ότι όλα στη φύση λειτουργούν άτακτα και τυχαία; Αν κρίνουμε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, πολλοί μεταγενέστεροι ερμήνευσαν έτσι την ατομική θεωρία. Οι Ατομικοί ωστόσο ουδέποτε μίλησαν για κυριαρχία της τύχης στο σύμπαν. Η δική τους λέξη-κλειδί είναι η «ανάγκη». Ο Δημόκριτος ισχυρίζεται ότι, όλα γίνονται κατ᾽ ανάγκην· γιατί η αιτία που όλα γίνονται είναι η δίνη, την οποία ονομάζει «ανάγκη».ΟΛεύκιππος λέγει:Κανένα πράγμα δεν γίνεται μάταια, αλλά όλα για κάποιο λόγο και από ανάγκη.

 

Η Ανάγκη, όπως φαίνεται από το μοναδικό απόσπασμα του Λεύκιππου, δεν ταυτίζεται με την Τύχη. ( :Ουδέν χρήμα μάτην γίνεται ,αλλά πάντα  εκ λόγου και ανάγκης).Κατά μία έννοια μάλιστα, είναι το αντίθετο της Τύχης. Οι Ατομικοί θέλουν να τονίσουν την αναγκαιότητα που διέπει κάθε φυσική μεταβολή. Οι κινήσεις και οι συγκρούσεις των ατόμων, οι βαθύτερες δηλαδή διεργασίες που προηγούνται μιας φυσικής μεταβολής, καθορίζουν με αναγκαιότητα την κατάληξη αυτής της μεταβολής. Το προηγούμενο καθορίζει κατ᾽ ανάγκην το επόμενο.Ο κόσμος του Δημόκριτου δεν έχει Δημιουργό, δεν υπακούει σε κάποιο σχέδιο ούτε εκπληρώνει κάποιο σκοπό. Κατά τον Δημόκριτο «Ο,τι υπάρχει στο Σύμπαν  είναι καρπός τύχης και ανάγκης»- Δεν είναι όμως και το βασίλειο της Τύχης.όπως την αντιλαμβάνοται  συνήθως οι άνθρωποι.Ειναι  χαρακτηριστικό τι είπε σχετικώς :( Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο, πρόφασιν ιδίης αβουλίης.)

 Η αναγκαιότητα που καθορίζει κάθε επιμέρους βήμα, κάθε αλλαγή και κάθε φαινόμενο είναι αρκετή για να προσδώσει συνοχή στον κόσμο. Με την ατομική θεωρία φτάνει στη φυσική της ολοκλήρωση η μακρά πορεία της σκέψης που είχε αρχίσει στη Μίλητο 200 χρόνια πριν. Και όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Feynman, ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς της εποχής μας: «Αν, σε κάποιο κατακλυσμό, έμελλε να καταστραφεί όλη η επιστημονική γνώση και έπρεπε μόνο μία φράση να σωθεί, ποια φράση θα περιείχε τις περισσότερες πληροφορίες μέσα σε λιγότερες λέξεις; Πιστεύω ότι θα ήταν η «ατομική υπόθεση» - ότι όλα τα πράγματα είναι φτιαγμένα από άτομα και από κενό.»

 

-Η έννοια τού τέλους, σκοπού, κυριαρχεί στη φιλοσοφία τού Αριστοτέλη,αλλά και στην προσέγγισή του ακόμη και στις φυσικές επιστήμες.(Μιά πέτρα πέφτει όχι λόγω της βαρύτητας αλλά επειδή το "τέλος" της η " φυσική προδιάθεση" της είναι προς τη γή κλπ)- Και ειδικώτερα στα έργα τής φύσεως,κατά τον Αριστοτέλη, κυριαρχεί  το «τέλος» και όχι η τυχαιότητα.

Αναλυτικώτερα κατά τον Αριστοτέλη : .( αντιγραφή αποσπάσματος από την παρατιθέμενη στο Παράρτημα εργασία του  Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)

«Υπάρχουν γεγονότα: α) που συμβαίνουν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, β) γεγονότα που συμβαίνουν κατά κανόνα με τον ίδιο τρόπο (ως επί το πολύ) και γ) γεγονότα που δεν έχουν καμία κανονικότητα, τα σπάνια ή κατ’ εξαίρεση γεγονότα.
. Υπάρχουν γεγονότα: α) που γίνονται για κάποιον σκοπό και β) γεγονότα που δεν γίνονται για κάποιον σκοπό.» Οι δύο πρώτες κατηγορίες δηλαδή αυτά που συμβαί νουν πάντοτε και τα «ώς επί το πολύ» τα συνδέει σε μια κατηγορία λογικής. Τέτοια γεγονότα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν η πτώση των σωμάτων λόγω της βαρύτη τας, η έλλογη φύση του ανθρώπου, η κυκλική τροχιά της σελήνης. Στα «ώς επί το πολύ» το χιόνι που μπορεί να πέσει στα βόρεια κλίματα ή η ύπαρξη της αγοράς σε μια πόλη. Το πρώτο λοιπόν συμπέρασμα είναι ότι η τύχη και το αυτόματο αναφέρονται και αιτιολογούν μόνο τα σπάνια γεγονότα. Σε άλλα έργα όπου η τύχη αναφέρεται παρεμπιπτόντως ο Αριστοτέλης δεν χρησιμοποιεί την τύχη εδώ με την ευρύτερη έννοια της. Στο περί γενέσεως και φθοράς διακρίνει την τύχη από την φύση με κριτήριο την κανονικότητα ή την σπανιότητα των γεγονότων που αιτιολογούν:
Τα γαρ γινόμενα φύσει πάντα γίνεται η αει η ως επι το πολύ τα δε παρά το αεί και ως επι το πολύ από ταυτομάτου και από τύχης.
Το πιο ενδιαφέρον όμως κατά την γνώμη μου σημείο είναι η σύνδεση του σκοπού και της τελεολογικής λογικής με το τυχαίο. Από αυτή τη σύνδεση βεβαίως θα προκύψει και ο πολύ καθοριστικός διαχωρισμός ανάμεσα στο «καθαυτό» αίτιο και το «κατά συμβεβηκός» αίτιο: Τά δή τοιαύτα όταν κατά συμβεβηκός γένηται, από τύχης φαμέν είναι. Αυτού του είδους τα πράγματα (δηλ. τα σκόπιμα) λοιπόν όταν γίνονται «κατά συμβεβηκός» λέμε ότι, οφείλονται στην τύχη. (196b 23-24). Και όταν έν τοίς ένεκά του γιγνομένοις τούτο το συμβεβηκός γένηται, τότε λέγεται από ταυτομάτου καί από τύχης.
Όπως είπαμε λοιπόν, όταν γίνει κάτι τέτοιο σε πράγματα που γίνονται για κάποιον σκοπό, τότε λέμε ότι ,έγινε αυτομάτως ή κατά τύχην. (196b 29-31)(σ.183)
Αυτή η φαινόμενη αντίφαση της ένταξης του τυχαίου στην τελεολογική δομή θα αρθεί ξεκάθαρα στην ανάλυση που ακολουθεί, ξεκαθαρίζοντας όμως από τώρα ότι, η ένταξη των τυχαίων γεγονότων στα σκόπιμα δεν συνεπάγεται ότι η τύχη είναι το τελικό αίτιο του τυχαίου γεγονότος. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς παράλογο αφού θα καθιστούσε την τύχη αυτοσκοπό. Η τύχη και το αυτόματο ανήκουν στην κατηγορία των ποιητικών αιτίων.

Σε αυτή την παράγραφο θα αναπτυχθούν οι παραπάνω έννοιες υπό το Αριστοτελικό πρίσμα φιλοσοφίας, έχοντας ως πρωτογενές υλικό τα κείμενά του από το Περί Φύσεως στο δεύτερο βιβλίο των Φυσικών. Ένας βασικός λόγος που θα αναφερθώ στην Αριστοτελική αντιμετώπιση του θέματος είναι η εξαιρετικά μέχρι και σήμερα σύγχρονη σκέψη του, και η οποία βρίσκει απήχηση εκφραζόμενη μέσα από το δυνάμει αλλά και την σύγχρονη αντίληψη της αναγκαιότητας, και από την άλλη πλευρά ίσως ακόμα πιο καίρια για την παρούσα εργασία η πολύ κρίσιμη νοηματικά σύνδεση που πραγματοποιεί ανάμεσα στην πρόθεση-σκοπό και την τύχη. Θα αναδειχθεί δηλαδή μία εσωτερική αιτιακή σχέση της οποίας η απροσδιοριστία έγκειται στο είδος της διαδρομής που θα ακολουθούν οι συνδέσεις και οι οποίες θα αποτελέσουν την δομή του συστήματος. Η ύπαρξη όμως σκοπού μέσα στο σύστημα θα αποτελέσει λόγο για να θεωρήσουμε ότι, αυτή η απροσδιοριστία δεν είναι αφηρημένη, παρόλο που δεν είναι ελέγξιμη και ντετερμινισμένη με την κλασική έννοια. Ο σκοπός και το αποτέλεσμα θα εκφράσουν την μη τυχαία τύχη και κατά συνέπεια την νοηματοδότηση του συστήματος. Δηλαδή από την μια πλευρά έχουμε τα τέσσερα αίτια τα οποία ικανοποιούν το αίτημα για την πρόσβαση στην ουσία των πραγμάτων δηλαδή την πρώτη αιτία. Εν συνεχεία την ανάδειξη του δυνάμει μέσα από το οποίο θα αντιμετωπιστεί η έννοια της αναγκαιότητας με έναν πολύ πιο δυναμικό χαρακτήρα, και άρα υπέρβασης της αυτοεγκλωβιζόμενης Δημοκρίτειας –Νευτώνειας εν ενεργεία πραγματικότητας. Τέλος στο σημείο που είναι ίσως και το πιο ενδιαφέρον η σύνδεση της ανθρώπινης πρόθεσης –πράξης να λειτουργεί ως αιτία νοηματοδότησης του τι είναι τυχαίο και τι δεν είναι.Το πρώτο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η τύχη είναι συνδεδεμένη με την ανθρώπινη προαίρεση, και αποτελεί υποδιαίρεση του αυτόματου το οποίο καλύπτει μια πολύ ευρύτερη λογική που αναφέρεται σε μηχανισμούς όλων των ειδών στον φυσικό κόσμο. Η τύχη και το αυτόματο αναφέρονται σε γεγονότα που συμβαίνουν κατ’ εξαίρεση, δηλαδή δεν μπορεί να εντοπιστεί μια κανονικότητα σε αυτά. Από τα κατ’ εξαίρεση γεγονότα κάποια γίνονται για την επίτευξη ενός σκοπού. Αυτά τα γεγονότα όταν γίνονται «κατά συμβεβηκός» τα αποδίδουμε στην τύχη και το αυτόματο. Το τυχαίο γεγονός καλύπτει λοιπόν όσα συμβαίνουν κατ’ εξαίρεση και θα μπορούσαν να έχουν προκύψει από την επίτευξη ενός σκοπού, αλλά δεν προέκυψαν έτσι.»

- ΜΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ-« ΛΑΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ-ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΗ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ  ΑΠΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΑ-  ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ»

Ο αστροφυσικός Trinh Xuan Thuan  λέγει :

Η «συμπληρωματικότητα επιστημονικών και πνευματικών προσεγγίσεων είναι πολύ σημαντική. Είμαι πεπεισμένος ότι η επιστήμη δεν είναι το μόνο  παράθυρο που μας επιτρέπει να έχουμε πρόσβαση στην πραγματικότη τα. Θα ήταν αλαζονικό, από την πλευρά ενός επιστήμονα, να ισχυριστεί το αντίθετο (…) Η επιστήμη μας φέρνει πληροφορίες, αλλά δεν έχει καμία σχέση με την πνευματική μας πρόοδο και την εσωτερική μας μεταμόρφωση (…) Αντιμέτωποι με ηθικά προβλήματα και ηθική, ειδικά στη γενετική , ο επιστήμονας χρειάζεται πνευματικότητα για να τον βοηθήσει να μην ξεχάσει την ανθρωπιά του.

-Σύμφωνα με την κινέζικη παράδοση, η τύχη είναι ένα γνώρισμα του χαρακτήρα μας, όπως η ευφυΐα και η αισιοδοξία. Σε αντίθεση με την συνήθεια που έχουμε στο δυτικό κόσμο να χαρακτηρίζουμε ένα άτομο «τυχερό» σε συγκεκριμένες στιγμές ή περιόδους της ζωής του, οι Κινέζοι θεωρούν πως η τύχη είναι κάτι με το οποίο γεννιέσαι και το κουβαλάς μαζί σου μέχρι να πεθάνεις. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως τα άτομα που γεννιούνται τυχερά δεν χρειάζεται να αγωνιστούν για τίποτα στη ζωή τους. Σύμφωνα πάλι με την κινέζικη κουλτούρα, η σκληρή δουλειά πορεύεται παράλληλα με το να είναι κάποιος τυχερός και το ένα εξαρτάται από το άλλο.Αν όμως η συμπεριφορά μας επηρεάζει άμεσα την τύχη μας, τότε και οι άνθρωποι που πιστεύουν πως είναι τυχεροί συμπεριφέρονται διαφορετικά από τους υπόλοιπους;

 

-Η έννοια ενός πνευματικού μικρόκοσμου που αντανακλούσε συμπαντικά πρότυπα και που ο Leibnitz αποκαλούσε "μονάδα", βασίζονταν στην ιδέα ότι, το άτομο και το σύμπαν αλληλεπιδρούν εξαιτίας μιας προ-εγκαθιδρυμένης αρμονίας.

-Αλλά και για τον Schopenhauer, τα πάντα ήταν "αλληλοεξαρτώμενα και συγχρονισμένα με όμοιο τρόπο."

-Σήμερα, όλο και πιό πολλοί οικολόγοι και επιστήμονες κλίνουν προς την άποψη ότι, υπάρχει μια αλληλεξάρτηση, που συνδέει τα πάντα στον κόσμο.

 

-Μια έρευνα του 2009 δέχτηκε την ύπαρξη σχέσεως ανάμεσα στην πίστη στη σταθερή τύχη (ενάντια στην περιστασιακή τύχη) και το ποσοστό επιτυχίας και κατορθωμάτων ενός ατόμου. Δημιουργείται η εντύπωση πώς, οι «τυχεροί» άνθρωποι είναι και αυτοί που κυνηγούν αυτό που θέλουν. Κάποιος που πιστεύει στην σταθερή τύχη, έχει περισσότερα κίνητρα για να αναλάβει δύσκολους στόχους και να τους φέρει εις πέρας. Από την άλλη πλευρά, αυτός που πιστεύει πως η τύχη είναι κάτι περιοδικό και στιγμιαίο στο οποίο δεν μπορείς να βασιστείς, έχει λιγότερα κίνητρα για να εκπληρώσει τους στόχους του και να αναλάβει σημαντικές ευθύνες.

-Η άποψη πως η τύχη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αισιοδοξία είναι ένα  δημοφιλές σενάριο που έχει υποστηριχθεί από πολλούς, ειδικούς και μη, χωρίς όμως να είναι   γενικώς αποδεκτή.Ο Ρίτσαρντ Γουάιζμαν, ένας πρώην μάγος και  τώρα  καθηγητής Δημόσιας Κατανόησης της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Hertfordshire αλλά και συγγραφέας του «The Luck Factor» («Ο Παράγοντας Τύχη») του 2005, υποστηρίζει μεταξύ άλλων πως οι τυχεροί άνθρωποι είναι ειδήμονες στη δημιουργία και την παρατήρηση καλών ευκαιριών, ακούν τη διαίσθησή τους και έχουν  θετική και χαλαρή στάση απέναντι στις δοκιμασίες της ζωής.

Αν όμως εξετάσουμε λίγο καλύτερα την ψυχολογία ενός αισιόδοξου και ενός απαισιόδοξου ατόμου, το επιχείρημα του Γουάιζμαν δεν είναι και τόσο σταθερό. Μια έρευνα από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου κατέδειξε πως αυτοί που έχουν τυχερά σερί όταν παίζουν τυχερά παιχνίδια στο διαδίκτυο, τα καταφέρνουν ακριβώς επειδή είναι απαισιόδοξοι.Φοβούνται πως θα χάσουν, οπότε παίζουν εκ του ασφαλούς. Μπορεί λοιπόν οι αισιόδοξοι άνθρωποι του Γουάιζμαν να έχουν τύχη στη ζωή, μάλλον όμως θα έφευγαν με άδειες τσέπες από ένα καζίνο!.

-Δυό εκπληκτικές πριπτώσεις από την καθημερινότητα , μας επαναφέρουν το ερώτημα για το αν υπάρχει τύχη ή όχι. Τις καταγράφει ο μαθηματικός Warren Weaver, στο βιβλίο του, "Lady Luck: The Theory of Probability" ("Η Κυρία Τύχη: η θεωρία των πιθανοτήτων") απ' όπου δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό "Life"

Παραθέτουμε:
Στις 1-3-1950 και τα 15 μέλη της χορωδίας της εκκλησίας της Beatrice στη Nebraska, καθυστέρησαν στο ραντεβού που είχαν στις 7:20 για πρόβα. Όλοι είχαν κάποιο σοβαρό αλλά και συνηθισμένο λόγο να αργήσουν. Στις 7:25 η εκκλησία καταστράφηκε από έκρηξη ! Τα μέλη της χορωδίας θεώρησαν το γεγονός σαν "θεϊκή παρέμβαση". Ο Weaver υπολόγισε τις πιθανότητες να συμβεί ένα τέτοιο γεγονός μαζικής καθυστέρησης, σε μία στο εκατομμύριο

-Το 1992, ένας σερβιτόρος ονόματι Άρτσι Κάρας πήγε στο Λας Βέγκας να δοκιμάσει την τύχη του. Μέχρι το 1995, είχε επιτύχει να μετατρέψει $50 σε $40εκ., με μία κίνηση που μέχρι και σήμερα είναι γνωστή ως το μεγαλύτερο σερί νικών στην ιστορία του τζόγου. Πολλοί θα υποστήριζαν πως ήταν απλώς τυχερός, άλλοι θα πίστευαν στην πιο ορθολογιστική θεωρία των πιθανοτήτων, κάποιοι θα ήταν σίγουροι πως ο Κάρας έπαιξε «βρώμικα» και κατόρθωσε να θεωρηθεί «καθαρός» Τελικώς ο Άρτσι Κάρας μόλις τρεις εβδομάδες μετά  από τότε που κέρδισε τα $40εκ., τα έχασε όλα. Επί πλέον, το 2013 κατηγορήθηκε για ληστεία και ότι, είχε κερδίσει με δόλια μέσα. Κατόρθωσε όμως να απαλλαγεί από την τριετή ποινή φυλάκισης που αντιμετώπιζε, με το να τεθεί, απλώς υπό επιτήρηση.Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως η τύχη του είχε χαμογελάσει;

 

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΤΥΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΚΒΑΝΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

O Jim Al-Khalili  γράφει  αναφερόμενος στο ηλεκτρόνιο και ειδικότερα  στην αδυναμία μας  να προσδιορίσουμε τη θέση του : « Αποδεικνύεται  πώς δεν μπορούμε να κάνουμε  μια τόσο συγκεκριμένη πρόβλεψη-και αυτή η αδυναμία μας  δεν φαίνεται  να οφείλεται στις αρχικές συνθήκες…  αλλά  απλώς στην ανικανότητά μας  να γνωρίζουμε με αρκετή ακρίβεια τις αρχικές συνθήκες…..Στον κβαντικό κόσμο, οι νευτώνειες εξισώσεις έχουν αντικατασταθεί από ένα σύνολο  κανόνων και μαθηματικών σχέσεων  που περιγράφουν μια μικροσκοπική πραγματικότητα η οποία όντως μοιάζει  τυχαία.(Στη μικροσκοπική κλίμακα) η αβεβαιότητα μοιάζει ν΄ αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό της..Φύσης….οι κβαντικές πιθανότητες  δείχνουν να είναι εγγενείς στη Φύση,»

-Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης δημοσίευσε εκτεταμένη   εργασία, με επόπτρια καθηγήτρια την κ. Δήμητρα Σφενδόνη - Μέντζου,υπό τον τίτλο «Η ΤΥΧΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ, ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ».   Σαν επίλογο του πονήματος, παραθέτουμε το τελευταίο μέρος της εργασίας αυτής.(Ολόκληρο το κείμενο παρατίθεται στο «Παράρτημα» )

«-Ο ψυχολόγος Carl Jung,  διετύπωσε την Αρχή της "Συγχρονικότητας" που συνδέει γεγονότα, τα οποία δεν συνδέονται με κάποια φανερή σχέση αιτίας ,αλλά, εννοιολογικώς. Στο έργο του "Δομή και Δυναμική της Ψυχής", αναφέρει πώς άρχισε να παρατηρεί συμπτώσεις που προκαλούσαν ανοικτά τους υπολογισμούς των πιθανοτήτων, στη διάρκεια των ερευνών του για το Συλλογικό Ασυνείδητο. Η συγχρονικότητα δίνει (ή τουλάχιστον προσπαθεί να δώσει) μια εξήγηση ,μια ερμηνεία σε θέματα που  θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι, συνιστούν απλώς τυχαία συμβάντα.»

Παραθέτουμε ένα παράδειγμα που μας δίνει ό ίδιος ψυχολόγος,όπως αυτό μας το παραθέτει ο Koestler (ό.π.σελ.69) «Μια νεαρή γυναίκα  που θεράπευα σε  κάποια κρίσιμη περίοδο της ζωής  της, είδε στον ύπνο της ότι ,της έδωσαν ένα χρυσό σκαραβαίο. Οταν μου μιλούσε για το όνειρό της, εγώ καθόμουνα στο γραφείο μου με την πλάτη, γυρισμένη στο κλειστό τζάμι.Ξαφνικά άκουσα πίσω μου ένα θόρυβο. Γύρισα και είδα ένα έντομο που χρυπιόταν στο πέταγμά του πάνω   στο τζάμι.Ανοιξα το παράθυρο κι΄όπως εκείνο το πλάσμα,πετούσε μέσα, το  έπιασα στον αέρα.Ηταν η πλησιέστερη αναλογία χρυσού σκαραβαίου,που μπορεί να βρεθεί στα πλάτη μας,η κοινή μας χρυσόμυγα.(Cetonia aurata) που αντίθετα με τις συνήθειές της,είχε αισθανθεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή  την ανάγκη να χωθεί μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο» Ο Jung πίστευε ότι, το φαινόμενο της Συγχρονικότητας συνδέονταν με ψυχικές καταστάσεις που αναπτύσσονται μέσω της επιρροής των Αρχετύπων, τα οποία όριζε σαν πρότυπα (μοντέλα) έμφυτα στην ανθρώπινη ψυχή  και κοινά για όλη την ανθρωπότητα. Ο Jung αναφέρει συχνά τα Αρχτυπα, σαν "αρχέγονες εικόνες", που παρέχουν την αναπαράσταση όλων των ανθρώπινων στάσεων απέναντι στον θάνατο, την σύγκρουση, το σεξ, την μετενσάρκωση και τη μυστικιστική εμπειρία. Κάποιες φορές ένα αρχέτυπο ενεργοποιείται από ένα συναισθηματικά φορτισμένο γεγονός και τότε τείνει να έλκει γεγονότα παρόμοιας φύσης, ανοίγοντας δρόμο στα γεγονότα που ονομάζουμε "συμπτώσεις".

Δέχονταν  την ύπαρξη μιας "περίεργης αλληλεξάρτησης των αντικειμενικών στοιχείων μεταξύ τους, καθώς και με τις υποκειμενικές (ψυχικές) καταστάσεις του παρατηρητή". Μάλιστα εντόπισε δείγματα αυτής της αλληλεξάρτησης - που θεωρούσε άρρηκτα δεμένη με την έννοια της Συγχρονικότητας - τόσο στις ψυχιατρικές του σπουδές, όσο και στην έρευνά του πάνω στις εσωτεριστικές πρακτικές. Έτσι, θεωρούσε την κινέζικη μα ντική μέθοδο του Ι Τσινγκ σαν έκφραση της Αρχής της Συγχρονικότητας. Εβλεπε ότι, αυτό είναι το κύριο ενδιαφέρον της κινέζικης σκέψης ενώ αυτό που εμείς λατρεύουμε σαν αιτιότητα περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Ενώ η Δυτική σκέψη προσεκτικά  σταθμίζει, επιλέγει, ταξινομεί και απομονώνει, η Κινέζικη μια πιο ολιστική εικόνα του κόσμου, δίνοντας σημασία και στην παραμικρή λεπτομέρεια που συνθέτει μια στιγμή. Κάθε στιγμή απαρτίζεται από όλα αυτά τα "ασήμαντα" συστατικά. Αργότερα, ο Jung προέκτεινε την έννοια της Συγχρονικότητας και στην Αστρολογία. Όταν μάλιστα ανέφερε το ενδιαφέρον του για την Αστρολογία και την πεποίθησή του για τη μελλοντική της χρησιμότητα, με ένα γράμμα του στον Freud, ο τελευταίος αντέδρασε, κατηγορώντας τον Jung ότι, είχε πέσει θύμα της "μαύρης παλίρροιας του βούρκου του αποκρυφισμού".Μη εγκαταλείποντας τις θέσεις του ο Jung κατέγραψε στα απομνημονεύματά του, άλλο ένα συνταρακτικό συμβάν εμφάνισης Συγχρονικότητας, που μάλιστα συνέβη ενώ ήταν μαζί με το Freud: Στέκονταν μαζί δίπλα σε μια βιβλιοθήκη όταν ο Jung ένιωσε το διάφραγμά του να γίνεται σαν από σίδερο και να καίει, να πυρακτώνεται. Ταυτόχρονα ακούστηκε ένας δυνατός κρότος σαν να επρόκειτο να πέσει πάνω τους η βιβλιοθήκη.Ο Jung βρήκε την ευκαιρία να παρουσιάσει το συμβάν σαν ένα παράδειγμα φαινομένου καταλυτικής εξωτερίκευσης. Ο Freud αντέδρασε αποκαλώντας τα αυτά, "ανοησίες". Τότε, ο Jung τον προκάλεσε, υποστηρίζοντας ότι, μπορούσε να προβλέψει ότι, το πολύ σε ένα λεπτό ο κρότος θα ξανακούγονταν. Πριν καν τελειώσει τα λόγια του ο κρότος ξανακούστηκε, αφήνοντας τον Freud εμβρόντη το.
-Σύμμαχό του στην προσπάθεια να διατυπώσει την θεωρία του για την Συγχρονικότητα, ο Jung  έλεγε ότι,βρήκε την κβαντική Φυσική, στα πλαίσια της οποίας είχε διατυπωθεί η θεωρία ότι, ένα πεδίο του χώρου μπορεί να γίνει αντικειμενικά γνωστό, μόνο με την ύπαρξη ενός παρατηρητή, ο οποίος όμως επεμβαίνει (αναγκαστικά, με την παρουσία του) στην κατάσταση του χώρου. Οι ανακαλύψεις αυτές βοήθησαν τον Jung να διατυπώσει διαισθητικά  την άποψη ότι, ύλη και συνείδηση συνδέονται με ουσιώδη τρόπο, σαν δυο συμπληρωματικές όψεις μιας ενοποιημένης πραγματικότητας.

.Για να επανέλθουμε στο παραταθέν παράδειγμα και για σώσουμε...την αιτιότητα,λέγομε ότι ,το αίτιο που προκάλεσε την είσοδο  τής χρυσόμυγας ,ήταν η σχετική  αναφορά  της ασθενούς στον σκαραβαίο.Επομένως και εδώ υπάρχει αιτιότητα,μη οφειλόμενη όμως σε  "υλική" προυπάρχουσα κατάσταση,αλλά σε  ¨νοηματική" -διανοητική.

-Πολύ πριν τον Jung, άλλοι διανοούμενοι και επιστήμονες είχαν διατυπώσει θέσεις που συνέδεαν αλληλεπιδραστικά την ύλη και τη συνείδηση. Ο ιστορικός Arthur Koestler μιλούσε για τη χωρητικότητα της ανθρώπινης ψυχής σαν "ένα κοσμικό αντηχείο". Στο βιβλίο του "The Roots of Coincidence" (" Οι Ρίζες της Σύμπτωσης") γράφει για μία "θεμελιώδη ενότητα των πραγμάτων", που υπερβαίνει τη μηχανική αιτιότητα. Ο Koestler έδωσε παραδείγματα ενοποίησης και αλληλεπίδρασης μέσα απ' την ίδια την εξέλιξη της επιστήμης, καθώς οι διάφοροι τομείς της φυσικής συνδυά στηκαν ή συγχωνεύτηκαν, στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα: π.χ. ο ηλεκτρισμός και μαγνητισμός συγχωνεύτηκαν στην ηλεκτρομαγνητική θεωρία, ενώ τα Η/Μ κύματα συνδέθηκαν με μια σειρά φαινομένων, όπως το φως, το χρώμα, η θερμική ακτινοβο λία και τα ερτζιανά κύματα. Η Χημεία αγκαλιάστηκε απ' την Ατομική Φυσική. Ο έλεγχος του σώματος απ' τα νεύρα και τους αδένες, συνδέθηκε με ηλεκτροχημικές διεργασίες, ενώ τα άτομα διαιρέθηκαν στα "δομικά στοιχεία" των πρωτονίων, των ηλεκτρονίων και των νετρονίων. Αργότερα, όλα αυτά τα θεμελιώδη σωματίδια, συγκεντρώθηκαν στην έννοια απλών "πακέτων συμπυκνωμένης ενέργειας".

 -Παρόμοιες απόψεις είχαν ο Kepler και ο Pico della Mirandola.

 

 

 Η ΤΥΧΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ

  Ακολουθώντας την σκέψη του περίφημου βιολόγου και διανοητή Ζακ Μονό,φθάνουμε σε άλλο  θέμα, Ζωή,  βιόσφαιρα.

Από σχετικό δημοσίευμα του Μανώλη Κουφακη με τίτλο Ζ. Μονό,  « Η τύχη και η αναγκαιότητα,»  αντιγράφουμε:

« Χρησιμοποιήσαμε ένα νεολογισμό που δημιούργησε ο Ζακ Μονό, την λέξη «τελεονομία», θέλοντας να εκφράσει τις ιδιότητες των έμβιων όντων που φανερώ νουν ότι, τα έμβια κινούνται με βάση κάποιο σχέδιο και προς εκπλήρωση κάποιου σκοπού, που δεν είναι άλλος από τη διατήρηση και τον πολλαπλασιασμό του είδους. Και ακόμα ένα νεολογισμό, τη λέξη «αμετατροπία», για να εκφράσει ότι, τα έμβια όντα έχουν τη δυνατότητα να αναπαράγουν και να μεταβιβάζουν απαράλλαχτη την πληροφορία που αντιστοιχεί στην ίδια τους τη δομή, παραμένοντας έτσι τα ίδια χωρίς μετατροπές, από γενεά σε γενεά.Προς στιγμήν βρεθήκαμε μπροστά σε μια πολύ βασική αντίφαση: ενώ η νεωτερική επιστήμη -σαν σύστημα και μέθοδος αναζήτησης της αληθινής γνώσης- ταυτίζεται με το αίτημα της αντικειμενικότητας της φύσης, δηλαδή  αρνείται να ερμηνεύσει τα φαινόμενα με προϋποθέσεις τελικών αιτίων, πάει να πει, αρνείται να προϋποθέσει την ύπαρξη «σχεδίου», βλέπουμε τα έμβια όντα να εμφανίζουν σαφείς τελεονομικές ιδιότητες. Την αντίφαση αυτή την επέλυσε ο Μονό αποδεικνύοντας ότι, η αμετατροπία είναι η κύρια ιδιότητα των έμβιων όντων και η τελεονομία δευτερεύουσα. Και ακόμα ισχυρίστηκε ότι, αιτία αυτού του συστημα τικού σφάλματος που κάνουμε είναι η γοητεία που μας ασκεί η ιδέα του ανθρωπο κεντρισμού, ότι, δηλαδή είμαστε το κέντρο των πάντων και ότι, για εμάς φτιάχτηκαν όλα. Πλάνη ιδιαίτερα επικίνδυνη.Μετά είδαμε ότι, αυτές τις τόσο «προκλητικές» τελεονομικές ιδιότητες των ζωντανών οργανισμών αναλαμβάνουν να τις διεκπεραιώνουν οι πρωτεΐνες και μια ιδιαίτερη κατηγορία τους, τα ένζυμα. Πάνω στη δομή κάθε πρωτεΐνης έχει γραφτεί στο διάβα των αιώνων από αναρίθμητες συμπτώ σεις ένα μήνυμα, που τώρα -αν και προέρχεται από την καθαρή τύχη- αφού πέρασε από την δοκιμασία της επιλογής και εγγράφηκε, έχει μεταμορφωθεί πια σε τάξη, κανόνα, ανάγκη. Τώρα πλέον το μήνυμα ανατυπώνεται, πολλαπλασιάζεται και μεταβιβάζεται σε εκατομμύρια αντίτυπα.Λέει ο Ζακ Μονό: «Προερχόμενο, το συμβάν αυτό (σημ. που αλλοίωσε την δομή της πρωτεΐνης), από το βασίλειο της καθαρής τύχης, εισχωρεί στο βασίλειο της ανάγκης, της πιο άκαμπτης βεβαιότητας. Επειδή, ακριβώς, στη μακροσκοπική κλίμακα, δηλαδή στην κλίμακα του οργανισμού, εργάζεται η επιλογή». Και συνεχίζει: «Η επιλογή, πράγματι, εργάζεται επάνω στις απόρροιες της τύχης και δεν μπορεί να ανεφοδιάζεται από πουθενά αλλού, εργάζεται όμως μέσα σ’ ένα χώρο άτεγκτων απαιτήσεων απ’ όπου το τυχαίο έχει εξοστρακι στεί». Και κλείνει την σκέψη του με μια ποιητική παρομοίωση: «Έτσι, από μια πηγή θορύβου, η επιλογή μπόρεσε και άντλησε από μονάχη της, τις κάθε λογής μουσικές της βιόσφαιρας».

Άμα καθίσει κανείς και συλλογιστεί τον απροσμέτρητο δρόμο που έχει διανύσει η εξέλιξη εδώ και τρία, ίσως, δισεκατομμύρια χρόνια, τον απαράμιλλο πλούτο των δομών που δημιούργησε, την θαυμαστή ευστοχία των λειτουργιών των έμβιων όντων, από το βακτηρίδιο ίσαμε τον άνθρωπο, μπορεί, για μια στιγμή, να συλλάβει τον εαυτό του ν’ αμφιβάλει ξανά αν είναι ποτέ δυνατόν όλα τούτα να έχουνε βγει από μια πελώρια λοταρία, που τραβούσε αριθμούς στην τύχη ανάμεσα στους οποίους η τυφλή επιλογή ξεχώρισε τους σπάνιους τυχερούς.Γιατί, όπως γράφει ο Φρανσουά Μωριάκ ( 1885-1970, Γάλλος συγγραφέα, Νόμπελ 1952): «Τα όσα λέει αυτός ο καθηγητής είναι πολύ πιο απίστευτα ακόμα και από εκείνα που πιστεύουμε εμείς οι ταπεινοί Χριστιανοί»!                     

 

 ΤΥΧΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ

-Η Ηθική κηρύσσει την  συμμόρφωση,χωρίς εξωτερικό εξαναγκασμό,προς κανό νες,ανεξάρτητους από το θετικό δίκαιο.Η  σύμφωνη με  την ηθική, συμπεριφορά τού ανθρώπου ,η σύμφωνη με την ηθική (εσωτερική)συγκρότησή του,δεν βλάπτεται από την αδυναμία υλοποίησης,μιάς αποφάσεως που έλαβε ο άνθρωπος σε εκτέλεση υπαγο ρεύσεων τής ηθικής.Η ηθική συγκρότησή του,και γενικώτερα η έννοια της ηθικής δεν βλάπτεται από το γεγονός αυτό.Δεν πλήττεται από εξωτερικούς παράγοντες. Η τύχη,με την εμφάνιση μη ελεγχόμενων από τον άνθρωπο και απρόβλεπτων καταστάσεων είναι δυνατόν να εμποδίσει την εξωτερίκευση-υλοποίηση αποφάσεων που υπαγορεύει η ηθική.Αλλά δεν μπορεί να βλάψει την ηθική συγκρότηση του ανθρώπου.Η ηθική συνδέεται με την ηθική στάση,δηλαδή την συνειδητή,ψυχική του στάση  για να αντιμετωπίσει ορισμένες καταστάσεις. Εάν από παράγοντες τυχαί ους,εμποδίζεται στην υλοποίηση ορισμένων πράξεων η ηθική  του δεν βλάπτεται.  Σημασία έχει η σχετική βούληση του.

 

 Η  ΤΥΧΗ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ. 

-Θεωρητικοί της Φυσικής και Μαθηματικοί (όπως οι A.Linde,J.Wheeler ,P.Davies ,Ekeland και πολλοί άλλοι) δέχονται την επίδραση του παρατηρητή επί της ύλης.Λ.χ. ότι, η παρατήρηση-η μέτρηση,μετατρέπει τη φύση   φωτός από κυματική σε σωματιδιακή. Ακόμη περισσότερο,πώς η επίδραση αυτή μπορεί να ανατρέξει και στο παρελθόν.Οτι, την επίδραση αυτή μπορεί να επιφέρει όχι μόνον  ο παρατηρητής,αλλά και άλλες καθαρώς «υλικές καταστάσεις». Με ισοδύναμη διατύπωση,ότι, έτσι έχουμε μεταβολή των αρχικών συνθηκών.Αλλά έτσι,σύμφωνα με την θεωρία του Χάους,μιά τέτοια μεταβολή,όσο μικρή και αν είναι αρχικώς, μπορεί να έχει μεγάλα και απρόβλε πτα αποτελέσματα και εισάγει το τυχαίο ως στοιχείο της φυσικής πραγματικότη τας.Δεν πρόκειται απλώς για απρόβλεπτο,αλλά  για εγγενές στοιχείο στο συμπαντικό γίγνεσθαι.

(Περισσότερα στο Παράρτημα  υπό:  A.Linde-J.Wheeler)

-Ο Αλβιν Τόφλερ,στην Εισαγωγή στο βιβλίο των Ιλυα Πριγκοζίν και Ιζαμπελ Στεντζερς.  « Τάξη μέσα από το Χάος» (Εκδόσεις Κέδρος 1986) γράφει:
«Όπως γράφει ο Edgar Morin, επιφανής Γάλλος κοινωνιολόγος και επιστημολόγος  «ας μην ξεχνάμε πώς το πρόβλημα της αιτιοκρατίας άλλαξε μέσα σ΄ένα αιώνα…. Η ιδέα των ύψιστων, ανώνυμων, πάγιων νόμων που τα κυβερνά όλα στη φύση, υποκαταστάθηκε από την ιδέα των νόμων αλληλοπεπίδρασης…. Το θέμα της αιτιοκρατίας  μάλιστα έγινε το πρόβλημα τάξης στο σύμπαν. Τάξη σημαίνει πώς υπάρχουν και μερικά άλλα εκτός απ' τους νόμους. Υπάρχει και το αναγκαστικό ,το αμετάβλητο, το σταθερό, η κανονικότητα…Η παλαιά ανώνυμη αιτιοκρατία (determinism), παράγοντας ομοιογένειας, αντικαταστάθηκε με  τη διαφοροποιό και εξελικτική ιδέα των προορισμών (determinations) και καθώς εμπλουτιζόταν η έννοια της αιτιοκρατίας, γίνονταν νέες προσπάθειες για να αναγνωριστεί η συμπαρουσία της τύχης και της αναγκαιότητας ως εταίρων ισότιμων και όχι σε σχέσεις αμοιβαίας υποταγής μέσα στο σύμπαν, που ταυτόχρονα οργανώνεται και αποδιοργανώνεται.
Στο σημείο αυτό μπαίνουν στο στίβο ο Πριγκοζίν κι η Στέντζερς. Αυτοί πήγαν ένα βήμα πιο πέρα την συζήτηση. Όχι μόνο απόδειξαν — πειστικά, κατά τη γνώμη μου, μα όχι και κατά τη γνώμη άλλων, όπως ο μαθηματικός René Thorn – ότι, λειτουργούν και  η αιτιοκρατία και η τύχη, μα προσπαθούν και να καταδείξουν, πως αυτά τα δυο συνταιριάζονται. Έτσι, κατά τη θεωρία της αλλαγής, θεωρία που πηγάζει φυσικά από την ιδέα των σκεδαστικών δομών, ένα σύστημα, όταν εξωθείται από διακυμάνσεις σε κατάσταση μακριά από την ισορροπία και κινδυνεύει η δομή του, πλησιάζει σε στιγμή κρίσιμη ή σημείο  διακλάδωσης. Στο σημείο αυτό, λένε οι συγγραφείς, αποκλείεται από την ίδια τη φύση των πραγμάτων η δυνα τότητα να καθοριστεί εκ των προτέρων η επόμενη κατάσταση του συστήματος. Ό,τι απομένει από το τελευταίο αυτό, ωθείται από την τύχη σε μια νέα γραμμή εξέλιξης. Και όταν η γραμμή αυτή επιλεγεί - ανάμεσα από πολλές άλλες - αναλαμβάνει την συνέχεια πάλι ο ντετερμινισμός, ώσπου  να φθάσει το σύστημα στο επόμενο σημείο διακλάδω σης.Μ' ένα λόγο, βλέπουμε εδώ την τύχη και την αναγκαιότητα, όχι σαν ασυμφιλίωτα αντίθετες, αλλά σαν εταίρους, που καθένας παίζει τον ρόλο του στο πεπρωμένο.
Πραγματοποιείται μια ακόμη σύνθεση.Όταν τον αναστρέψιμο και μη αναστρέψιμο χρόνο, την αταξία και την τάξη, τη φυσική και την βιολογία, την τύχη και την αναγκαιότητα τα φέρνουμε όλα μαζί μες στο πλαίσιο της ίδιας ιστορίας και διαπιστώνουμε σαφώς τις αμοιβαίες σχέσεις τους, διατυπώνουμε μια μεγάλη πρόταση, συζητήσιμη χωρίς αμφιβολία, μα και ισχυρή και μεγαλόπρεπη σε τούτη την περίπτωση»-------------------------------------------------------------------------
 Αν  έτσι έχουν τα πράγματα,αποτολμάται μια πρόταση.Ο απρόβλεπτος παράγοντας, είναι η τύχη ,η ελευθερία βουλήσεως.Ο άνθρωπος με την συμπεριφορά του,με την ευρύτατη έννοια του όρου,επηρεάζει το Σύμπαν, Αλλά έτσι τίποτε δεν είναι προκαθορισμένο.Αυτό ακριβώς συνιστά τον παράγοντα που αποκαλείται τύχη και αναδεικνύει τον ρόλο και την ευθύνη του ανθρώπου ως σημαντικού στοιχείου στον καθορισμό της «τύχης» του Σύμπαντος.Το  τυχαίο,αναμένει την ελεύθερη βούληση, την συνείδηση,γα να δώσει την θέση του στην βεβαιότητα.

 

 

ΤΥΧΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ

Jim Al-Khalili, (ό.π. «Oι Δαίμονες κλπ.»)   , ενώ  στο τέλος του βιβλίου του, «Οι Δαίμονες κλπ.» συγκαταλέγει την ελευθερία της βουλήσεως  στα θέματα για τα οποία δεν ελπίζει ότι,θα  μπορέσει ποτέ η επιστήμη να δώσει απάντηση,σε άλλο σημείο(σελ.225 επ)  φαίνεται να εκφράζει διαφορετική άποψη. Αφου δέχεται ότι, η ύπαρξη τής ελεύθερης βούλησης δεν διασώζεται από την κβαντομηχανική, αλλά χάρις στη θεωρία του Χάους,απαντώντας ευθέως στο σχετικό ερώτημα  γράφει  ότι, πιστεύει πώς υπάρχει ελεύθερη βούληση.Αιτιολογεί  την θέση αυτή και   στο ότι, η αναπόφευκτη  μη προβλεψιμότητα  που χαρακτηρίζει την λειτουργία ενός πολύπλοκου συστήματος,όπως ο εγκέφαλός μας, εξασφαλίζει την ελευθερία της βουλήσεως.Δηλαδή δέχεται τό τυχαίο.

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
 

Εχει,με βάση τα σήμερινά δεδομένα, γραφεί « ότι, υφίσταται   σχέση της τύχης με την αναγκαιότητα ,που όχι μόνο δεν είναι αντιθετική, αλλά ότι, η μία έννοια συμπληρώνει την άλλη με κοινό σκοπό την εξέλιξη σε βαθύτερα επίπεδα επιστήμης και φιλοσοφίας όπου υφίσταται η ουσία και η αλήθεια. Ένα βαθύτερο νόημα των πραγμάτων το οποίο αναδεικνύεται σε απώτερο στόχο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ότι, ο τρόπος για να γίνει αυτό απαιτεί  το πέρασμα από την επιστήμη στην φιλοσοφία. ( Σημ.μου: Αποτολμάται εδώ μια επιφύλαξή μας  για την ικανότητα-δυνατότητα  αυτή της φιλοσοφίας. )  Εχει γραφεί για,μετατροπή της παράστασης και της εικόνας ,σε γεγονότα.: Την πληροφορία που είναι το υλικό των επιστημών ,σε επίγνωση. Εκεί συγκλίνει η οντολογία των νοημάτων με την αυτογνωσιακή διαδικασία προσέγγισής τους. Είναι και ο λόγος που η λογικότητα των φυσικών διαδικασιών συμπίπτει με την λογικότητα του ανθρώπινου νου.Δεν είναι το πρόβλημα ο ντετερμινισμός. Η άρση της ουδετερότητας του παρατηρητή είναι το ζητούμενο. Το σύστημα γίνεται να παραμείνει ντετερμινισμένο αλλά να εισαχθεί η τύχη, εισάγοντας την ποιοτική μεταβολή ως απόρροια της κατάργησης της ουδετερότητας. Το ζήτημα της απροσδιο ριστίας προκύπτει από την μη υποκειμενοποίηση του παρατηρητή. Άρα μπορούμε να πετύχουμε τον ντετερμινισμό που τόσο πολύ είχε ανάγκη ο Einstein, αλλά όχι κρατών τας απόσταση από τα πράγματα. Όχι καρτεσιανά και παραπέμποντας στην παραστατικότητα. Αυτοί που υπερασπίζονται τον μη ντετερμινισμό, απλώς διαπιστώ νουν την ασυμφωνία μεταξύ της ουδετερότητας και του αντικειμένου. Η ιδιαιτεροποίηση –υποκειμενοποίηση θα κάνει το σύστημα εξηγήσιμο, διότι θα νοηματοδοτηθεί η τύχη και υπό αυτή την έννοια θα ντετερμινοποιηθεί το συνολικό σύστημα. Ο Einstein ήθελε ντετερμινισμό από θέση ουδετερότητας. Εμείς θέλουμε η σχέση αιτίου και αποτελέσματος να περάσει μέσα από το υποκείμενο, διότι μόνο έτσι ποιοτικοποιείται και βρίσκει χώρο και η τύχη.

«Βασικό επίσης ζήτημα ήταν η υποστήριξη του προσδιορισμού της τύχης χωρίς να αναιρείται ο χαρακτήρας του τυχαίου, αλλά επαναπροσδιοριζόμενος με τέτοιον τρόπο που να παύει να έχει αυτόν τον αφηρημένο και απαξιωτικό χαρακτήρα που κατά κανόνα αποδίδουμε σε αυτό. Το νόημα είναι συνυφασμένο με κάτι που διέπεται από μιας μορφής λογική και αυτό συντελείται σε αναγκαίες σχέσεις. Ακριβώς και γι’ αυτό τον λόγο έγινε μια διάκριση ανάμεσα στην φυσική φιλοσοφία και την φιλοσοφική ανθρωπολογία. Στην φυσική φιλοσοφία πράγματι ,το ποιητικό αίτιο κινείται μέσα στην απροσδιοριστία, παρόλο που ο συνολικός μηχανισμός διέπεται από την ανα γκαιότητα που επιβάλλεται μέσω του σκοπού από το τελικό αίτιο. Επομένως το νόημα εξαντλείται στο περιεχόμενο του σκοπού και ο οποίος θα μπορούσε να επιτευχθεί με οποιονδήποτε τρόπο και χωρίς αυτός ο τρόπος να έχει ιδιαίτερη σημασί α. Από την άλλη πλευρά στην φιλοσοφική ανθρωπολογία, λέγεται ότι, ακόμα και το ποιητικό αίτιο μπορεί να προσδιορισθεί με τέτοιον τρόπο που να καθορίζει την έκβαση του σκοπού. Με άλλα λόγια το τελικό αίτιο είναι εφικτό, εάν επιλεγεί ο ορθός τρόπος που είναι το πολύ συγκεκριμένο ποιητικό αίτιο. Αυτό είναι σημαντικό διότι η νοηματοδότηση του σκοπού θα γίνει από το ποιητικό αίτιο, και το οποίο μέσα από την σχέση του με την αναγκαιότητα που επιβάλλεται από τον σκοπό θα μπορέσει να αυτοπροσδιοριστεί. Κάπως έτσι ο συνολικός μηχανισμός θα αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του με τέτοιον τρόπο χωρίς να αναιρείται η ελευθερία του συστήματος, αλλά έχοντας ανάγκη από αυτήν την μη «τυχαία τύχη» να ενεργήσει για να επιτευχθεί τελικά ο σκοπός. Η τύχη και οι πιθανότητες, αντιμετωπίζονται ως το μη ελεγχόμενο και ασύνδετο από την ανθρώπινη βούληση. Εκείνο όμως που θέλησα να υποστηρίξω είναι ότι, σε ένα βαθύτερο επίπεδο αυτή η τύχη είναι η ίδια η δυνατότητα που μπορεί και συγκεκριμενοποιείται όταν μας αποτείνεται. Εκεί μέσα μπορεί να γεννηθεί το νόημα του τυχαίου, το οποίο αποτελεί και την ελπίδα του ανθρώπου για την επίτευξη και του πιο αδιανόητου ονείρου.Είδαμε επίσης από την σκοπιά της φυσικής και της βιολογίας την ανάγκη να επαναπροσδιοριστούν οι δομές των αιτιακών σχέσεων, και το πως η προοπτική που ανοίγεται μοιάζει πολύ περισσότερο να έχει ανάγκη μια διευρυμένη αντίληψη, όπου η διαχείριση των εννοιών με τον κλασικό τρόπο ίσως να μην είναι αρκετή πλέον. Χρειάζεται ο άνθρωπος να ενεργοποιήσει την φαντασία του πλέον, την συναισθηματική του ευφυϊα, όχι μόνο για να σταθεί απέναντι στις απαιτήσεις που ανοίγονται από τις επικίνδυνες και άγνωστες προσβάσεις του στις νέες ανακαλύψεις, αλλά κυρίως για να βοηθήσει τον εαυτό του να αντιληφθεί ότι, αυτή η ζωή είναι η ευκαιρία που έχει ο κάθε άνθρωπος να αποδείξει ότι, τίποτα δεν είναι μάταιο και ότι αξίζει να αγωνιστεί πιστεύοντας σε ιδανικά και αξίες.»Το Σύμπαν αναμένει μια συμπεριφορά του ανθρώπου σύμφωνη με την αποστολή  τη φύση του και τις δυνατότητές του».

.Ο άνθρωπος ---πολύτιμο στοιχείο και ελπίδα του Σύμπαντος-που πορεύεται σύμφωνα με αυτά ,μπορεί να είναι ήρεμος  για την…τύχη του.

Όλα αυτά δεν κλονίζονται από να δεχθεί κανείς  ότι, το Σύμπαν,η ζωή,είναι αποτέλε σμα τυχαίων διαδιασιών.Είναι λογικώς παραδεκτό,να δεχθούμε όλα  αυτά,και στην συνέχεια να αντιμετωπίσουμε  την δυνατότητα το τυχαίο «προιόν» να απέκτησε ( τυχαίως ;) συνειδητότητα η οποία να επηρεάζει την πορεία και του εαυτού και του όλου,και επί πλέον να μεταβιβάζει την «πείρα» του στα μελλοντικά σύμπαντα,που για μερικούς θα διαδεχθούν το  σημερινό.

Σε κάθε περίπτωση,ο γράφων είναι προσκολλημένος στην ιδέα,ότι, η συμπεριφορά του ανθρώπου με  την ευρύτατη έννοιά της, πρέπει να είναι εναρμονισμένη με την παραδοχή, ότι,κατά ένα ποσοστό είναι υπεύθυνος για την πορεία , την δική του,της ανθρωπότητας και του Σύμπαντος.

 

Βόλος/Αγία Τριάδα έως  2-4-2022

Γ.Α.ΚΟΥΚΟΥΒΙΝΟΣ



-------------------------------------------------------------------------------

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Σας έχει συμβεί κάποια φορά να συναντάται συνέχεια μπροστά σας για ένα διάστημα το ίδιο αριθμό; Ή να σιγοτραγουδάτε ένα τραγούδι και ανοίγοντας το ραδιόφωνο να το ακούτε;Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι, κάποια υπερφυσική αιτία, κρύβεται πίσω απ' αυτές τις συμπτώσεις. Αλλά η πλειοψηφία των σύγχρονων επιστημόνων μιλάει απλά για άγνοια των φυσικών νόμων που τις προκαλούνμια δημιουργία γεγονό των απ' αυτά που είναι δυνατόν να συμβούν. Τίποτα το περίεργο ή μυστικιστικό ! Αντίθετα οι συμπτώσεις θεωρούνται αναπόφευκτες απ' τους στατιστι κολόγους.

Για παράδειγμα, η πιθανότητα από μια τράπουλα 52 χαρτιών, να μοιραστεί μια συγκεκριμένη 13άδα χαρτιών, είναι ίση για κάθε πιθανή 13άδα. Και όλες είναι το ίδιο πιθανές ... όσο απίθανες και να μας φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Η πιθανότητα να μοιραστεί η 13άδα των 13 "καρό" είναι ακριβώς ίδια με την πιθανότητα να μοιραστεί μια οποιαδήποτε άλλη 13άδα.Πώς λοιπόν να εξηγήσουμε τέτοιες "σκόπιμες" συμπτώσεις;

--------------------------------------------------------------------------------

 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣΤμήμα Φιλοσοφίας & ΠαιδαγωγικήςΜεταπτυχιακό Πρόγραμμα ΦιλοσοφίαςΔιπλωματική Εργασία Επόπτρια Καθηγήτρια: Δήμητρα Σφενδόνη - Μέντζου

Η ΤΥΧΗ ΚΑΙ ΗΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ, ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΑΠΑΡΙΔΗΣ
30 Απριλίου 2013Εξάμηνο 6ο Α.Μ. : 620 ~ 2 ~
Η Τύχη είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο μιας διαδικασίας η οποία δεν είναι τυχαία.
Κωνσταντίνος Π. Λαπαρίδης ~ 3 ~
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ………………………………………………..…..……………… 5
Κεφάλαιο 1. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ, ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥ …………………………..………………...…………….. 7
1.1 Η έννοια της αιτιότητας και η σχέση της με το υποκείμενο………… 8
1.2 Η σχέση του ποιητικού με το τελικό αίτιο…………………………… 12
1.3 Το τυχαίο, το αυτόματο και η αναγκαιότητα υπό το πρίσμα της Αριστοτελικής φιλοσοφίας………………………………………………. 18
1.4 Συμπέρασμα…………………………………………………………...….. 27

Κεφάλαιο 2. Η ΤΥΧΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΥΣΙΚΗ …………………………………….…….…. 28
2.1 Η μετάβαση από την Νευτώνεια στην κβαντική λογική….………… 29
2.2 Η αποκάλυψη της Κβαντικής λογικής……………………….……..… 33
2.3 Η αρχή της Συμπληρωματικότητας……………………………….…… 35
2.4 Η Ορθόδοξη διατύπωση…………………………………………….…… 36
2.5 Η Ρεαλιστική προσέγγιση……………………………………….……… 38
2.6 Η εξέλιξη της αντιπαράθεσης……………………………………...……43
2.7 Εφαρμογές της κβαντομηχανικής………………………………...…… 45

2.8 Πολλαπλές διαστάσεις, Πολυσύμπαντα, Σκοτεινή ενέργεια και η θεωρία των χορδών…………………………………………………………….…….… 46
2.9 Η έννοια της πληροφορίας και η αποκάλυψη της πραγματικότητας ως ολόγραμμα……………………………………………………………….… 53

2.10 Το εν ενεργεία ως έκφραση του μορφικού στοιχείου……………… 63
2.11 Συμπέρασμα…………………………………………………………….. 65
Κεφάλαιο 3. Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΣΥΝΔΕΤΙΚΟΣ ΚΡΙΚΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΤΥΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥ……………………………….………………………………. 66
3.1 Η σχέση ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό…………………..…… 66
3.2 Τα έμβια όντα ως μηχανές που αυτοκατασκευάζονται………...…… 69
3.3 Η τύχη ως πηγή κάθε καινοφάνειας, χωρίς να αναιρεί τον τελεονομικό μηχανισμό……………………………………………………………………… 73
3.4 Η θεωρία της εξέλιξης και η φυσική επιλογή……………………..… 82
3.5 Ευφυές σχέδιο και εξέλιξη…………………………………………...… 85
~ 4 ~


3.6 Πολυπλοκότητα, Πιθανότητα και μη αναστρεψιμότητα……..…… 91
3.7 Συμπέρασμα…………………………………………………………...… 93

Κεφάλαιο 4. Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ …………….…………. 94
4.1 Το προθετικό περιεχόμενο του τυχαίου………….……………….… 95
4.2 Μια θεωρία νοήματος……………………………………………….… 98
4.3 Συμπέρασμα…………………………………..………………….…… 102
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ………………………………………………..……. ……..… 103
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ …………………………………...…..……………..… 105 ~ 5 ~

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η εργασία αυτή πραγματεύεται το ευρύ θέμα της τύχης και της αναγκαιότητας εξετάζοντάς το, σε τέσσερις μεγάλες ενότητες οι οποίες πιστεύω ότι μπορούν να καλύψουν το θέμα με τους εξής δύο τρόπους.

 Από την μια πλευρά καλύπτοντας και ικανοποιώντας την σχέση μεταξύ του φυσικού κόσμου, μαζί με ένα ανθρωπιστικό σύστημα αξιών και αρχών διεπόμενων από νόημα. Από την άλλη πλευρά μέσα από μια ανοδική πορεία, όπου το κομμάτι των επιστημών αναλαμβάνει το τεχνικό σκέλος θεμελίωσης των εννοιών μας, και στην συνέχεια πραγματοποιείται μια μελέτη που αποβλέπει (και αξιοποιεί το τεχνικό σκέλος) σε μια μεταφυσική ανάλυση για τον προσδιορισμό του οντολογικού και γνωσιολογικού υποστρώματος της τύχης και της αναγκαιότητας.Τώρα, οι τέσσερις ενότητες της εργασίας έχουν την παρακάτω βαθμιαία ανάπτυξη.Το πρώτο μέρος λειτουργεί εισαγωγικά και πραγματεύεται γενικά την έννοια της αιτιότητας, μέσα από την ιστορική της και γενική έννοιά της. Η δομή των αιτιακών σχέσεων μέσα από τον ντετερμινισμό και την απροσδιοριστία που οδηγούν στους φυσικούς νόμους, η αμφισβήτηση της αιτιότητας από τον Hume, η αναγωγή της από τους θετικιστές σε ένα πλαίσιο τελείως μηχανιστικό και κυρίως η αμφισβήτηση της πραγματικότητας του δυνάμει μαζί με την πειραματική επιβεβαίωση σε στενά όρια, αποτελούν ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά σημεία της διαδρομής της αιτιότητας. Με αφορμή αυτά θα γίνει και μια αναφορά στον Αριστοτέλη για την συμβολή του μέσα από τα τέσσερα αίτια, αλλά και την άποψή του για το τυχαίο και το αυτόματο. Το στοιχείο που είναι το πιο συνδετικό για την εργασία αυτή από την Αριστοτελική φιλοσοφία, θα είναι η τάση του Σταγειρίτη να υπαγάγει σε έναν σημαντικό βαθμό την τυχαιότητα στην τελεολογία εξαιτίας του προθετικού χαρακτήρα του τελεονομικού μηχανισμού. Κυρίως όμως αποβλέπει στο να παρουσιάσει μια κατευθυντήρια δομή και εξέλιξη της αιτιότητας, η οποία επιτρέπει κατά την γνώμη να πραγματοποιήσω μια ανάλυση πάνω στην οποία θα στηρίξω σε μεγάλο μέρος των απόψεων που θα υπερασπιστώ. Με άλλα λόγια θα διαφανεί ότι η ανάληψη της αιτιότητας με όρους μιας σύγχρονης εκδοχής υποκειμενοποίησής της, θα χρησιμοποιηθεί από μέρους μου για τηνανάπτυξη της συλλογιστικής μου στην τέταρτη ενότητα./

Στην δεύτερη ενότητα, τώρα, γίνεται μια εκτενής αναφορά υπό το πρίσμα της φυσικής, η οποία προσφέρει ένα πολύ πλούσιο υλικό σε ότι αφορά τις δύο έννοιες που μας ενδιαφέρουν. Οι σχέση μακρόκοσμου και μικρόκοσμου, η κβαντική θεωρία, οι μαύρες τρύπες και η θεωρία των χορδών αποτελούν ορισμένα από τα αξιοποιήσιμα παραδείγματα, στα οποία πιστεύω ότι αναδεικνύεται εντυπωσιακά η έννοια της πληροφορίας, η οποία θα λειτουργήσει ενοποιητικά στην σχέση της τύχης με την αναγκαιότητα. Το εργαλειακό-αποδεικτικό μέρος της φυσικής είναι τα μαθηματικά, τα οποία με πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα δείχνουν τις λογικές των πιθανοτήτων μέσα από τις εμπειρικές πραγματώσεις φυσικών φαινομένων και τα οποία αποδεικνύονται από την παρατήρηση και τα πειράματα. Κατά συνέπεια, η αναγκαιότητα των φυσικών νόμων και η αξιοπιστία που εκπέμπουν μέσα από τις πειραματικές και μαθηματικές επιβεβαιώσεις, προσφέρουν στέρεο έδαφος στην αναγκαιότητα, η οποία όμως, και χωρίς να ανατρέπεται, αφήνει ένα τεράστιο περιθώριο σε μια τύχη, την οποία η φυσική καλείται να ενσωματώσει με τις θεωρίες και τα πειράματά της σύμφωνα με τις επιταγές των σύγχρονων ανακαλύψεων. Αυτού του τύπου η τύχη θα δούμε ότι αποθεώνει τον κόσμο των δυνατοτήτων χωρίς να γίνεται άρση του νοήματος του συνολικού μηχανισμού.Κατά αντίστοιχο τρόπο μέσα από την βιολογία θα αναδειχθεί το πώς η πληροφορία (ο γενετικός κώδικας) θα συνδέσει την τύχη με την αναγκαιότητα μέσα από τους μηχανισμούς αποκωδικο ποίησης του DNA. Μία οντολογική γένεση μιας τυχαίας κατάστασης, η οποία στην συνέχειά της οδηγείται σε έναν αυστηρότατο τελεονομικό μηχανισμό ο οποίος ακόμη εντυπωσιακότερα είναι η αιτία της εξέλιξης μέσα από την φυσική επιλογή. Η ανάδειξη δηλαδή τρομερά εξελιγμένων και εκλεπτυσμένων (οργανισμών- μηχανών) χωρίς την παρέμβαση εξωτερικών δυνάμεων (άρα μέσα από την αυτοοργάνωσή τους), και χωρίς την απόδειξη ενός ευφυούς σχεδίου από τον Θεό, αλλά καθαρά μέσα από την απειροελάχιστη δυναμική της πιθανότητας η οποία συμβάλλει μέσα από το σφάλμα που μπορεί να γίνει κατά την διαδικασία της αντιγραφής του Κώδικα στο RNA. Φυσικά και η πολυπλοκότητα έχει την βάση της σε αυτό το σημείο, αλλά και χωρίς να αναιρούνται οι αιτιακές σχέσεις οι οποίες υπακούουν σε πολύ συγκεκριμένους φυσικούς νόμους.Στην τελευταία ενότητα της εργασίας όπως προαναφέρθηκε πραγματοποιείται η ανάλυση του θέματος από την οντολογική και γνωσιολογική του βάση. Εκείνο που θέλω βασικά να υποστηρίξω σε αυτό το κεφάλαιο είναι δύο πολύ σημαντικά συμπεράσματα κατά την γνώμη μου. Το πρώτο είναι η μη αντιφατική και αντιθετική σχέση που υπάρχει μεταξύ της τύχης και της αναγκαιότητας στο επίπεδο όμως της μεταφυσικής που είναι και ο κόσμος της ουσίας. Σε έναν κόσμο φαινομενολογικό και επιφανειακό προφανώς φαίνονται αντιθετικά. Εγώ θα υποστηρίξω ότι η τύχη αποτελεί συστατικό στοιχείο ενός ευρύτερου ντετερμινισμού, ο οποίος ντετερμινισμός όμως συντελείται στον κόσμο της ενδεχομενικότητας. Η ενδεχομενικότητα του ντετερμινισμού ναι μεν εισαγάγει το τυχαίο, αλλά μέσα στην συνθήκη πραγμάτωσης της τύχης επιβάλλεται ο ντετερμινισμός  που τελικά αναλαμβάνει την τύχη. Ένας ντετερμινισμός που δεν είναι αυτονόητο να υπάρχει, αν όμως υπάρχει δαμάζει την τύχη. Είναι ο τρόπος με τον οποίο το αυτονόητο είναι αυτονόητο επειδή συμβαίνει, αλλά δεν είναι άμεσα διαγνώσιμο γιατί είμαστε μέσα σε αυτό. Το δεύτερο σημαντικό σκέλος αφορά την μετατροπή της παράστασης σε γεγονότητα και που συνδέεται με την δυνατότητα του ανθρώπου να εισχωρήσει οντολογικά πλέον σε βαθύτερα επίπεδα. Αυτό είναι καθοριστικό, διότι όπως θα φανεί από την φυσική και την βιολογία το κρίσιμο εργαλείο είναι η πληροφορία. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την δυναμική της, και ο τρόπος μαζί με τις ιδιότητές της διαρρηγνύουν σχεδόν όλες τις δυσκολίες αφού η εξηγητική της ισχύς δίνει ικανοποιητικές απαντήσεις σε πολλούς εξηγητικούς μηχανισμούς. Με τον ίδιο τρόπο που η φυσική και η βιολογία μέσα από την πληροφορία θα αναλάβουν το τεχνικό σκέλος υποστήριξης της σχέσης της τύχης με την αναγκαιότητα, έτσι περνώντας στο μεταφυσικό επίπεδο όπου το σύστημα θα γίνει πολύ πιο ανθρωπολογικό, η πληροφορία εκεί μετατρέπεται σε επίγνωση κατά αντιστοιχία της παράστασης σε γεγονότητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ, ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥ.

Το ζήτημα της τύχης και της αναγκαιότητας είναι ένα θέμα το οποίο στην παρούσα εργασία αναλαμβάνεται αξιοποιώντας υλικό από την φυσική και την βιολογία, ώστε οι δύο παραπάνω έννοιες να βρουν ένα υπόστρωμα. Αυτό βέβαια δημιουργεί περαιτέρω ζητήματα που έχουν σχέση με την σύνδεση της δομής της λογικής του ανθρώπινου νου, σε σχέση με την λογική που διέπει την φύση. Ένα είδος αρχής της κανονικότητας που δίνει νόημα στην σχεσιακή λειτουργία ανάμεσα στην κανονικότητα του νου σε σχέση προς την λογικότητα των φυσικών νόμων. Όπως γίνεται αντιληπτό το περιεχόμενο και η δομή των συνδέσεων των δύο εννοιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την λογική της αιτιότητας. Η αποκωδικοποίηση του θέματος αυτού σημαίνει πρόσβαση στην αιτία των αιτιακών σχέσεων. Ποιο είναι αυτό το νόημα δηλαδή, που πραγματοποιεί τις συνδέσεις οι οποίες στο περιγραφικό τους σκέλος παρουσιάζονται ως αιτιακές σχέσεις. Οι τεχνικές εξηγήσεις που συνήθως έχουν ως υλικό την φιλοσοφία της επιστήμης περιγράφουν και εξηγούν αρκετά ικανοποιητικά τις σχέσεις των αιτίων με τα αποτελέσματα. Για την εύρεση όμως της αιτίας του αιτίου, εκεί νομίζω ότι, χρειάζεται μια μεταφυσική δομή της οποίας η αποδεικτική ισχύς βρίσκεται στον κόσμο της ενδεχομενικότητας. Αυτό σημαίνει αναζήτηση νοημάτων τα οποία θα προκύψουν από τις κατευθυντήριες που οι ίδιες οι αιτιακές σχέσεις παραπέμπουν

1.1              Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
Το ζήτημα της αιτιότητας θεμελιώθηκε υπέροχα από τον Αριστοτέλη με τα τέσσερα αίτια, όπου εντοπίστηκε η μεγάλη σημασία στο γιατί και όχι στο τι. Η ιστορία όμως της αιτιότητας περνώντας από διάφορα στάδια, έφθασε στην κορύφωσή της μέσα στο πλαίσιο της Νευτώνειας φυσικής η οποία διαμόρφωσε και ολόκληρο το κοσμοείδωλο εκείνης της εποχής. Το Νευτώνειο μοντέλο είναι βέβαια το πιο αντιπροσωπευτικό και το πιο στέρεο της εποχής του. Από εκεί και πέρα η αρχή έγινε με τον ορθολογισμό του Descartes, ο οποίος διαχώρισε το υποκείμενο από το αντικείμενο της γνώσης τοποθετώντας όλο το βάρος στην αναγκαιότητα της λογικής. Η πιο καθοριστική φάση ίσως είναι όμως το σημείο όπου ανέλαβαν την έννοια της αιτιότητας ο Hume και ο Καντ. Αυτό διότι ο Καντ ενίσχυσε και εξέλιξε την ορθολογικότητα θεμελιώνοντάς την, μέσα από την μεταφυσική, και από την άλλη πλευρά έθεσε ο Hume ορισμένα πολύ παραγωγικά ζητήματα όπου αμφισβητούσε την ύπαρξη της αιτιότητας. Σύμφωνα με τον Hume οι φυσικοί νόμοι για παράδειγμα δεν υπάρχουν αλλά απλώς εκφράζουν την ανθρώπινη συνήθεια. Αυτό το χρονικό σημείο είναι σημαντικό κατά την γνώμη μου, διότι μετά από αυτό εξελίχθηκαν αντιθετικά μεταξύ τους φιλοσοφικά ρεύματα τα οποία ευνόησαν μια διαλεκτική, η οποία κατέληξε στην σχολή της Φρανκφούρτης και η οποία στην σύγχρονη εκδοχή της πιστεύω ότι, μπορεί πολύ ικανοποιητικά να διαχειριστεί όχι μόνο το συγκεκριμένο θέμα αυτής της εργασίας, αλλά δυνητικά όλων των ειδών τα ζητήματα που μπορούν να προκύψουν.Με αφορμή μάλιστα το ζήτημα της αιτιότητας ανακύπτουν διάφορες φιλοσοφικές προεκτάσεις του θέματος. Ο Θετικισμός για παράδειγμα παρόλο που προσπαθεί να αξιοποιήσει σύγχρονες πτυχές της αιτιακής σχέσης (κβαντική φυσική), τελικά ολισθαίνει σε παράπλευρες δομές συλλογισμού στις οποίες πραγματοποιεί κριτική αμφισβήτηση στην ίδια την ύπαρξη του φυσικού νόμου και ακόμα χειρότερα στην αποδοχή μόνο του εν ενεργεία κόσμου. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι, το πώς θα διαχειριστεί την έννοια της αιτιότητας, είναι πολύ καθοριστικό όχι μόνο για να δούμε τι είναι αναγκαίο ή τυχαίο, αλλά πολύ περισσότερο για την διαμόρφωση των ουσιαστικών πεποιθήσεων που θα αποκτήσει μια κοινωνία. Ακόμα κι αν είχε δίκιο ο Hume ότι, δεν υπάρχουν φυσικοί νόμοι και επομένως η σύνδεση του σύννεφου με την ακολουθού μενη βροχή έχει ψυχολογικό αίτιο, έχουμε πάλι μια αναγκαιότητα έστω κι αν υποφέρει από το πρόβλημα της επαγωγής. Η αναγκαιότητα με όρους εμπειρικούς συμβαίνει. Κάθε μέρα ο ήλιος ανατέλλει. Άρα αυτό που λέω δεν είναι να αποδειχθεί μόνο η αναγκαιότητα στο πλαίσιο του φυσικού νόμου, ώστε αυτή να διασφαλιστεί και να απαντηθεί ο Hume, αλλά πολύ περισσότερο η διαμόρφωση ενός φιλοσοφικού κοσμοειδώλου με τις συνέπειές του να εκδηλώνονται στην κοινωνία το οποίο θα είναι και το αποτέλεσμα. Εάν λοιπόν πραγματικά υπάρχουν οι φυσικοί νόμοι και κατά συνέπεια ο κόσμος του δυνάμει, θα διαμορφώσει μια οντολογία η οποία θα διαμορ φώσει με τον αντίστοιχο τρόπο τις πεποιθήσεις τελικά τον ατόμων. Επομένως δεν είναι ζήτημα μόνο για να δούμε μια αναγκαιότητα, αλλά για την ίδια την αλήθεια και η οποία θα καθορίσει πάνω από όλα την ίδια την ηθική.Με άλλα λόγια από την σχολή της Φρανκφούρτης και ύστερα, τοποθετήθηκαν οι αιτιακές σχέσεις μέσα σε ένα πλαίσιο που ο φορέας της αντικειμενικότητάς τους είναι η συνείδηση του υποκειμέ νου. Δηλαδή όχι μόνο το υποκείμενο δεν αλλοιώνει την γνωσιακή διαδικασία εξαιτίας του υποκειμενισμού του και σε βάρος της αντικειμενικής αληθινής γνώσης, αλλά αντίθετα επειδή αναλαμβάνει την ίδια την εννοιοποίηση μπορεί να παραγάγει την ουσία της γνώσης που μπορεί να είναι πιο αληθινή από ποτέ. Ακριβώς σε αυτό το σημείο βρίσκεται και η διαφορά στην έννοια της αιτιότητας ανάμεσα στην παραδοσιακή θεωρία και την Κριτική ερμηνευτική. «Η Κριτική θεωρία επιχειρεί να κατανοήσει τα φαινόμενα με στοιχεία που είναι συνειδησιακής τάξεως με βάση όχι πλέον την αρχή της αιτιότητας αλλά την αρχή της συνεπαγωγής. Κι αυτό γιατί η σημασία ενός συνειδησιακού φαινομένου (μιας απόφασης, μιας επιλογής, μιας πράξης) δεν αποτελεί την αιτία ενός άλλου συνειδησιακού φαινομένου, ούτε προκαλεί την σημασία που αυτό έχει, αλλά την συνεπάγεται μέσα από την αμφίδρομη σχέση που συνδέει τα φαινόμενα.

1.2   1 Οι σημασίες δύο φαινομένων που σχετίζονται μεταξύ τους με σχέσεις αλληλεπίδρασης σχετίζονται και αυτές όχι μονόδρομα αλλά αμφίδρομα όπως δηλώνει ο όρος συνεπαγωγή. Στο πλαίσιο της επιστημονικής πρακτικής που υπάγεται στις αρχές της Κριτικής θεωρίας χωρίς να αποκλείεται η πρόβλεψη στην βάση της αρχής του ντετερμινισμού και η εξήγηση με την μορφή είτε μηχανι στικής είτε δομικής αιτιότητας, έχουμε κυρίως κατανόηση με βάση την αρχή της τελεολογικής εξήγησης, ή την αρχή της συνεπαγωγής.» (σελ. 117)

1.3   1 Α. Δεληγιώργη, Φιλοσοφία των Κοινωνικών Επιστημών (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτη, 2011) σ. 117 «Στην Παραδοσιακή θεωρία η αιτιότητα έχει μηχανιστικό ντετερμινιστικό χαρακτήρα και ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί το σώμα με τις κινήσεις του. Ή επίσης ο οργανισμός και οι αντιδράσεις του σε εξωγενείς παράγοντες. Ενώ ως παράδειγμα συνεπαγωγικού συστήματος μπορού με να αναφέρουμε την συνείδηση. Η διαφορά αυτή δεν απορρέει από μια δυϊστική αντιμετώπιση σώματος και ψυχής. Αντίθετα είναι καρπός μιας ανάλυσης επιπέδων που μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε ένα φαινόμενο στα διάφορα στοιχεία που διασυνδέονται και συναποτελούν την ολότητά του. Η Παραδοσιακή θεωρία συνήθως ανάγει την συνείδηση στην λειτουργία του εγκεφάλου και γενικότερα στην νευροφυσιολογία υπό την πεπερασμένη έννοια της βιολογίας. Η Κριτική θεωρία αντίθετα αντιστέκεται στον απλουστευτικό αναγωγισμό προβάλλοντας την αρχή του ισομορφισμού. Η λειτουργία του νευρικού συστήματος εμφανίζει μια παραλληλία με την λειτουργία της συνείδησης, πράγμα που συμβαίνει και με την φυσιολογία σε σχέση με την ψυχολογία. Με την αρχή του ισομορφισμού διασφαλίζεται η συνθήκη παραλληλίας και επομένως διεπιστημονικής συνεργασίας των επιστημών, πράγμα που καθιστά δυνατή την γνώση της πολυπλοκότητας και της πολυμορφίας του γνωστικού αντικειμένου μέσω αναλύσεων στα πολλαπλά επίπεδα και στις πολλαπλές κλίμακες διάρθρωσής του.» (σελ. 117).Το μεθοδολογικό ερώτημα είναι πράγματι κάτι που μπορεί να εξελιχθεί σε ένα σοβαρό φιλοσοφικό ζήτημα, διότι πρέπει να επιλέγουμε ανάμεσα στις ιδιότητες ενός πράγματος αυτές που όχι μόνο αληθεύουν για το πράγμα, (γιατί όλες οι ιδιότητες ενός αντικειμένου αληθεύουν για το αντικείμενο) αλλά που αληθεύουν αναγκαστικά. «Το ίδιο ζήτημα προκύπτει στην νεότερη προβληματική, όταν προσπαθούμε να επιλέξουμε από τις πολλές δυνατές γενικεύσεις αυτές που είναι νομολογικές, αυτές δηλαδή που είναι περιπτώσεις φυσικού νόμου και όχι τυχαίες. Και στις δύο περιπτώσεις η διάκριση μόνο μπορεί να γίνει με αναφορά σε υποθετικά του μη πραγματικού, γιατί μας ενδιαφέρει όχι μόνο τι είναι αληθές αλλά και αναγκαστικά αληθές. Τι δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, ή θα παρέμενε αληθές, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Από εμπειριοκρατική άποψη μια τέτοια αναφορά στο μη πραγματικό στερείται σημασίας, όπως στερείται σημασίας η διάκριση εμπειρικών αληθειών σε αναγκαίες και τυχαίες. Για τον Αριστοτέλη ωστόσο, η αναφορά στην αναγκαιότητα στηρίζεται στην θεωρία της ουσίας. Μια ιδιότητα ‘ψ’ ενός αντικειμένου ‘χ’ είναι ουσιαστική, όταν το αντικείμενο ‘χ’ θα έπαυε να είναι το αντικείμενο ‘χ’, αν δεν είχε την ιδιότητα ‘ψ’. Έτσι το να έχει εκτελεστεί με κόνιο δεν είναι ουσιαστική ιδιότητα του Σωκράτη, ενώ το να είναι γιος του Σωφρονί  σκου είναι. Ένα τέτοιο κριτήριο παρότι παρουσιάζεται με κάποια λογική καθαρότητα, τελικά είναι ασαφές, διότι βασίζεται σε μια ασαφή διαίσθηση που αφήνει μια σειρά από ιδιότητες απροσδιόριστες. Όπως για παράδειγμα το που θα τοποθετούνταν οι περισσότερες σωματικές ιδιότητες του Σωκράτη.
2 Φ. Καργόπουλος, Το Πρόβλημα της Επαγωγικής Λογικής (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 1991), σελ. 23-25.Σύμφωνα μάλιστα με τις νεότερες θεωρίες που εντοπίζουν στην τάξη των γονιδίων ακόμα και τις πιο μικρές σωματικές λεπτομέρειες, οι ιδιότητες αυτές που σε άλλες εποχές θα ήταν συμβεβηκότα, τελικά είναι αναγκαία στοιχεία της ουσίας. Αν όμως οι αναγκαίες ιδιότητες μεταβάλλονται με την πρόοδο της επιστήμης, τότε προκύπτει το κατά πόσο είναι αναγκαίες. Για τον Αριστοτέλη βέβαια το πρόβλημα παρακάμπτεται διότι η επιστημονική γνώση περιορίζεται στο καθόλου. Οτιδήποτε ανήκει στον ορισμό είναι ιδιότητα ουσιαστική, ενώ οι υπόλοιπες ιδιότητες είναι συμβεβηκότα. Όμως αν η διάκριση εφαρμόζεται μόνο στο επίπεδο είδους και γένους και όχι στο επίπεδο πρώτων ουσιών, τότε τίθεται σοβαρό γνωσιοθεωρητικό ζήτημα για την οντολογική βάση των ιδιοτήτων αυτών, δεδομένης της γενικής θέσης ότι ανεξάρτητα υπάρχουν μόνο πρώτες ουσίες ενώ οι υπόλοιπες ιδιότητες υπάρχουν μόνο μέσα από αυτές. Από την παραπάνω σκέψη ακολουθεί λογικά ότι μόνο στην περίπτωση των μαθηματικών οντοτήτων, όπου ταυτίζεται ορισμός και ύπαρξη, υπάρχει δυνατότητα να μιλήσουμε για αναγκαίες, ουσιαστικές ιδιότητες, και με αυτήν την έννοια μπορούμε να πούμε ότι το Αριστοτελικό πρότυπο της επιστήμης, με την έμφαση που δίνει στην απόδειξη και στις ισομορφικές ιδιότητες (αλήθειες που ισχύουν για όλα και μόνο τα οριζόμενα), ισχύει μόνο για τα μαθηματικά.» (σελ. 23-24)Ένας άλλος λόγος που κάνει την αναφορά σε αναγκαίες ιδιότητες προβληματική είναι ότι το υποθετικό του μη πραγματικού δεν έχει αυστηρή λογική ανάλυση.

1.4   3 Η παραδοσιακή θεωρία ωστόσο δεν είχε αυτήν την δυνατότητα, γιατί έβλεπε την επαγωγή ως το αντίστροφο της παραγωγής και γιατί είχε ήδη εισαγάγει οντολογικά στοιχεία στην απόδειξη. Πιο ειδικά στην τυπικά ορθή θεωρία του συλλογισμού προστίθεται η ιδέα ότι οι μέσοι όροι που κάνουν δυνατές τις αποδείξεις αντιστοιχούν στις αιτίες, φέρνοντας έτσι σε αντιστοιχία τη λογική αναγκαιότητα με την φυσική αναγκαιότητα. Οι τέσσερις Αριστοτελικές αιτίες συστηματοποιούν κάθε δυνατή σχέση κανονικότητας και εσωτερικής δομής που μπορεί να παρουσιάζει κάποια αιτία. Αυτό που πρέπει να τονιστεί για αυτές τις αιτίες είναι το ότι,ακόμα και στην περίπτωση της τρίτης αιτίας (αρχή κίνησης) οι αιτίες είναι ιδιότητες της ίδιας της ουσίας. Αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα της αναγκαιότητας που προκύπτει για την έννοια της αιτίας, δεν προκύπτει για τις αιτίες αυτές. Έχουν τόση αναγκαιότητα όση μπορεί να προσδώσει σε αυτές η έννοια της ουσίας. Μιλάμε δηλαδή για μια πραγματική αναγκαιότητα και όχι για μια αναγκαιότητα του λόγου. 3 Από την σκοπιά του προτασιακού λογισμού η πρόταση «αν είχα πάρει δηλητήριο θα πέθαινα» είναι το ίδιο αληθής με την πρόταση «αν είχα πάρει δηλητήριο δεν θα πέθαινα», διότι στα υποθετικά του μη πραγματικού η υπόθεση είναι εξορισμού ψευδής άρα και το όλο υποθετικό αληθές. Η διαίσθηση που μας λέει ότι το πρώτο υποθετικό αληθεύει ενώ το δεύτερο είναι ψευδές, δεν είναι μια αυστηρά τυπική λογική διαίσθηση, αλλά προκύπτει ως αποτέλεσμα της γνώσης που έχουμε για τον κόσμο. Αυτή η συλλογιστική θέτει την επαγωγή σε αμφισβήτηση ως λογική μέθοδο αν η λογική μπορεί να νοηθεί μόνο και αυστηρά τυπική.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η οπτική γωνία με την οποία αντιμετωπίζει την έννοια της αιτιότητας ο Hume. Σύμφωνα με τον Σκωτσέζο φιλόσοφο οι νόμοι της φύσης παριστάνουν καθολικότητες που συνάγονται εμπειρικά και εκφράζονται μαθηματικά. Η επιστήμη δεν διεισδύει στην ουσία για να ανακαλύψει το «γιατί» των φυσικών νόμων. Η αναγκαιότητα κατά συνέπεια είναι λογική και όχι ψυχολογική. Οτιδήποτε δηλαδή μπορούμε να αρνηθούμε χωρίς να οδηγηθούμε σε αντίφαση δεν είναι αναγκαίο. Αυτό σημαίνει ότι η αναγκαιότητα είναι μόνο λογική σχέση ιδεών και εκφράζεται με αναλυτικές κρίσεις που είναι όλες τελικά λογικά ταυτόλογες. Οτιδήποτε δεν είναι αναγκαίο αντλεί το κύρος του από άμεση ή έμμεση στήριξη στην εμπειρία. Αυτό είναι και το βασικό εργαλείο του Hume, ότι η γνώση αναλύεται και οτιδήποτε από τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης δεν αποτελεί σχέση ιδεών, πρέπει να στηριχθεί στην εμπειρία. Αν δεν μπορεί ούτε εκεί να στηριχθεί άμεσα ή έμμεσα τότε θεωρείται αστήριχτο και απορρίπτεται, αφήνοντας πίσω του από την παλιά έννοια μόνο τα στοιχεία αυτά που μπορούν να στηριχθούν λογικά στην εμπειρία. Το θέμα είναι ότι ο επαγωγικός συμπερασμός όπως αυτός της γενίκευσης ή της πρόβλεψης, δεν έλκει την ισχύ του από την λογική του μορφή αλλά από την συνήθεια των ανθρώπων.
1.2 Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΑΙΤΙΟ
Στα κεφάλαια που θα ακολουθήσουν θα αναλυθούν οι έννοιες της τύχης και της αναγκαιότητας μέσα από παραδείγματα και εκτενείς συλλογιστικές. Σε αυτήν την υποενότητα θα ήθελα όμως να δώσω τις κατευθυντήριες γραμμές, στις οποίες θα κινηθεί το φιλοσοφικό μοντέλο-σύστημα και τις οποίες θα υποστηρίξει η συγκεκριμένη εργασία. Επιπλέον θα παρουσιαστούν συσχετίσεις και ορισμοί των εννοιών αυτών σε συνάρτηση με την φιλοσοφία του Peirce. Το πρώτο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι το κριτήριο με το οποίο μπορούμε και μιλάμε για ποιητικό και τελικό αίτιο είναι το νόημα. Επομένως και χωρίς να απαξιωθεί η έννοια της τύχης, στην ουσία του πράγματος η τελευταία πρέπει να υποταχθεί στο είδος των οντολογικών μηχανισμών (που είναι μια δημιουργία μιας αυτοδομής) που συνδέουν την καθοριστική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο ποιητικό με το τελικό αίτιο. Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να δούμε τι είναι η τύχη ή οποιαδήποτε άλλη έννοια, εάν δεν αποκαλύψουμε πρώτα το είδος της εξάρτησης που τα συνδέει, αλλά και της αυτοαναφορικότητας που προκύπτει αντιμετωπίζοντάς το ως ολότητα.
Πρώτα από όλα πρέπει να γίνει η διάκριση ανάμεσα σε τρεις έννοιες οι οποίες παρουσιάζουν βαθμιαία αυξανόμενη ένταση μεταξύ τους. Είναι η τάση (propensity), η δυνατότητα (possibility) και η πιθανότητα (probability).
 Η τάση αντιπροσωπεύει αυτό στο οποίο, κάτι από μια εσωτερική δύναμη κινούμενο θα ήθελε να κινηθεί προς. Δεν ασχολείται δηλαδή με το αποτέλεσμα της επίτευξης η μη (αυτό το αγνοούμε απόλυτα αυτή την στιγμή), αλλά μας ενδιαφέρει ότι υπάρχουν οι δυνάμεις εκείνες που θα κινητοποιήσουν την διαδικασία, ώστε να αρχίσει να συντελείται η μεταβολή που συνήθως μας ενδιαφέρει, η ποιοτική και όχι η ποσοτική παρόλο που ισχύει και για τις δύο περιπτώσεις.
 Η δυνατότητα τώρα αναφέρεται στο αποτέλεσμα, και εξετάζει εάν αυτή η τάση είναι ρεαλιστικά εφικτή να γίνει εν ενεργεία. Δεν γνωρίζει εάν υπάρχουν άλλες περιπτώσεις που σίγουρα έχουν συμβεί, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της λογικότητας των παραμέτρων για το κατά πόσο αυτές θα επέτρεπαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ακόμα κι αν αυτό θα ήταν να συμβεί για πρώτη φορά.
Τέλος η πιο ισχυρή έννοια της πιθανότητας, αναφέρεται ξεκάθαρα στην δυναμική του αποτελέσματος, έχοντας ως υλικό την ίδια την στατιστική. Η πιθανότητα αναφέρεται σε κάτι που σίγουρα μπορεί να συμβεί, ανεξάρτητα εάν τελικά αυτό συμβεί η όχι. Είναι ένα δυνάμει που οπωσδήποτε είναι υποχρεωμένο σε έναν συγκεκριμένο αριθμό πραγματώσεων, κάποιες φορές να περάσει σε εν ενεργεία κατάσταση.
«Η ανάλυση του περιεχομένου των όρων αυτών μπορεί να γίνει με βάση τις δύο σημασίες τους4. Α(Ӏ) την οντολογική που αναφέρεται στο ίδιο το “ον” και A(II) την επιστημολογική που αναφέρεται στην γνώση μας για το “ον”. Η δυνατότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί με δύο σημασίες. (I) Tην οντολογική σε αντίθεση με την “εν ενεργεία πραγματικότητα”, την “ενέργεια” και την “εντελέχεια”. (II) Tην επιστημολογική (ή λογική) σημασία, σε αντίθεση με την λογική αναγκαιότητα. Έχουμε επομένως την σχέση δυνατότητα ≠ εν ενεργεία πραγματικότητα (possibility≠ actuality), και δυνατότητα ≠ αναγκαιότητα (possibility≠ necessity). Όταν η δυνατότητα χρησιμοποιείται με την (Ι) σημασία, δηλώνει την ‘εν δυνάμει κατάσταση’ η οποία έχει μόνο οντολογικό περιεχόμενο, και δηλώνει αυτό το οποίο είναι αντίθετο με την ‘εν ενεργεία’ κατάσταση, την ‘ενέργεια’ και την ‘εντελέχεια’. Έτσι έχουμε ‘εν δυνάμει κατάσταση’ ≠ ‘εν ενεργεία κατάσταση’. Από την άλλη πλευρά η πιθανότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο με την οντολογική όσο και με την επιστημολογική σημασία, αλλά όχι χωρίς διάκριση παρόλο που το νόημα των παραπάνω όρων δεν είναι ταυτόσημο, ωστόσο συχνά συγχέεται για τους εξής δύο λόγους. Είτε διότι η γνώση που έχουμε για το περιεχόμενό τους είναι ελλιπής, οπότε η σύγχυση είναι επιστημολογικού χαρακτήρα, είτε διότι η φύση της ίδιας της πραγματικότητας δεν είναι απόλυτα προσδιορισμένη, οπότε η σύγχυση έχει χαρακτήρα οντολογικό.» (σελ. 209-210)
4 Δ. Σφενδόνη-Μέντζου, Η πιθανότητα και το Τυχαίο στον C. S. Peirce (Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1980) σελ. 209-215
«Όσον αφορά τώρα τις έννοιες του δυνατού και του πιθανού έχουμε τα εξής: Ο όρος “δυνατό” χρησιμοποιείται σε προτάσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν ως απάντηση στον εξής τύπο ερώτησης. “Είναι (δυνατό) ενδεχόμενο να βρέξει αύριο;” Η απάντηση που μπορεί να δοθεί σε μια τέτοια ερώτηση μπορεί να είναι καταφατική είτε γιατί κάτι τέτοιο δεν αντιβαίνει στη λογική, είτε γιατί δεν υπάρχει καμιά εμπειρική ένδειξη για το αντίθετο. Μπορεί όμως να δοθεί απάντηση καταφατική ακόμα κι αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα δεδομένα της εμπειρίας. Η αρχή πάνω στην οποία στηρίζονται οι σχετικές προτάσεις είναι ότι “όλα είναι δυνατά (ενδεχόμενα) αρκεί να μην αποτελούν αντίφαση στον ίδιο τον εαυτό τους”, όπως για παράδειγμα εάν θεωρούσαμε δυνατή την εμφάνιση του τετραγωνικού κύκλου. Οποιαδήποτε άλλη αντίφαση ως προς την εμπειρία ή τις μαρτυρίες που έχουμε είναι αποδεκτή, όπως η αντίθεση στις προβλέψεις του μετεωρολογικού δελτίου, ακόμη και η βεβαίωση για το ενδεχόμενο να μην ανατείλει ο ήλιος αύριο. Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι είναι δυνατό (η ενδεχόμενο) να μην ανατείλει αύριο ο ήλιος, παρόλο που αυτό αντιβαίνει στην εμπειρία που έχουμε ως σήμερα.
Ο όρος πιθανό από την άλλη πλευρά χρησιμοποιείται σε προτάσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν ως απάντηση στον εξής τύπο ερώτησης: “Είναι πιθανό να βρέξει αύριο;” Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να είναι πάντα καταφατική στις αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση που αναφερόμαστε στο “δυνατό” με την έννοια του ενδεχόμενου. Η θετική ή αρνητική απάντηση θα εξαρτηθεί είτε από τα στοιχεία που έχουμε στο παρόν, είτε από την προηγούμενη εμπειρία μας, είτε από την συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το φαινόμενο που μας ενδιαφέρει (αυτό εξαρτάται από τον ορισμό που δεχόμαστε για την πιθανότητα). Έτσι η πιθανότητα συνδέεται κυρίως με τους υπολογισμούς για την πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων, και το χαρακτηριστικό εκείνο που κυρίως την διακρίνει από την δυνατότητα είναι ότι αποτελεί μια ποσότητα που μπορεί να καταμετρηθεί. Και στις δύο περιπτώσεις, η ερώτηση που θέτουμε αναφέρεται σε κάτι το οποίο δεν είναι παρόν σε μια δεδομένη στιγμή και ζητείται η δυνατότητα (το ενδεχόμενο) ή η πιθανότητα εμφάνισής του στο μέλλον. Οι απαντήσεις τόσο στην περίπτωση της δυνατότητας, όσο και στην περίπτωση της πιθανότητας δηλώνουν την εκτίμηση ή την προσμονή που σχετίζεται με την μελλοντική εμφάνιση του γεγονότος, μόνο που η πρώτη γίνεται με βάση την λογική, ενώ η δεύτερη γίνεται ως ένα σημείο με βάση την λογική, κυρίως όμως με βάση τον υπολογισμό των εμπειρικών δεδομένων.» (σελ. 210-211)
«Ας προχωρήσουμε τώρα σε μια περεταίρω εξέταση του ζητήματος. Η σχέση ανάμεσα στην δυνατότητα και την αναγκαιότητα. Η δυνατότητα αποτελεί μια έννοια ευρύτερη από την αναγκαιότητα, διότι δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μία αναγκαιότητα μέσα στο πλήθος πεπερασμένο η άπειρο των δυνατοτήτων. Επιπλέον η σχέση αυτή σε καμία περίπτωση δεν είναι αντιστρέψιμη, διότι δεν είναι ποτέ δυνατό να έχουμε πολλές αναγκαιότητες και μόνο μία δυνατότητα, γιατί η αναγκαιότητα δεν μπορεί παρά να είναι μόνο μία κάθε φορά, ενώ η δυνατότητα εάν ήταν μόνο μία θα έπρεπε να αποτελεί την αναγκαιότητα παρά την δυνατότητα. Εάν τώρα περάσουμε στην σχέση της πιθανότητας με την βεβαιότητα και την δυνατότητα θα δούμε το εξής. Συνήθως η πιθανότητα χρησιμοποιείται σε αντίθεση με την βεβαιότητα ή την αναγκαιότητα όπου η παραδοχή της μιας συνεπάγεται την άρνησης της άλλης. Εκείνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η πιθανότητα αποτελεί μια ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στην δυνατότητα και την βεβαιότητα. Ενώ δηλαδή η δυνατότητα καλύπτει μια άπειρη περιοχή, η πιθανότητα περιορίζεται σε μια αριθμητική αξία, που μπορεί να καλύψει ένα εύρος που κυμαίνεται ανάμεσα στην τιμή από 0 μέχρι 1. Οι δύο αυτές οριακές τιμές αποτελούν αντίστοιχα το μεταίχμιο για την μετάβαση από την δυνατότητα στην πιθανότητα η μια, και από την πιθανότητα στην αναγκαιότητα η άλλη. Η αναγκαιότητα αρχίζει όταν η πιθανότητα έχει φθάσει στην ανώτερη τιμή της, δηλαδή στην οριακή τιμή 1. Συνεπώς η σχέση που διέπει τις έννοιες δυνατότητα-πιθανότητα-αναγκαιότητα, εκφράζει είτε μια αύξηση βαθμού που τείνει προς την αναγκαιότητα, είτε έναν βαθμιαίο περιορισμό του εύρους της δυνατότητας με ανάλογη αύξηση της προσέγγισης στην αναγκαιότητα. Η σχέση αυτή μπορεί να παρασταθεί ως εξής:
Αναγκαιότητα  Δυνατότητα
Η αύξηση της πιθανότητας μετατρέπει την δυνατότητα να τείνει προς την αναγκαιότητα.
Παριστάνουμε την δυνατότητα με έναν κώνο, όπου η μεγάλη βάση αποτελεί την περιοχή της άπειρης δυνατότητας. Όσο προχωρούμε από την μεγάλη βάση προς την μικρή, ο αριθμός των δυνατών σημείων ελαττώνεται, ενώ κατά τρόπο αντίστροφο αυξάνεται η πιθανότητα. Από την στιγμή που οι δυνατότητες μπορούν να εκφραστούν με μια συγκεκριμένη τιμή, περνούμε πλέον στην περιοχή της πιθανότητας. Όσο αυξάνεται η τιμή της πιθανότητας και κατά αντίστροφο τρόπο ελαττώνονται οι δυνατότητες τόσο η πιθανότητα τείνει στην αναγκαιότητα. Όταν η πιθανότητα φθάσει στην τιμή 1 τότε έχουμε πλέον την αναγκαιότητα. Η αναγκαιότητα μέσα στο σχήμα κατέχει το σημείο της κορυφής του κώνου, γιατί αντιπροσωπεύει την μοναδική από τις άπειρες δυνατότητες που υπάρχουν. Συνεπώς εντάσσεται και η ίδια στην περιοχή της δυνατότητας, και ταυτόχρονα είναι η μοναδική που απομένει ύστερα από τον αποκλεισμό των ‘ν’ δυνατοτήτων.» (σελ. 214)
Ας περάσουμε τώρα στην πιο σημαντική επιδίωξη της παρούσας εργασίας. Αυτό το οποίο θα υποστηρίξω, είναι ότι η ολότητα είναι ένα σύστημα το οποίο χαρακτηρίζεται από την τελική αιτιότητα δηλαδή τον σκοπό. Πρόκειται όμως για μια διαδικασία εσωτερικής αιτιότητας όπου το ποιητικό αίτιο δεν είναι προκαθορισμένο. Η διαδικασία όμως του καθορισμού του, θα είναι αυτό το οποίο θα νοηματοδοτήσει την διαδικασία και πιστεύω ότι θα καθορίσει και την επιτυχή έκβαση του σκοπού. Παρόλο που αναφέρομαι σε ένα τελεολογικό σύστημα λόγω της ύπαρξης του τελικού αιτίου, το γεγονός του ότι εισέρχεται στον τρόπο πραγμάτωσης η αβεβαιότητα του ποιητικού αιτίου, εισάγει μέσα στο σύστημα το τυχαίο και την απροσδιοριστία. Κατά συνέπεια συνυπάρχουν χωρίς να συγκρούονται μεταξύ τους το τυχαίο που αναφέρεται στον τρόπο πραγμάτωσης, με το νομοτελειακό που προκύπτει από την ύπαρξη του σκοπού. Αυτό θα φανεί αρκετά εύκολα και το υποστηρίζω μέσα στο πλαίσιο μιας φυσικής φιλοσοφίας, που θα δούμε με παραδείγματα όπως αυτό του ζαριού. Από εκεί και πέρα όμως στο τελευταίο κεφάλαιο όπου θα περάσω σε μια φιλοσοφική ανθρωπολογία, θα υποστηρίξω ότι ακόμα και αυτό το ποιητικό αίτιο είναι δυνατό να υπερβεί την σφαίρα του αφηρημένου-τυχαίου και υπό προϋποθέσεις να προσδιοριστεί και αυτό. Η συλλογιστική αυτή θα στηριχθεί στο ότι ο σκοπός, για να μπορέσει να αυτοπροσδιοριστεί θα πρέπει από κάπου αλλού να αντλήσει το νόημα του, και στην συνέχεια να το μεταδώσει στον τελεολογικό μηχανισμό που εκπροσωπεί. Επομένως η νοηματοδότηση του σκοπού θα πρέπει να γίνει από το ποιητικό αίτιο που αντιπροσωπεύει τον τρόπο. Λειτουργώντας όμως το ποιητικό αίτιο ως καταγωγικό ‘είναι’ για το τελικό αίτιο και το οποίο εκπροσωπεί την ιδιαιτεροποίηση του αρχικά αφηρημένου ποιητικού αιτίου, τελικά θα αναγκαστεί και το ποιητικό αίτιο να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από την σχέση του με το τελικό. Αυτό είναι σημαντικό διότι με αυτόν τον τρόπο το τυχαίο θα μπορέσει να αναγνωρίσει τον εαυτό του, χωρίς να χάσει τον ελεύθερο χαρακτήρα του. Το αποτέλεσμα θα είναι ο αυτοπροσδιορισμός ολόκληρου του μηχανισμού και η μετατροπή του σε μια αυτοσυνείδηση, της οποίας η αυτοοργάνωση θα προκύπτει από την βαθύτατη οντολογική και αναγκαία σχέση ανάμεσα στο ποιητικό με το τελικό αίτιο. Αυτού του τύπου η προσδιοριστία που θα υποστηρίξω δεν θεωρώ ότι περιορίζει την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά αντίθετα είναι η δυνατότητα όχι μόνο για τον οντολογικό αυτοπροσδιορισμό του, αλλά και την σύνδεση του με αυτό από το οποίο προέρχεται.Ξεκινώντας από την φυσική φιλοσοφία, το σύστημα ανάμεσα στον σκοπό που αντιπροσωπεύει τον νόμο και τον τρόπο που αντιπροσωπεύει την απροσδιοριστία, μπορεί να αναπαρασταθεί ως εξής:
Ποιητικό αίτιοΤελικό αίτιο →Αρχή Σκοπός: Η πολλαπλότητα του ποιητικού αιτίου με την οποία μπορεί να επιτευχθεί το τελικό αίτιο.«Σύμφωνα και με τον Peirce5 δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι το τελικό αίτιο δηλώνει αναγκαστικά έναν σκοπό, αλλά ότι δηλώνει απλώς ένα αίτιο που υπαγορεύει έναν γενικό τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο θα εξελιχθούν τα γεγονότα για να φθάσουν σε κάποιο αποτέλεσμα. Στην διαδικασία αυτή δεν υπάρχει κανένας εξαναγκασμός ως προς το δρόμο που θα ακολουθήσουν τα φαινόμενα για να φθάσουν στο καθορισμένο αποτέλεσμα, παρόλο που ο δρόμος αυτός μπορεί να προσαρμοσθεί στον τελικό σκοπό. Το γενικό αποτέλεσμα μπορεί να προκύψει άλλοτε με τον ένα και άλλοτε με τον άλλο τρόπο. Συνεπώς το μόνο που μπορούμε να πούμε ότι προδιαγράφεται από το τελικό αίτιο είναι ο γενικός χαρακτήρας του αποτελέσματος. Αντίθετα το ποιητικό αίτιο αναφέρεται πάντα σε ατομικά και συγκεκριμένα γεγονότα και φέρει την5 Δ. Σφενδόνη-Μέντζου, Η πιθανότητα και το Τυχαίο στον C. S. Peirce (Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1980) σελ. 117-121 σφραγίδα του καταναγκασμού ως προς την σχέση που διέπει το αίτιο με το αποτέλεσμα.» (σελ. 118){Το πρώτο παράδειγμα που αναφέρει ο Peirce, είναι με έναν κυνηγό που θέτει ως σκοπό το να χτυπήσει με το όπλο του έναν αετό που κινείται στον αέρα. Από την στιγμή που ο στόχος είναι κινούμενος, θα πρέπει ο κυνηγός να υπολογίσει τις παραμέτρους για να βρει η σφαίρα τον αετό. Η τελική αιτιότητα είναι το να βρει η σφαίρα τον στόχο της. Η ποιητική αιτιότητα είναι η διαδικασία που θα ξεκινήσει (το ταξίδι της σφαίρας) από την στιγμή που ο κυνηγός θα πατήσει την σκανδάλη. Το ποιητικό αίτιο εδώ, θα δράσει τυφλά διότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη όλες οι παράμετροι που θα καθορίσουν την έκβαση του σκοπού. Εάν λόγου χάρη τα ρεύματα αέρος σε εκείνο το ύψος αλλάξουν την κατεύθυνση της σφαίρας, εάν αλλάξει πορεία ο αετός, τότε οι νόμοι της μηχανικής παρόλο που εξακολουθούν να ισχύουν δεν διασφαλίζουν το αποτέλεσμα. Εισάγεται μέσα στο σύστημα δηλαδή το μη ελέγξιμο στοιχείο. Τα δύο αυτά είδη αιτίων κινούνται σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Στο τελικό αίτιο έχουμε τον νόμο που χαρακτηρίζεται από μια γενικότητα και δεν περιορίζεται στα ατομικά γεγονότα. Στη ποιητική αιτιότητα έχουμε έναν αυστηρό καθορισμό που εξαρτάται άμεσα από τα ατομικά γεγονότα της εμπειρίας. Με βάση τα παραπάνω ο Peirce κάνει μια πιο γενικευμένη διάκριση ανάμεσα στα είδη, όχι πλέον της αιτιότητας, αλλά των νόμων γενικά που διέπουν τα φυσικά φαινόμενα. Διακρίνει τους νόμους σε τυπικούς και υλικούς, στους οποίους αντιστοιχούν το τελικό και το ποιητικό αίτιο.
Σύμφωνα με την θεωρία του Peirce, υπάρχουν οι τυπικοί νόμοι οι οποίοι δεν παύουν να ισχύουν όσο κι αν μεταβληθεί η πραγματική κατάσταση των φυσικών φαινομένων και αντικειμένων, καθώς και οι υλικοί νόμοι «οι οποίοι δε θα μπορούσαν να ισχύουν σε μια διαφορετική κατάσταση πραγμάτων». Αυτό συμβαίνει γιατί οι πρώτοι δεν εξαρτώνται άμεσα από την εμπειρία, ενώ οι δεύτεροι είναι έτσι δεμένοι με αυτήν, ώστε η συνδρομή της να είναι απόλυτα απαραίτητη για τον σχηματισμό τους. Η εμπειρία μας τροφοδοτεί με το αναγκαίο υλικό για να σχηματίσουμε τα είδη και τα γένη του ζωικού βασιλείου. Εάν αλλάξουν τα χαρακτηριστικά που ορίζουν κάθε γένος και είδος τότε θα πρέπει να αλλάξει και ο ορισμός τους. Εάν επιχειρούσαμε να βάλουμε πόδια σε μια φάλαινα ή φτερά σε μια γυναίκα γράφει ο Peirce, θα δημιουργούσαμε αναπόφευκτα μια σύγκρουση στους νόμους του ζωικού βασιλείου. Ενώ αντίθετα, ο νόμος που λέει ότι «το σύνολο είναι όμοιο με τα μέρη του» δεν υφίσταται καμία διαφοροποίηση όσο κι αν αλλάξει το περιεχόμενο της εμπειρίας ή η σύσταση του κόσμου. Συνεπώς οι τυπικοί νόμοι «δεν είναι νόμοι της φύσης αλλά των συνθηκών της γνώσης γενικά». (CP 7.137)} (σελ. 119-120)«Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία στον ορισμό των τυπικών νόμων είναι το γεγονός ότι η ισχύς τους δεν επιρρεάζεται από τις επιμέρους μεταβολές, αλλά αντίθετα η ύπαρξή τους εκφράζει έναν γενικό κανόνα ροής των φυσικών φαινομένων. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει η αυστηρή αναγκαιότητα του μηχανιστικού νόμου τον οποίο ο Peirce εντάσσει στην κατηγορία του υλικού νόμου. Αντίθετα υπάρχει μια ελευθερία όμοια με αυτήν που διέπει την τελική αιτιότητα. Αυτού του είδους η αντιμετώπιση του φυσικού νόμου επιτρέπει την εισχώρηση του τυχαίου μέσα στην διαδικασία εφαρμογής του τυπικού νόμου, χωρίς αυτό να συντελεί στην κατάργησή του. Το παράδειγμα με το ζάρι δείχνει ακριβώς αυτήν την συλλογιστική. Έστω ότι ρίχνουμε ένα ζάρι ‘ν’ φορές και προκύπτει μια συγκριμένη αλληλουχία αριθμών με μια συγκεκριμένη σειρά 2,5,8,4, 9….ν. Μετά από ένα σημαντικό αριθμό ρίψεων του ζαριού, προκύπτει ότι η πιθανότητα εμφάνισης της οποιαδήποτε πλευράς του όπου είναι ένας αριθμός, είναι 1/6. Αυτό το 1/6 τώρα είναι ο νόμος, το οποίο είναι και αμετάβλητο. Εάν ξεκινήσουμε μια καινούρια σειρά ρίψεων του ζαριού πάλι ‘ν’ φορές προφανώς θα αλλάξει η σειρά με την οποία θα εμφανιστούν τα νούμερα, αλλά εκείνο που θα διατηρηθεί θα είναι το νομοτελειακό σκέλος δηλαδή το 1/6. Δηλαδή ο νόμος που καθορίζει την πιθανότητα εμφάνισης των αριθμών δεν έχει αλλάξει, όσο διαφορετικά κι αν είναι τα αποτελέσματα που θα έχουμε σε κάθε καινούρια σειρά ρίψεων. Συνεπώς οι νόμοι των πιθανοτήτων παραμένουν οι ίδιοι ανεξάρτητα από τη σειρά εμφάνισης των πλευρών του κύβου. Παρόλο δηλαδή που η εμφάνιση καθενός από τους αριθμούς χωριστά είναι τυχαία, αυτό δεν εμποδίζει τον γενικό νόμο που αναφέρεται στην πιθανότητα εμφάνισής τους να εξακολουθεί να ισχύει στο σύνολό του. Σε αυτήν λοιπόν την περίπτωση ο νόμος επιτρέπει την εισχώρηση του τυχαίου.» (σελ. 121)

1.5    

1.6   1.3 ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ, ΤΟ ΑΥΤΟΜΑΤΟ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ, ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

1.7   29«Ο Αριστοτέλης ξεκινά από μια διπλή διαίρεση των γεγονότων:6
6 Βασίλης Κάλφας, Αριστοτέλης Περί Φύσεως (Αθήνα: Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 1999), σελ. 181.

1.8   7 Όλα τα αρχαία κείμενα και οι μεταφράσεις τους προέρχονται από το Αριστοτέλης Περί Φύσεως το δεύτερο βιβλίο των φυσικών του Βασίλη Κάλφα.
1. Υπάρχουν γεγονότα: α) που συμβαίνουν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, β) γεγονότα που συμβαίνουν κατά κανόνα με τον ίδιο τρόπο (ως επί το πολύ) και γ) γεγονότα που δεν έχουν καμία κανονικότητα, τα σπάνια ή κατ’ εξαίρεση γεγονότα.
2. Υπάρχουν γεγονότα: α) που γίνονται για κάποιον σκοπό και β) γεγονότα που δεν γίνονται για κάποιον σκοπό.» (σελ. 181)Οι δύο πρώτες κατηγορίες δηλαδή αυτά που συμβαίνουν πάντοτε και τα «ώς επί το πολύ» τα συνδέει σε μια κατηγορία λογικής. Τέτοια γεγονότα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν η πτώση των σωμάτων λόγω της βαρύτητας, η έλλογη φύση του ανθρώπου, η κυκλική τροχιά της σελήνης. Στα «ώς επί το πολύ» το χιόνι που μπορεί να πέσει στα βόρεια κλίματα ή η ύπαρξη της αγοράς σε μια πόλη. Το πρώτο λοιπόν συμπέρασμα είναι ότι η τύχη και το αυτόματο αναφέρονται και αιτιολογούν μόνο τα σπάνια γεγονότα. Σε άλλα έργα όπου η τύχη αναφέρεται παρεμπιπτόντως ο Αριστοτέλης δεν χρησιμοποιεί την τύχη εδώ με την ευρύτερη έννοια της. Στο περί γενέσεως και φθοράς διακρίνει την τύχη από την φύση με κριτήριο την κανονικότητα ή τη σπανιότητα των γεγονότων που αιτιολογούν:7
Τα γαρ γινόμενα φύσει πάντα γίνεται η αει η ως επι το πολύ τα δε παρά το αεί και ως επι το πολύ από ταυτομάτου και από τύχης. (333b 4-7)
Το πιο ενδιαφέρον όμως κατά την γνώμη μου σημείο είναι η σύνδεση του σκοπού και της τελεολογικής λογικής με το τυχαίο. Από αυτή τη σύνδεση βεβαίως θα προκύψει και ο πολύ καθοριστικός διαχωρισμός ανάμεσα στο «καθαυτό» αίτιο και το «κατά συμβεβηκός» αίτιο: ~ 20 ~Τά δή τοιαύτα όταν κατά συμβεβηκός γένηται, από τύχης φαμέν είναι. (196b 23-24)Αυτού του είδους τα πράγματα (δηλ. τα σκόπιμα) λοιπόν όταν γίνονται «κατά συμβεβηκός» λέμε ότι οφείλονται στην τύχη. (196b 23-24). (σελ. 183)Και όταν έν τοίς ένεκά του γιγνομένοις τούτο το συμβεβηκός γένηται, τότε λέγεται από ταυτομάτου καί από τύχης. (196b 29-31)
Όπως είπαμε λοιπόν, όταν γίνει κάτι τέτοιο σε πράγματα που γίνονται για κάποιον σκοπό, τότε λέμε ότι ,έγινε αυτομάτως ή κατά τύχην. (196b 29-31)(σ.183)
Αυτή η φαινόμενη αντίφαση της ένταξης του τυχαίου στην τελεολογική δομή θα αρθεί ξεκάθαρα στην ανάλυση που ακολουθεί, ξεκαθαρίζοντας όμως από τώρα ότι η ένταξη των τυχαίων γεγονότων στα σκόπιμα δεν συνεπάγεται ότι η τύχη είναι το τελικό αίτιο του τυχαίου γεγονότος. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς παράλογο αφού θα καθιστούσε την τύχη αυτοσκοπό. Η τύχη και το αυτόματο ανήκουν στην κατηγορία των ποιητικών αιτίων όπως θα διαφανεί από τα παρακάτω.
Ας δούμε εδώ όμως το παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης ώστε να αποσαφηνιστούν οι παραπάνω έννοιες. Ένας άνθρωπος πηγαίνει στην αγορά για κάποιον σκοπό που θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε (για να δει ένα θέαμα, για να παραστεί στο δικαστήριο), και εκεί συναντά τον οφειλέτη του οπότε και του ζητεί τα χρήματα που είναι οφειλόμενα. Στο παράδειγμα αυτό προϋποτίθεται ότι δεν πηγαίνουν κάθε μέρα στην αγορά και οι δύο τους, και ότι η πιθανότητασυνάντησής τους εξορισμού πρέπει να είναι όσο μικρή συνάγεται σε τέτοιας φύσεως περιστατικά και φυσικά υπαγόμενα σε ασυνήθιστα περιστατικά. Εκείνο που έχει σημασία εδώ είναι να δούμε πότε το περιστατικό είναι τυχαίο και πότε δεν είναι. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη εάν ο οφειλώμενος κατέβει στην αγορά για οποιοδήποτε άλλο σκοπό που είναι απειράριθμοι αυτοί οι σκοποί, εκτός από την επιδίωξη –πρόθεση συνάντησης με τον οφειλέτη και γίνει η συνάντηση, τότε το συμβάν είναι τυχαίο και το ποιητικό αίτιο είναι «κατά συμβεβηκός». Στην αντίθετη περίπτωση που μοιάζει λίγο πιθανοκρατικά ασθενής και σε εισαγωγικά παράλογη, εάν ο οφειλώμενος κατέβει στην αγορά έχοντας ως πρόθεση να συναντήσει τον οφειλέτη του ακόμα κι αν η πιθανότητα μοιάζει ελάχιστη και αυτό συμβεί, τότε το περιστατικό δεν είναι τυχαίο. Μόνο στην περίπτωση αυτή έχουμε το «καθεαυτό» αίτιο.Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η τύχη προκαλεί το γεγονός χωρίς όμως να είναι ποτέ η ίδια η αιτία, ανεξάρτητα από το εάν το περιστατικό είναι τυχαίο ή δεν είναι. Η αιτία βρίσκεται στον σκοπό, αφού από εκεί προέρχεται το νόημα και άρα η έννοια της αιτίας. Η τύχη λοιπόν προκαλεί κατά κάποιον τρόπο ένα γεγονός και το οποίο εντάσσεται στην κατηγορία των σκόπιμων γεγονότων. Η τύχη δηλαδή προκαλεί το γεγονός όχι ως «καθεαυτό» αίτιο αλλά ως «κατά συμβεβηκός» αίτιο. Εδώ ανακύπτει η σχέση της λογικής, όπου η έννοια του ποιητικού αιτίου μπορεί να υφίσταται άρα να νοηματοδοτείται από την σχέση της με την αιτία που την προκαλεί. Το ποιητικό αίτιο πρέπει να είναι καθορισμένο από την αρχή για να έχει νόημα ως «καθεαυτό» αίτιο, κάτι το οποίο προέρχεται από το ποια είναι η πρόθεση. Μόνο εάν οριστεί ο συγκεκριμένος λόγος επίσκεψης στην αγορά από πριν, έχει νόημα η πραγμάτωση του περιστατικού υπό το πρίσμα της εξάρτησης και της σύνδεσης ανάμεσα στον σκοπό και την αιτία (που πλέον είναι μια τύχη μόνο στο φαίνεσθαι που λειτουργεί ως «καθεαυτή». Όχι ότι είναι η πρώτη αιτία (αυτή είναι ο σκοπός) αλλά λειτουργεί ως ποιητικό αίτιο «καθεαυτό», διότι το περιστατικό δεν είναι τυχαίο λόγω της αιτιακής σύνδεσης μεταξύ του σκοπού που επειδή είναι συγκεκριμένος αναγκάζει την επικείμενη επίτευξή του να δεσμευτεί και αυτή ως προς την μοναδικότητας της.Aπό την άλλη πλευρά στο τυχαίο περιστατικό δεν έχουμε αυτήν την δεσμευμένη σχέση ανάμεσα στον σκοπό του πηγαιμού στην αγορά, και των απειράριθμων περιστατικών που μπορούν να συμβούν εκεί. Έστω ότι πηγαίνει κάποιος στην αγορά για να παραστεί στο δικαστήριο, τότε σε αυτό τον συγκεκριμένο σκοπό μπορούν να συμβούν πολλά άλλα γεγονότα ένα εκ των οποίων θα ήταν η συνάντηση με τον οφειλέτη. Σε αυτή την περίπτωση το περιστατικό δεν μπορεί να απομονωθεί γιατί έχει την ίδια αξία με όλα τα άλλα περιστατικά που θα μπορούσαν να συμβούν. Το ότι το αποτέλεσμα θα επιτευχθεί και στις δύο περιπτώσεις που αναφέρω δηλαδή η είσπραξη των χρημάτων, έχει μόνο παραπλανητικό χαρακτήρα ανάμεσα στο τυχαίο από το μη τυχαίο. Με την ίδια λογική θα μπορούσαν να συμβούν άλλα πέντε περιστατικά όπου ο σκοπός να προκύπτει όχι από την προαίρεση, αλλά με κριτήριο την δυνατότητα επίτευξής του. Δηλαδή κάνω κάτι επειδή οι συνθήκες το ευνόησαν και εγώ αξιοποιώ την ευκαιρία. Για αυτό ακριβώς το «κατά συμβεβηκός» αίτιο είναι ακαθόριστο. Μπορεί δηλαδή να εκφράζει μια εσωτερική αιτιακή σχέση, αλλά ανήκει στην απροσδιοριστία όσο στερείται συγκεκριμένου σκοπού. Εάν είναι ορισμένος ο σκοπός, τότε η απροσδιοριστία περιορίζεται μόνο στον τρόπο με τον οποίο η αιτιακή σχέση θα εκφραστεί. Ποια είναι η δομή που θα διαλέξει. Αυτή είναι η μη τυχαία τύχη. Έχει σημασία ποιο μονοπάτι θα επιλεγεί, διότι η επίτευξη του σκοπού θα μπορούσε να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο (σχήμα 2). Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο η επίτευξη του σκοπού, αλλά κυρίως ο τρόπος διότι από αυτόν προκύπτει το νόημα του νοήματος του σκοπού. Αυτό το πρωταρχικό νόημα του τρόπου καθορίζει την περαιτέρω δυνατότητα απόκτησης νοήματος του σκοπού, και ο οποίος τελικά λειτουργεί ως ποιητική αιτία επίτευξης και νοηματοδότησης (αυτοπροσδιορισμού) του συστήματος ως μηχανισμού που θέτει σε λειτουργία όλη την διαδικασία.Άπειρα γάρ άν τώ ενί συμβαίη. (196b 28-29)
Γιατί άπειρα πράγματα θα μπορούν να συμβούν στο ένα. (196b 28-29)
«Η τύχη λοιπόν μπορεί να είναι αίτιο ‘κατά συμβεβηκός’, με απόλυτη όμως έννοια δεν είναι αίτιο κανενός πράγματος (καί έστιν αίτιον ώς συμβεβηκός ή τύχη ώς δ’ απλώς ουδενός). (197a 13-14).» (σελ. 184)Το συμπέρασμα είναι ότι σε ένα τυχαίο συμβάν δεν υπάρχει «καθαυτό» ποιητικό αίτιο και ότι η αναφορά στην τύχη συμπυκνώνει ακριβώς την απροσδιοριστία των «κατά συμβεβηκός» αιτίων του γεγονότος (197a 8-21).Οπότε από την στιγμή που δεν έχουμε οργανική σύνδεση των γεγονότων θα μπορούσε να πει κανείς «για άσχετο λόγο πήγε στην αγορά και συνάντησε τον οφειλέτη του» ή «τυχαία συνάντησε τον οφειλέτη του». Συγκεντρώνοντας όλο το υλικό προκύπτει η εξής λογική: «Ένα γεγονός έχει «καθαυτό» ποιητικό αίτιο και άρα δεν είναι τυχαίο, όταν είναι σκόπιμο και όταν προκύπτει ως αποτέλεσμα της επίτευξης του συγκεκριμένου σκοπού. Θέλω να εισπράξω τα οφειλόμενα (ο σκοπός), αποφασίζω να τα εισπράξω πηγαίνοντας στην αγορά (το «καθαυτό» ποιητικό αίτιο), όπου συναντώ τον οφειλέτη μου και τα εισπράττω ή δεν τα εισπράττω (το γεγονός). Ένα γεγονός είναι τυχαίο όταν πάλι είναι σκόπιμο, αλλά είναι ασυνήθιστο και δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα της επίτευξης του συγκεκριμένου σκοπού. Θέλω να εισπράξω τα οφειλόμενα (ο σκοπός), πηγαίνω στην αγορά για να δω ένα θέαμα (το «κατά συμβεβηκός» ποιητικό αίτιο), όπου συναντώ τον οφειλέτη μου και εισπράττω ή δεν εισπράττω τα χρήματα (το τυχαίο γεγονός).» (σελ. 186)Εκείνο που με ενδιαφέρει στην Αριστοτελική σκέψη, είναι η υπαγωγή του τυχαίου σε έναν τελεονομικό μηχανισμό. «Με την περιοριστική ερμηνεία των φυσικών η τύχη και το αυτόματο, υποτάσσονται κατά κάποιο τρόπο στην τελεολογία. Σύμφωνα με τον Wieland:Αυτό που επιτρέπει σε ένα ‘κατά συμβεβηκός’ αίτιο να θεωρηθεί ως τυχαίο αίτιο είναι η παρουσία της έως εάν τελεολογίας το ‘κατά συμβεβηκός’ αίτιο πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να δίνει σε κάποιον την εντύπωση ότι θα μπορούσε να ήταν το κύριο αίτιο. Κάτι είναι τυχαίο μόνο αν θα μπορούσε να συμβεί και για την επίτευξη κάποιου σκοπού.» (σελ. 189)Η τύχη αποδεικνύεται εξαρτημένη από την προϋπαρξη της τελεολογίας. Αυτό το σημείο το θεωρώ ιδιαίτερα κρίσιμο διότι ενσωματώνεται το τυχαίο στοιχείο και η δυναμική της απροσδιοριστίας, και άρα το σύστημα δεν εγκλωβίζεται σε μια Νευτώνεια εκδοχή με πιο σύγχρονους όρους, και παράλληλα διατηρείται ένα είδος τελεολογίας το οποίο είναι όμως αφάνταστα σημαντικό ώστε να είναι νοηματοδοτήσιμο το ίδιο το περιεχόμενο των αιτιακών σχέσεων. Εάν η εισαγωγή της τύχης μέσα στο σύστημα θα προκαλούσε μια αφηρημένη και απαξιωτική κατάρρευση των αιτιακών δομών, από τις οποίες πρώτη και καλύτερη θα πλήττονταν η ουσία των πραγμάτων, τότε η ίδια η τύχη δεν θα μπορούσε να ορίσει τον εαυτό της μέσα σε μια διαδικασία αυτοαναίρεσης. Αντίθετα η πολύ καίρια σύνδεση του σκοπού με το τυχαίο, αποτελεί κατά την γνώμη μου τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα διατηρεί την απροσδιοριστία του όσον αφορά το ποια θα είναι η εσωτερική αιτιακή σχέση, και παράλληλα διατηρείται η τελεολογία χάρις την ύπαρξη του σκοπού. Η νοηματοδότηση προέρχεται από τον σκοπό, επιτρέποντας όμως την ελευθερία στο σύστημα να επιλέξει μέσω της τύχης τον τρόπο με τον οποίο θα εκφραστεί-δομηθεί.
Η έκφραση αυτή αποτελεί την αυτοοργάνωση του μηχανισμού και είναι η αιτία που το σύστημα μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί και άρα να αναδειχθεί η αιτία της αιτίας.
Ας περάσουμε σε αυτό το σημείο στην ανάλυση του αυτομάτου το οποίο όπως προαναφέρθηκε έχει πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια από την τύχη. Η τύχη είναι στενά συνυφασμένη με την ανθρώπινη πράξη και προαίρεση, ενώ το αυτόματο εφαρμόζεται σε όλα τα έμψυχα αλλά και γενικότερα στους νόμους της φύσης. Πιο συγκεκριμένα κάτι γίνεται αυτόματα όταν συμβαίνει ένα γεγονός που θα μπορούσε να είναι σκόπιμο, και το γεγονός αυτό δεν έγινε χάριν του δικού του σκοπού αλλά από ένα εξωτερικό αίτιο. Παράδειγμα αυτομάτου συναντάμε στα φυσικά φαινόμενα και στις παρά φύση γεννήσεις με τον Αριστοτέλη να αναλύει αρκετά το συγκεκριμένο γεγονός. «Γενικά πάντως τόσο το αυτόματο όσο και η τύχη δεν αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία αιτίων. Εντάσσονται στην κατηγορία των ποιητικών αιτίων και είναι «κατά συμβεβηκός» αίτια. Ως «κατά συμβεβηκός» αίτιο το αυτόματο έπεται ιεραρχικά των πρωταρχικών αιτίων και τα οποία στην περίπτωση των σκόπιμων γεγονότων είναι είτε ο νους είτε η φύση. Το αυτόματο καλύπτει όλες τις περιπτώσεις των τυχαίων γεγονότων σύμφωνα με τον Αριστοτέλη:
Ώστε φανερόν ότι έν τοίς απλώς ένεκά του γιγνομένοις, όταν μή τού συμβάντος ένεκα γένηται ών έξω τό αίτιον, τότε από τού αυτομάτου λέγομεν. (197b 18-20)
Είναι επομένως φανερό ότι σε πράγματα που γίνονται οπωσδήποτε για κάποιον σκοπό, όταν συμβεί κάτι όχι χάριν αυτού που συνέβη αλλά επειδή υπήρξε ένα εξωτερικό αίτιο τότε λέμε ότι γίνεται αυτομάτως. (197b 18-20)» (σελ. 191)
Σε αυτό το σημείο αξίζει να ξαναδιευκρινιστεί ότι η τύχη ως υποκατηγορία του αυτόματου, αιτιολογεί μόνο τα γεγονότα που είναι συνυφασμένα με τον σκοπό που τίθενται από την ανθρώπινη συμπεριφορά. Δηλαδή η αρχική ανεκπλήρωτη σκοπιμότητα ενός αποτελέσματος τύχης είναι προϊόν προαίρεσης. Το θέμα είναι ότι ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται ότι για να μπορούμε να μιλάμε (δηλαδή υπάρχει νόημα) για τύχη πρέπει να έχει προηγηθεί ο σκοπός, ο οποίος προέρχεται φυσικά από τον άνθρωπο. Το ότι το αντικείμενο αναφοράς είναι η τύχη δεν είναι καθόλου αντιφατικό. Διότι εάν κανείς συνδέσει την τύχη με το ανοημάτιστο καταργεί την αιτιακή λειτουργία της, και οδηγείται κατά την γνώμη μου στο αφηρημένο χωρίς νόημα. Αυτό φαίνεται καλύτερα στο παρακάτω χωρίο του Αριστοτέλη για την ευδαιμονία η οποία είναι το αποτέλεσμα συσσώρευσης ευνοϊκών τυχαίων γεγονότων:Η δ’ ευδαιμονία πράξις τις αυπραξία γάρ ώσθ’ οπόσοις μή ενδέχεται πράξαι, ουδέ τό από τύχης τι ποιήσαι. (197b 5-6)
Η ευδαιμονία όμως είναι μια μορφή πράξης αφού είναι η ευπραξία. Συνεπώς όποιος δεν έχει καν την δυνατότητα να πράξει δεν μπορεί και να κάνει κάτι κατά τύχην. (197b 5-6) (σελ. 192)Από την στιγμή λοιπόν που η τύχη ακολουθεί την πράξη σημαίνει ότι συνδέεται από την συνειδητή πρακτική δραστηριότητα και η οποία προϋποθέτει προαίρεση. Αυτό φαίνεται και από το παρακάτω χωρίο:
Καί διά τούτο ούτε άψυχον ουδέν ούτε θηρίον ούτε παιδίον ουδέν ποιεί από τύχης, ότι ουκ έχει προαίρεσιν. (197b 6-8)Για αυτό και κανένα άψυχο ον αλλά ούτε και κανένα άγριο ζώο ή παιδί δεν κάνει τίποτε κατά τύχην γιατί ακριβώς δεν διαθέτει προαίρεση. (197b 6-8)Με άλλα λόγια για να είναι κάτι τυχαίο, θα πρέπει να είναι ως προς κάτι το οποίο ορίζεται από τον σκοπό. Στην πρόθεση λοιπόν βρίσκεται και η αρχική αιτία και το νόημα, το οποίο θα καθορίσει το τι είναι τυχαίο και πότε δεν είναι. Από μόνη της η τύχη δεν μπορεί να γνωρίζει.
Για το αυτόματο τώρα δεν ισχύει κανένας περιορισμός. Ένα από τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης για το αυτόματο είναι το σώσιμο ενός αλόγου από την μάχη και η επιστροφή του, από μόνο του στον στάβλο. Το νόημα εδώ είναι ότι καθώς το άλογο δεν έχει προαίρεση, επεμβαίνει η συνήθεια επιστροφής του στον οικείο του χώρο από μια φυσική ορμή. Λέμε ότι σώθηκε τυχαία ή αυτομάτως που μας ενδιαφέρει εδώ γιατί η επιστροφή δεν έγινε για να σωθεί. Ένα εξωτερικό ή «κατά συμβεβηκός» αίτιο που είναι εδώ η συνήθεια της επιστροφής προκαλεί το γεγονός της σωτηρίας. Πιο ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα του Αριστοτέλη για το αυτόματο αναφερόμενο στα φύσει όντα:Όταν γάρ γένηταί τι παρά φύσιν, τότε ουκ από τύχης αλλά μάλλον από ταυτομάτου γεγονέναι φαμέν. (197b 34-35).Όταν κάτι γεννηθεί παρά φύσιν δεν λέμε ότι γεννήθηκε κατά τύχην αλλά μάλλον αυτομάτως. (197b 34-35) (σελ. 193)Στο παράδειγμα αυτό ανάγονται οι περιπτώσεις των τερατογενέσεων αλλά και της αναπαραγωγής χωρίς γονικό σπέρμα. Σαν να λέμε, όντα που προέρχονται από αυγά χωρίς όμως να έχει προηγηθεί η γονιμοποίηση. Στην αυτόματη γένεση δηλαδή, έχουμε ένα γεγονός που μοιάζει να είναι κατά φύσιν, αλλά δεν είναι. Ενώ στην τερατογένεση, έχουμε ένα παρα φύσιν γεγονός. Το σημαντικό δηλαδή είναι να αναδειχθεί ότι το αυτόματο δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι κάτι έγινε σκοπίμως. Μία αυτόματη γένεση πληρεί για τον Αριστοτέλη τις προϋποθέσεις που θέτει για τους εξής λόγους. Πρώτα από όλα είναι ένα πολύ σπάνιο γεγονός η αναπαραγωγή χωρίς την συμμετοχή του σπέρματος. Η δεύτερη παράμετρος είναι ότι δίνει την εντύπωση του σκόπιμου γεγονότος, αφού η γέννηση θα μπορούσε να είχε προέλθει από φυσιολογική αναπαραγωγή, δηλαδή από την φύση:Έστι δ’ ένεκά του όσα τε από διανοίας άν πραχθείη καί όσα από φύσεως. (196b 21-22)Έχουν σκοπό όσα θα μπορούσαμε να προκαλέσουμε μετά από σκέψη και όσα γίνονται από την φύση. (196b 21-22) (σελ. 195)Στην φυσιολογική όμως αναπαραγωγή το σπέρμα του αρσενικού δίνει την μορφή και κατά συνέπεια λειτουργεί ως ποιητικό αίτιο. Αυτός είναι και ο λόγος που στην αυτόματη γέννηση το καθεαυτό ποιητικό αίτιο (δηλαδή αυτό που θέτει τον σκοπό), αναμένεται να απουσιάζει. «Η ύλη κινείται με έναν πολύπλοκο και χαώδη τρόπο και αυτομάτως, κάποια φορά συμβαίνει να αντικαταστήσει μόνη της, τις καθορισμένες κινήσεις του σπέρματος. Οι αυτόματες λοιπόν κινήσεις της ύλης, λειτουργούν ως ‘κατά συμβεβηκός’ ποιητικό αίτιο της συγκεκριμένης γέννησης, με την έννοια ότι συνοψίζουν μια αιτιακή διαδικασία που στην πραγματικότητα είναι απροσδιόριστη, ή τουλάχιστον τόσο πολύπλοκη ώστε να γίνεται μη διαγνώσιμη.» (σελ. 196)Συνοψίζοντας προκύπτει ότι είναι αυτόματο ένα φυσικό φαινόμενο όταν είναι σπάνιο, όταν μπορεί να παραχθεί από τις διεργασίες της φύσης, και να μην έχει προκύψει από μια διαγνώσιμη ακολουθία ποιητικής αιτιότητας. Ο λόγος μάλλον που ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται τα πράγματα υπό αυτό το πρίσμα, είναι για να περιορίσει την δράση της τύχης και να αφήσει μεγαλύτερο πεδίο ελευθερίας στην ανάπτυξη μιας φυσικής τελεολογίας, και παράλληλα για να έχει ένα εργαλείο να ασκήσει την κριτική του στο μηχανιστικό κοσμοείδωλο της εποχής του. Καταφέρνει δηλαδή να εισαγάγει το αυτόματο και τυχαίο μέσα στο σύστημά του, όχι μόνο χωρίς να αντικρούει τον αιτιοκρατικό τελεονομικό μηχανισμό του, αλλά αντιθέτως συμβάλλοντας στην ανάδειξη της τελεολογίας μέσα από την καθοριστική συμμετοχή του ποιητικού αιτίου. Αφού έδειξε ότι η τύχη και το αυτόματο είναι «κατά συμβεβηκός» καταφέρνει στην συνέχεια την υποταγή αυτού στο «καθαυτό» ποιητικό αίτιο το οποίο φυσικά προκρίνει την τελεολογία:
Επεί δ’ εστί τό αυτόματον καί ή τύχη αίτια ών άν ή νούς γένοιτο αίτιος ή φύσις, όταν κατά συμβεβηκός αιτιόν τι γένηται τούτων αυτών, ουδέν δέ κατά συμβεβηκός έστι πρότερον τών καθ΄αυτό, δήλον ότι ουδέ τό κατά συμβεβηκός αίτιον πρότερον τού καθ΄αυτό. Ύστερον άρα τό αυτόματον καί ή τύχη καί νού καί φύσεως. (198a 5-10)Επειδή όμως κανένα “κατά συμβεβηκός” δεν προηγείται των καθαυτό είναι φανερό ότι ούτε και το “κατά συμβεβηκός” αίτιο δεν προηγείται του καθαυτό αιτίου. Κατά συνέπεια το αυτόματο και η τύχη έπονται του νου και της φύσης. (198a 5-10) (σελ. 197)«Ένα σκόπιμο γεγονός αν είχε εξελιχθεί κανονικά, θα είχε ένα καθαυτό ποιητικό αίτιο που θα εδράζονταν είτε στο νου (την ανθρώπινη σκέψη και προαίρεση), είτε στην φύση. Το καθαυτό αίτιο της είσπραξης των χρημάτων είναι η απόφαση αναζήτησης του οφειλέτη και το καθαυτό αίτιο της γέννησης, οι κινήσεις του σπέρματος. Το ένα ανήκει στην σφαίρα του νου και το άλλο στην φύση.» (σελ. 197-98)Αφού αναλύθηκαν οι έννοιες του τυχαίου και του αυτομάτου η παρακάτω επεξεργασία της ανάγκης αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι στενά συνυφασμένη με τον σκοπό και το τέλος. Η βασική του θέση είναι η εξής: Στη φύση αυτό που ονομάζουμε ανάγκη και εξ ανάγκης είναι το υλικό αίτιο και οι επιδράσεις του. Οι αναγκαίοι υλικοί παράγοντες επηρεάζουν πάντοτε μια φυσική μεταβολή όμως δεν την καθορίζουν. Αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εκδήλωση της μεταβολής, η πορεία όμως της μεταβολής καθορίζεται από το τέλος της. Ένα πολύ βολικό παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Σταγειρίτης φιλόσοφος είναι το εξής: «Εάν θέλουμε να κατασκευάσουμε έναν τοίχο τότε με κριτήριο την ευστάθεια του τοίχου θα πρέπει τα βαρύτερα υλικά να τοποθετηθούν πιο χαμηλά από ότι τα ελαφρύτερα. Αν θέταμε το ερώτημα πώς κατασκευάστηκε ο τοίχος, η απάντηση θα απαριθμούσε τα δομικά υλικά, θα συνυπολόγιζε τις ιδιότητες τους και θα προσδιόριζε με αναγκαιότητα τον τρόπο κατασκευής του. Αν όμως θέτονταν το ερώτημα γιατί κατασκευάστηκε ο τοίχος η προηγούμενη απάντηση δεν θα αρκούσε. Παρόλο που θα αναγνωρίζαμε ότι για να κατασκευαστεί ο τοίχος χρειάζονταν τα υλικά, θα έπρεπε όμως να προσδιορίσουμε τον λόγο δηλαδή τον σκοπό της κατασκευής του. Ο Αριστοτέλης λοιπόν μας λέει ότι αυτό ισχύει για όλα τα πράγματα και τα γεγονότα που έχουν σκοπό συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών φαινομένων:
Ούκ άνευ μέν τών αναγκαίαν εχόντων τήν φύσιν, ού μέντοι γε διά ταύτα άλλ΄ή ώς ύλην, άλλ΄ ένεκά του, οίον διά τί ό πρίων τοιοσδί; (200a 8-10Δεν μπορούν να γίνουν χωρίς αυτά που από την φύση τους είναι αναγκαία, ωστόσο δεν γίνονται εξαιτίας αυτών, εκτός αν μείνουμε στην ύλη, αλλά γίνονται για κάποιον σκοπό. (200a 8-10)» (σελ. 226)Η ύλη είναι η αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξης ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, δεν είναι όμως η αιτία της ύπαρξής του. Η αιτία είναι ο σκοπός. Άρα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που για να χαρακτηριστεί κάτι τυχαίο ή όχι ο καθορισμός δηλαδή η νοηματοδότηση γίνεται από τον σκοπό, έτσι και εδώ το νόημα του πότε κάτι είναι αναγκαίο εξαρτάται από την αιτιακή διαδικασία που αποβλέπει στον σκοπό. Ένα πριόνι για παράδειγμα είναι αναγκαίο να είναι σιδερένιο για την επίτευξη του σκοπού που είναι η διαίρεση του ξύλου. Το αναγκαίο σκέλος παραπέμπει στην ύλη (το σιδερένιο), η οποία όμως αναγκαιότητα δεν είναι προκαθορισμένη ούτε απόλυτη, αλλά εξαρτάται από μια προηγούμενη αιτία (που είναι ο σκοπός) η οποία θα καθορίσει το ποια ύλη πρέπει να είναι:Ανάγκη άρα σιδηρούν είναι, εί πρίων έσται καί τό έργον αυτού. (200a 12-13)
Είναι αναγκαίο λοιπόν να είναι σιδερένιο, αν πρόκειται να είναι πριόνι και αν πρόκειται να επιτελεί το έργο του. (200a 12-13) (σελ. 226)Δηλαδή κάτι για να είναι πριόνι πρέπει να διαιρεί.Ο Αριστοτέλης θα προχωρήσει επίσης και σε μια σύγκριση μεταξύ των μαθηματικών και της φυσικής ως προς την έννοια του αναγκαίου. Τα μαθηματικά διαφοροποιούνται από την φυσική διότι δεν εξετάζουν μεταβλητές οντότητες που περιέχουν σκοπό. Προχωρούν απλώς με βεβαιότητα από το προηγούμενο στο επόμενο, από την αρχή στο συμπέρασμα χωρίς να γνωρίζουν τα ίδια τον ποιον σκοπό επιτελούν. Είναι όπως το πριόνι να προκύπτει ότι πρέπει να είναι σιδερένιο και με δοντάκια, χωρίς όμως αυτό να γνωρίζει το γιατί είναι έτσι όπως είναι. Δηλαδή επειδή ισχύει το αξίωμα ισχύει και το θεώρημα. Το θεώρημα το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι δύο ορθές στηρίζεται στον ορισμό της ευθείας γραμμής. Αν όμως το θεώρημα αποδει χτεί λανθασμένο απορρίπτεται και το αξίωμα. Το αντίστροφο συμβαίνει στην φυσική όπου η πορεία είναι από το επόμενο στο προηγούμενο, δηλαδή από το τέλος στις υλικές προϋποθέσεις του. Μπορεί δηλαδή η αναγκαιότητα να εκφράζεται μέσα από τις υλικές – φυσικές αλληλουχίες σύνδεσης, αλλά η προέλευσή της βρίσκεται στην αιτία και τον σκοπό και άρα πρέπει να μιλάμε για αναγκαιότητα του σκοπού. Το φαίνεσθαι της αναγκαιότητας βρίσκεται στο διαδικαστικό σκέλος πραγμάτωσης του σκοπού. Στην φυσική λοιπόν επειδή ισχύει το τέλος ισχύουν και οι υλικές – μαθηματικές προϋποθέσεις. Αφού κάτι είναι πριόνι είναι σιδερένιο παρόλο που αν δεν πραγματοποιηθεί το υλικό μέρος δεν θα φθάσουμε και στο τέλος.

1.9   1.4 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤο συμπέρασμα είναι ότι για να επεξεργαστούμε τις έννοιες του τυχαίου και του αναγκαίου χρειάζεται να αναπτυχθεί μια εποικοδομητική συνεργασία ανάμεσα στο υλικό που προσφέρουν οι επιστήμες από την μια πλευρά, και από την άλλη στην ίδια την διερεύνηση του ‘είναι’ του ανθρώπου. Η πρόθεση, ο σκοπός, η συνείδηση, τα φυσικά φαινόμενα μαζί με αυτό που ονομάζουμε τυχαίο, πρέπει να αποτελούν μια ολότητα η οποία στο σύνολό της να μπορεί να εκφέρει νόημα θεμελιώνοντας την ύπαρξη σε όλα τα επίπεδα. Η ανάδειξη της δυνατότητας επιτρέπει την ξεδίπλωση της διαδικασίας και με την τελευταία να αποτελεί τον φορέα της γνώσης. Επιπλέον η σχέση ανάμεσα στο ποιητικό και τελικό αίτιο, αποτελεί την πεμπτουσία του μηχανισμού όσον αφορά τις προϋποθέσεις αυτοπροσδιορισμού του συστήματος. Οι εσωτερικές μορφές δομής που προκύπτουν από το είδος των αιτιακών σχέσεων, καθορίζονται από τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν και αλληλεπιδρούν, η νομοτέλεια που εισάγεται από τον σκοπό, και από το ποιητικό αίτιο του οποίου η δραστηριότητα είναι αυτόβουλη αλλά και εξαρτημένη από την πρόθεση.ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο
Η ΤΥΧΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΥΣΙΚΗ.
Αν λάβουμε υπόψη ότι οι νόμοι της φύσης δεν αναμένεται και μάλλον δεν θα έπρεπε να διασπαστούν για να περιγράψουν και να εξηγήσουν τον φυσικό κόσμο, τότε χρειαζόμαστε μια θεωρία στην οποία ο μικρόκοσμος δεν θα λειτουργεί αντιφατικά με τον μακρόκοσμο. Νομίζω λοιπόν ότι επίσης οι έννοιες του τυχαίου, της αναγκαιότητας αλλά και του συμπτωματικού όχι μόνο δεν έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, αλλά πολύ περισσότερο μόνο η σύνθεση των παραμέτρων αυτών μπορούν να εξηγήσουν την φύση ως ολότητα συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της ανθρώπινης συνείδησης. Όλο το ζητούμενο είναι το πώς θα καταφέρνουμε να γεφυρώνουμε κάθε φορά έννοιες και καταστάσεις που μοιάζουν αντιφατικές, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε παγιδευμένοι εξαιτίας της άγνοιας ή της αδυναμίας μας να σκεφτόμαστε οντολογικά διαφορετικά. Το πρόβλημα είναι ίσως ότι εκ των προτέρων έχουμε ανάγκη την ύπαρξη νοήματος, το οποίο όμως κάθε φορά είναι προδιαμορφωμένο από το ασυνείδητο με συνέπεια να εμποδίζεται η διείσδυση ενός τρόπου σκέψεως όπου πρώτα θα πραγματοποιη θεί η παρατήρηση και μετά θα γίνει η διαμόρφωση του νοήματος. Το πρόβλημα ανακύπτει κάθε φορά που κάτι δεν μοιάζει συμβατό με την ανθρώπινη λογική. Η κατάσταση αυτή βρίσκει κορυφαία εφαρμογή στον κβαντικό κόσμο. H πραγματικότητα του μικρόκοσμου διέπεται από πιθανοκρατικούς νόμους οι οποίοι ακόμα χειρότερα, δεν συμβαδίζουν με τις δομές λογικής του μακρόκοσμου. Για παράδειγμα για τον μικρόκοσμο αν υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος θα μπορούσε να συρρικνωθεί σε αυτό το επίπεδο, θα ήταν φυσιολογικό να μπορεί να βρίσκεται σε πολλά σημεία ταυτόχρονα ανεξάρτητα της απόστασης μεταξύ αυτών. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οι νόμοι της κλασσικής μηχανικής προέρχονται από τις εξισώσεις του Νεύτωνα και οι οποίοι αναφέρονται στον μακρόκοσμο. Σύμφωνα με τους νόμους αυτούς κάθε προηγούμενη και μελλοντική κατάσταση του σύμπαντος είναι απολύτως προβλέψιμη, αφού όλες οι κινήσεις και οι μεταβολές υπόκεινται σε απόλυτα καθορισμένες και αιτιοκρατικές εξισώσεις. Οι βαρυτικές δυνάμεις, οι τροχιές των πλανητών, η καθολικότητα του χρόνου και η αντιστρεψιμότητα των διαδικασιών συγκροτούν ένα μηχανιστικό αιτιοκρατικό σύμπαν, όπου η γνώση των αρχικών συνθηκών αρκεί για να περιγραφεί ένα σύμπαν το οποίο δεν έχει χώρο ούτε για το τυχαίο ούτε για το καινοφανές.

1.10          2.1 Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΕΥΤΩΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ
Ο χαρακτήρας της Νευτώνειας φυσικής θεμελιώθηκε πάνω στην αιτιοκρατία και στην τοπικότητα των φαινομένων. Πρόκειται για μια μηχανιστική αιτιοκρατία στην οποία οι τιμές των παραμέτρων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση ενός φυσικού συστήματος καθορίζονται την κάθε στιγμή, αν είναι γνωστές οι τιμές τους σε μια δεδομένη αρχική στιγμή. Η κίνηση του συστήματος συνεπώς είναι καθορισμένη από την αρχική του κατάσταση και τις φυσικές αλληλεπιδράσεις. Η πιθανότητα πρόβλεψης για οποιαδήποτε στιγμή είναι ίση με την μονάδα. Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι αναφερόμαστε σε γραμμικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να περιγραφούν από τον φορμαλιστικό χαρακτήρα γραμμικών εξισώσεων. Η στατιστική μηχανική σε αυτόν τον εν ενεργεία κόσμο έπαιξε έναν ρόλο κατά τον οποίο προσπάθησε να συμπεριλάβει όλα τα δυνατά ενδεχόμενα. Σύμφωνα με τον Laplace αν θα μπορούσε να υπάρξει μια ιδιοφυία που να λάβει υπόψη της όλες τις δυνατές παραμέτρους και να τις τοποθετήσει σε μια εξίσωση θα μπορούσε να περιγραφεί όλο το σύμπαν. Στην πράξη αυτό δεν μπορεί να συμβεί οπότε η κλασική στατιστική μηχανική περιγράφει τα γραμμικά φαινόμενα.
Οι πρώτες ενδείξεις για την μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα οφείλονται τον Henri Poincare ο οποίος απέδειξε ότι ένα ορισμένο μηχανικό σύστημα η εξέλιξη του οποίου καθορίζεται από τις εξισώσεις του Hamilton μπορεί να εκδηλώσει χαοτική συμπεριφορά. Η χαοτική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα της ευαίσθητης εξάρτησης του συστήματος από τις αρχικές συνθήκες.
Από μαθηματικής άποψης τα φαινόμενα αυτά μπορούσαν πλέον να περιγραφούν μόνο από μη γραμμικά δυναμικά συστήματα με περισσότερους από δύο βαθμούς ελευθερίας. Τέτοια φαινόμενα είναι τα μετεωρολογικά ή οικονομικά μοντέλα τα οποία μπορούν να εκδηλώσουν χαοτική συμπεριφορά. Η χαοτική συμπεριφορά δεν είναι a

1.11          αποτέλεσμα εξωτερικών πηγών θορύβου. Η ιδιότητα των μη γραμμικών συστημάτων να ακολουθούν εκθετικάγειτονικές τροχιές σε μια οριοθετημένη περιοχή του χώρου των φάσεων αποτελεί ένα εγγενές χαρακτηριστικό. Η αρχική τάξη μετατρέπεται στο αντίθετό της και το χάος συρρικνώνεται σε τάξη. Ο Poincare αντιλήφθηκε το χάσμα ανάμεσα στην μηχανική και την θερμοδυναμική καθώς και τον δρόμο προς το χάος. Οπότε ο Prigogine σχολιάζει8:8 Η δήλωση αυτή όπως και όλες οι υπόλοιπες οι οποίες είναι απευθείας δοσμένες στα Ελληνικά προέρχονται από την Ελληνική βιβλιογραφία που παρατίθεται στην τελευταία σελίδα της εργασίας.Βρίσκω πολύ σημαντική αυτή την πρόταση , επειδή ο Poincare προφανώς είχε καταλάβει ότι για να ‘βολέψει’ την θερμοδυναμική, ήταν απαραίτητη κάποια απροσδιοριστία, κάποια στατιστική προσέγγιση στην βασική φυσική. Αλλά βρήκε αυτήν την ιδέα τόσο επαναστατική, ώστε απομακρύνθηκε με τρόμο από αυτήν. ([2] σελ. 210).=Στη συνέχεια όμως και κυρίως χάρις στον ηλεκτρομαγνητισμό του Maxwell και την θεωρία της ειδικής σχετικότητας η αλληλεπίδραση εξελίχθηκε σε θεμελιακή έννοια της φυσικής. Ο Einstein κατάφερε να ενοποιήσει τις δυνάμεις αυτές όπου ο τυχαιακός χαρακτήρας των φαινομένων του ηλεκτρομαγνητισμού και της βαρύτητας εξαφανίζονταν επειδή ακριβώς το υπό παρατήρηση σύστημα ανήκει στο μακροσκοπικό επίπεδο και κατά συνέπεια διατηρεί την ταυτότητά του.
Τα τρία αξιώματα της κλασικής φυσικής που αμφισβητήθηκαν από την κβαντική φυσική είναι ο ρεαλισμός, η τοπικότητα και η αιτιοκρατία. Η πίστη στην ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας ανεξάρτητης από τον παρατηρητή είναι το κύριο χαρακτηριστικό του ρεαλισμού. Η τοπικότητα είναι η αντίληψη ότι τα φαινόμενα δεν είναι ακαριαίοι μετασχηματισμοί. Η αλληλεπίδραση δηλαδή μεταξύ των σωματιδίων είναι διαδικασίες στο χωροχρόνο με πεπερασμένη ταχύτητα. Ο αιτιοκρατικός χαρακτήρας των φαινομένων στην απλή του περίπτωση συνεπάγεται την ύπαρξη γραμμικών εξισώσεων οι οποίες προβλέπουν τις μελλοντικές καταστάσεις.Αντίθετα στην κβαντική φυσική εισάγεται ένα είδος υποκειμενικότητας εξαιτίας της παρεμβολής εντός του συστήματος του παρατηρητή. Ο τελευταίος αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος της συνολικής διαδικασίας εισάγει μια συνείδηση και κατά συνέπεια υποκειμενοποιείται το παρατηρήσιμο μέγεθος. Όσον αφορά τώρα τη μη-τοπικότητα αυτό σημαίνει ότι έχουμε δράση από απόσταση και άρα ακαριαίους μετασχηματισμούς. Ο Einstein επέμεινε στην άποψη της αιτιοκρατικής περιγραφής των ατομικών φαινομένων κάτι που έβρισκε αντίθετη την ερμηνεία της κβαντομηχανικής που παρουσίασε ο Bohr.Ο Bohr δηλώνει στο 5ο συνέδριο του Solvay:Αποδίδει σε κάθε ατομικό φαινόμενο μια ουσιώδη ασυνέχεια , η μάλλον μια ατομικότητα, εντελώς ξένη στις κλασικές θεωρίες που συμβολίζεται με το κβάντο δράσης του Planck.Αυτό το αξίωμα επιβάλλει την άρνηση της αιτιακής χωροχρονικής περιγραφής των ατομικών φαινομένων. Πράγματι η συνήθης περιγραφή των φυσικών φαινομένων στηρίζεται πλήρως στην ιδέα ότι, τα θεωρούμενα φαινόμενα μπορούν να παρατηρηθούν χωρίς να τα διαταράξουμε αισθητά… ([2] σελ. 171).Στα ατομικά φαινόμενα αυτή η διαταραχή όμως δεν είναι αμελητέα και έτσι δεν μπορούμε να μιλάμε για ατομικό φαινόμενο ανεξάρτητα από τα όργανα μέτρησης και τα οποία δεν αποτελούν μια ανεξάρτητη πραγματικότητα. Και ο Bohr συνεχίζει:
Αυτή η κατάσταση έχει σοβαρές συνέπειες. Από τη μια ο ορισμός της κατάστασης ενός φυσικού συστήματος, όπως γίνεται συνήθως κατανοητό απαιτεί την απαλοιφή όλων των εξωτερικών διαταραχών. Αλλά στην περίπτωση αυτή σύμφωνα με το κβαντικό αξίωμα, κάθε παρατήρηση θα είναι αδύνατη και πάνω από όλα οι έννοιες του χώρου και του χρόνου χάνουν την άμεση σημασία τους. Από την άλλη εάν για να κάνουμε την παρατήρηση δυνατή, επιτρέψουμε κάποιες αλληλεπιδράσεις με κατάλληλα όργανα μέτρησης, που δεν ανήκουν στο σύστημα, ένας σαφής ορισμός της κατάστασης του συστήματος δεν είναι φυσικά δυνατός και δεν μπορεί να υπάρχει θέμα αιτιότητας με τη συνήθη έννοια του όρου.Η ίδια η φύση της κβαντικής θεωρίας μας αναγκάζει λοιπόν να δεχτούμε την χώρο-χρονική περιγραφή και το αίτημα της αιτιότητας, η ένωση των οποίων χαρακτηρίζει τις κλασικές θεωρίες, ως συμπληρωματικά καιαλληλόαποκλειόμενα χαρακτηριστικά της περιγραφής, που συμβολίζουν αντίστοιχα την εξιδανίκευση της παρατήρησης και του ορισμού. ([2] σελ. 172).
Στη συνέχεια ο Bohr αναφέρει το παράδειγμα της Σχετικότητας, όπου ο χωρισμός του χώρου από το χρόνο γίνεται μόνο εκεί όπου οι ταχύτητες είναι μικρές ως προς την ταχύτητα του φωτός. Είναι η περίπτωση του μακροσκοπικού κόσμου που είναι παρατηρήσιμος μέσα από την καθημερινότητά μας. Κατά αντίστοιχο τρόπο ο διαχωρισμός του μετρούμενου μεγέθους από το όργανο μέτρησης δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα όταν αναφερόμαστε σε μακροσκοπικό επίπεδο. Ουσιαστικά ο παραπάνω διαχωρισμός είναι εφικτός μόνο όταν το κβάντο δράσης είναι αμελητέο κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στο μικροσκοπικό επίπεδο.
Ο Bohr σύμφωνα με τον Bell θεώρησε ότι οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της περιγραφής των φυσικών διαδικασιών εισάγοντας ένα σκεπτικό διαχωρισμού μεταξύ του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου. Δηλαδή άλλη φυσική ισχύει στον έναν και άλλη φυσική στον άλλο. Στον μακρόκοσμο τα όργανα παρατήρησης δεν αλληλεπιδρούν με το μετρούμενο αντικείμενο με τρόπο που να διαταράσσεται το σύστημα πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στα κβαντικά συστήματα. Το μειονέκτημα της παραπάνω θέσης είναι ότι μοιάζει να εισάγεται μια διάκριση μεταξύ δύο ξεχωριστών κόσμων στους οποίους διαδραματίζονται οι φυσικές διαδικασίες, με συνέπεια να χάνεται η ολότητα του συνολικού μηχανισμού όσον αφορά τις λειτουργίες της φύσης. Το σύμπαν όμως ως ένα αδιαίρετο σύνολο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό. Εδώ όμως πρέπει να σημειωθεί ότι άλλο πράγμα είναι το πώς λειτουργεί η φύση και άλλο το πώς μπορούμε εμείς να περιγράψουμε αυτήν τη λειτουργία. Επίσης η παραπάνω διάσπαση μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένα βήμα για λόγους κατανόησης, κάτι το οποίο σημαίνει ότι τα δύο παραπάνω επίπεδα μπορούν να συνδεθούν σε ένα νέο πλαίσιο

1.12          .9Επομένως σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό ο Bohr δηλώνει10:9 Στην παράγραφο για την θεωρία των ‘χορδών’ περιγράφεται το πώς επιτυγχάνεται αυτή η σύνδεση.

1.13          10 Η συγκεκριμένη δήλωση, όπως και όλες οι υπόλοιπες που είναι γραμμένες στα Αγγλικά προέρχονται από την ιστοσελίδα www.spaceandmotion.com .Οι μεταφράσεις τους είναι δικές μου When it comes to atoms, language can be used only as in poetry. The poet, too, is not nearly so concerned with describing facts as with creating images. It is wrong to think that the task of physics is to find out how Nature is. Physics concerns what we say about Nature.
Όταν μελετάμε τα «άτομα» η χρήση της γλώσσας πρέπει να πραγματοποιηθεί με μια άλλη λογική όπως συμβαίνει στην ποίηση. Το ποίημα δεν ενδιαφέρεται ούτε σκοπός του είναι να περιγράψει γεγονότα, όσο το να δημιουργήσει έννοιες και μορφές. Είναι λάθος να νομίζουμε ότι ο σκοπός της φυσικής είναι να ανακαλύψει το πώς είναι η φύση. Η φυσική ασχολείται με το τι μπορούμε να πούμε εμείς για τη φύση.
Μέσα στο ίδιο πνεύμα συλλογισμού ο Heisenberg το 1963 συμπληρώνει:
What we observe is not nature itself, but nature exposed to our method of questioning.
Αυτό που παρατηρούμε δεν είναι η ίδια η φύση, αλλά είναι η φύση που αποκαλύπτεται ανάλογα με τα ερωτήματα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούμε.
Και συνεχίζει:
Natural science , does not simply describe and explain nature; it is part of the interplay between nature and ourselves.
Η φυσική επιστήμη δεν περιγράφει και εξηγεί μόνο την φύση, η επιστήμη είναι μέρος της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην φύση και σε εμάς.
Η κατάσταση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι το μικροσκοπικό τυχαίο μεταμορφώνεται στο μακροσκοπικό επίπεδο σε μακροσκοπική αναγκαιότητα. Οι πιθανοκρατικοί νόμοι χαρακτηρίζουν το μεγαλύτερο μέρος των φαινομένων που συναντούμε στη φύση. Κατά συνέπεια οι γραμμικοί νόμοι που χρησιμοποιούμε σε ιδανικές συνθήκες δεν είναι παρά καθαρές περιπτώσεις όπου το φαινόμενο μπορεί να θεωρηθεί αποκομμένο από το σύνολο των προσδιοριστικών όρων του. Αφού λοιπόν το τυχαίο είναι ο κανόνας στον πραγματικό κόσμο, τότε αυτό προκύπτει από έναν μεγάλο αριθμό αιτιακών σχέσεων. Ο Engels δηλώνει ότι:
Tο τυχαίο δεν είναι η άρνηση της αιτιότητας και της αιτιοκρατίας, αλλά η έκφραση του πλούτου των προσδιορισμών του όντος μέσα στους όρους της πραγματοποίησής του.Για την σχολή της Κοπεγχάγης οι πιθανότητες οφείλονται στην ανυπαρξία αιτιακών σχέσεων. Από την άλλη πλευρά όμως θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι πιθανότητες ως οι πολλαπλές δυνατότητες του συστήματος που οφείλονται στο στοχαστικό

1.14          11 χαρακτήρα των αλληλεπιδράσεών του με το περιβάλλον καθώς και στην ενδεχόμενη ύπαρξη λανθανουσών παραμέτρων

1.15          11 Ο στοχαστικός χαρακτήρας είναι ένα μοντέλο πιθανοτικής κατανομής το οποίο στην απλή του περίπτωση ακολουθεί την Gaussian γραφική παράσταση η οποία είναι σε σχήμα «καμπάνας».
2.2

1.16           Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΚΒΑΝΤΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

1.17          Τα πάντα όμως έμελλε να αλλάξουν όταν οι επιστήμονες άρχισαν να μελετούν τις παράξενες ιδιότητες του φωτός. Για παράδειγμα το είδος του φωτός που έλαμπε από αέρια που θερμαίνονταν σε γυάλινους σωλήνες. Το ζέσταμα λοιπόν ενός αερίου, και παρατηρώντας μέσα από ένα πρίσμα έφτιαχνε σαφείς διακεκριμένες χρωματιστές γραμμές και όχι το συνεχόμενο φάσμα από ένα κομμάτι γυαλί που θα αναμένονταν να παρατηρηθεί.
Η λύση δόθηκε από τον Bohr ο οποίος πίστευε ότι η εξήγηση βρισκόταν στην καρδιά της ύλης, δηλαδή στην δομή του ατόμου. Αντιμετωπίζοντας τα άτομα ως μικρά ηλιακά συστήματα με ακόμα μικρότερα σωματίδια τα ηλεκτρόνια, να περιστρέφονται γύρω από τον πυρήνα σε απόλυτα συγκεκριμένες τροχιές. Ο Bohr είπε ότι αν θερμανθεί το άτομο τότε τα ηλεκτρόνιά του απωθούνται και πηδούν από τη μια τροχιά στην άλλη. Κάθε άλμα όμως εξέπεμπε ενέργεια με την μορφή φωτός σε πολύ συγκεκριμένα μήκη κύματος. Γι’ αυτό και τα άτομα παράγουν πολύ συγκεκριμένα χρώματα. Αυτό είναι και το κβαντικό άλμα. Το συγκλονιστικό όμως χαρακτηριστικό και αυτό που τελικά θα άλλαζε τους κανόνες του παιχνιδιού, ήταν ότι αυτή η μετατόπιση του ηλεκτρονίου από την μια τροχιά στην άλλη πραγματοποιούνταν ακαριαία. Ο Bohr το εξήγησε αυτό λέγοντας ότι το κβαντικό άλμα πηγάζει από μια βασική και παράξενη ιδιότητα των ηλεκτρονίων στα άτομα. Δηλαδή ότι η ενέργειά τους υπάρχει σε ξεχωριστά κομμάτια τα οποία δεν υποδιαιρούνται σε ποσότητες που ονομάζονται κβάντα. Γι’ αυτό και υπάρχουν συγκεκριμένες τροχιές που καταλαμβάνουν.
Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα και πείραμα που αποκαλύπτει τις περίεργες ιδιότητες του κβαντικού κόσμου είναι αυτό της διπλής σχισμής. Μέσα από το πείραμα αυτό αναδείχθηκαν ιδιότητες που δεν είναι συμβατές με την κλασική ανθρώπινη λογική, αλλά ακόμα εντυπωσιακότερα περιπλέχτηκαν τα πράγματα λόγω των συνεπειών. Έστω ότι τοποθετούμε μια πλάκα που αποτελείται από δύο σχισμές μέσα από τις οποίες μπορούν να περνάνε μικρές μπαλίτσες. Εάν εκτοξεύσουμε έναν μεγάλο αριθμό από τέτοιες μπαλίτσες, ορισμένες θα χτυπήσουν στο πλαίσιο, ενώ αυτές που θα περάσουν θα σχηματίσουν δύο κατακόρυφες στήλες στον τοίχο που θα πέσουν από τα ίχνη που θα έχουν αφήσει οι μπάλες. Εάν στην συνέχεια σταλεί ένα κύμα από νερό από την ίδια πλάκα με τις δύο σχισμές, τότε το αποτέλεσμα στον τοίχο θα είναι ο σχηματισμός έξη ή εφτά διακριτών στηλών όπου η κεντρική στήλη θα είναι πιο παχιά και όσο θα πηγαίνουμε προς τις άκρες οι στήλες θα γίνονται πιο αδύνατες. Το αποτέλεσμα αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό και προκύπτει από το ότι τα κύματα περνώντας μέσα από τις σχισμές σχηματίζουν καινούρια σχήματα τα οποία εξουδετερώνουν τα προηγούμενα. Κατά συνέπεια στην κεντρική στήλη χτυπάει το μεγαλύτερο κύμα, ενώ στις άκρες γίνεται σταδιακά όλο και πιο αδύνατο. Αυτά όλα μέχρι τώρα ισχύουν για τον μακρόκοσμο.
Εάν επαναληφθεί τώρα το πείραμα αυτό στον μικρόκοσμο και αντί για μπαλίτσες εκτοξεύσουμε ηλεκτρόνια τα αποτελέσματα είναι παράλογα. Δηλαδή στέλνοντας ηλεκτρόνια ανάμεσα στις δύο σχισμές, τα ίχνη που θα αφήσουν στον τοίχο που προσκρούουν θα έχουν την μορφή που άφηναν τα κύματα στο πείραμα του μακρόκοσμου. Δηλαδή ενώ εμείς στείλαμε ηλεκτρόνια αυτά συμπεριφερθήκανε ως κύματα κάτι το οποίο δεν έχει νόημα. Για να δούνε οι επιστήμονες το τι συμβαίνει τοποθέτησαν μια συσκευή παρακολούθησης του φαινομένου. Το συγκλονιστικό ήταν ότι όταν τοποθετήθηκε το μακροσκοπικό όργανο το ηλεκτρόνιο συμπεριφέρθηκε ως σωματίδιο αφού τα ίχνη που άφησε ήταν οι δύο στήλες. Φυσικά με αυτό το πείραμα αποκαλύφθηκε η διπλή σωματιδιακή φύση του φωτός αφού θα μπορούσαμε εξίσου να είχαμε στείλει φωτόνια. Το ηλεκτρόνιο δηλαδή συμπεριφέρθηκε ως σωματίδιο σαν να γνώριζε ότι το παρακολουθούμε. Φυσικά η αιτία αυτής της συμπεριφοράς είναι η παρέμβαση ενός μακροσκοπικού οργάνου στον μικρόκοσμο και η διαταραχή που αυτό δημιουργεί στο σύστημα. Κάποιοι επιστήμονες σκέφτηκαν μήπως το σωματίδιο που στέλνουμε μπορεί να απλωθεί σαν κύμα. Έτσι ο Schrodinger βρήκε μια εξίσωση που φαινόταν να το περιγράφει. Ο Schrodinger πρότεινε ότι αυτό το κύμα περιγράφει ένα εκτεταμένο ηλεκτρόνιο που κάπως σαν να πασαλείφτηκε και δεν είναι πια σημείο.
Η λύση πάντως δόθηκε από τον Max Born ο οποίος είπε ότι το ηλεκτρόνιο που στέλνουμε δεν είναι ούτε σωματίδιο αλλά ούτε και κύμα, αλλά είναι ένα κύμα πιθανότητας. Κατά συνέπεια τα ίχνη στην φωτογραφική πλάκα αντιστοιχούν σε ποσοστά πιθανότητας με την μεγαλύτερη από αυτήν να βρίσκεται στην κεντρική στήλη. Ο Born δηλαδή είπε ότι το μέγεθος του κύματος σε οποιοδήποτε σημείο προβλέπει την πιθανότητα να βρεθεί εκεί το ηλεκτρόνιο. Όπου δηλαδή το κύμα είναι μεγάλο δεν σημαίνει ότι εκεί βρίσκεται το περισσότερο από το ηλεκτρόνιο, αλλά εκεί έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να βρίσκεται. Στην ουσία του πράγματος δεν μπορούμε να ρωτήσουμε το που είναι τώρα το ηλεκτρόνιο. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι αν κοιτάξουμε σε αυτό το σημείο στον χώρο να αναζητήσουμε την πιθανότητα να βρίσκεται εκεί.
Η μεγάλη όμως δυσκολία με την κβαντική θεωρία δεν είναι μόνο η πιθανοκρατική μορφή του αποτελέσματος. Το πιο αμφιλεγόμενο σημείο βρίσκεται στην συμμετοχή της μέτρησης στον μικρόκοσμο. Για τον Bohr η μέτρηση αλλάζει τα πάντα. Πίστευε ότι πριν μετρήσουμε ή παρατηρήσουμε ένα σωματίδιο τα χαρακτηριστικά του ήταν αβέβαια. Για παράδειγμα στο πείραμα με τις δύο σχισμές όταν ένα ηλεκτρόνιο στέλνεται πριν η οθόνη μας δείξει την θέση του, θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε σε ένα μεγάλο πεδίο πιθανοτήτων. Την στιγμή όμως που γίνεται η παρατήρηση και μόνο τότε η αβεβαιότητα της θέσης του εξαφανίζεται. Δηλαδή η ίδια η μέτρηση αναγκάζει το ηλεκτρόνιο να αφήσει όλες τις δυνατές θέσεις που θα μπορούσε να έχει και να επιλέξει μόνο μία, αυτή που παρατηρούμε. Φυσικά αυτή η ερμηνεία έβρισκε τελείως αντίθετο τον Einstein ο οποίος δεν μπορούσε να δεχθεί ότι η ύπαρξη ενός πράγματος εξαρτάται από την ανθρώπινη παρατήρηση.
2.3

1.18          Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Για την διατύπωση της αρχής της συμπληρωματικότητας (the principle of complementarity) ο Bohr επηρεάστηκε από τη μορφή δυϊσμού του φωτός. Το τελευταίο συμπεριφέρεται είτε ως κύμα είτε ως σωματίδιο (particle) με συμπληρωματικό τρόπο. Παράλληλα η αρχή απροσδιοριστίας (the uncertainty principle) του Heisenberg τον βοήθησε στο να διατυπώσει την παραπάνω αρχή. Στην κλασική φυσική οι παρατηρήσεις γίνονται από όργανα των οποίων ο ρόλος περιορίζεται στην καταγραφή των ενδείξεων με τον παρατηρητή να είναι αποκομμένος από την διαδικασία. Οπότε ο Bohr αναφέρει:
Στην κβαντική φυσική όμως όταν θέλουμε να περιγράψουμε ένα μοναδικό ατομικό φαινόμενο, μπορούμε να εφαρμόσουμε τις κλασικές έννοιες μόνο με έναν συμπληρωματικό τρόπο. Αυτή η συμπληρωματικότητα δεν βάζει κανένα απόλυτο όριο στην εφαρμογή οποιασδήποτε μοναδικής κλασικής έννοιας. Πράγματι δεν μπορούμε να μην βλέπουμε τα ατομικά φαινόμενα με τον κλασικό τρόπο. Αυτή είναι η μόνη μας δυνατότητα να πετυχαίνουμε αντικειμενική περιγραφή. Είμαστε υποχρεωμένοι να παρατηρούμε αυτά τα φαινόμενα με τις κλασικές μας συσκευές και δεν έχουμε κανέναν περιορισμό για την ιδανική ακρίβεια της μέτρησης μιας μοναδικής ποσότητας που χαρακτηρίζει το φαινόμενο. Αλλά σε κάθε τέτοια μέτρηση, η αλληλεπίδραση της συσκευής με το ατομικό σύστημα, η οποία οφείλεται στον κβαντικό του χαρακτήρα, δεν μπορεί να ελεγχθεί κάτω από ένα όριο που επιβάλλεται από το κβάντο δράσης, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το να κάνει αδύνατο τον ακριβή προσδιορισμό άλλων ποσοτήτων, που αναφέρονται στο ίδιο φαινόμενο. Αυτό είναι το περιεχόμενο των σχέσεων απροσδιοριστίας του Heisenberg, η έννοια της συμπληρωματικότητας ανάμεσα σε διαφορετικούς τρόπους παρατήρησης του φαινομένου. ([2] σελ. 184)
-Ο Rosenfeld περιγράφει ως εξής τη σχέση ανάμεσα στην αιτιότητα και την συμπληρωματικότητα: Η αδιάσπαστη αιτιώδης αλυσίδα των φαινομένων της κλασικής φυσικής είναι μια ψευδαίσθηση. Κάθε φαινόμενο είναι στην πραγματικότητα μια ολότητα που κλείνει με την καταγραφή ενός σταθερού σημείου στη συσκευή μέτρησης και οι δεσμοί του με άλλα φαινόμενα είναι περισσότερο εκτεταμένοι απ’ όσο φανταζόμαστε στην κλασική φυσική. Σχηματίζουν ένα πολύπλοκο δίκτυο που εκφράζει από κάθε σημείο όχι μόνο μια γραμμή εξέλιξης, αλλά μια ολόκληρη κλίμακα δυνατοτήτων, που κάθε μια προσδιορίζεται από μια ακριβή πιθανότητα εμφάνισης. Η αιτιοκρατία της κλασικής φυσικής εμφανίζεται μόνον ως ειδική περίπτωση αυτής της ευρύτερης στατιστικής αιτιότητας. Αντιστοιχεί σε συνθήκες παρατήρησης, στις οποίες δεν μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε πολλές όμοιες γραμμές, που οδηγούν στο ίδιο σχεδόν αποτέλεσμα και έτσι μιλούμε για ένα μοναδικό καθορισμένο τρόπο ροής των πραγμάτων. ([2] σελ. 184)

1.19          Σύμφωνα με τον Bohr οι σχέσεις απροσδιοριστίας είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε εφόσον χρησιμοποιούμε την κλασική περιγραφή μιας και τα όργανα που χρησιμοποιούμε είναι μακροσκοπικές συσκευές. Αντιθέτως αυτό που θα έπρεπε να θεωρηθεί αντιφατικό είναι το γεγονός ότι επιδιώκουμε να κάνουμε μετρήσεις που αφορούν δυο αντιφατικές, αλληλοαποκλειόμενες όψεις όπως το σωματίδιο και το κύμα12.
12 Χρηστίδης Θεόδωρος, Χάος και Πιθανολογική Αιτιότητα : Μεταξύ Προκαθορισμού και Τύχης. (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 1997), σελ. 117.

1.20           

1.21          2.4 Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ

Το βασικό χαρακτηριστικό της κβαντικής μηχανικής είναι η σχέση αβεβαιοτήτων του Heisenberg.Σύμφωνα με τις σχέσεις αυτές είναι αδύνατο να μετρήσουμε την ίδια στιγμή ή διαδοχικά την τιμή συζυγών μεγεθών που οι τελεστές τους δεν αντιμεταθέτονται. Τέτοια μεγέθη είναι η θέση και η ορμή ενός σωματιδίου. Όσο μεγαλύτερη είναι η ακρίβεια στη μέτρηση της θέσης, τόσο η μεγαλύτερη είναι η απροσδιοριστία ως προς την ορμή του και αντίστροφα. «Το γινόμενο της απροσδιοριστίας στη θέση ενός σωματιδίου επί την απροσδιοριστία στην ορμή του σε μια ταυτόχρονη μέτρηση των μεγεθών αυτών, είναι της τάξης μεγέθους της σταθεράς του Planck h δηλαδή: ≈h
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα έσχατο όριο στην ακρίβεια με την οποία μπορούμε να μετρήσουμε ταυτόχρονα συζυγή μεγέθη, όπως είναι η θέση και η ορμή. Ο Heisenberg θεώρησε ότι οι σχέσεις αυτές αποτελούν έναν θεμελιώδη νόμο και ότι οι υπόλοιποι νόμοι της φύσης θα πρέπει να συμβιβαστούν με τους νόμους της απροσδιοριστίας.» (σ. 117). Η κατάσταση αυτή της απροσδιοριστίας περιγράφεται από τον Heisenberg ως εξής:The most difficult problem ... concerning the use of the language arises in quantum physics. Here we have at first no simple guide for correlating the mathematical symbols with concepts of ordinary language: and the only thing we know from the start is the fact that our common concepts cannot be applied to the structure of the atoms.
Το πιο δύσκολο πρόβλημα αφορά την χρήση της γλώσσας στην κβαντική φυσική. Σε αυτήν δεν έχουμε κάποιο οδηγό ώστε να μπορέσουμε να συσχετίσουμε τα μαθηματικά σύμβολα με τις έννοιες της γλώσσας που χρησιμοποιούμε, και το μόνο πράγμα που γνωρίζουμε από την αρχή είναι το γεγονός ότι οι κοινές μας έννοιες δεν μπορούν να εφαρμοστούν στα «άτομα».
Ο Heisenberg υποστηρίζει ότι η έννοια της πιθανότητας συνδέεται στενά με την έννοια του Αριστοτελικού δυνάμει και ότι είναι η μετατροπή της αρχαίας ποιοτικής έννοιας του δυνάμει (potentia) σε ποσοτική έννοια. Το κύμα πιθανότητας αντιπροσωπεύει κατά τον Heisenberg μια τάση (propensity) προς κάτι. Ένα στοιχειώδες σωμάτιο περιγράφεται από μια συνάρτηση πιθανότητας (probability function).Άρα ούτε καν η ιδιότητα του όντος δεν ανήκει σε αυτό που περιγράφεται το οποίο είναι μια δυνατότητα (possibility) προς το «είναι» ή μια τάση προς το «είναι». Είναι δηλαδή κάτι που βρίσκεται μεταξύ στην ιδέα ενός συμβάντος και στο πραγματικό συμβάν.
Σύμφωνα λοιπόν με την ορθόδοξη ερμηνεία υπάρχουν δύο θεμελιώδεις παράμετροι για τον αντιαιτιοκρατικό χαρακτήρα της κβαντικής θεωρίας. α) Οι πιθανοκρατικοί νόμοι δεν είναι προϊόν ατελούς γνώσης όπως θα συνέβαινε στο μακροσκοπικό επίπεδο. Αντιθέτως η κβαντομηχανική είναι πλήρης και η απροσδιοριστία είναι εγγενής στο κβαντικό επίπεδο. β) Η παραπάνω διατύπωση έχει ως αρχική της προκείμενη τις ανισότητες του Heisenberg και την αδυναμία της ταυτόχρονης μέτρησης δύο συζυγών μεγεθών. Ακόμα όμως και αν υπήρχε η δυνατότητα της ταυτόχρονης μέτρησης δεν θα μπορούσε να γίνει η περιγραφή αυτών των μη γραμμικών φαινομένων στα πλαίσια μιας κλασικής αιτιοκρατικής λογικής.Η κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης (collapse of the wave-function) είναι μια μη γραμμική, μη αντιστρεπτή και πάνω απ’ όλα μια ποιοτική μετατροπή. Υπό αυτούς τους όρους οι οποίοι είναι, η ανυπαρξία σύνθετων πιθανοτήτων για μη συμβατά παρατηρήσιμα, η μη ταυτόχρονη ύπαρξη τέτοιων παρατηρήσιμων και οι ανισότητες του Heisenberg καταργούν τη μπούλεια13 δομή του πλέγματος με συνέπεια η έννοια της κλασικής πιθανότητας να ερμηνεύεται ως υποκειμενική. Αντίθετα η Σχολή της Κοπεγχάγης προτείνει τις κβαντικές πιθανότητες οι οποίες είναι στατιστικού τύπου και είναι θεμελιακής φύσεως και ανήκουν στην αντικειμενική δομή του πραγματικού κόσμου.
13 Η άλγεβρα Boole είναι η έννοια της κλασικής λογικής όπου κάτι μπορεί να είναι αληθές ή ψευδές και όχι κάτι ενδιάμεσο. Πάνω σε αυτή τη λογική θεμελιώνεται η λειτουργία των υπολογιστών. Το 0 και 1 αποτελούν τις δύο δυνατές καταστάσεις οι οποίες πραγματώνονται με την χρήση ολοκληρωμένων κυκλωμάτων (οι λογικές πύλες AND, OR, NAND, NOR).Το παραπάνω δυαδικό σύστημα αντιστοιχεί σε τάσεις 0 και 5 volt αντίστοιχα όσον αφορά την πραγμάτωσή του στο hardware μέρος του υπολογιστή.
Σύμφωνα με τον Max Born το τετράγωνο της κυματοσυνάρτησης αντιπροσωπεύει μια πυκνότητα πιθανότητας με βάση την οποία είναι δυνατόν να υπολογίσουμε την πιθανότητα παρουσίας ενός σωματιδίου σε ένα στοιχείο όγκου ή τη δημιουργία μιας ιδιοκατάστασης (eigenstate) κατά τη μέτρηση. Μάλιστα ο Einstein το 1936 αναφέρει για τον Born τα εξής:
It seems to be clear, therefore, that Born’s statistical interpretation of quantum theory is the only possible one. The wave function does not in any way describe a state which could be that of a single system; it relates rather to many systems, to an “ensemble of systems” in the sense of statistical mechanics.

Φαίνεται επομένως να είναι ξεκάθαρο, ότι η στατιστική ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας του Born είναι η μόνη δυνατή. Η κυματοσυνάρτηση σε καμία περίπτωση δεν περιγράφει μια κατάσταση ενός μεμονωμένου συστήματος. Αναφέρεται μάλλον σε πολλά συσχετισμένα συστήματα, σε μια μικρή «ορχήστρα συστημάτων» σύμφωνα με την λογική της στατιστικής μηχανικής.
Σύμφωνα με τον von Neumann ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται ένα κβαντικό σύστημα είναι ο εξής: Στην περίπτωση που το σύστημα δεν διαταραχθεί από το όργανο μέτρησης, ο χαρακτήρας της συμπεριφοράς του είναι αιτιοκρατικός. Μπορεί μάλιστα να περιγραφεί από την εξίσωση του Schrodinger και φυσικά διαθέτει θέση και ορμή χωρίς να είναι αλληλοαποκλειόμενα. Στην περίπτωση όμως που παρεμβαίνει το όργανο μέτρησης η αρχική καθαρή κατάσταση μετατρέπεται σε μείγμα καταστάσεων εξαιτίας της δημιουργίας περισσοτέρων από μία καταστάσεις. Παρά τη γνώση της αιτίας (αλληλεπίδραση με το όργανο) ο μετασχηματισμός θεωρείται αναίτιος. Οι ασυνεχείς μεταβολές που συμβαίνουν κατά την μέτρηση έχουν μεν αίτιο, αλλά είναι απρόβλεπτες και κατά συνέπεια αναιτιοκρατικές. Επομένως ο μετασχηματισμός του κβαντικού συστήματος το οποίο είναι η αναγωγή της κυματοσυνάρτησης παραμένει μη πραγματοποιήσιμη. Το σύστημα το οποίο υφίσταται τη μέτρηση θα συνεχίσει να ταλαντεύεται στην αιωνιότητα ανάμεσα στις δυνατές καταστάσεις. Ουσιαστικά η παρέμβαση του οργάνου δημιούργησε μια πληθώρα δυνάμει καταστάσεων, με συνέπεια το σύστημα να χάσει τον αιτιοκρατικό του χαρακτήρα και παραμένει μετέωρο στον δυνάμει κόσμο. Μόνο η παρέμβαση ενός παρατηρητή δηλαδή μιας συνείδησης μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης και το σύστημα να περάσει σε μια ιδιοκατάσταση. Η ιδιοκατάσταση (eigenstate) αυτή θα είναι μια από τις πολλές δυνάμει καταστάσεις που προϋπήρχαν πριν την παρέμβαση του παρατηρητή και πλέον μόνο μία έχει περάσει σε εν-ενεργεία μορφή έχοντας λάβει μία συγκεκριμένη ιδιοτιμή (eigenvalue) εξαιτίας της μέτρησης από τον παρατηρητή. Παρεμβαίνοντας όμως ο παρατηρητής θα αποτελέσει και αυτός μέρος του μεγάλου συστήματος, οπότε είναι σαν η αναγωγή να αυτοαναιρείται εξαιτίας του ότι καταργείται αυτή η ιδιότητά της. Αυτό αποτελεί και ένα από τα σημεία της αδυναμίας της ορθόδοξης ερμηνείας και του ιντετερμινιστικού χαρακτήρα της.

1.22           

1.23          2.5 Η ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

1.24          Ένα ελεύθερο σωμάτιο εξελίσσεται αιτιοκρατικά μόνον όταν βρίσκεται στο απομονωμένο σύστημά του. Αυτή η αιτιοκρατία καταργείται από τη στιγμή που εισέρχεται στο σύστημα το όργανο μέτρησης και διαταράσσει αυτή την ιδανική απομόνωση. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται νέα στοιχεία πραγματικότητας εξαιτίας της αλληλεπίδρασης, άλλα καταστρέφονται και οι δυνατότητες του κβαντικού συνόλου γίνονται πραγματικές. Οι νέες καταστάσεις δεν αναδύονται από το μηδέν. Τα στοιχεία πραγματικότητας της νέας κατάστασης προκύπτουν από το μετασχηματισμό στοιχείων της παλαιάς κατάστασης, εξαιτίας της αλληλεπίδρασης του σωματιδίου με το όργανο. Αυτά τα φαινόμενα μετασχηματισμού είναι μη αντιστρεπτά και μη συντηρητικά. Είναι διαδικασίες στο χωροχρόνο και όχι στιγμιαίες μεταπτώσεις. Οπότε έχουμε πραγματικά φυσικά φαινόμενα και κατά συνέπεια το καταστατικό διάνυσμα δεν είναι ένα λογιστικό εργαλείο. Οι δυνατές αυτές καταστάσεις και οι αντίστοιχες πιθανότητες εξαρτώνται από τη φύση και την κατάσταση του σωματιδίου, του οργάνου αλλά και από τις συνθήκες. Κατά συνέπεια ο μετασχηματισμός είναι αιτιοκρατικός επειδή η μεταβολή των συνθηκών συνεπάγεται την αλλαγή της πιθανοτικής κατανομής.
Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να μετρήσουμε την ίδια στιγμή την θέση και την ορμή του σωματιδίου δεν σημαίνει ότι η θέση και η ορμή δεν υπάρχουν πριν από τη παρατήρηση και ανεξάρτητα από αυτήν ή ότι δεν υπάρχει αιτιότητα στο κβαντικό επίπεδο. Φανερώνει την ύπαρξη μιας διαταραχής μη αμελητέας που οφείλεται στην συμμετοχή του οργάνου που οφείλεται στην πεπερασμένη τιμή του κβάντου δράσης. Αν βάλουμε h=0 στην παραπάνω εξίσωση η κλασική αιτιότητα επανεμφανίζεται. Η διαταραχή αυτή επίσης δεν είναι απροσδιόριστη. Αντίθετα είναι πολύ καθορισμένη από την τάξη μεγέθους του κβάντου δράσης. Ο προσδιορισμός του γινομένου δύο απροσδιοριστιών αποτελεί άρνηση της απροσδιοριστίας. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι παρόλο που οι φυσικοί νόμοι συνεπάγονται μια απροσδιοριστία (εξαιτίας της αδυναμίας της ταυτόχρονης μέτρησης) θα μπορούσε κανείς να πει ότι η σωματιδιακή μας αντίληψη είναι ανεπαρκής γι’ αυτό και δεν μπορούμε να περιγράψουμε τον κβαντικό κόσμο. Η προσπάθειά μας δηλαδή να διαχειριστούμε την κβαντικό κόσμο χρησιμοποιώντας την κλασική λογική αναπόφευκτα είναι και ο λόγος της αίσθησης της απροσδιοριστίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η φύση δεν είναι αιτιοκρατική. Στο κβαντικό επίπεδο αποκαλύπτεται ένα άλλο είδος αντικειμενικότητας το οποίο υπερβαίνει την τυπική λογική. Το ουσιαστικό χαρακτηριστικό αυτής της αντικειμενικότητας είναι ότι τα κβαντικά συστήματα δεν διατηρούν την ταυτότητά τους και άρα η αντίστοιχη αρχή της τυπικής λογικής δεν ισχύει κατά την μέτρηση Οι προσπάθειες για την ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας σύμφωνα με το ρεαλιστικό μοντέλο έγιναν από τη μεριά του Einstein με τη χρήση νοητικών-υποθετικών πειραμάτων. Από την άλλη πλευρά η ερμηνεία της Κοπεγχάγης ερχόταν σε συμφωνία με όλα τα πειραματικά δεδομένα παρόλο που η θεωρία της έχει έναν έντονο υποκειμενισμό και σε πολλά σημεία της μοιάζει ελλιπής.
Για να φανεί καλύτερα η τοπικότητα αλλά και ο αιτιοκρατικός χαρακτήρας της ρεαλιστικής προσέγγισης χρειάζεται να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στο δυνάμει και το ενεργεία. Μία ενεργεία κατάσταση υπάρχει πριν από την μέτρηση, δεν δημιουργείται δηλαδή κατά την αλληλεπίδραση του συστήματος με το όργανο μέτρησης. Παρόλο που άλλα παρατηρήσιμα μεγέθη διαταράσσονται η μέτρηση θεωρείται ιδανική. Στην περίπτωση όμως αυτή το σύστημα βρισκόταν ήδη σε μια ιδιοκατάσταση και ο μονοδιάστατος χώρος Hilbert είναι πραγματικός και όχι δυνάμει. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει η περίπτωση που τα στοιχεία πραγματικότητας δημιουργούνται από την μέτρηση στον δυνάμει πλέον χώρο Hilbert. «Εδώ έχουμε δύο ενδεχόμενα.14α) Η κατάσταση δημιουργείται με πιθανότητα ίση με 1 στην περίπτωση που το σύστημα έχει μία και μοναδική δυνατότητα. β) Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια επαλληλία καταστάσεων η οποία μετατρέπεται με την μέτρηση σε μείγμα. Οι καταστάσεις στην περίπτωση αυτή δεν προϋπάρχουν. Δημιουργούνται εξαιτίας της αλληλεπίδρασης ως πραγμάτωση των δυναμικοτήτων του στατιστικού συνόλου στις δεδομένες συνθήκες. Η δημιουργία των καταστάσεων είναι μια μη γραμμική διαδικασία, μη αντιστρεπτή και η οποία δεν περιγράφεται από τις σημερινές εξισώσεις της κβαντικής μηχανικής.» (σελ. 209)
14 Μπιτσάκης Ευτύχης, Ο Νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός. (Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg, 1999), σ. 209.
«Ουσιαστικά αυτή η κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης είναι που δημιουργεί και το αδιέξοδο στη σχολή της Κοπεγχάγης. Η ερμηνεία αυτή, η οποία βρίσκεται σε αντίφαση με τη στατιστική ερμηνεία του Max Born δέχεται έμμεσα ότι η κυματοσυνάρτηση αντιστοιχεί όχι σε ένα στατιστικό σύνολο αλλά στο ατομικό σωματίδιο. Η ερμηνεία αυτή είναι η single system interpretation.Επομένως στην περίπτωση της επαλληλίας η ορθόδοξη ερμηνεία δέχεται σιωπηρά ότι οι καταστάσεις προϋπάρχουν και τελικά προβάλλονται από το όργανο. Αντίθετα για τους ρεαλιστές η προβολή του καταστατικού διανύσματος είναι στην πραγματικότητα ένας μετασχηματισμός του κβαντικού συστήματος που πραγματώνει μία από τις δυναμικότητές του.» Κατά συνέπεια ο παρατηρητής είναι απλώς το μέσον για το πέρασμα στην εν-ενεργεία πραγματικότητα, και όχι ο δημιουργός της πραγματικότητας και επομένως η τελευταία δεν θα έχει τον υποκειμενισμό του. Η προϋπάρχουσα δυνάμει πραγματικότητα η οποία απλώς μετασχηματίζεται ουσιαστικά σώζει την αντικειμενικότητα, αλλά επίσης δημιουργεί και τις δυνάμει προϋποθέσεις για την ύπαρξη μιας δυναμικής αιτιοκρατίας.

Η θεωρία της ειδικής σχετικότητας διατυπώθηκε βάσει της πεποίθησης ότι οι νόμοι της φύσης δεν εξαρτώνται από τον παρατηρητή. Με αφορμή αυτό το σημείο ο Einstein δηλώνει:
I think that matter must have a separate reality independent of the measurements. That is an electron has spin, location and so forth even when it is not being measured. I like to think that the moon is there even if I am not looking at it.
Νομίζω ότι η ύλη πρέπει να έχει μια ξεχωριστή πραγματικότητα ανεξάρτητη από τις μετρήσεις. Γι’ αυτό ένα ηλεκτρόνιο έχει spin, θέση και ούτω κάθε εξής ακόμα και όταν αυτό δεν έχει ακόμα μετρηθεί. Προτιμώ την σκέψη ότι το φεγγάρι είναι εκεί που είναι ακόμα κι αν εγώ δεν το παρατηρώ.
Οι φυσικοί νόμοι δηλαδή έχουν μια αντικειμενική ύπαρξη για όλους τους παρατηρητές.15 Από την άλλη πλευρά ένας θετικιστής δεν δέχεται ότι υπάρχει μια κβαντική πραγματικότητα ανεξάρτητη από τον παρατηρητή, αφού κάθε μέτρηση που πραγματοποιούμε τον εμπλέκει, ο οποίος αλληλεπιδρά με το μετρούμενο σύστημα με μη διαχωρίσιμο άρα μη ελέγξιμο τρόπο. Το πρόβλημα αυτό σύμφωνα με τον Baggott μπορεί να αντιμετωπιστεί εάν διαχωρίσουμε την αντικειμενικότητα της πραγματικότητας σε μια ισχυρή και μια ασθενή έννοιά της. «Σύμφωνα με τον Baggott η αντικειμενική πραγματικότητα του ρεαλιστή, που είναι ανεξάρτητη από τον παρατηρητή είναι η ισχυρή άποψη για την πραγματικότητα. Η ασθενέστερη μορφή αντικειμενικότητας θα μπορούσε να συνδεθεί με το θετικιστικό ρεύμα. Σύμφωνα με αυτή δεχόμαστε μια εμπειρική πραγματικότητα η οποία δεν είναι ανεξάρτητη από τον παρατηρητή, είναι η ίδια όμως για όλους τους παρατηρητές. Αυτό σημαίνει ότι η κβαντική πραγματικότητα επηρεάζεται από τον παρατηρητή, δεν είναι ανεξάρτητη από αυτόν, όμως είναι αντικειμενική διότι κάτω από τις ίδιες συνθήκες διαφορετικοί παρατηρητές παίρνουν τα ίδια αποτελέσματα.» {[2] σελ. 218} Γύρω από αυτό το θέμα ο Schrodinger δηλώνει:
15 Όμως πρέπει να σημειωθεί ότι η εισαγωγή της έννοιας του παρατηρητή στη θεωρία της σχετικότητας αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όταν αναφερόμαστε στις μετρήσεις διαφόρων μεγεθών όπως του μήκους ή του χρόνου, οπότε το αποτέλεσμα της μέτρησης εξαρτάται από την σχετική ταχύτητα των παρατηρητών. Αυτή η σχετικότητα δεν έχει να κάνει όμως με το αντίστοιχο στοιχείο της αβεβαιότητας που υπάρχει σε μια κβαντική μέτρηση.
The world is given to me only once, not one existing and one perceived. Subject and object are only one. The barrier between them cannot be said to have broken down as a result of recent experience in the physical sciences, for this barrier does not exist. … The scientist only imposes two things, namely truth and sincerity, imposes them upon himself and upon other scientists.
Ο κόσμος που μου εμφανίστηκε δόθηκε ενιαίος και ταυτόχρονα και όχι ένας που υπάρχει και ένας άλλος που αντιλαμβάνομαι. Το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι ενιαία. Το φράγμα ανάμεσά τους δεν μπορεί να λεχθεί ότι έχει καταρρεύσει ως απόρροια των πρόσφατων ανακαλύψεων των φυσικών επιστημών, διότι αυτό το φράγμα δεν υπάρχει. … Ο επιστήμονας επιβάλλει μόνο δύο πράγματα, δηλαδή αλήθεια και ειλικρίνεια, τα επιβάλει πάνω στον εαυτό του αλλά και πάνω στους άλλους επιστήμονες.
Το εντυπωσιακό χαρακτηριστικό με την κβαντική θεωρία είναι ότι ενώ όλα τα πειραματικά δεδομένα την επαληθεύουν, η θεωρία αυτή δεν είναι σε θέση να δώσει τις κατάλληλες εξηγήσεις και κατά συνέπεια καταλήγει να είναι μια μη πλήρης θεωρία. Ουσιαστικά αυτή είναι και η διάσταση την οποία υπερασπίζεται η ρεαλιστική ερμηνεία. Πρώτος ο de Broglie πέτυχε μια αιτιοκρατική διατύπωση με λανθάνουσες16 παραμέτρους το 1927.Το 1935 ο Schrodinger με τη χρήση του παραδόξου του προσπαθεί να αναδείξει τον υποκειμενισμό και το αδιέξοδο που οδηγεί η ορθόδοξη ερμηνεία. Την ίδια χρονιά οι Einstein, Podolsky και Rosen διατυπώνουν το ιδεατό πείραμα EPR με το οποίο αμφισβητούσαν την πληρότητα της κβαντομηχανικής.
16 Είναι οι άγνωστοι παράμετροι που όταν βρεθούν θα καταστήσουν την κβαντική θεωρία πλήρη και κατά συνέπεια θα αντικαταστήσουν την απροσδιοριστία της με μια νέα έννοια αιτιοκρατίας.
Τα πράγματα όμως έμελε να γίνουν ακόμα πιο περίπλοκα όταν ο Einstein εντόπισε μια σημαντικότατη ιδιότητα της κβαντικής θεωρίας η οποία για τον ίδιο αποδείκνυε το ότι η θεωρία είναι ημιτελής. Η ιδιότητα αυτή είναι η «συσχέτιση» (entanglement). Η πιο παράλογη και παράξενη πρόβλεψη που κάνει η κβαντομηχανική είναι η «συσχέτιση». Η «συσχέτιση» είναι μια θεωρητική πρόβλεψη από τις εξισώσεις της κβαντομηχανικής. Εάν δύο σωματίδια βρεθούν πολύ κοντά το ένα με το άλλο τότε αυτά μπορούν να συσχετισθούν και οι ιδιότητές τους ενώνονται. Η κβαντομηχανική λέει ότι ακόμα και αν στην συνέχεια χωρίσουμε τα σωματίδια και τα στείλουμε σε αντίθετες κατευθύνσεις αυτά θα παραμείνουν συσχετισμένα και επομένως συνδεδεμένα. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια τυπική ιδιότητα των ηλεκτρονίων που είναι η περιστροφή τους (σπιν), η οποία είναι εντελώς θολή και αβέβαιη μέχρι τη στιγμή που θα την μετρήσουμε. Όταν πραγματοποιήσουμε την μέτρηση θα δούμε ότι αυτή θα είναι είτε δεξιόστροφη είτε αριστερόστροφη. Σύμφωνα με την κβαντομηχανική εάν μετρήσουμε το σπιν του ενός σωματιδίου και αυτό είναι δεξιόστροφο για παράδειγμα, τότε όχι μόνο θα το επηρεάσουμε αφού είμαστε η αιτία να αποκτήσει συγκεκριμένο σπιν, αλλά πολύ περισσότερο η μέτρηση θα επηρεάσει και το συσχετισμένο σωματίδιο ανεξάρτητα του πόσο μακριά είναι αποδίδοντάς του το αντίθετο σπιν ως προς αυτό στο οποίο κάναμε την μέτρηση. Έχουμε με δυο λόγια δηλαδή μια επίδραση από απόσταση η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί. Η μέτρηση δηλαδή του ενός σωματιδίου επηρεάζει την κατάσταση του άλλου χωρίς να υπάρχει τίποτα ανάμεσά τους που να τα συνδέει.
Ο Einstein παρόλο που δεχόταν ότι τα συσχετισμένα σωματίδια υπάρχουν, δεν μπορούσε όμως να δεχθεί ότι υπήρχε μια μυστηριώδης σύνδεση από απόσταση. Έτσι λοιπόν πρότεινε ότι τα σωματίδια μοιάζουν με ένα ζευγάρι γάντια. Εάν τοποθετήσουμε το κάθε γάντι χωριστά σε μια θήκη και τα απομακρύνουμε μεταξύ τους, τότε όταν κάποιος θα ανοίξει την μια θήκη και δει ότι είναι το δεξή γάντι θα γνωρίζει ότι το άλλο είναι το αριστερό χωρίς να χρειάζεται να αναζητήσει την άλλη θήκη. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα ηλεκτρόνια- γάντια καθορίστηκε από την στιγμή που έγινε ο διαχωρισμός τους. Υπό αυτήν την έννοια δεν υπήρξε κανένα είδος σύνδεσης των ηλεκτρονίων αφού τα πράγματα ήταν προκαθορισμένα. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που δεν γινόταν να διαπιστωθεί το ποιος έχει δίκιο. Ο Einstein πίστευε πως το σπιν του ηλεκτρονίου ήταν καθορισμένο και υπαρκτό πριν από την διαδικασία της μέτρησης και φυσικά με αυτόν τον τρόπο απέτρεπε την δράση από απόσταση. Κάνοντας δηλαδή την μέτρηση παρατηρούμε αυτό που ήδη συνέβαινε. Από την άλλη πλευρά όμως ο Bohr έλεγε ότι η μέτρηση έδωσε την σαφή περιστροφή στο ηλεκτρόνιο, και επομένως το συσχετισμένο ηλεκτρόνιο που βρίσκεται μακριά καθορίστηκε και αυτό σε αντίθετο φυσικά σπιν.
2.6

1.25          Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ
Ο Einstein υπερασπίστηκε τη ρεαλιστική του θέση, όπως επίσης την αιτιοκρατία και την τοπικότητα. Σύμφωνα με αυτόν η ερμηνεία της Κοπεγχάγης είχε αντιρεαλιστικό και αντιαιτιοκρατικό χαρακτήρα εξαιτίας της δράσης από απόσταση. Η επιστημονική κοινότητα όμως της εποχής δέχτηκε στην πλειοψηφία της την ορθόδοξη ερμηνεία. Την ίδια περίοδο εξάλλου ο von Neumann αποδεικνύει το περίφημο θεώρημά του σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχουν κβαντικές καταστάσεις χωρίς διασπορές και κατά συνέπεια η φύση δεν σέβεται την αιτιότητα τουλάχιστον στο μικροφυσικό επίπεδο. Ο von Neumann δηλώνει:
Μέσα στα όρια των συνθηκών μας η απόφαση έχει ληφθεί και είναι εναντίον της αιτιότητας, επειδή όλα τα σύνολα παρουσιάζουν διασπορές ακόμα και τα ομοιογενή. Το παρόν σύστημα της κβαντικής μηχανικής θα έπρεπε να είναι αντικειμενικά λανθασμένο για να είναι δυνατή μια περιγραφή διαφορετική από τη στατιστική , για τις στοιχειώδεις διαδικασίες. ([3] σελ.210)
Οι αποδείξεις αυτές μαζί με τις αναλύσεις του Bohr και του Heisenberg εδραίωσαν την ισχύ της ορθόδοξης ερμηνείας και κατά συνέπεια την άποψη ότι ο ιντετερμινισμός είναι ενδογενές χαρακτηριστικό του κόσμου της μικροφυσικής. Παρόλα αυτά κατά τη δεκαετία του 1950 ο David Bohm κατόρθωσε να διατυπώσει μια θεωρία με λανθάνουσες παραμέτρους (1952) η οποία επετύγχανε μια αιτιοκρατική-δυναμική περιγραφή της κίνησης του μικροσωματίου. Στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας οι πιθανότητες γίνονται αναγκαίες και δεν είναι εκδήλωση εσωτερικής απροσδιοριστίας. Το μεγάλο όμως μειονέκτημα αυτής της θεωρίας είναι ότι ήταν μη τοπική.
Μια εναλλακτική πρόταση απέναντι στην ερμηνεία της Κοπεγχάγης είναι η στοχαστική ερμηνεία. Η αφορμή δόθηκε από την εργασία του Einstein ο οποίος μελέτησε την κίνηση Brown στηριζόμενος σε μια πιθανοκρατική ή στοχαστική προσέγγιση. Οι στοχαστικές διαδικασίες εκφράζουν την αλληλουχία αποτελεσμάτων τα οποία αφορούν συστήματα με πολλούς βαθμούς ελευθερίας και τα οποία καθορίζονται από την επίδραση του τυχαίου. Ο Santos υποστηρίζει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα του απομονωμένου συστήματος και να λάβουμε υπόψη την αλληλεπίδραση ενός δεδομένου συστήματος με το υπόλοιπο σύμπαν. Η στοχαστική ηλεκτροδυναμική μελετά με στατιστικές (στοχαστικές) μεθόδους συστήματα φορτισμένων σωματιδίων που κινούνται μέσα σε ένα τυχαίο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο.
Ο Schrodinger δηλώνει:
Η κυματοσυνάρτηση είναι μια μαθηματικά πολύπλοκη συνάρτηση. Στην κλασική φυσική η πυκνότητα πιθανότητας εισέρχεται σε μια διαφορική εξίσωση, ενώ στην κβαντική θεωρία χρησιμοποιείται το πλάτος πιθανότητας και όχι η πυκνότητα πιθανότητας. ([2] σελ. 213).
Ακολούθως ο Prigogine συμπληρώνει:
Οι νόμοι της φύσης υπό την μορφή αυτήν δεν εκφράζουν βεβαιότητες, αλλά δυνατότητες για πράγματα τα οποία μπορεί να συμβούν ή να μην συμβούν. ([2] σελ. 213).
Ένα ιδιαίτερα αποφασιστικό βήμα έγινε στη δεκαετία του 1940 όταν ο Prigogine και άλλοι επιστήμονες είδαν τη σημασία που είχε η μελέτη συστημάτων που βρίσκονται μακριά από την ισορροπία. Το ουσιαστικό σκεπτικό είναι ότι πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ατομική περιγραφή που γίνεται με τροχιές ή με κυματοσυναρτήσεις και στην στατιστική περιγραφή που στηρίζεται στην μελέτη της συμπεριφοράς των συνόλων με κεντρικό μέγεθος την κατανομή πιθανότητας.
Σε συστήματα με πολλούς βαθμούς ελευθερίας τα οποία βρίσκονται μακριά από την ισορροπία οι εξισώσεις που τα περιγράφουν έχουν πολλές λύσεις εξίσου καλές και στην περίπτωση αυτή οι διακυμάνσεις αποφασίζουν για το ποια λύση θα επικρατήσει. Επειδή τώρα τα ατομικά συστήματα δεν είναι δυνατό να διαχωρισθούν, καταργείται η ισοδυναμία μεταξύ της ατομικής περιγραφής μέσω τροχιών η κυματοσυναρτήσεων με την στατιστική περιγραφή. Η νέα περιγραφή είναι αυτή που εισάγει το βέλος του χρόνου. Και οι αλληλεπιδράσεις είναι γενικώς μη αναγώγιμες διότι όπως έδειξε ο Poincare υπάρχουν συντονισμοί ανάμεσα στους διάφορους βαθμούς ελευθερίας. Γι’ αυτό η δυναμική περιγραφή πρέπει να γίνει με τη βοήθεια κατανομών πιθανότητας. Γενικά θεωρούμε ότι η μη γραμμικότητα των φυσικών διαδικασιών είναι αποτέλεσμα του ότι δεν υπάρχει πλήρως απομονωμένο σύστημα στο σύμπαν και ότι όλα αλληλεπιδρούν με όλα και κατά συνέπεια οι φυσικές διαδικασίες είναι αποτέλεσμα αυτών των αλληλεπιδράσεων. Αυτό το σκεπτικό ίσως χρησιμοποίησε και ο Bohr όταν το 1934 δήλωνε:
Isolated material particles are abstractions, their properties being definable and observable only through their interaction with other systems.
Τα μεμονωμένα υλικά σωματίδια είναι αφηρημένες έννοιες, των οποίων οι ιδιότητες ορίζονται και παρατηρούνται μόνο μέσα από την αλληλεπίδρασή τους με άλλα συστήματα.

1.26          2.7 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ
Το θέμα είναι ότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί το τι συμβαίνει μόνο με την χρήση των μαθηματικών. Η λύση δόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όπου η χρήση των μαθηματικών έδειξε, ότι εάν δεν υπάρχει αυτή η δράση από απόσταση στα συσχετισμένα σωματίδια τότε ολόκληρη η κβαντική θεωρία θα ήταν λάθος. Οπότε η απάντηση θα δινόταν με την κατασκευή μιας μηχανής η οποία θα δημιουργούσε πολλά ζευγάρια από συσχετισμένα σωματίδια. Οι πειραματικές διατάξεις απέδειξαν ότι τα μαθηματικά της κβαντομηχανικής ήταν σωστά και ότι υπήρχε συσχέτιση. Φυσικά αυτό είναι κάτι το οποίο δεν έχει μπορέσει μέχρι σήμερα να κατανοηθεί το γιατί συμβαίνει, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Η κβαντομηχανική είναι μια θεωρία η οποία σε όλα τα πειράματα που έχουν πραγματοποιηθεί έχει επιβεβαιωθεί και μαζί με τα μαθηματικά που την συνοδεύουν έχει εδραιώσει με το παραπάνω την πραγματικότητά της. Η αλήθεια της και η αξία της, επίσης αναδεικνύονται από το εκπληκτικό πεδίο εφαρμογών που επετεύχθησαν με την ανάπτυξή της. Ολόκληρη η ηλεκτρονική τεχνολογία του 20ου αιώνα οφείλεται σε αυτή την θεωρία. Όλα τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα, τα τρανζίστορ, τα ολοκληρωμένα κυκλώματα, τα τηλεπικοινωνιακά συστήματα, οι υπολογιστές οφείλουν την ύπαρξή τους στην κβαντομηχανική. Το συγκλονιστικό όμως είναι ότι ενώ το πεδίο εφαρμογών είναι απεριόριστο και πολύ συγκεκριμένο, η ίδια η κατανόηση της θεωρίας δημιουργεί πολύ μεγάλα προβλήματα. Είναι μια θεωρία της οποίας η λογική είναι σε πολλά σημεία της μη εξηγήσιμη, όχι τόσο επειδή μας λείπουν απαραίτητα κάποια στοιχεία, όσο επειδή αυτό που συμβαίνει δεν είναι συμβατό με τον τρόπο που λειτουργεί η ανθρώπινη λογική. Παρόλο που ο άνθρωπος αποτελείται στο μικροσκοπικό του επίπεδο από στοιχειώδη σωματίδια, δεν είναι σε θέση να κοιτάξει το καθεαυτό των πραγμάτων και άρα στην περίπτωση του εαυτού του το καθεαυτό του.
Μάλιστα αυτές οι εφαρμογές και ειδικότερα της «συσχέτισης» επιτρέπουν να γίνουν ορισμένες σκέψεις όσον αφορά την αξιοποίηση αυτής της ιδιότητας. Μία ιδιαίτερα προχωρημένη έστω και θεωρητικά δυνατότητα εφαρμογής θα μπορούσε να είναι η τηλεμεταφορά. Αυτή την στιγμή γίνονται επιτυχημένα πειράματα τηλεμεταφοράς σωματιδίων όπως για παράδειγμα φωτονίων. Δεν είναι ότι το ίδιο το σωματίδιο έχει μεταφερθεί σχεδόν ακαριαία από την μια απόσταση στην άλλη. Αυτό άλλωστε θα παραβίαζε την ταχύτητα του φωτός. Εκείνο που γίνεται είναι να εξάγεται και να αντιγράφεται η πληροφορία από το αρχικό σωματίδιο, και στην συνέχεια ένα αντίγραφό του, δηλαδή ένα καινούριο ίδιο σωματίδιο να εμφανίζεται στην άλλη απόσταση. Θα είναι δηλαδή σαν να τηλεμεταφέρθηκε ενώ στην πραγματικότητα δεν διέσχισε ποτέ την απόσταση. Λαμβάνοντας υπόψη ότι και ο άνθρωπος είναι ένα σύνολο από σωματίδια θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η τηλεμεταφορά του. Τα ανθρώπινα σωματίδια για παράδειγμα θα σαρώνονταν από μια μηχανή σάρωσης και επομένως θα προέκυπταν τα συσχετισμένα σε μια άλλη απόσταση. Αυτά θα μπορούσαν πλέον να αναδομήσουν την πληροφορία που ούτως η άλλως εμπεριέχουν χάρις την «συσχέτιση». Η «συσχέτιση» δηλαδή επιτρέπει στην κβαντική κατάσταση να εξαχθεί από το ένα μέρος και να αναδομηθεί στο άλλο. Η μέτρηση της κβαντικής κατάστασης έχει στην ουσία καταστρέψει το πρωτότυπο και έχει δημιουργήσει ένα ακριβές αντίγραφο. Αυτό δημιουργεί βέβαια ερωτήματα για το κατά πόσο το νέο αντίγραφο αποτελεί το ίδιο πρόσωπο με πριν. Στην ουσία του πράγματος μιλάμε για το ίδιο άτομο λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν είναι τα σωματίδια που αποτελούν τον άνθρωπο, αλλά οι πληροφορίες που αυτά περιέχουν. Και οι πληροφορίες τηλεμεταφέρθηκαν ακριβώς.
Μία όμως πιο ρεαλιστική εφαρμογή της κβαντικής θεωρίας είναι η κατασκευή υπολογιστών με κβαντικό επεξεργαστή. Είναι γνωστό ότι η μικρότερη μορφή που μπορεί να πάρει μια πληροφορία είναι το bit το οποίο θα είναι 0 ή 1. Αυτό που κάνει ένας υπολογιστής είναι να σπάει τις πληροφορίες στα μικρότερα κομμάτια τους και μετά τις επεξεργάζεται πολύ γρήγορα. Σε έναν κλασικό υπολογιστή τα συμβατικά bits θα είναι 0 ή 1. Ένα κβαντικό bit είναι όμως πολύ πιο ευέλικτο. Δηλαδή τα 0 και 1 μπορούν να βρίσκονται ταυτόχρονα και επομένως να χρησιμοποιούνται παράλληλα. Αυτό είναι το κβαντικό bit που ονομάζεται qubit. Όπως δηλαδή ένα ηλεκτρόνιο μπορεί να περιστρέφεται δεξιόστροφα και αριστερόστροφα, ένα κβαντικό bit μπορεί να είναι 0 και 1 οπότε ένα qubit μπορεί να κάνει πολυεπεξεργασία. Θεωρητικά τα κβαντικά bits μπορούν να προέρχονται από υπεραγώγιμα κυκλώματα φτιαγμένα με νανοτεχνολογία και να δουλεύουν προς δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Η κατασκευή ενός τέτοιου υπολογιστή θα μπορούσε να δώσει στον άνθρωπο τεράστιες δυνατότητες, αφού θα μπορούσε να πραγματοποιεί υπολογισμούς ταυτόχρονα και όχι έναν κάθε φορά. Αυτό θα του επέτρεπε να επεξεργαστεί εκατομμύρια μεταβλητές ταυτόχρονα με τις εφαρμογές να είναι εντυπωσιακές, όπως η πρόβλεψη του καιρού για παράδειγμα σε βάθος χρόνου.

1.27          2.8 ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΟΛΥΣΥΜΠΑΝΤΑ, ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΧΟΡΔΩΝ
Ας περάσουμε τώρα σε μια ανάλυση του πώς μπορούν να αποκτήσουν ένα οντολογικό υπόστρωμα οι άπειρες δυνατότητες συσχετιζόμενες με τον ενοποιητικό παράγοντα του μικρόκοσμου με τον μακρόκοσμο. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς υπάρχει στενή συσχέτιση του κόσμου των δυνατοτήτων με τον κβαντικό μικρόκοσμο. Πολλές από αυτές τις δυνατότητες δεν θα γίνουν ποτέ εν ενεργεία η ακόμα παρατηρήσιμες, αλλά πόση αξία μπορεί να έχει το παρατηρήσιμο πλέον από την στιγμή που οι πραγματικοί νόμοι που διέπουν το σύμπαν περιλαμβάνουν διαστάσεις οι οποίες δεν είναι συμβατές με την ανθρώπινη φυσιολογία; Επομένως όχι μόνο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις δυνάμει καταστάσεις, αλλά πολύ περισσότερο αυτές μπορεί να είναι και εν ενεργεία σε ένα πλαίσιο μη προσβάσιμο από τον άνθρωπο. Τα πάντα καθορίζονται από την οπτική που έχουμε για το σύμπαν. Το τι είναι λογικό και το τι δεν είναι και κατά συνέπεια η συσχέτιση της αλήθειας και της πραγματικότητας, εξαρτώνται από το να μπορούμε να δούμε τα πράγματα από την δική τους οπτική και όχι από την δική μας. Κάποτε το να αμφισβητηθεί ότι η γη είναι το κέντρο του κόσμου θα έμοιαζε παράλογο, ενώ σήμερα το θεωρούμε τελείως φυσιολογικό και άρα αληθινό και πραγματικό; Το γεγονός ότι δεν γίνεται να έχουμε πρόσβαση σε άλλα σύμπαντα σημαίνει ότι και δεν υπάρχουν; Από πού θα αποδειχθεί η μη ύπαρξή τους ή και το αντίστροφο; Εάν η χρήση της λογικής και των μαθηματικών ευνοούν την πραγματικότητα του πολυσύμπαντος, τότε ενδέχεται να υφίσταται κάτι ως πραγματικό ακόμα και αν δεν είναι συμβατό με την ανθρώπινη μακροσκοπική λογική. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η καθεαυτή γνώση δεν μπαίνει μέσα στον νου, και αν θεωρήσουμε ότι ο νους δέχεται την γνώση ποτέ ως καθεαυτή, αλλά πάντα υποδέχοντάς την λειτουργώντας κατά κάποιο τρόπο ως μετασχηματιστής λόγω της διαφορετικής του οντολογικής δομής ως προς την οντολογική δομή της πληροφορίας-γνώσης, τότε αντιλαμβάνεται κανείς την δυσκολία που υπάρχει. Αυτό συμβαίνει κατά την γνώμη μου διότι η καθεαυτή γνώση παράγεται ανάμεσα στην αναγκαία μετατροπή που προκαλεί το υποκείμενο στο αντικείμενο της γνώσης, διότι μόνο έτσι προκύπτει νόημα για το ίδιο το υποκείμενο. Αυτή η μετατροπή είναι η αιτία του αυτοπροσδιορισμού του συστήματος με αναπόφευκτο κόστος την αμεσότητα της γνώσης.
Η ιδέα του πολυσύμπαντος σχετίζεται και αντλεί το υπόστρωμά της από την μεγάλη έκρηξη. Η μεγάλη έκρηξη είναι μια γενικά αποδεκτή θεωρία η οποία εξηγεί όλη την διαμόρφωση του σύμπαντος από την στιγμή της έκρηξης και μετά. Δεν μας λέει όμως το γιατί έγινε η έκρηξη και ποιο ήταν αυτό που προκάλεσε την εξώθηση των πάντων. Δεν μας λέει δηλαδή γιατί εξερράγει, τι εξερράγει ή τι συνέβη πριν από την έκρηξη. Οι πρώτες σημαντικές ανακαλύψεις έγιναν στα τέλη του 1970 όπου διαπιστώθηκε σύμφωνα με τις μαθηματικές αναλύσεις ότι στο νεογέννητο τότε σύμπαν η βαρύτητα δρα αντίστροφα. Αντί δηλαδή να έλκει, αυτή η απωθητική βαρύτητα απωθούσε τα πάντα γύρω της προκαλώντας μια τεράστια διαστολή. Αυτή λοιπόν η απωθητική βαρύτητα έχει μεγάλη σχέση με την μεγάλη έκρηξη. Μαθηματικά αυτή η δύναμη είναι τόσο δυνατή που μπορεί να πάρει ένα κομμάτι χώρου τόσο μικρό όσο ένα μόριο και να το μεγεθύνει μέχρι το μέγεθος του Γαλαξία μας σε λιγότερο από ένα δισεκατομμυριοστό του δισεκατομμυριοστού του ανοιγοκλείμματος του ματιού μας. Μετά από αυτό τον εξαιρετικά μικρό χρόνο εξώθησης, το διάστημα θα συνέχιζε να διαστέλλεται πιο αργά και να ψύχεται επιτρέποντας στα άστρα και τους γαλαξίες να δημιουργηθούν. Η εξώθηση αυτή ονομάζεται «πληθωρισμός» και εξηγεί τι ξεκίνησε αρχικά την διαστολή του σύμπαντος στην αρχή. Η πανίσχυρη απωθητική βαρύτητα του «πληθωρισμού» ήταν η έκρηξη στο big bang. Εκείνο μάλιστα που έδωσε μεγάλη αξία στη θεωρία αυτή ήταν ότι η παρατήρηση μπορούσε να αποδείξει την ορθότητά της.
Η απόδειξη της θεωρίας του «πληθωρισμού» επετεύχθει πολύ πρόσφατα αφού έπρεπε να αναπτυχθούν οι κατάλληλες τεχνολογίες ώστε να γίνουν οι μετρήσεις. Αυτό έγινε ως εξής: Εάν θα μπορούσαμε να σβήσουμε τον ήλιο και όλα τα άστρα από τον ουρανό, τότε τα μάτια μας θα διέκριναν την υπόλοιπη ενέργεια εκεί έξω και θα βλέπαμε μια θερμή λάμψη παντού στο σύμπαν. Αυτή η θάλασσα ακτινοβολίας ονομάζεται κοσμικά μικροκύματα υπόβαθρου και είναι τα τελευταία υπολείμματα της ίδιας της μεγάλης έκρηξης. Η θεωρία προέβλεψε ότι η βίαιη επέκταση του διαστήματος κατά τον «πληθωρισμό» θα άφηνε κάποιο αποτύπωμα σε αυτήν την ακτινοβολία. Αυτού του είδους τα δαχτυλικά αποτυπώματα θα σχημάτιζαν ένα ακριβές σχέδιο αυξομειώσεων θερμοκρασίας με μικρά θερμά και ψυχρά σημεία. Οι δορυφόροι που στάλθηκαν από την NASA μέτρησαν την ακτινοβολία με εκπληκτική ακρίβεια σε αυτά τα σημεία. Οι αυξομειώσεις της θερμοκρασίας που βρέθηκαν στο σύμπαν ήταν σχεδόν όμοιες με τις προβλέψεις της θεωρίας του «πληθωρισμού». Το πολύ ενδιαφέρον όμως είναι ότι οι εξισώσεις του «πληθωρισμού» κρύβουν ένα άλλο σπουδαίο μυστικό και το οποίο έχει να κάνει με το πολυσύμπαν. Το κρίσιμο ερώτημα είναι το τι θα έκανε τον «πληθωρισμό» να σταματήσει. Δηλαδή μια περιοχή του διαστήματος να βγει έξω από τον «πληθωρισμό». Το σημαντικό δηλαδή είναι το τι θα συμβεί την στιγμή που θα πάψει ο «πληθωρισμός». Το τέλος όμως του «πληθωρισμού» δεν συμβαίνει παντού ταυτόχρονα. Αν όμως ο «πληθωρισμός» δεν συμβαίνει παντού ταυτόχρονα τότε πάντα θα υπάρχει ένα μέρος στο διάστημα στο οποίο δεν θα συμβαίνει. Οπότε σύμφωνα με αυτήν την λογική η μεγάλη έκρηξη δεν είναι μοναδικό γεγονός. Ο «πληθωρισμός» δηλαδή παρόλο που συνεχίζεται πάντα θα σταματάει σε ορισμένες περιοχές. Νέες εκρήξεις συμβαίνουν συνεχώς και νέα σύμπαντα γεννιούνται δημιουργώντας ένα παντοτινά επεκτεινόμενο πολυσύμπαν.
Αυτός λοιπόν ο «πληθωρισμός» που δεν θα σταματήσει ποτέ είναι γνωστός ως αέναος «πληθωρισμός». Σύμφωνα με την θεωρία αυτή σε όλο το διάστημα υπάρχει μια τεράστια ποσότητα ενέργειας. Αυτή η ενέργεια προκαλεί την επέκταση του διαστήματος με τεράστια ταχύτητα. Καθώς συμβαίνει αυτό, η ενέργεια εκφορτίζεται σε μερικά σημεία, κάτι σαν σπινθήρας στατικού ηλεκτρισμού αλλά σε κοσμική κλίμακα, και όταν εκφορτίζεται όλη η ενέργεια μετατρέπεται ταχύτατα σε ύλη με την μορφή σωματιδίων. Η διαδικασία αυτή είναι η γέννηση ενός νέου σύμπαντος και επομένως μια μεγάλης έκρηξης. Μέσα σε αυτά τα νέα σύμπαντα το διάστημα συνεχίζει να επεκτείνεται αλλά πιο αργά και κάποιες φορές σχηματίζονται γαλαξίες, άστρα και πλανήτες. Εν τω μεταξύ έξω από αυτά τα νέα σύμπαντα το υπόλοιπο διάστημα εξακολουθεί να είναι γεμάτο ανεκφόρτιστη ενέργεια και συνεχίζει να επεκτείνεται με τεράστια ταχύτητα. Και πιο επεκτάσιμο διάστημα όμως σημαίνει περισσότερα μέρη όπου η ενέργεια μπορεί να εκφορτιστεί, σε περισσότερα big bang και να δημιουργήσει κι άλλα νέα σύμπαντα. Όλα αυτά τα νέα σύμπαντα σχηματίζουν το πολυσύμπαν το οποίο είναι το αποτέλεσμα του αέναου πληθωρισμού.
Το πολύ μεγάλο πρόβλημα με αυτήν την θεωρία είναι ότι προκρίνεται μόνο μέσα από πολύπλοκα κομψά μαθηματικά τα οποία οδηγούν σε συμπεράσματα πολλών συμπάντων. Από εκεί και πέρα όμως μιλάμε για κάτι που δεν μπορεί να ανιχνευθεί πειραματικά πόσο μάλλον να παρατηρηθεί. Όχι μόνο το κάθε σύμπαν διαστέλλεται αλλά το ίδιο κάνει και ο χώρος μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι τίποτα, ούτε το φως μπορεί να ταξιδεύσει από κάποιο άλλο σύμπαν μέχρι εμάς. Ο αέναος «πληθωρισμός» και τα πολυσύμπαντα όμως τελικά βρήκαν δύο πολύ κρίσιμα στηρίγματα.Το ένα είναι η θεωρία των χορδών σχεδιασμένη στο να εξηγεί το πώς δουλεύει το σύμπαν σε μικροσκοπικό επίπεδο, και η άλλη μια εκπληκτική ανακάλυψη των αστρονόμων που εξερευνούσαν το σύμπαν σε μεγάλη κλίμακα και έχει σχέση με την διαστολή του σύμπαντος. Γνωρίζουμε ότι εάν εκτοξεύσουμε μια μπάλα προς τα πάνω εκείνη επιβραδύνεται όσο πλησιάζει στο υψηλότερο σημείο της λόγω της βαρύτητας. Οι αστρονόμοι γνώριζαν πως το σύμπαν διαστέλλεται οπότε και υπέθεσαν ότι η διαστολή θα επιβραδυνόταν από την βαρυτική έλξη των άστρων και των γαλαξιών, όπως η μπάλα επιβραδύνεται από την βαρυτική έλξη της γης. Οι μετρήσεις όμως έδειξαν ότι η διαστολή δεν επιβραδύνεται, αλλά επιταχύνεται. Ο τρόπος για να εξηγηθεί αυτό το φαινόμενο είναι, με το να θεωρηθεί ότι υπάρχει μια αόρατη δύναμη η οποία υπερβαίνει την βαρυτική, όπου στην περίπτωση της διαστολής κάποια ενέργεια στο διάστημα πρέπει να απωθεί όλους τους γαλαξίες προκαλώντας την επιτάχυνση της διαστολής. Η ενέργεια αυτή επειδή δεν είναι ορατή ονομάζεται σκοτεινή ενέργεια. Εκείνο όμως που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι η ισχύς της σκοτεινής ενέργειας.
Για πολλά χρόνια οι επιστήμονες αδυνατούσαν να εξηγήσουν γιατί τόση ποσότητά της υπάρχει στο κενό. Η απάντηση σε αυτό το θέμα γίνεται ικανοποιητική εάν είμαστε μέρος ενός μεγαλύτερου πολυσύμπαντος. Αυτή η ενέργεια που υπάρχει στο σύμπαν προέρχεται από το γεγονός ότι το σύμπαν στο μικροσκοπικό του επίπεδο αποτελείται από άτομα και μόρια που είναι διεπόμενα από τους νόμους της κβαντομηχανικής. Η δραστηριότητα αυτού του κόσμου είναι τεράστια και σύμφωνα με τα μαθηματικά η ποσότητα της ενέργειας που δημιουργείται εκεί είναι ασύλληπτα μεγάλη. Όταν τώρα οι αστρονόμοι κατάφεραν να μετρήσουν την ποσότητα αυτής της ενέργειας, δηλαδή την ποσότητα που χρειάζεται για να απωθήσει τους γαλαξίες με επιταχυνόμενο ρυθμό, βρήκαν ότι είναι 10-122. Δηλαδή έναν αριθμό αφάνταστα κοντά στο μηδέν και μη έχοντας καμία σχέση με ότι αρχικά είχε προβλεφθεί. Άρα μιλάμε για μια απειροελάχιστη ποσότητα και που έρχεται σε πλήρη αντίφαση με αυτό που θα προέβλεπε η θεωρία μας για την εξήγηση της επιταχυνόμενης διαστολής. Επιπλέον τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα εξαιτίας της ακρίβειας της ισχύος αυτής της απωθητικής βαρύτητας. Εάν για παράδειγμα μπορούσαμε να αφαιρούσαμε τρία μηδενικά από την τιμή της σκοτεινής ενέργειας, παρόλο που το νούμερο θα παρέμενε εξίσου πολύ μικρό οι επιπτώσεις θα ήταν καθοριστικές. Μία ελάχιστα πιο ισχυρή σκοτεινή ενέργεια θα απωθούσε τα πάντα τόσο γρήγορα που τα άστρα οι πλανήτες και οι γαλαξίες δεν θα σχηματίζονταν ποτέ. Άρα το ερώτημα είναι το γιατί η ποσότητα της σκοτεινή ενέργειας είναι τόσο μικρότερη από όσο προβλέπει η θεωρία, και πώς γίνεται να είναι τόσο ακριβής ώστε να επιτρέψει τον σχηματισμό των γαλαξιών και των άστρων. Η διαφορά μεταξύ των προβλέψεων για την σκοτεινή ενέργεια και των παρατηρήσεων, είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια σήμερα.
Απέναντι τώρα σε αυτά τα αντιφατικά δεδομένα και το αδιέξοδο που προκαλούν εμφανίζεται η θεωρία του πολυσύμπαντος. Εάν ζούμε σε ένα πολυσύμπαν, τότε η τιμή της σκοτεινής ενέργειας που μετρήθηκε μπορεί να αποκτήσει νόημα και να γίνει απόλυτα λογική. Διότι εάν ζούμε σε ένα πολυσύμπαν με πολλά σύμπαντα και με κάθε ένα με διαφορετική τιμή σκοτεινής ενέργειας, θα ήταν πολύ λογικό να βρεθεί κάποιο με την τιμή που διαθέτει το δικό μας σύμπαν. Τα σύμπαντα φυσικά με άλλες τιμές σκοτεινής ενέργειας ναι μεν είναι πραγματικά, αλλά δεν μπορούν να επιτρέπουν τον σχηματισμό γαλαξιών και πλανητών. Σύμπαντα με σημαντικά λιγότερη σκοτεινή ενέργεια από την δική μας θα κατέρρεαν στον εαυτό τους, και σύμπαντα με πολύ περισσότερη ενέργεια θα διαστέλλονταν τόσο γρήγορα που η ύλη δεν θα προλάβαινε να ενωθεί σε κομμάτια ώστε να σχηματισθούν οι γαλαξίες. Όλη αυτή η συλλογιστική προϋποθέτει όμως ότι με κάποιο τρόπο υπάρχει τόση ποικιλία στο πολυσύμπαν, ώστε κάθε τιμή σκοτεινής ενέργειας συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας να υπάρχει κάπου. Το πρόβλημα δηλαδή είναι το πώς να γνωρίζουμε ότι οι άλλες τιμές της σκοτεινής ενέργειας υπάρχουν. Η λύση υποθέτουμε ότι προέρχεται από έναν άλλο τομέα της φυσικής η οποία μελετάει το σύμπαν στο μικροσκοπικό του επίπεδο. Πρόκειται για την θεωρία των χορδών.
Οι χορδές θεωρείται ότι αποτελούν το συστατικό στοιχείο των quarks τα οποία είναι τα συστατικά στοιχεία των πρωτονίων. Οι χορδές αυτές είναι μικρά δονούμενα νήματα και αποτελούν βρόχους ενέργειας. Τα πάντα δηλαδή στο σύμπαν αποτελούνται από αυτό το υλικό. Όπως για παράδειγμα μια χορδή σε ένα τσέλο μπορεί να παράγει διάφορες νότες ανάλογα με το πώς δονείται, οι χορδές μπορούν να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάλογα με το πώς δονούνται, δημιουργώντας πολλά διαφορετικά είδη σωματιδίων. Από αυτή την θεωρία βγήκε η υποσχόμενη κομψή απλότητα, δηλαδή της μοναδικής εξίσωσης η οποία θα περιγράφει ολόκληρο το σύμπαν.
Τα μαθηματικά όμως της θεωρίας των χορδών απαιτούσαν ορισμένες ιδιότητες οι οποίες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με την χρήση της κοινής λογικής. Ενώ είναι δηλαδή εφικτή μια θεωρία της οποίας τα μαθηματικά μπορούν να ενοποιήσουν όλους τους νόμους μικρόκοσμου και μακρόκοσμου, όσον αφορά το εφαρμοσμένο και λειτουργικό περιεχόμενό της η θεωρία αυτή συναντάει εμπόδια που σχετίζονται με τις δομές λογικής που γνωρίζουμε. Συγκεκριμένα εκείνο που δεν είναι συμβατό με την ανθρώπινη αντίληψη αλλά είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της θεωρίας των χορδών, είναι οι επιπλέον διαστάσεις του χώρου. Οι τρεις διαστάσεις μήκος, πλάτος και ύψος είναι αυτές που μπορούν και υποπέφτουν στην ανθρώπινη αντίληψη. Τα μαθηματικά της θεωρίας των χορδών όμως λένε πως δεν είναι οι μόνες. Τα μαθηματικά δουλεύουν μόνο αν οι χορδές κινούνται και δονούνται όχι μόνο στις τρεις διαστάσεις που βλέπουμε αλλά και σε άλλες έξι διαστάσεις. Επομένως το ερώτημα είναι το που βρίσκονται αυτές οι διαστάσεις. Παντού στον χώρο υπάρχουν επιπλέον διαστάσεις διπλωμένες σε μικρούς κόμβους που δεν βλέπουμε. Το σχήμα τώρα αυτών των επιπλέων διαστάσεων καθορίζει τις βασικές ιδιότητες του σύμπαντός μας.
Για παράδειγμα όπως ο αέρας περνάει μέσα από ένα όργανο όπως ένα κόρνο και αποκτά δονητικά σχέδια που καθορίζονται από το σχήμα του οργάνου, το σχήμα των επιπλέων διαστάσεων καθορίζει το πώς δονούνται οι χορδές. Αυτά τα δονητικά σχέδια καθορίζουν τις ιδιότητες των σωματιδίων και έτσι όλες οι θεμελιώδεις ιδιότητες του σύμπαντος μας μπορεί να καθορίζονται από το σχήμα των επιπλέων διαστάσεων. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι ο τρόπος που είναι τοποθετημένες οι επιπλέον διαστάσεις είναι σαν το DNA του σύμπαντος. Είναι δηλαδή μια άπειρη δυναμικότητα η οποία επιτρέπει την συσχέτιση όλων των δυνατών συνδυασμών. Κατά συνέπεια καθορίζουν τον τρόπο που συμπεριφέρεται το σύμπαν με τον ίδιο τρόπο που το DNA καθορίζει το πώς διαμορφώνεται η δομή μιας μορφής. Το ενδιαφέρον όμως ήταν ότι όσο περισσότερο μελετώνταν η δομή των χορδών που θα περιέγραφε σε μια μοναδική μορφή λύσης το σύμπαν, τόσοι περισσότεροι τρόποι βρέθηκαν που οι επιπλέον διαστάσεις ήταν διπλωμένες. Τα μαθηματικά από την άλλη δεν έδιναν στοιχεία για το ποιο σχέδιο ήταν το σωστό για να ανταποκρίνεται στο σύμπαν μας. Υπολογίστηκαν δηλαδή ότι οι πιθανές λύσεις ήταν περίπου 10500 αντιπροσωπεύοντας τα διαφορετικά σχέδια και με όλες αυτές τις λύσεις να είναισωστές. Λαμβάνοντας επομένως υπόψη ότι η θεωρία των χορδών δημιουργήθηκε για να προσφέρει μία και μοναδική εξίσωση και επομένως ένα σχέδιο-δομή, εδώ αποκαλύφθηκε αυτός ο τεράστιος αριθμός διαφορετικών σχεδίων και τα οποία ήταν όλα έγκυρα. Ήταν σαν να διερωτάται κανείς το πόσο καλή μπορεί να είναι μια θεωρία η οποία έχει 10500 λύσεις. Κάπου εδώ η θεωρία του πολυσύμπαντος μπορεί να δώσει μια εξαιρετική εξήγηση.
Έχοντας αυτή την τεράστια ποικιλία πιθανοτήτων μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι οι πολλές λύσεις της θεωρίας των χορδών ίσως αντιπροσωπεύουν ένα πραγματικό και διαφορετικό σύμπαν. Με άλλα λόγια η θεωρία των χορδών περιέγραφε ένα πολυσύμπαν με μεγάλη ποικιλία. Ουσιαστικά δηλαδή η θεωρία των χορδών περιέγραφε τεράστιους αριθμούς από διαφορετικές λύσεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν πιθανά σύμπαντα. Άρα η θεωρία των χορδών δεν περιγράφει μόνο το σύμπαν που βρισκόμαστε, αλλά ολόκληρο το πολυσύμπαν δηλαδή τα πάντα. Το συμπέρασμα είναι ότι από την θεωρία των χορδών και από τον «πληθωρισμό» έχουμε δημιουργία συμπάντων. Αυτά τα διαφορετικά σύμπαντα θα έχουν από την φύση τους διαφορετικές ποσότητες σκοτεινής ενέργειας. Οπότε σύμφωνα με τα μαθηματικά η ποσότητα της σκοτεινής ενέργειας θα έχει τέτοια διαφορά από σύμπαν σε σύμπαν, που η περίεργη ποσότητα που μετρήσαμε θα εμφανιζόταν σίγουρα. Σε τελική ανάλυση το πολυσύμπαν είναι μια θεωρία η οποία παρόλο που είναι ακόμα πολύ μακριά από το να αποδειχθεί έχει αυτή την στιγμή τρία σπουδαία στηρίγματα. Τρεις συλλογισμοί που δείχνουν προς το ίδιο αποτέλεσμα. Ο αέναος «πληθωρισμός», η σκοτεινή ενέργεια και η θεωρία των χορδών. Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι τρεις αυτές διαφορετικές περιοχές μπορούν να εξηγηθούν πολύ ικανοποιητικά εισάγοντας το πολυσύμπαν και επιπλέον και οι τρεις κατευθύνονται προς το ίδιο σημείο.
Συνοψίζοντας από όλα τα προηγούμενα νομίζω ότι γίνεται αντιληπτό, ότι υφίσταται κάτι που μπορεί να ενοποιήσει και να συνδέσει όλα τα παρατηρήσιμα φαινόμενα την ίδια στιγμή που τα υπερβαίνει. Νομίζω ότι ο χώρος αυτός που διαθέτει αυτήν την δυναμική βρίσκεται στο πεδίο των δυνατοτήτων, όπου εδράζονται οι μετασχηματιστικές ικανότητες ενός κώδικα (ουσία - νόημα) που μπορεί και δίνει μορφή στις πραγματώσεις και τα παρατηρήσιμα. Οι ίδιες οι επιστημονικές ενδείξεις αποκαλύπτουν την αναγκαιότητα ενός μοντέλου που αναζητά την συγκρότησή του, μέσα από την διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο αυτοοργανώνεται το ‘είναι’ του. Ο παρατηρήσιμος κόσμος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η πραγμάτωση μιας δυναμικότητας η οποία θεμελιώνεται στο κβαντικό τυχαίο.17Υπό όρους ο παρατηρήσιμος κόσμος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα επιφαινόμενο18 διότι
17 Σύμφωνα με τον Engels παντού όπου το τυχαίο φαίνεται να λειτουργεί στην επιφάνεια, βρίσκεται πάντα κάτω από την επήρεια κρυμμένων εσωτερικών νόμων, και το πρόβλημα είναι να τους ανακαλύψουμε.
18 Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι η κβάντωση των αλληλεπιδράσεων στο επίπεδο της μικροφυσικής αλλά και της μη τοπικότητας αποδεικνύεται ότι η συνέχεια και η αιτιοκρατία του μακροσκοπικού επιπέδου είναι ένα επιφαινόμενο. Στον κβαντικό κόσμο το τυχαίο είναι το ουσιαστικό και διαμορφωτικό στοιχείο.
Οι ουσιαστικοί ποιοτικοί μετασχηματισμοί και οι κρυμμένες δομές δεν πραγματοποιούνται στον εν ενεργεία κόσμο, αλλά στον δυνάμει. Κάτω από αυτό το σκεπτικό ακόμα και αν η πρώτη ύλη δεν έχει ύπαρξη, έχει όμως «είναι» το οποίο της, επειδή ανήκει στον δυνάμει κόσμο είναι απροσδιόριστο. Αλλά ένα τέτοιο απροσδιόριστο (προερχόμενο από το δυνάμει), χάρις τη δυνατότητά του να πάρει οποιαδήποτε μορφή μπορεί να θεωρηθεί ότι μπορεί να δεχθεί όλους τους προσδιορισμούς, και να καθορίσει την εν ενεργεία πραγματικότητα με έναν τρόπο μη συμπτωματικό, αφού και η ίδια η αρχική απροσδιοριστία παραμένει σταθερή ως προς το «είναι» της.
2.9

1.28          Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΟΛΟΓΡΑΜΜΑ
Κατά την γνώμη μου η διαδικασία και η προσπάθεια αποσαφήνισης της τύχης και της αναγκαιότητας απαιτεί διείσδυση σε ορισμένες άλλες πτυχές, οι οποίες σχετίζονται από τις φυσικές επιστήμες μέχρι τις γνωσιακές διαδικασίες οι οποίες χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο. Για να μπορέσουν να εξεταστούν τέτοια ζητήματα θα χρειαστεί υλικό από την οντολογία του φυσικού κόσμου από την μια πλευρά, και από την άλλη η σχέση της ανθρώπινης παρατήρησης με τον δυνάμει, εν ενεργεία κόσμο αλλά και την ίδια την αυτοσυνείδηση. Όπως γίνεται αντιληπτό οι έννοιες της αναγκαιότητας και της τύχης μπορούν να αποκτήσουν υπόσταση μόνο όταν βρουν το σύστημα αναφοράς τους, κάτι το οποίο θα μας οδηγήσει σε συσχετισμούς ανάμεσα στο καθεαυτό των πραγμάτων και τις μορφές αλληλεπίδρασής τους. Σε αυτό το σημείο θα προσπαθήσω να αναπτύξω μια θεωρία η οποία θα επεξεργαστεί οντολογικά και γνωσιολογικά το ζήτημα. Στις απόψεις που θα αναφέρω θα ανακύψει το ζήτημα του Berkley υποστηρίζοντας ότι η πραγματικότητα όχι ότι δεν υπάρχει, αλλά δεν είναι αυτή που νομίζουμε ότι είναι. Επιπλέον θα γίνει αναφορά στις μαύρες τρύπες οι οποίες ενοποιούν κατά κάποιο τρόπο τον μικρόκοσμο με τον μακρόκοσμο και επίσης θα συνδέσω το ασυνείδητο με την κβαντική πραγματικότητα. Επιπλέον θα παρουσιάσω και μια συλλογιστική η οποία θα αποδώσει την σημαντικότητα του ενεργεία κόσμου μέσα από την αξία του αποτελέσματος και του σκοπού.
Στην συλλογιστική αυτή κυρίαρχο ρόλο θα διαδραματίσει η πληροφορία, η οποία πέρα από την εξασφάλιση της συνέχειας, θα συμβάλλει καθοριστικά και στην λογική του εξελικτικού μηχανισμού. Ένας εξελικτικός μηχανισμός που η μεγάλη του συνεισφορά είναι η ενοποίηση της νοητικοποιημένης -μαθηματικοποιημένης σκέψης, με την λειτουργική-πραγματιστική φυσική πραγματικότητα. Ένα είδος ένωσης του ορθολογισμού με τον εμπειρισμό απόρροια του εξελικτικού μηχανισμού. Με όλο τον σεβασμό του δυνάμει κόσμου και την μορφή της πραγματικότητάς του, η εν ενεργεία κατάσταση στο πλαίσιο του αποτελέσματος μπορεί να λειτουργήσει ως πειραματική επιβεβαίωση, αλλά και γενικότερα να συσχετιστεί με ηθικά ζητήματα. Όλο το μυστικό είναι ότι κάθε φορά για να προσεγγιστεί η αλήθεια χρειάζεται μια τρίπλα, όχι η συμβατικά και κλασικά χρησιμοποιούμενη ανθρώπινη σκέψη απόρροια της διαμορφωμένης προϋπάρχουσας φύσης. Η ανθρώπινη φύση μπορεί να είναι η μεγαλύτερη παγίδα για αυτή την διαδικασία με την τάση της να προκαταβάλει τα αποτελέσματα και την αναπόφευκτη χρήση των αισθήσεων. Τα μαθηματικά και η καθαρή λογική είναι εξαιρετικοί οδηγοί αλλά απαιτούνται και άλλες λειτουργίες του ανθρώπινου νου.
Πρώτα από όλα το σημείο κλειδί και κοινό χαρακτηριστικό όλων των προηγούμενων πτυχών είναι η έννοια της πληροφορίας. Όπως είδαμε η πληροφορία είναι ο θεμέλιος λίθος και από την μελέτη του θέματος από την βιολογική ανάλυση όπου φέρει τον γενετικό κώδικα μέσα από το DNA. Η πληροφορία είναι μια έννοια η οποία εξυπηρετεί με πολλούς τρόπους και πάνω από όλα ενοποιεί καταστάσεις φαινομενικά αντίθετες. Αρχικά θα αναλύσω το ζήτημα ως προς την φυσική και τις μαύρες τρύπες των οποίων τα χαρακτηριστικά δύναται να αποκαλύψουν πολλές δυνατότητες διείσδυσης σε αναπάντητα ερωτήματα, και επιπλέον έναν κόσμο απόλυτα πραγματικό αλλά όχι ακριβώς όπως αποκαλύπτεται από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Οι μαύρες τρύπες είναι οι ισχυρότερες βαρυτικές δυνάμεις του διαστήματος και οτιδήποτε προσεγγίζουν στο πέρασμα τους αυτό δεν μπορεί να ξεφύγει από την βαρυτική τους ισχύ. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να καταπιούν έναν αστέρα για παράδειγμα. Το ίδιο το φως δηλαδή δεν μπορεί να ξεφύγει από την στιγμή που περνάει το σημείο χωρίς επιστροφή, την είσοδο στην μαύρη τρύπα. Το πολύ σημαντικό όμως και αυτό που ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ, είναι ότι οι μαύρες τρύπες κρύβουν στο εσωτερικό τους όλες εκείνες τις πληροφορίες του διαστήματος.
Όταν αναφερόμαστε εδώ στην έννοια της πληροφορίας δεν ενδιαφέρει το ίδιο το νόημα. Θα μπορούσε για παράδειγμα μια πρόταση όπως «ο Νίκος ψάχνει να βρει εργασία» να εμπεριέχει υλικό πληροφορίας, χωρίς όμως να μας ενδιαφέρει το νόημα. Θα μπορούσε δηλαδή η ίδια πρόταση να γραφεί και σε κώδικα Morse. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι ότι η πληροφορία μπορεί να εκφραστεί σε bits. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αυτή η πληροφορία δεν γίνεται να χαθεί. Μπορεί όταν διαγράφουμε δεδομένα από έναν υπολογιστή να ελευθερώνουμε αποθηκευτικό χώρο, όμως η πληροφορία απλώς έχει μετατραπεί σε ενέργεια την στιγμή που διαγράφουμε και η οποία ελευθερώνεται στο περιβάλλον. Κατά συνέπεια το συμπέρασμα είναι και αποτελεί κορυφαίο νόμο της φυσικής είναι ότι η πληροφορία δεν χάνεται ποτέ.
Το θέμα τώρα είναι το τι γίνεται στην μαύρη τρύπα. Οτιδήποτε εισάγεται μέσα της δεν σημαίνει απαραίτητα ότι απλώς διαλύεται. Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι οποιαδήποτε πληροφορία περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή δεν σημαίνει ότι καταστρέφεται, αλλά ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο επειδή η πληροφορία δεν μπορεί να υπερβεί την ταχύτητα του φωτός. Οτιδήποτε μπει μέσα της ακόμα και το ίδιο το φως δεν μπορεί να δραπετεύσει. Αυτό γνωσιακά είναι αντιληπτό για την ίδια την πληροφορία που βρίσκεται μέσα στην μαύρη τρύπα. Για τον παρατηρητή όμως που βρίσκεται από έξω η πληροφορία απλώς εξαφανίστηκε αφού δεν επικοινωνεί με αυτή πλέον. Εδώ είναι λοιπόν το σημείο που δημιουργείται η καθοριστική αντίφαση. Διότι από την μια πλευρά υπάρχει ο καθολικός νόμος της φυσικής ότι η πληροφορία δεν χάνεται ποτέ, και από την άλλη για τον εξωτερικό παρατηρητή οτιδήποτε εισάγεται στην μαύρη τρύπα εξαφανίζεται. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να ισχυριστεί ότι απλώς δεν γίνεται να έχουμε πρόσβαση σε αυτή την πληροφορία που βρίσκεται εκεί μέσα, αλλά δεν σημαίνει ότι αυτή έχει εξατμιστεί. Τα πράγματα γίνονται όμως ακόμα πιο περίπλοκα εάν ληφθεί υπόψη ότι και οι μαύρες τρύπες γίνεται κάποια στιγμή να εξατμιστούν. Τα φωτόνια και τα γραβιτόνια που την αποτελούν για παράδειγμα εξατμίζονται, η μαύρη τρύπα συρρικνώνεται μέχρι που εξαφανίζεται. Οπότε το ερώτημα είναι το τι γίνεται με τις πληροφορίες που υπάρχουν μέσα σε αυτές. Από την στιγμή που οι πληροφορίες δεν χάνονται ποτέ, αλλά οι μαύρες τρύπες εξαφανίζονται, δημιουργείται το πρόβλημα του τι έγινε με τις πληροφορίες.
Η απάντηση ξεκινάει από την αρχή της εντροπίας. Η εντροπία είναι όλη εκείνη η κρυφή πληροφορία στην οποία δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση λόγω της εξαιρετικά μεγάλης πολυπλοκότητας, απόρροια των βαθμών ελευθερίας του συστήματος. Το θέμα τώρα είναι ότι οι μαύρες τρύπες έχουν εντροπία κάτι το οποίο δεν εκπλήσσει καθόλου αφού εμπεριέχουν πληροφορίες. Όσο περισσότερη πληροφορία εισάγεται σε μια μαύρη τρύπα τόσο περισσότερη ενέργεια της αποδίδεται με αποτέλεσμα αυτή να μεγαλώνει. Κάπου εδώ τώρα εισάγεται και η θεωρία των χορδών. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή η ύλη στην μικρότερη δυνατή μορφή της βρίσκεται σε μια κατάσταση χορδής, της οποίας οι δονήσεις μέσα στο πλαίσιο των έντεκα διαστάσεων παράγουν την ύλη. Εάν υποθέσουμε μία απειροελάχιστη χορδή στην οποία δοθεί ενέργεια, τότε αυτή μεγαλώνει. Μία μαύρη τρύπα μπορούμε να πούμε ότι αποτελείται από τέτοιου τύπου χορδές στις οποίες έχει δοθεί πολύ μεγάλη ποσότητα ενέργειας. Η μεγάλη ανακάλυψη όμως που έγινε είναι ότι το μεγάλωμα αυτό δεν είναι σε επίπεδο τριών διαστάσεων δηλαδή όγκου, αλλά σε δύο διαστάσεις και επομένως εμβαδού. Για την ακρίβεια ο Jacob Bekenstein το 1972 ανακάλυψε ότι ο αριθμός των bits δηλαδή της κρυφής πληροφορίας που βρίσκεται μέσα σε μια μαύρη τρύπα είναι ίση με το εμβαδό σε επίπεδο ορίζοντα μετρούμενο σε μονάδες Planck (one Planck area =G/hc9= 10-66 cm2). Το συγκλονιστικό είναι ότι η ύλη ενώ αναμένονταν να συμπεριφερθεί σε επίπεδο όγκου αυτή μετατρέπεται σε εμβαδό. Είναι όπως όταν προσπαθούμε σε ένα τραπέζι να συγκεντρώσουμε όσο πιο πολλά νομίσματα γίνεται τα οποία να είναι διατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο μπορεί να αναπαρασταθεί η επιφάνεια της μαύρης τρύπας. Δηλαδή ως ένα περιβάλλον δύο διαστάσεων στο οποίο τα bits της πληροφορίας είναι διατεταγμένα όπως τα νομίσματα στο τραπέζι.
Επανερχόμενοι τώρα στο αρχικό πρόβλημα της αντίφασης συναντάμε δύο πραγματικότητες. Έχουμε από την μια πλευρά του παρατηρητή που είναι έξω από την μαύρη τρύπα την διαπίστωση ότι οτιδήποτε εισάγεται σε αυτή χάνεται. Από την άλλη πλευρά η ίδια η πληροφορία παρατηρώντας τον εαυτό της παρόλο που δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον εξωτερικό παρατηρητή, γνωρίζει ότι υπάρχει ως προς ένα άλλο σύστημα αναφοράς όμως που είναι το δικό της. Επομένως έχουμε δύο ειδών πραγματικότητες οι οποίες έρχονται σε αντίφαση μόνο ως προς έναν τρίτο παρατηρητή των δύο καταστάσεων, αλλά όχι μεταξύ των δύο συμμετεχόντων οι οποίοι είναι ικανοποιημένοι στο δικό τους σύστημα αναφοράς. Εάν τώρα επανέλθουμε στον εξωτερικό παρατηρητή και επαναλάβουμε το πείραμα θα δούμε το εξής: Λίγο πριν εισέλθει η πληροφορία στην μαύρη τρύπα αναμένεται να εξατμιστεί κάτι το οποίο συμβαίνει με κριτήριο αναφοράς τον εξωτερικό παρατηρητή. Πώς γίνεται όμως τελικά η πληροφορία να συνεχίζει να υφίσταται έχοντας πλέον περάσει μέσα, αλλά και να μην είναι όμως μεταβιβάσιμη στον εξωτερικό παρατηρητή αφού ο παρατηρητής την είδε να εξατμίζεται;
 Η μετάβαση και η μετατροπή της πληροφορίας από το τρισδιάστατο στο δισδιάστατο περιβάλλον σε μία ενιαία και ταυτόχρονη απεικόνιση της μαύρης τρύπας σε σχέση με τον χώρο και τον χρόνο.
Εδώ ακριβώς εισέρχεται η κβαντικότητα του φαινομένου η οποία αντιστρέφει την έκβαση του αποτελέσματος. Ενώ δηλαδή αναμένει να δει την εξαφάνιση η πραγμάτωση του πειράματος, λόγω της κβάντωσης αντιστρέφει την διαδικασία και τελικά η πληροφορία σώζεται χωρίς όμως να είναι γνωστοποιήσιμη στον εξωτερικό παρατηρητή. Παρόλο τώρα που το πρόβλημα λύνεται για τον τρίτο παρατηρητή αφού εξηγείται το πώς έγινε η μετάβαση, παραμένει το πρόβλημα του πώς γίνεται να έχουμε δύο διαφορετικές πραγματικότητες. Δηλαδή την τρισδιάστατη για τον εξωτερικό, που μετατρέπεται σε δισδιάστατη πληροφορία στην επιφάνεια της μαύρης τρύπας. Είναι σαν να έχουμε δύο διαφορετικές πραγματικότητες για το ίδιο πράγμα.
Το να μετατρέπεται η τρισδιάστατη πραγματικότητα σε δισδιάστατη είναι κάτι που αφενός πρέπει να εξηγηθεί, και αφετέρου δημιουργεί το ερώτημα μήπως υπάρχει κάτι που θα μπορεί να τα ενοποιήσει σε μία πραγματικότητα. Είναι σαν να αναζητούμε αυτό που είναι ταυτόχρονα τρισδιάστατο αλλά και δισδιάστατο, παραβιάζοντας όμως την αντικειμενικότητα του κριτηρίου.
Η διαχείριση του παραπάνω ερωτήματος μπορεί να επιτευχθεί με την χρήση μιας αναλογίας. Έστω ότι έχουμε έναν πίνακα ζωγραφικής ο οποίος αναπαριστά ένα φυσικό τοπίο για παράδειγμα. Για τον ανθρώπινο εξωτερικό παρατηρητή η αναπαριστάμενη εικόνα είναι φαινομενικά τρισδιάστατη ως απόρροια των αισθήσεων, εξαιτίας των χρωμάτων, του βάθους και όλων εκείνων των τεχνικών που χρησιμοποιούνται για να δοθεί η εντύπωση στον εγκέφαλο ότι το αναπαριστάμενο είναι μια τρισδιάστατη εικόνα. Γνωρίζουμε όμως ότι η καθεαυτή εικόνα είναι δύο διαστάσεων. Εκφράζοντάς το μάλιστα με όρους πληροφορίας ή bits θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πίνακας περιέχει πληροφορίες οι οποίες όμως βρίσκονται σε ένα περιβάλλον δύο διαστάσεων. Δεν θα μπορούσε κάποιος να σκύψει το κεφάλι του πίσω από το δέντρο του πίνακα για να δει το τι έχει, επειδή η πληροφορία αυτή απλώς δεν παρέχεται από τον πίνακα. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο η επιφάνεια μιας μαύρης τρύπας είναι μια δισδιάστατη επιφάνεια γεμάτη πληροφορίες προερχόμενες από τον τρισδιάστατο χώρο. Λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο ως μετατροπέας την αρχικής τρισδιάστατης πληροφορίας σε συμπιεσμένη μορφή δεδομένων σε δισδιάστατη κατάσταση. Θα μπορούσε δηλαδή ο πίνακας να αναπαρασταθεί σε μορφή πληροφορίας ως μια επιφάνεια από pixels.
Το θέμα τώρα είναι ότι η επιφάνεια της μαύρης τρύπας εκφραζόμενη στην δισδιάστατη μορφή της εμφανίζεται στον εξωτερικό ανθρώπινο παρατηρητή ως κάτι μη αναγνωρίσιμο, αφού η πληροφορία που βρίσκεται μέσα της δεν φαίνεται επειδή έχει τεντωθεί η τρισδιάστατη πληροφορία. Με άλλα λόγια η πληροφορία και η πραγματικότητα υπάρχουν, αλλά αυτές μόνο στην τρισδιάστατη μορφή τους μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τον άνθρωπο. Το πρόβλημα είναι όμως ότι όταν παρατηρούμε αυτό που καταλαβαίνουμε δεν βλέπουμε το αληθινό, ενώ όταν παρατηρούμε αυτό που δεν έχει νόημα για εμάς (η τεντωμένη δισδιάστατη επιφάνεια της μαύρης τρύπας) βλέπουμε το αληθινό το οποίο απλώς έχει κωδικοποιημένη την πληροφορία. Αυτό ακριβώς είναι ένα ολόγραμμα. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η τρισδιάστατη για εμάς πληροφορία βρίσκεται μέσα στην δισδιάστατη και μη αναγνωρίσιμη για εμάς πραγματικότητα. Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι αυτό δεν ισχύει μόνο για την επιφάνεια στις μαύρες τρύπες αλλά για όλο το σύμπαν. Με τον ίδιο τρόπο που είναι αυταπάτη η τρισδιάστατη εικόνα του πίνακα ζωγραφικής στο επίπεδο της πληροφορίας, αλλά απλώς εκεί το ξέρουμε, έτσι δύναται να είναι αυταπάτη ο τρισδιάστατος κόσμος που αντιλαμβανόμαστε. Με αυτό τον τρόπο το καθεαυτό των πραγμάτων δεν συγκρούεται με τον εγκλωβισμό του ανθρώπου στις αισθήσεις του. Η πληροφορία και το καθεαυτό των πραγμάτων είναι απλώς η πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από την αναγκαία μετατροπή που πραγματοποιεί ο νους ανάμεσα στην λειτουργία των αισθήσεων και την νοητική πρόσληψη αυτών.Αρχικά διασφαλίζει την τελεονομία και κατ’ επέκταση την αναγκαιότητα αλλά και τον εν ενεργεία κόσμο. Επίσης διέπεται από χαρακτηριστικά του δυνάμει κάτι που επιτρέπει το τυχαίο, την μεταβλητότητα αλλά πάνω από όλα την κωδικοποίηση. Αρχίζοντας από το πρόβλημα του σολιψισμού είναι γνωστό ότι θεμελιώδες επιχείρημα του Berkley και των υποστηρικτών του, είναι ότι η πραγματικότητα που γνωρίζουμε με τις αισθήσεις μας δεν μπορεί να είναι πραγματική. Η ίδια η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν εισάγεται στον εγκέφαλο, οπότε αυτό που θεωρούμε αληθινό είναι απλώς αυτό που τα ηλεκτρικά σήματα που φτάνουν στον εγκέφαλο μας επιτρέπουν να θεωρούμε πραγματικό, δηλαδή αυτό που οι αισθήσεις αποκαλύπτουν. Ας επανέλθουμε τώρα στην φυσική και τις μαύρες τρύπες για να δείξω με ποιον τρόπο η θεωρία του Berkley μπορεί να ισχύει, αλλά και με ποιον τρόπο μπορεί να μετασχηματιστεί σε μια αναλογία της πραγματικότητας. Παρουσιάστηκε προηγουμένως μια ανάλυση από την σκοπιά της φυσικής ως προς το τι συμβαίνει ανάμεσα στην τρισδιάστατη πληροφορία-πραγματικότητα που γνωρίζουμε και την μετατροπή της στην δισδιάστατη διάσταση στην επιφάνεια της μαύρης τρύπας. Ο μηχανισμός αυτός τώρα μπορεί να λειτουργήσει ως αναλογία σε κάτι πολύ εντυπωσιακότερο και που αφορά ολόκληρο το σύμπαν. Οτιδήποτε δηλαδή γνωρίζουμε να είναι ένα ολόγραμμα και επομένως δισδιάστατη πραγματικότητα.
Ας τα δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Είδαμε στις μαύρες τρύπες ότι οτιδήποτε εισέρχεται μέσα σε αυτές πλέον δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον δικό μας κόσμο διότι δεν μπορεί να υπερβεί την ταχύτητα του φωτός. Η πληροφορία βεβαίως διατηρείται αλλά πλέον είναι κωδικοποιημένη στην επιφάνεια της μαύρης τρύπας. Πέρα όμως από αυτόν τον τρόπο διακοπής της επικοινωνίας υπάρχει και ένας άλλος τρόπος με τον οποίο φθάνουμε στο ίδιο αποτέλεσμα αλλά από μια αντίθετη διαδικασία. Αυτό συντελείται εξαιτίας της επιταχυνόμενης διαστολής του σύμπαντος που συμβαίνει εξαιτίας της σκοτεινής ενέργειας. Ο Einstein και οι υπόλοιποι επιστήμονες της εποχής του πίστευαν ότι το σύμπαν είναι στατικό και ότι η στατικότητά του αυτή προκύπτει από την ύπαρξη μιας κοσμολογικής σταθεράς που λειτουργεί ως αντιβαρύτητα. Οι εξισώσεις ήδη και τότε έδειχναν ότι το σύμπαν πρέπει να διαστέλλεται ή να συστέλλεται. Απλά ο Einstein εισήγαγε την σταθερά αυτή χωρίς να γνωρίζει αν υπάρχει, για να στατικοποιήσει το σύμπαν. Λίγα χρόνια αργότερα μέσω του τηλεσκοπίου Hubble αποδείχθηκε ότι το σύμπαν διαστέλλεται και ότι φυσικά η κοσμολογική σταθερά του Einstein δεν ισχύει. Από την στιγμή όμως που αποδείχθηκε η επιταχυνόμενη διαστολή του σύμπαντος, σημαίνει ότι υπάρχει μια δύναμη η οποία είναι απόρροια αυτού που νομίζαμε ως κενού χώρου. Είναι η σκοτεινή ενέργεια η οποία διαδραματίζει τον ρόλο της σταθεράς αλλά βεβαίως είναι μεταβλητή με τον χρόνο. Η σκοτεινή ενέργεια είναι η δύναμη που εξισορροπεί την βαρύτητα, γεμίζει το κενό και αποτελεί την αιτία της διαστολής του σύμπαντος. Είναι αυτή που τεντώνει το σύμπαν και αποτελεί το 70 % του χώρου του.
Το θέμα τώρα είναι ότι εφόσον η σκοτεινή ενέργεια αυξάνεται συνέχεια σημαίνει ότι τα πάντα, τα άστρα και οι γαλαξίες θα απομακρύνονται συνέχεια μεταξύ τους. Μάλιστα κάποια στιγμή θα υπερνικηθούν και οι δυνάμεις βαρύτητας που έλκουν τα διάφορα σώματα και τα πάντα θα εξατμιστούν. Θα φθάσουμε στο σημείο που η σκοτεινή ενέργεια θα υπερβεί τις δυνάμεις στον πυρήνα του ατόμου και πλέον η ύλη θα αποσυντεθεί με αποτέλεσμα το σκίσιμο του σύμπαντος. Εκείνο τώρα που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι, η διαστολή του σύμπαντος θα έχει ως συνέπεια την απομάκρυνση των οποιοδήποτε αντικειμένων μεταξύ τους, που κάποια στιγμή θα καταστεί αδύνατη η επικοινωνία μεταξύ τους. Δηλαδή ερχόμαστε στο ίδιο αποτέλεσμα που προκαλούσαν οι μαύρες τρύπες, δηλαδή την αδυναμία επικοινωνίας μόνο που αυτή την φορά αυτό προκαλείται από την διαστολή. Η τελευταία είναι φυσικά πιο αργή από την ταχύτητα του φωτός, γι’ αυτό και δεν είναι προσβάσιμες οι περιοχές του διαστήματος πέρα από αυτόν τον ορίζοντα. Το θέμα όμως είναι ότι υπολογίζεται ότι το πραγματικό διάστημα που υπάρχει, είναι χίλιες φορές μεγαλύτερο από αυτό που είναι παρατηρήσιμο εξαιτίας της μη προσβασιμότητας λόγω της διαστολής.
Το σημαντικό τώρα είναι ότι η ανάλυση που έγινε γύρω από τις μαύρες τρύπες μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αναλογία για να περιγραφεί ο ορίζοντας του διαστήματος που παρατηρούμε, ως προς τον μη παρατηρήσιμο ορίζοντα εξαιτίας της διαστολής. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαστολή προκαλεί το ίδιο αποτέλεσμα με την μαύρη τρύπα, έστω και αν αντί να είναι είσοδος σε μια τρύπα πρόκειται για διαστολή. Αυτό δεν σημαίνει ότι το σύμπαν που γνωρίζουμε είναι μέσα σε μια μαύρη τρύπα, αλλά θα μπορούσε να σημαίνει ότι η σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και την μαύρη τρύπα είναι αναλογική με την σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον ορίζοντα του διαστήματός μας και του διαστελλόμενου μη παρατηρήσιμου. Η αναλογία είναι σαν να είμαστε μέσα στην μαύρη τρύπα μόνο που στην περίπτωσή μας ο μηχανισμός είναι η διαστολή και εμείς προσπαθούμε να κοιτάξουμε προς τα έξω, εν αντιθέσει με πριν που είμαστε έξω από την μαύρη τρύπα και βλέπαμε την μετατροπή της τρισδιάστατης πραγματικότητας σε δισδιάστατη. Από την στιγμή όμως που ο τρόπος που περιγράφεται η σχέση μας με την μαύρη τρύπα είναι ένα ολόγραμμα, τότε προκύπτει αναλογικά ότι και εμείς είμαστε ένα ολόγραμμα ως προς το διάστημα που δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε. Είμαστε δηλαδή για το μη παρατηρούμενο για εμάς, αυτό που είναι η επιφάνεια της μαύρης τρύπας για εμάς. Από την στιγμή όμως που είδαμε ότι η επιφάνεια της μαύρης τρύπας είναι δισδιάστατη και μπορεί να περιγραφεί σαν ολόγραμμα, τότε από τη στιγμή που ολόκληρο το σύμπαν που γνωρίζουμε λειτουργώντας αναλογικά και εξαιτίας της διαστολής μπορεί να είναι η επιφάνεια αυτού που δεν είναι παρατηρήσιμο και επομένως εξαιτίας της αναλογίας δισδιάστατο. Άρα ολόκληρο το σύμπαν μπορεί να θεωρηθεί ως ολόγραμμα και επομένως η πραγματικότητα να είναι δισδιάστατη και όχι τρισδιάστατη που οι αισθήσεις μας παρέχουν ως αληθινό. Με άλλα λόγια αυτό που συμβαίνει σε εμάς είναι κάτι το αντίστοιχο με την επιφάνεια της μαύρης τρύπας, μόνο που εμείς είμαστε το παρατηρούμενο εξαιτίας της διαστολής.
Η χρησιμότητα τώρα όλων των προηγούμενων στοιχείων είναι ότι αναδεικνύουν ένα σύμπαν και μια πραγματικότητα η οποία είναι ένα είδος ολογράμματος, δηλαδή μια δισδιάστατη πραγματικότητα. Είναι σαν να είμαστε τα πάντα, οτιδήποτε βλέπουμε και αυτό που ονομάζουμε τρισδιάστατη πραγματικότητα μια προβολή πληροφοριών αποθηκευμένων σε μια δισδιάστατη επιφάνεια. Η αναλογία για το τι είναι το ολόγραμμα, είναι όπως ακριβώς μια λεπτή ταινία που βρίσκεται στις πιστωτικές κάρτες και αναπαριστά μια φαινομενικά τρισδιάστατη εικόνα που γυαλίζει με το φως του ηλίου, αλλά στην πραγματικότητα είναι δισδιάστατη. Ας δούμε ένα ακόμη παράδειγμα. Έστω ότι ρίχνουμε ένα αντικείμενο, ένα πορτοφόλι μέσα σε μια μαύρη τρύπα. Τότε το τρισδιάστατο πορτοφόλι χάνεται για πάντα μέσα στην τρύπα, αλλά εκείνο που πραγματικά θα υπάρχει ως πορτοφόλι θα είναι η δισδιάστατη φύση του και η οποία αποθηκεύεται στην επιφάνεια της μαύρης τρύπας ως ένα αντίγραφο των πληροφοριών που περιέχει, όπως ακριβώς αποθηκεύονται οι πληροφορίες σε έναν υπολογιστή. Άρα το συμπέρασμα είναι ότι το πραγματικό είναι η πληροφορία και η δισδιάστατη φύση της.
 Η αναπαραστατική θεωρία της γνώσης όχι στο επίπεδο του μη πραγματικού, αλλά στην λογική των δύο διαστάσεων υπό το πρίσμα του ολογράμματος.
Σύμφωνα λοιπόν με την άνωθεν συλλογιστική εκείνο που πραγματικά υπάρχει είναι ένα ολόγραμμα το οποίο περιέχει πληροφορίες σε δισδιάστατη μορφή. Για να περάσουμε σε πιο αμιγώς φιλοσοφικά ζητήματα το παραπάνω υλικό ανοίγει θέματα και για την αναπαραστατική θεωρία της γνώσης, αλλά και για τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα και κυρίως την θεωρία του Berkley. Η θεωρία του Berkley απορρίπτει όλη εκείνη την εξωτερική πραγματικότητα, αφού η ίδια καθεαυτή δεν εισάγεται μέσα στον εγκέφαλο και μιας και ο τελευταίος αντιλαμβάνεται εξαιτίας σημάτων μέσω των συνάψεων. Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω ενώ υπάρχει απόρριψη της πραγματικότητας μέσω των αισθήσεων, η ίδια η πραγματικότητα είναι αληθινή. Αυτό που εισάγεται τελικά ως εικόνα μέσα στον εγκέφαλο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ή ότι δεν επικοινωνούσε ως εξωτερικό αντικείμενο με τον άνθρωπο, αλλά απλώς ότι η μορφή του απαιτεί αποκωδικοποίηση. Εάν ο ανθρώπινος εγκέφαλος παίξει τον ρόλο του αποκωδικοποιητή τότε προσλαμβάνει την πληροφορία, η οποία υπό το πρίσμα των αισθήσεων μόνο είναι διαφορετική ως προς την καθεαυτότητά της. Ο κόσμος που βλέπουμε δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει, αλλά απλώς είναι δισδιάστατος στην ουσία του και πάνω από όλα είναι μορφή πληροφορίας. Η αλήθεια ενός αντικειμένου έγκειται στην έννοια της πληροφορίας την οποία ακόμα κι αν εμείς την αντιλαμβανόμαστε στην τρισδιάστατη μορφή της, αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή ακόμα κι αν στην ουσία της είναι δισδιάστατη. Η πληροφορία είναι ο κοινός κώδικας ανάμεσα στην πλάνη των αισθήσεων και την πραγματική εξωτερική πραγματικότητα.
Όταν ονομάζουμε κάτι ως πραγματικότητα αυτό κατά κανόνα είναι συνυφασμένο με τον μακρόκοσμο όσον αφορά την φυσική αλλά και την έννοια της συνείδησης. Πραγματικοί θεωρούνται οι πλανήτες και τα αστέρια και γενικά το παρατηρήσιμο είναι κάτι που λειτουργεί πολύ αρμονικά με το είδος της λογικής που διαθέτουμε. Το συγκλονιστικό όμως είναι ότι για να κατανοήσουμε τον μακρόκοσμο αλλά ακόμα και την έννοια της συνείδησης, θα πρέπει να εξερευνηθεί ο παραλογισμός και η ανυπαρξία του μικρόκοσμου. Εκεί μάλιστα ίσως να βρίσκεται και η πραγματική πραγματικότητα. Θα μπορούσε μάλιστα κατά την γνώμη μου να θεωρηθεί ότι ο κβαντικός μικρόκοσμος έχει το ανάλογό του στο ασυνείδητο ως προς τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Στον μικρόκοσμο και στο ασυνείδητο θα συναντήσουμε τις άπειρες δυνατότητες, την διαχείριση του τυχαίου, τον καθορισμό του εν ενεργεία και πάνω από όλα την ίδια την δομή. Δηλαδή το DNA και την πληροφορία που αυτό φέρει. Είναι πολύ κρίσιμο μέγεθος ότι αυτή η πληροφορία είναι μέρος του μικρόκοσμου και άρα εκεί πρέπει να αναζητηθεί το πραγματικό.
Η εξέταση του τυχαίου ή της αναγκαιότητας είναι μια διαδικασία όπου το κριτήριο και ο καθορισμός των παραμέτρων αυτών εξαρτώνται από το τι συμβαίνει με την ίδια την πληροφορία. Το πρόβλημα είναι ότι θέλουμε να καταλάβουμε αυτό που μπορεί να έχει νόημα, και το οποίο έχει νόημα διότι η συνείδηση είναι συμβατή με τον μακρόκοσμο. Το ότι έχει νόημα δεν εξασφαλίζει την πραγματικότητά του. Αντίθετα η κατανόησή του περνάει μέσα από την ανοημάτιστη κβαντική φύση η οποία όχι μόνο θεμελιώνει τον μακρόκοσμο αλλά κυρίως μπορεί να είναι η κατεξοχήν πραγματική. Με τον ίδιο τρόπο που το ασυνείδητο μπορεί να είναι πιο πραγματικό από την συνείδηση. Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται η φύση στο υποατομικό επίπεδο σίγουρα μπορεί να χαρακτηριστεί τελείως παράλογη σύμφωνα με τον τρόπο που διαβάζουμε τον μακρόκοσμο. Το πείραμα με τις δύο σχισμές είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό. Ο παρατηρητής δηλαδή διαμορφώνει την πραγματικότητα. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι στον μικρόκοσμο κυριαρχούν όλες οι δυνατές περιπτώσεις κάτι το οποίο υπερβαίνει το φάσμα της λογικής που διαθέτουμε.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα όνειρα τα οποία είναι η βασιλική οδός προς το ασυνείδητο. Κατά την διαδικασία του ύπνου REM το κέντρο λειτουργίας του εγκεφάλου στο οποίο εδράζεται η λογική παραλύει, ώστε να πραγματοποιηθούν όλες εκείνες οι λειτουργίες ανάκτησης και επανακαθορισμού του εγκεφάλου ως απόρροια της κόπωσης που δέχεται. Πέρα όμως από το τεχνικό σκέλος στην διαδικασία του ύπνου, ο νους επεξεργάζεται δεδομένα και έχοντας ξεφορτωθεί τον εξαναγκασμό της λογικής μπορεί και ανασυνθέτει συσχετισμούς πραγματοποιώντας συνθέσεις. Η παρουσία της λογικής στην ενεργεία κατάσταση λειτουργεί ανασταλτικά, αφού δεσμεύει το σύστημα μέσα σε αυστηρά νοηματοδοτούμενες συνθήκες. Η ισχύς του νου στην διαδικασία του ύπνου γίνεται σημαντικά ισχυρότερη, και μέσα από το εύρος των άπειρων δυνατών συνδυασμών αποκτάται πρόσβαση στην ίδια την δομή της πληροφορίας κάτι που είναι και το ζητούμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο μεγάλες ανακαλύψεις-εμπνεύσεις συντελούνται κατά την διάρκεια του ύπνου REM. Αυτό συμβαίνει διότι η δομή της πληροφορίας-μορφής-νοήματος μπορούν να αποκωδικοποιηθούν χάρις το φαντασιακό που αναλαμβάνει δράση, και τελικά αποκαλύπτει την θέαση του πραγματικού με τον πιο πειστικό τρόπο.
2.10

1.29          ΤΟ ΕΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΦΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ
Θα ήθελα τώρα να αναφέρω μια συλλογιστική στην οποία θα αναδειχθεί η κρισιμότητα του ενεργεία χωρίς φυσικά να μειώνεται ή να αχρηστεύεται η αξία του δυνάμει. Με άλλα λόγια το δυνάμει σύμφωνα με την συλλογιστική μου θα αντιπροσωπεύσει την ελευθερία του ανθρώπου και το ενεργεία τον οδηγό και την πειραματική επιβεβαίωση ή απόρριψη της διαχείρισης του δυνάμει. Το πρόβλημα με το δυνάμει είναι ότι περιέχει όλες τις δυνατές καταστάσεις και κατά συνέπεια θα πρέπει να βρεθεί το κριτήριο με το οποίο θα γίνει η επιλογή. Εδώ εισάγεται φυσικά και ο σκοπός ο οποίος θα λειτουργήσει ως το κριτήριο. Όλες οι δυνατές καταστάσεις πρέπει να μπορούν να υπάρχουν για να εξυπηρετούνται όλοι οι σκοποί, όμως η λογική της επιλογής είναι αυτή που θα δώσει αξία στο ενεργεία. Το τυχαίο έχει συμμετοχή στην διαδικασία στο πλαίσιο της συμβολής του στον εξελικτικό μηχανισμό.
Πρώτα από όλα η σημαντικότητα του εν ενεργεία είναι ότι αποκτάει υπόσταση-ύπαρξη κάτι το οποίο δεν είναι δεδομένο ή εξαναγκασμένο να συμβεί. Αυτό που συμβαίνει κάθε φορά είναι ένα αποτέλεσμα. Για να έχει νόημα ένα αποτέλεσμα θα πρέπει να εξυπηρετεί μια αντίστοιχη προσδοκία η οποία προέρχεται από τον σκοπό για τον οποίο γίνεται κάτι. Για παράδειγμα αυτή είναι η αναγκαιότητα του πειράματος. Το πείραμα αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε ποιο δυνάμει έχει νόημα. Το πείραμα είναι η ανάδειξη του αποτελέσματος και κατ’ επέκταση η νοηματοδότηση του δυνάμει. Το πρόβλημα με το δυνάμει είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τον λειτουργικό του χαρακτήρα. Η ουσία των πραγμάτων βρίσκεται αναμφισβήτητα στο δυνάμει τους, σε αυτό που τα κάνει να είναι αυτά που είναι. Το νόημα όμως της ουσίας είναι αποκαλύψιμο από τον τρόπο με τον οποίο η ουσία έχει πραγματώσει τον εαυτό της, από το πώς δηλαδή έχει εκφραστεί. Το αποτέλεσμα αποκαλύπτει το νόημα και μορφοποιεί την ουσία. Μια ουσία που έχει πάρει μορφή αντιπροσωπεύει πλέον κάτι το οποίο μπορεί να συμμετέχει στον μηχανισμό του σκοπού και επομένως να καθορίζει το κριτήριο μέσα από το οποίο απόκτησε ύπαρξη. Η αυτοοργάνωση και αυτοσυνείδηση προϋποθέτουν την μορφοποίηση της ουσίας και η οποία μέσω της συμμετοχής της στον μηχανισμό αυτοπροσδιορίζει την γένεσή της. Η πρόσβαση στην ύπαρξη σημαίνει και δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού. Μορφή όμως σημαίνει συμμετοχή στον μηχανισμό και αυτό με την σειρά του σημαίνει σχέση και αλληλεπίδραση. Οπότε να πως εισάγεται η ευθύνη και ο σκοπός αφού ο αυτοπροσδιορισμός γίνεται σε σχέση με κάτι άλλο.
Το συμπέρασμα είναι ότι αυτό που αποκτάει ύπαρξη εξυπηρετεί κάποιο μέρος ενός μηχανισμού και επομένως η πραγμάτωσή του προέρχεται από την αναγκαιότητα κάποιου κριτηρίου. Η δομή ενός πράγματος δεν είναι αποκαλύψιμη εάν αυτό δεν έχει αποκτήσει μορφή. Με τον ίδιο τρόπο ο σκοπός δεν είναι αποκαλύψιμος χωρίς τα αποτελέσματα και τις εν ενεργεία καταστάσεις. Αυτό είναι που δίνει αξία στο πραγματωμένο και παράλληλα αναδεικνύει το μη αυτονόητο της ύπαρξής του. Έχει σημασία ποια ουσία γίνεται εν ενεργεία, διότι μέσα από αυτό θα αποκαλυφθεί το κριτήριο εκείνο που θα προσδώσει το νόημα των πραγμάτων. Αυτό όλο όχι μόνο θέτει σε λειτουργία τον μηχανισμό, αλλά του εξασφαλίζει και την εξελικτικότητά του δηλαδή την ίδια την συνέχεια. Το τυχαίο στοιχείο τώρα από την ανθρώπινη οπτική είναι ιδιαίτερα καθοριστικό, αλλά η ίδια η διαδικασία το υποχρεώνει να είναι κάτι που από κάπου ελέγχεται και άρα αναιρεί την τυχαιότητά του.
Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι η βάση για τα συμπεράσματα στα οποία οδηγούμαστε κυρίως στον μικρόκοσμο είναι τα μαθηματικά. Ο μη παρατηρήσιμος κόσμος θα απαιτήσει τελείως διαφορετικές πειραματικές διατάξεις και οι οποίες πολλές φορές δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες για πρόσβαση σε ένα τέτοιο επίπεδο. Εκεί αναλαμβάνει δράση η προσομοιωτική ικανότητα του νου (νοητικά πειράματα, προσομοιώσεις) σε συνάρτηση με τα μαθηματικά των οποίων η αρμονία των εξισώσεων λειτουργεί ως κριτήριο ορθότητας. Το πρόβλημα όμως είναι ότι για να είναι κάτι πραγματικό ή μια θεωρία σωστή δεν αρκούν μόνο οι αποδείξεις μέσω των μαθηματικών, αλλά χρειάζεται πάντα και κάποιο είδος πειραματικής επιβεβαίωσης. Νομίζω λοιπόν ότι σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται μια προβληματική η οποία αφορά την απόσταση ή μη που χωρίζει την θεωρητική-νοητική πραγματικότητα από την πραγματικότητα του καθεαυτού έξω κόσμου.Το πρόβλημα αυτό υπάρχει διότι πολλές φορές είναι δυνατό να αναπτυχθούν πολύ ισχυρές δομές λογικής και οι οποίες να είναι απόλυτα συμβατές με την ανθρώπινη λογική, αλλά να μην αντιπροσωπεύουν την εξωτερική πραγματικότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε φορά για εμάς το λογικό είναι κάτι σε σχέση με το προϋπάρχον γνωστικό πεδίο το οποίο αποδίδει λογικότητα μέσα από το πεπερασμένο υλικό που διαθέτει. Τα μαθηματικά μπορούν να αντιπροσωπεύσουν δυνατότητες, πιθανότητες, το πείραμα όμως είναι αυτό που δίνει το νόημα και τον σκοπό στα μαθηματικά. Κατά την γνώμη μου νομίζω ότι αυτό το χάσμα γεφυρώνεται μέσα από την πληροφορία η οποία συμβάλλει πάνω από όλα στον εξελικτικό μηχανισμό. Η λογική της εξέλιξης εμπλουτίζει την θεωρία με εμπειρικό υλικό το οποίο κάθε φορά αναπροσαρμόζει την ισχύ της θεωρίας. Η μεγάλη προκείμενη της λογικής της εξέλιξης είναι ότι πορεύεται σε ένα πολύ στέρεο έδαφος. Πάντα θα μπορεί να υπάρχει το επιχείρημα ότι οι θεωρίες αλλάζουν ή βελτιώνονται οπότε επαγωγικά συμπεραίνεται ότι δεν προσεγγίζεται η αλήθεια. Το ότι οι θεωρίες τροποποιούνται μπορεί να είναι σε βάρος της τρέχουσας αλήθειας, αλλά εκείνο όμως που είναι σίγουρα αληθινό και πάντα τρέχον είναι ότι υπάρχει εξέλιξη. Η εξέλιξη αυτή οφείλει την ύπαρξή της στην μετάδοση της πληροφορίας και η οποία βελτιώνει κάθε φορά την σχέση της θεωρητικής λογικής με το πραγματιστικό περιβάλλον.
2.11

1.30          ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Οπωσδήποτε η κβαντική φυσική αποτελεί έναν χώρο όπου δεν αίρεται μόνο η κλασική αιτιότητα και κυριαρχεί το τυχαίο, αλλά πολύ περισσότερο εκεί συντελείται πρωτογενώς η γένεση της ύλης και η παραγωγή αυτού που με την ευρύτερη έννοια θα ονομάζαμε δομή. Το κρίσιμο σημείο είναι ότι πρόκειται για ένα περιβάλλον καθαρής δυνατότητας, όπου το στοιχείο της τάσης προσπαθεί να διαχειριστεί αυτό που εκφράζεται από την ανθρώπινη οπτική ως τυχαίο. Κατά την γνώμη μου το λεπτό σημείο είναι ανάμεσα στην ανθρώπινη δϊυποκειμενική δυνατότητα όπου έχουμε αντικειμενοποίηση του υποκειμενικού και την σχέση με το γνωρίζον αντικείμενο. Δηλαδή μια επιθυμητή μη ουδετερότητα του παρατηρητή η οποία να μην αποβαίνει καθόλου ζημιογόνα για την αντικειμενικότητα της παρατήρησης. Υπό μία έννοια είναι ζητούμενο μια εννοιολογική αντιμετώπιση φαινομένων στα οποία η αποδεικτική λογική έχει ανάγκη από νέες δομές. Η πληροφορία, η γνώση, το ασυνείδητο, οι έντεκα διαστάσεις της θεωρίας των υπερχορδών, η ενοποίηση μικρόκοσμου και μακρόκοσμου, ο οντολογικός χώρος του δυνάμει, η έννοια της ‘συσχέτισης’, η αλλαγή της μορφής της υπόστασης μέσα στις μαύρες τρύπες και τα πολυσύμπαντα, αποτελούν πραγματικότητες των οποίων η διερεύνηση μπορεί να αποκαλύψει το οντολογικό υπόστρωμα της τύχης και της αναγκαιότητας, αλλά και την παραγωγική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του ότι αυτές οι δύο έννοιες αποτελούν την αιτία του αν κάτι έχει νόημα η δεν έχει και όχι μόνο από την ανθρώπινη οπτική. ~ 66 ~

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Ο

1.31          Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΣΥΝΔΕΤΙΚΟΣ ΚΡΙΚΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΤΥΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥ.
Για να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε το τυχαίο και την αναγκαιότητα χρειαζόμαστε ορισμένα κριτήρια τα οποία θα διασφαλίζουν την αντικειμενικότητα και την αξιοπιστία των αποδεικτικών διαδικασιών που θα χρησιμοποιηθούν. Το πρωταρχικό στοιχείο διαφοροποίησης της τύχης από την αναγκαιότητα είναι το τελεονομικό χαρακτηριστικό που υπάρχει στην αιτιοκρατία. Η αναγκαιότητα υπάγεται σε συγκεκριμένους νόμους (πάντα αναφερόμαστε σε μακροσκοπικό επίπεδο), και χαρακτηρίζεται από μια πρόθεση η οποία λειτουργεί ως αιτία για την διαμόρφωση του μηχανισμού που προηγήθηκε. Η λογική της πρόθεσης λοιπόν αποτελεί το πρώτο κριτήριο διάκρισης μεταξύ του τεχνητού και του φυσικού. Τα τεχνητά αντικείμενα είναι διεπόμενα πάντα από τον σκοπό για τον οποίο έχουν κατασκευαστεί, και άρα το τυχαίο χαρακτηριστικό πρακτικά εξαλείφεται πλήρως.

1.32          3.1 Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΧΝΗΤΟ
Αντίθετα στην φύση το ελεύθερο παιχνίδι των φυσικών δυνάμεων διαμορφώνει την κοίτη ενός ποταμού για παράδειγμα, και επομένως το τυχαίο χαρακτηριστικό γίνεται κυρίαρχο λόγω της απουσίας της πρόθεσης, χωρίς φυσικά να ακυρώνεται η ισχύς των φυσικών νόμων. Καταλήγει δηλαδή η φύση να είναι αντικειμενική και όχι βουλητική για να μπορέσουμε να ορίσουμε το κριτήριο. Βέβαια απαιτείται μια συνείδηση ή ένα είδος προγράμματος το οποίο θα μπορεί να αποφανθεί κάθε φορά για το κατά πόσο κάτι είναι τεχνητό ή φυσικό. Το θέμα δηλαδή δεν είναι σύμφωνα με τα δικά μας τα κριτήρια να ορίσουμε την λογική της πρόθεσης, διότι αυτό θα ήταν σε βάρος της αντικειμενικότητας αυτού που επιδιώκουμε να μελετήσουμε. Χρειαζόμαστε κάποια κριτήρια τα οποία να μην προέρχονται από την ανθρώπινη προθετικότητα, αλλά να μπορεί να οριστεί το τεχνητό και το φυσικό με κριτήρια που θα προέρχονται από μια αρχή τελείως αντικειμενική σαν να είναι προερχόμενη από έναν υπολογιστή. Δηλαδή να προσπαθήσουμε να ορίσουμε τα αντικειμενικά και γενικά κριτήρια των χαρακτηριστικών των τεχνητών αντικειμένων που είναι προϊόντα συνειδητής βουλητικής δραστηριότητας, χωρίς όμως ο άνθρωπος να γίνεται το κριτήριο. Τα κριτήρια λοιπόν που θα χρησιμοποιούσε το πρόγραμμα αυτό θα ήταν η επανάληψη και η κανονικότητα.
Με το κριτήριο της κανονικότητας θα επιδιώκαμε να εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι τα φυσικά αντικείμενα πλασμένα από το παιχνίδι των φυσικών δυνάμεων δεν παρουσιάζουν σχεδόν ποτέ γεωμετρικά απλές δομές, όπως για παράδειγμα επίπεδες επιφάνειες, ευθύγραμμες ακμές, ορθές γωνίες και ακριβείς συμμετρίες. Σε αντίθεση φυσικά με τα τεχνήματα τα οποία θα παρουσιάζανε σε γενικές γραμμές αυτά τα χαρακτηριστικά. Επίσης σημαντικό είναι το κριτήριο της επανάληψης το οποίο είναι και το πιο αποφασιστικό. Υλοποιώντας ένα σχέδιο επαναλαμβανόμενο, τεχνήματα ομόλογα μεταξύ τους προοριζόμενα για την ίδια χρήση αναπαράγουν με κάποια προσέγγιση κάθε φορά τις μόνιμες προθέσεις του δημιουργού τους. Από αυτήν την άποψη συνεπώς, η ανακάλυψη πλήθους πανομοιότυπων αντικειμένων με αρκετά καλοπροσδιορισμένα σχήματα θα ήταν πολύ ενδεικτική. Βέβαια αυτά τα κριτήρια που αναφέρονται εδώ έχουν νόημα μόνο για το μακροσκοπικό επίπεδο, αφού στον μικρόκοσμο όχι μόνο δεν ισχύουν οι κλασικοί νόμοι, αλλά παρόλο που έχουμε ατομικές και μοριακές δομές με απλά και επαναληπτικά γεωμετρικά στοιχεία δεν αποτελούν δείγματα συνειδητής πρόθεσης και λογικής αλλά απλώς εκφράζουν τους νόμους της χημείας.
Εάν λοιπόν μετατραπούν σε κριτήρια η κανονικότητα και η επανάληψη, αναμένεται αντικείμενα όπως τα σπίτια να αποκαλύψουν τον τεχνητό τους χαρακτήρα λόγων των προαναφερθέντων κριτηρίων. Αντίθετα οι βράχοι ή άλλα φυσικά αντικείμενα δεν παρουσιάζουν στοιχεία επανάληψης και κανονικότητας οπότε είναι φυσικά. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις όπως οι κρύσταλλοι χαλαζία οι οποίοι παρουσιάζουν γεωμετρικά σχήματα τελείως ορισμένα παρόλο που δεν είναι τεχνητά αντικείμενα. Βέβαια γνωρίζουμε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση η μακροσκοπική δομή των κρυστάλλων αυτών, αντανακλούν απευθείας την μικροσκοπική δομή τους η οποία είναι απλή και επαναληπτική των ατόμων και των μορίων που απαρτίζουν τους κρυστάλλους. Ο κρύσταλλος δηλαδή είναι μια μακροσκοπική έκφραση μιας μικροσκοπικής δομής. Η απόρριψη των δύο προηγούμενων κριτηρίων όμως θα γίνει πολύ πιο έντονη και σαφής παρατηρώντας κάποια άλλα αντικείμενα.
Μια κυψέλη από μέλισσες για παράδειγμα εμφανίζει όλα εκείνα τα κριτήρια τεχνητής προέλευσης, όπως απλές και γεωμετρικές δομές στις κερήθρες και στα κελιά που τις αποτελούν. Το αντικείμενο αυτό βέβαια είναι υπό μία έννοια τεχνητό διότι έχει κατασκευαστεί, αλλά από την άλλη πλευρά η κατασκευή του δεν έχει προκύψει από μια συνειδητή βούληση. Η δραστηριότητα των μελισσών είναι προφανώς ενστικτώδης και αυτόματη. Επιπλέον τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα από την στιγμή που θα θεωρήσουμε τις μέλισσες φυσικά όντα, την ίδια στιγμή που η δομή της μέλισσας θα έχει όλα εκείνα τα τεχνητά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά της μέλισσας παρουσιάζουν ορισμένες συμμετρίες και σύμφωνα με τα προηγούμενα κριτήρια θα πρέπει να έχει και αυτή κατασκευαστεί ως τεχνητό ον από κάτι φυσικό. Ακόμα και η πιο επιφανειακή εξέταση της μέλισσας μπορεί να αποκαλύψει στοιχεία απλής συμμετρίας αμφίπλευρης και μετατοπιστικής. Η εξαιρετικά πολύπλοκη δομή τους όπως, ο αριθμός και η θέση των τριχών στην κοιλιακή χώρα και οι γραμμώσεις των φτερών συμβαίνουν να αναπαράγονται με εξαιρετική πιστότητα από την μια μέλισσα στην άλλη. Το συμπέρασμα είναι να δημιουργείται η αντίφαση ότι, το να θεωρούμε τεχνητό το προϊόν της αυτόματης δραστηριότητας ενός όντος φυσικού. Δηλαδή μπορεί να κατασκευαστεί στην φύση κάτι που να μοιάζει τεχνητό όχι από την συνειδητή βούληση, αλλά από ένα άλλο ον το οποίο ενώ είναι φυσικό μοιάζει με τεχνητό, εξαιτίας των χαρακτηριστικών του και χωρίς το συγκεκριμένο να έχει κατασκευαστεί από ένα άλλο φυσικό ον με πρόθεση. Γίνεται φανερό ότι αυτή η αντίφαση αποκαλύπτει ότι η διάκριση του φυσικού από το τεχνητό δεν μπορεί να στηριχθεί στα προηγούμενα κριτήρια.
Παραμένοντας στο παράδειγμα της μέλισσας συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για μια δραστηριότητα η οποία είναι αυτόβουλη και δημιουργική και η οποία έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα τελειότητας. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι τα κριτήρια δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο σε απόψεις μορφής, δομής, γεωμετρίας και τα οποία χαρακτηριστικά στερούν από την έννοια του τεχνητού αντικειμένου το πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό του. Ένα τέτοιο δηλαδή αντικείμενο ορίζεται και εξηγείται πρωτίστως από την λειτουργία την οποία προορίζεται να εκπληρώσει και από την εφαρμογή που αναμένει κανείς από το αντικείμενο που έχει επινοήσει. Άρα εισάγεται στα κριτήρια ο σκοπός και η πρόθεση του αντικειμένου όσον αφορά την λειτουργία για την οποία προορίζεται. Δύο παραδείγματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέσα στην συλλογιστική της διάκρισης του τεχνητού από το φυσικό, είναι από την μια ορισμένα άλογα που τρέχουν σε ένα χωράφι, και από την άλλη αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στον δρόμο. Το σκέλος του παραλληλισμού μεταξύ των δύο θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι και τα δύο έχουν σχεδιαστεί για γρήγορες μετατοπίσεις, πάνω σε διαφορετικές βέβαια επιφάνειες κάτι όμως που εξηγείται και από τις διαφορές στην κατασκευή τους. Ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η σύγκριση ανάμεσα στο μάτι ενός σπονδυλωτού, με τις αναλογίες που παρουσιάζει με το μάτι μιας φωτογραφικής μηχανής. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ο φακός, το διάφραγμα, το κλείστρο και γενικά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που πρέπει να υπάρχουν, ώστε να εξυπηρετηθεί ο σκοπός τον οποίο θα επιτελέσει το αντίστοιχο όργανο ή κατασκεύασμα.
Συγκεντρώνοντας τα δύο παραδείγματα διαπιστώνουμε ότι ακόμα και με την εισαγωγή του κριτηρίου του σκοπού δεν είναι δυνατό να ξεχωρίσει το φυσικό από το τεχνητό αντικείμενο. Το γεγονός είναι ότι ο σκοπός υποχρεώνει την ύπαρξη καθοριστικών αναλογιών ανάμεσα στα αντικείμενα που συγκρίνουμε, που αποβλέπουν τελικά στον κοινό σκοπό. Το σημαντικό είναι ότι μιλάμε για αντικείμενα που είναι εφοδιασμένα με σχέδιο το οποίο υποδηλώνει την πρόθεση. Το φυσικό όργανο το μάτι για παράδειγμα αντιπροσωπεύει την κατάληξη ενός σχεδίου που είναι η λήψη εικόνων. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τα χαρακτηριστικά της κατασκευής της φωτογραφικής μηχανής είναι αναγκασμένα να είναι με τέτοιο τρόπο που να εξηγούν την λειτουργία για την οποία προορίζεται. Μοιραία το σχέδιο που εξηγεί την μηχανή, δεν μπορεί να είναι άλλο από εκείνου του ματιού στο οποίο οφείλει τη δομή του. Το σχέδιο δηλαδή που προκύπτει από τον σκοπό, λειτουργεί ως αιτία για την αναγκαστική δομή που θα πρέπει να έχει το αντικείμενο για να εξυπηρετήσει τον επιθυμητό σκοπό. Κατά συνέπεια είτε είναι φυσικό αντικείμενο είτε τεχνητό, υποχρεώνεται στην ίδια δομή με συνέπεια να μην είναι δυνατή η διάκριση μέσω της χρήσης του σκοπού. Παρόλο λοιπόν που η τελεονομία είναι ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό των έμβιων όντων, δεν είναι αρκετό για να στηρίξει την διαφορά από τα τεχνήματα. Άρα και η ύπαρξη του σκοπού μπορεί σε γενικές γραμμές να υποστηρίζει την τελεονομία και την προκύπτουσα αναγκαιότητα η οποία χαρακτηρίζει την διαμόρφωση της δομής, αλλά δεν εξηγεί την αιτία από την οποία προέρχεται η δομή. Φυσικά εδώ βρίσκεται και το κριτήριο διαχωρισμού μεταξύ φυσικού και τεχνητού. Στο τεχνητό η δομή προέρχεται από εξωτερική αιτία ως προς το αντικείμενο, ενώ στο φυσικό η δομή προκύπτει μέσα από την εσωτερική αυτονομία του μηχανισμού.
3.2

1.33           ΤΑ ΕΜΒΙΑ ΟΝΤΑ ΩΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΠΟΥ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΙ
Εμείς από την ανθρώπινη οπτική γνωρίζουμε ότι τα έμβια όντα είναι προϊόντα ενός τελεονομικού μηχανισμού που τα επιτρέπει να αυτοκατασκευάζονται. Το γεγονός ότι ονομάζουμε τεχνήματα τα άλλα αντικείμενα, έχει νόημα όσο το κριτήριο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Σε μια λογική όμως πλήρους αντικειμενοποίησης στην οποία να υπόκειται και ο άνθρωπος, το κριτήριο θα είναι το κατά πόσο το αντικείμενο αυτοκατασκευάζεται. Από εδώ θα προκύψει και η ουσιαστική θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του μακροσκοπικού και μικροσκοπικού περιβάλλοντος. Η κάθε μακροσκοπική δομή ενός τεχνήματος, είτε πρόκειται για κερήθρα, είτε πρόκειται για φράγμα κατασκευασμένο από κάστορες, είτε για διαστημόπλοιο, είναι απόρροια της εφαρμογής επάνω στα υλικά που το απαρτίζουν, δυνάμεων οι οποίες βρίσκονται έξω από το ίδιο το αντικείμενο. Παρόλο που όλα τα υλικά και όλο το σύμπαν έχει την προέλευσή του στον μικρόκοσμο, στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να παραβιάσουμε ~ 70 ~

σχετικά την αρχή αυτή για να αναδειχθεί μια άλλη ουσία των πραγμάτων. Δηλαδή η μακροσκοπική δομή άπαξ και ολοκληρωθεί, δεν αποτελεί τεκμήριο των εσωτερικών δυνάμεων συνοχής μεταξύ ατόμων και μορίων που απαρτίζουν το υλικό, αλλά των εξωτερικών δυνάμεων που το έχουν πλάσει.
Το αντίθετο ακριβώς συντελείται στα έμβια όντα τα οποία δεν οφείλουν τίποτα στην παρουσία εξωγενών δυνάμεων, αλλά ολόκληρη η δομή τους προκύπτει από μορφογενετικές αλληλεπιδράσεις που συντελούνται στο εσωτερικό του αντικειμένου. Μία τέτοια δομή είναι απόρροια ενός αυστηρού αυτόνομου και ακριβούς ντετερμινισμού, ο οποίος συνεπάγεται σχεδόν απόλυτη ελευθερία έναντι εξωτερικών παραγόντων και συνθηκών. Παρόλο που οι εξωτερικές συνθήκες είναι ικανές να ανακόψουν την ανάπτυξη, δεν είναι σε θέση όμως να την κατευθύνουν και να επιβάλουν στο ζωντανό αντικείμενο την οργάνωσή του. Ο αυτόνομος και αυτενεργός χαρακτήρας των μορφογενετικών διεργασιών διαπλάθουν την μακροσκοπική δομή των έμβιων όντων, εν αντιθέσει με τα τεχνήματα των οποίων η μακροσκοπική μορφολογία απορρέει από την επίδραση εξωγενών παραγόντων.
Το πολύ όμως ενδιαφέρον σε αυτή την αυτόνομη διαδικασία, είναι ότι ο σχηματισμός των πολύπλοκων μικροσκοπικών δομών των έμβιων όντων προαπαιτεί την μεταβίβαση της πληροφορίας και η οποία θα πρέπει από κάπου να προέρχεται. Ο πομπός δηλαδή της πληροφορίας που εκφράζεται στην δομή ενός έμβιου όντος, είναι πάντοτε κάποιο άλλο αντικείμενο απαράλλακτο με το πρώτο. Άρα το καθοριστικό σημείο είναι η ιδιότητα των έμβιων όντων η οποία είναι η δυνατότητα να αναπαράγουν και να μεταβιβάζουν την πληροφορία που αντιστοιχεί στην ίδια τους τη δομή. Η ιδιότητα αυτή που περιγράφει μια οργάνωση εξαιρετικά πολύπλοκη και που μπορεί και διατηρείται από γενιά σε γενιά είναι η αμετατροπία. Επομένως εάν συγκεντρωθούν τα χαρακτηριστικά των έμβιων όντων έχουμε την τελεονομία, την αυτόνομη μορφογένεση και την αναπαραγωγική αμετατροπία. Η τελευταία αυτή ιδιότητα είναι και η πιο κρίσιμη, αφού η ικανότητα αναπαραγωγής προέρχεται από αυτή. Επιπλέον ο βαθμός τάξεως μιας δομής μετριέται σε μονάδες πληροφορίας το οποίο αντιπροσωπεύει και το περιεχόμενο της αμετατροπίας. Η πληροφορία μεταβιβάζεται, και με αυτόν τον τρόπο διατηρείται η δομή.
Σε αυτό το σημείο εισέρχεται τώρα και η τελεονομία δηλαδή η ύπαρξη σχεδίου. Ο γενικός σκοπός είναι η διατήρηση του είδους κάτι που επιτυγχάνεται με την μεταβιβαζόμενη πληροφορία. Η επίτευξη του σκοπού κάθε φορά συνεπάγεται την μεταβίβαση της απαραίτητης ποσότητας πληροφορίας, ώστε να προκύψουν οι καινούριες δομές. Η ποσότητα αυτή ονομάζεται τελεονομική πληροφορία και καθορίζει την απαραίτητη τελεονομική στάθμη ώστε να διασφαλιστεί η μεταβίβαση. Η τελεονομική αυτή διαδικασία δεν είναι αποκλειστικά συνδεδεμένη μόνο με την αναπαραγωγή, αλλά και με άλλες δραστηριότητες που έχουν σχέση με την επιβίωση αλλά και την ένταξη σε μια ομάδα από τον άνθρωπο μέχρι τα διάφορα θηλαστικά. Το σημαντικό πάντως που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι η επίτευξη του σκοπού και άρα η ύπαρξη της τελεονομίας οφείλεται στην μεταβίβαση της πληροφορίας. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Μονό είναι μια αναλογία στην οποία ας φανταστούμε έναν ερωτευμένο ποιητή, ο οποίος δεν έχει το θάρρος να εκφράσει τον έρωτα και το ενδιαφέρον του για την γυναίκα που επιθυμεί. Οπότε γράφει ποιήματα, τα οποία της τα αφιερώνει με την επιδίωξη η γυναίκα τελικά να γοητευτεί που είναι και ο απώτερος σκοπός. Ο τρόπος όμως για να συγκινηθεί η συγκεκριμένη γυναίκα είναι το περιεχόμενο των ποιημάτων το οποίο κατέχει τον ρόλο της πληροφορίας. Εφόσον λοιπόν η κυρία δεχθεί τελικά ο σκοπός θα έχει επιτευχθεί, διότι η πληροφορία θα έχει συμβάλλει καθοριστικά μέσα από την επίτευξη της λειτουργίας για την οποία ήταν προορισμένη. Κατά αντίστοιχο τρόπο η μεταβίβαση της πληροφορίας στην βιολογία διασφαλίζει την συνέχιση του είδους που είναι και ο σκοπός.
Εάν συγκεντρώσουμε τις παραμέτρους και τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τα έμβια όντα θα δούμε ότι είναι η τελεονομία, η αυτόματη μορφογένεση και η αμετατροπία.19 Φυσικά αυτές οι ιδιότητες είναι άρρηκτα εξαρτημένες η μία από την άλλη. Η γενετική αμετατροπία δεν εκφράζεται και δεν αποκαλύπτεται παρά μονάχα μέσω και χάρη στην αυτόνομη μορφογένεση της δομής η οποία αποτελεί τον τελεονομικό μηχανισμό. Επιπλέον το ποιόν των τριών αυτών μεταβλητών δεν είναι το ίδιο. Ενώ δηλαδή η τελεονομία και η αμετατροπία είναι χαρακτηριστικές ιδιότητες των έμβιων όντων, η αυτενεργός δόμηση είναι περισσότερο μηχανισμός και ο οποίος παρεμβαίνει τόσο στην αναπαραγωγή της αμετάτροπης πληροφορίας, όσο και στην κατασκευή των τελεονομικών δομών. Επίσης υπάρχει και διάκριση μεταξύ της τελεονομίας και της αμετατροπίας, αφού οι κρυσταλλικές δομές του χαλαζία για παράδειγμα είναι επιδεκτικά αμετάβλητης αναπαραγωγής, τα οποία όμως στερούνται κάθε τελεονομικού μηχανισμού. Επιπλέον η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών ιδιοτήτων στηρίζεται και πάνω σε χημικές εκτιμήσεις.
19 Ζακ Μονό, Η Τύχη και η Αναγκαιότητα (Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος, 1971), σελ. 40.
Από τις δύο τάξεις των βασικών βιολογικών μακρομορίων, η τάξη των πρωτεϊνών είναι υπεύθυνη για όλες τις τελεονομικές δομές και τα αποτελέσματα, ενώ η γενετική αμετατροπία συνδέεται αποκλειστικά με την τάξη των νουκλεϊκών οξέων. Το σημαντικό πάντως είναι ότι οι δύο αυτές ιδιότητες λειτουργούν ως φυσικοί νόμοι μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον το οποίο διέπεται από διαφορετική φιλοσοφία νόμων. Για παράδειγμα η αμετατροπία μέσα από την διατήρηση, την αναπαραγωγή και τον πολλαπλασιασμό ανώτατα διατεταγμένων δομών, δείχνει να συγκρούεται με την δεύτερη αρχή της θερμοδυναμικής. «Η αρχή αυτή επιβάλλει κάθε μακροσκοπικό σύστημα να μην μπορεί να εξελιχθεί παρά μόνο κατά την έννοια της αποδόμησης της τάξης που το χαρακτηρίζει. Ωστόσο η πρόβλεψη αυτή της δεύτερης αρχής δεν ισχύει ούτε επαληθεύεται παρά μονάχα εάν θεωρήσουμε τη συνολική εξέλιξη ενός συστήματος ενεργειακός απομονωμένου. Μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα σε κάποια από τις φάσεις του θα μπορέσουμε να παρατηρήσουμε το σχηματισμό και την αύξηση διατεταγμένων δομών, χωρίς να πάψει να υπακούει στην δεύτερη αρχή η συνολική εξέλιξη του συστήματος.» (σελ. 42)
«Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η κρυστάλλωση κεκορεσμένου διαλύματος. Η τοπική αύξηση τάξεως που αντιπροσωπεύει η συγκρότηση των αρχικώς ατάκτων μορίων σε κρυσταλλικό πλέγμα απολύτως ορισμένο, ισοφαρίζεται με μεταφορά θερμικής ενέργειας από την κρυσταλλική φάση στο διάλυμα. Η εντροπία δηλαδή η αταξία του συνολικού συστήματος αυξάνει κατά την ποσότητα που προδιαγράφει η δεύτερη αρχή. Το συμπέρασμα είναι ότι μια τοπική αύξηση τάξεως μέσα σε ένα απομονωμένο σύστημα συμβιβάζεται με την δεύτερη αρχή.» (σελ. 43) Σύμφωνα λοιπόν με τον Μονό δεν υπάρχει κανένα φυσικό παράδοξο στην αμετάβλητη αναπαραγωγή αυτών των δομών. Το θερμοδυναμικό αντίτιμο της αμετατροπίας ισοφαρίζεται στο ακέραιο χάρη στην τελειότητα του τελεονομικού μηχανισμού. Ο μηχανισμός αυτός είναι απόλυτα λογικός και τελείως προσαρμοσμένος στο σχέδιό του, δηλαδή να διατηρεί και να αναπαράγει την κανονική δομή. Το καταφέρνει αυτό όχι καταστρατηγώντας, αλλά εκμεταλλευόμενος τους φυσικούς νόμους προς αποκλειστικό όφελος της προσωπικής του ιδιοσυγκρασίας.
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ζήτημα που ανακύπτει στην συνέχεια ως απόρροια των προαναφερθέντων ιδιοτήτων, είναι η σχέση προτεραιότητας μεταξύ αμετατροπίας και τελεονομίας. Η αμετατροπία δηλαδή προηγείται της τελεονομίας, σύμφωνα με το σκεπτικό ότι η εμφάνιση, η εξέλιξη και η τελειοποίηση των δομών όλο και πιο έντονα τελεονομικών, οφείλεται σε παρεπίπτουσες διαταράξεις μιας δομής η οποία κατέχει ήδη την ιδιότητα της αμετατροπίας, και έχει συνεπώς την ικανότητα να διασώζει την σύμπτωση και ως εκ τούτου να υποβάλλει τις εκδηλώσεις της στο παιχνίδι της φυσικής επιλογής. Κάπως έτσι αρχίζει και νοηματοδοτείται ολόκληρη η διαδικασία, αφού η επιλεκτική θεωρία της εξέλιξης είναι η μόνη από όσες έχουν προταθεί, που παίρνοντας την τελεονομία σαν δευτερεύουσα ιδιότητα η οποία προκύπτει από την αμετατροπία που θεωρείται σαν η μόνη αρχική, μπορεί και συμβιβάζεται με το αίτημα της αντικειμενικότητας. Είναι η μόνη θεωρία επίσης που όχι μόνο δεν συγκρούεται με την νεότερη φυσική, αλλά θεμελιώνεται και πάνω σε αυτή, κάτι που της προσδίδει επιστημονικότητα και ισχυρή αντικειμενική βάση.
Σύμφωνα με τον Μονό η αντίστροφη συλλογιστική όπου η αρχική προκείμενη είναι η ύπαρξη από την αρχή του σκοπού, και άρα η τελεονομία έχει προτεραιότητα, είναι σε βάρος της επιστημονικότητας της μεθόδου. Ότι υπάρχει δηλαδή μία τελεονομική αρχή από την οποία η εξέλιξη προσανατολίζεται, και οι εκδηλώσεις της οποίας είναι όλα τα παρατηρήσιμα φαινόμενα. Οι θεωρίες αυτές που πολλές φορές είναι ιδιαίτερα εύρωστα φιλοσοφικά συστήματα είναι αναγκασμένες να οδηγηθούν σε μια ριζική διάκριση μεταξύ των έμβιων όντων και του άψυχου σύμπαντος. Φυσικά υπάρχουν και άλλες θεωρίες οι οποίες επικαλούνται μια καθολική τελεονομική αρχή που αφορά και την κοσμική εξέλιξη, αλλά και τους κόλπους της βιόσφαιρας στην οποία τα έμβια όντα είναι οι πιο επεξεργασμένες και πιο τέλειες απόρροιες μιας εξέλιξης καθολικά προσανατολισμένης, και η οποία έχει καταλήξει στον άνθρωπο επειδή όφειλε να καταλήξει εκεί.
Από εκεί και πέρα όμως ανοίγουν περεταίρω ζητήματα που σχετίζονται με την ανάλυση και τον μηχανισμό των φυσικών νόμων που χαρακτηρίζουν τα έμβια όντα, αλλά και τα φυσικά αντικείμενα. Οι φυσικές δυνάμεις και οι χημικές αλληλεπιδράσεις μπορούν και θεμελιώνουν τους εξηγητικούς μηχανισμούς όσον αφορά τα μη ζώντα συστήματα, που αποτελούν τον φυσικό κόσμο. Για να γίνουν όμως δεκτές η αμετατροπία και η αντίστοιχη τελεονομία, θα πρέπει να προστεθούν στις αρχές της φυσικής ορισμένες ιδιότητες, οι οποίες χωρίς να έρχονται σε αντίθεση με τους φυσικούς νόμους, περιγράφουν ένα ευρύτερο φάσμα το οποίο καλύπτει τους ζωντανούς οργανισμούς. Οι αρχές αυτές δεν έχουν εφαρμογή στην μη ζώσα ύλη, αλλά παράλληλα ανήκουν στον φυσικό κόσμο, και οι εξηγητικοί μηχανισμοί απορρέουν από συγκεκριμένους νόμους που δεν μπορούν να εξηγηθούν μέσα στο ουδέτερο και αποκομμένο από την σχέση του μη ανθρωπολογικό σύμπαν. Αυτός είναι και ένας λόγος που στο τελευταίο κεφάλαιο, αναπτύσσω την τύχη και την αναγκαιότητα από την ανθρωπολογική νομοτέλεια, η οποία όχι μόνο υπερβαίνει τους φυσικούς νόμους, αλλά πολύ περισσότερο ενοποιεί και συνδέει την άρρηκτη σχέση του ανθρώπου-συνείδηση με την συμπαντική λογική. Για να κατανοήσουμε δηλαδή τις δύο έννοιες δεν αρκεί να περιοριστούμε μόνο στους φυσικούς νόμους, αλλά να κοιτάξουμε την καθοριστικότατη συμμετοχή-επίδραση του ανθρώπου στο συνολικό σύστημα.
3.3

1.34          Η ΤΥΧΗ ΩΣ ΠΗΓΗ ΚΑΘΕ ΚΑΙΝΟΦΑΝΕΙΑΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΝΑΙΡΕΙ ΤΟΝ ΤΕΛΕΟΝΟΜΙΚΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ

1.35          Είδαμε μέχρι στιγμής τον ιδιαίτερα καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει η πληροφορία ως προς την συμμετοχή της στην τελεονομία της διαδικασίας, αλλά και φυσικά στην εξελικτική οπτική η οποία εμπεριέχει το τυχαίο. Επίσης η πληροφορία ανήκει στα συστατικά χαρακτηριστικά του μικρόκοσμου, αντιπροσωπεύοντας την δομή της μορφής και με πιο Αριστοτελικούς όρους την ίδια την ουσία. Η ουσία σε κάθε πράγμα προέρχεται από το μορφικό αίτιο και το οποίο Αριστοτελικά πάλι το αναζητούμε μέσα στα πράγματα. Η ουσία σε κάθε πράγμα είναι αυτό που το κάνει να είναι αυτό που είναι. Δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο πραγματώνεται η δομή στην ύλη. Στα υλικά πράγματα έχει προαπαιτηθεί το ποιητικό αίτιο αλλά φυσικά η ουσία βρίσκεται στην δομή του αντικειμένου. Τώρα το θέμα είναι ότι στην περίπτωση της βιολογίας και της πληροφορίας που αποτελεί μέρος του μικρόκοσμου, το μορφικό και το ποιητικό αίτιο ταυτίζονται. Το μακροσκοπικό αποτέλεσμα της δομής είναι προϊόν της επενέργειας εσωτερικών δυνάμεων προερχόμενων αποκλειστικά από αυτό που θα ονομάζαμε ουσία. Παρόλο που ο κάθε οργανισμός αλλά και δομικά στο μακροσκοπικό επίπεδο λειτουργεί και συμπεριφέρεται σαν μια μηχανή, η διαφορά είναι στον τρόπο προέλευσης. Στο μακροσκοπικό επίπεδο οι λειτουργίες και οι δομές είναι παρεμφερείς, αλλά στο μικροσκοπικό επίπεδο μόνο στην περίπτωση των οργανισμών έχουμε την δυναμικότητα εκείνη η οποία από μόνη της κατασκευάζει και αναπτύσσει την δομή της στο μακροσκοπικό επίπεδο. Δηλαδή ο μικροσκοπικός κόσμος στην περίπτωση των οργανισμών αυτενεργεί.
Τώρα σύμφωνα με τον Μονό20 η διεργασία της αυτενεργούς και αυτόνομης μορφογένεσης στηρίζεται στις ιδιότητες της στερεοειδικής αναγνώρισης των πρωτεϊνών. Δηλαδή οι πρωτοταγείς δομές των πρωτεϊνών είναι το μυστικό των γνωστικών αυτών ιδιοτήτων. «Κατά συνέπεια αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ο αυτενεργός χαρακτήρας αυτής της διεργασίας μοριακής επιγένεσης και η οποία είναι αυτενεργός με δύο έννοιες.
20 Βλ. όπ. π., σ. 118.
21 Μία ακόμα αναλογία που θα ήθελα να αναφέρω με αφορμή αυτήν την συνδετική λογική είναι η εξής: Πολλές φορές ο άνθρωπος ζητάει από την ζωή του πράγματα για να γίνει ευτυχισμένος θεωρώντας προφανώς ότι τα ήδη κεκτημένα που έχει δεν είναι αρκετά. Ενώ αυτό από την μια πλευρά είναι θετικό διότι έτσι επιτυγχάνεται η πρόοδος, από την άλλη πλευρά ελλοχεύει ο κίνδυνος της αλαζονείας και κυρίως της μόνιμης μη ικανοποίησης που μεταφράζεται σε μια μόνιμη δυστυχία. Άρα το ζητούμενο είναι το πώς θα συνδυαστεί η ταπεινότητα και η αυτάρκεια με την ανάγκη για φιλοδοξία, και την προσέγγιση σε ένα μεγαλείο το οποίο όμως δεν θα είναι αλαζονικό. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε κανείς να αντιπαραβάλλει τα παραδείγματα του Χριστού και του Σωκράτη οι
1. Το χημικό δυναμικό που είναι αναγκαίο για τον σχηματισμό των ολιγομερών, δεν χρειάζεται να εισρεύσει στο σύστημα αλλά πρέπει να θεωρήσουμε πως βρίσκεται ήδη μέσα στο διάλυμα των μονομερών.
2. Αυτενεργός από θερμοδυναμική άποψη, η διεργασία αυτή είναι επίσης και από κινητική άποψη. Αυτό σημαίνει ότι κανένας καταλύτης δεν απαιτείται για να την ενεργοποιήσει. Αυτό συμβαίνει χάρη στο γεγονός ότι οι συναρμολογούμενοι δεσμοί είναι μη ομοιοπολικοί. Το σημαντικό εδώ είναι ότι ο σχηματισμός καθώς και η ρήξη παρόμοιων δεσμών δεν κινητοποιεί παρά σχεδόν μηδενικές ενέργειες ενεργοποίησης.» (σελ. 118)

Η ανάλυση που θα γίνει παρακάτω θα αξιοποιήσει το πλούσιο υλικό που προέρχεται από την βιολογία, στην οποία ο θεμέλιος λίθος είναι ο γενετικός κώδικας και η πληροφορία. Οι έννοιες της τελεονομίας ή της τύχης εξαρτώνται από την συμπεριφορά και τις ιδιότητες του DNA και του τρόπου που η πληροφορία μεταβιβάζεται, αλλά και της εξελικτικής διαδικασίας φυσικά, που είναι το επακόλουθο. Εκείνο το οποίο θα δειχθεί χρησιμοποιώντας το υλικό αυτό από την βιολογία, είναι ότι οι δύο αυτές φαινομενικά αντίθετες έννοιες όχι μόνο δεν συγκρούονται μεταξύ τους, αλλά η αλληλοσυμπλήρωσή τους αποτελεί την ουσιαστική πραγματικότητα. Για να χρησιμοποιήσω και μια αναλογία, είναι σαν την περίφημη αντίθεση που κατά την γνώμη μου είναι εντελώς επιφανειακή, που υπάρχει μεταξύ της λογικής και του συναισθήματος. Εάν κανείς διεισδύσει στην ουσία του πράγματος γίνεται να διαπιστώσει ότι μέσα από τον εποικοδομητικό συνδυασμό των δύο, δηλαδή την λογική του συναισθήματος, αυτά όχι μόνο ενοποιούνται αλλά είναι η πρόσβαση στο πεδίο εκείνο που ο άνθρωπος γιγαντώνει την συνειδησιακή εμπειρία στο επίπεδο ενός ιδιαιτεροποιημένου μορφοποιημένου νοήματος. Η οντολογία των πραγμάτων και του ίδιου του υποκειμένου αναδεικνύεται από την σύζευξη του συναισθήματος και της λογικής μέσα από τις δυνατότητες της φαντασίας.21οποίοι αποθέωσαν την ηθική και το μεγαλείο τους μέσα στην αυτάρκεια της απλότητάς τους, και μιας διανοητικοποίησης η οποία είναι θεωρητικά εξιδανικευμένη, αλλά ίσως δεν μπορεί να επικοινωνήσει άμεσα με την πρακτική καθημερινότητα ενός μέσου ανθρώπου. Σε μια λοιπόν πιο πρακτική αλλά και πιο ρεαλιστική-αρχική τοποθέτηση ηθικής νομίζω, ότι μέσα από τον καθημερινό αγώνα του κάθε ανθρώπου ακόμα και για συμβατικές ανάγκες, μπορεί να αναδειχθεί αυτή η σχέση των δύο εννοιών και να αποτελέσει το πρώτο αλλά καθοριστικότερο βήμα μιας φιλοσοφικής-ηθικής κοσμοαντίληψης. Το θέμα είναι πως θα γίνει να συνδυαστεί η επιθυμία για εξέλιξη και άρα το όλο και περισσότερο, με την φαινομενικά αντιθετική έννοια της αυτάρκειας και της ταπεινότητας. Η απάντηση βρίσκεται στον συνδυασμό των δύο. Δηλαδή το πρόβλημα δεν είναι στο να ζητάμε, αλλά στο να μην χαιρόμαστε και να εκτιμούμε αυτά που ήδη έχουμε. Εάν χάσουμε κάτι από αυτά που ήδη έχουμε και τα θεωρούμε ενίοτε κακώς αυτονόητα, τότε συμπεραίνουμε ότι θα έπρεπε να είμαστε ήδη ικανοποιημένοι με αυτά που μέχρι πρότινος είχαμε. Αυτή η σκέψη διασφαλίζει την αυτάρκεια όχι με τρόπο εμποδιστικό της επιθυμίας για περισσότερα, αλλά για ταυτόχρονη ικανοποίηση με τα ήδη κεκτημένα τα οποία κάποτε και αυτά μάλλον θα ήταν προγενέστερες επιδιώξεις. Αυτό το παιχνίδι σχετικότητας είναι ο θεμέλιος λίθος της εξέλιξης, αλλά και πάνω από όλα της ηθικής αρχής.
Επανέρχοντας τώρα στην βιολογική οπτική η αρμονική και νοηματικά σύνδεση της τύχης και της αναγκαιότητας, μπορούν να αποκαλύψουν έναν κόσμο που είναι ταυτόχρονα μεταβλητός σε όλο του το μεγαλείο ως προς το πλαίσιο των δυνατοτήτων, συμπορευόμενο με μια σταθερότητα ως προς το νόημα της δομής και του σκοπού των πραγμάτων. Δηλαδή θα αναδειχθεί η ύπαρξη ενός σχεδίου και άρα σκοπού, του οποίου όμως τα επιμέρους μέρη και κυρίως οι εξελικτικές ιδιότητες θα προέρχονται από το βασίλειο της τύχης. Υπό αυτήν την έννοια τύχη και σχέδιο εξυπηρετούν τον κοινό σκοπό χωρίς να εναντιώνεται το ένα στο άλλο. Κατά την γνώμη μου όμως και υπερβαίνοντας το πεδίο της βιολογίας το οποίο περισσότερο πραγματοποιεί την τεχνική εξήγηση, νομίζω ότι μια τέτοιου τύπου τύχη είναι αφενός ελεγχόμενη από τον τελεονομικό μηχανισμό, αλλά και η ίδια ως προς τον υποκειμενισμό της νοούμενη. Δηλαδή η ύπαρξη νοήματος στην τύχη την μορφοποιεί και κατά συνέπεια επιτρέπει την πρόσβαση στην οντολογία της. Άρα σε μια περεταίρω ανάλυση του θέματος που παραπέμπει σε μεταφυσική και οντολογία, η σχέση της τύχης και της αναγκαιότητας όχι μόνο ενοποιούνται αλλά πολύ περισσότερο συγκροτούν μια αρμονική και συγχρονισμένη λειτουργία η οποία επιτρέπει την πρόσβαση στην ουσία των πραγμάτων. Στο πρακτικό και πειραματικό επίπεδο της βιολογίας μπορεί να μην γίνεται να αποδειχθεί μια νοούμενη και μη τυχαία τύχη, αλλά πιο φιλοσοφικά ένα τέτοιο τυχαίο θα αναιρούσε τον εαυτό του εάν η οντολογία του ήταν τυχαία. Με άλλα λόγια το ίδιο το νόημα της τύχης δεν θα μπορούσε να νοηματοδοτηθεί και άρα να αναγνωρίσει τον εαυτό της. Δηλαδή μια τυχαία τύχη θα ακύρωνε τον εαυτό της. Το θέμα είναι ότι τελικά όλο το σύστημα σώζεται χάρη στην εξελικτική διαδικασία η οποία προηγουμένως γεννήθηκε από την αρμονική σύζευξη. Δηλαδή το ίδιο το σύστημα τελικά σώζεται από το παράγωγό του.
Είναι γνωστό ότι κάθε φαινόμενο, κάθε γεγονός και κάθε γνώση συνεπάγονται αλληλεπιδράσεις που από μόνες τους είναι γενεσιουργές μετατροπών στα συνιστώντα μέρη του συστήματος. Η έννοια αυτή από την άλλη πλευρά δεν είναι σε καμία περίπτωση ασυμβίβαστη με την ιδέα ότι υφίστανται αμετακίνητες οντότητες μέσα στη δομή του σύμπαντος. Απεναντίας η βασική στρατηγική της επιστήμης κατά την ανάλυση των φαινομένων είναι η ανακάλυψη των αμετατρόπων. Κάθε νόμος της φυσικής σε σχέση με τα μαθηματικά προσδιορίζει μια σχέση αμετατροπίας όπως είναι οι καθολικές αρχές της διατήρησης. Είναι αδύνατο να αναλύσουμε ένα οποιοδήποτε φαινόμενο σε όρους άλλους από εκείνους των αμετατρόπων που το φαινόμενο αυτό διατηρεί. Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι ίσως η διατύπωση των νόμων της κινητικής που απαίτησε την επινόηση των διαφορικών εξισώσεων, δηλαδή ενός μέσου για να ορίζουμε την αλλαγή στη γλώσσα των στοιχείων που παραμένουν αμετάβλητα. Φυσικά πάντα υπάρχουν και οι αντιρρήσεις ότι όλες αυτές οι αμετατροπίες, οι διατηρήσεις και οι συμμετρίες είναι νοητικά κατασκευάσματα που υποκαθιστούν την πραγματικότητα αντιπροσωπεύοντας ένα μαθηματικοποιημένο είδωλό της. Παρόλα αυτά πάντως η περιοριστικότητα που τίθεται από τον ανθρώπινο εγκέφαλο στην γνωσιακή διαδικασία νομίζω ότι γίνεται να υπερβαθεί, μέσα από την τοποθέτηση στοιχείων τα οποία συνδέουν την κλασική συνειδησιακή λειτουργία με άλλες δομές πιο κβαντοποιημένες μέσα από το ασυνείδητο.
«Η ανακάλυψη λοιπόν του κυττάρου και η κυτταρική θεωρία επέτρεψαν την προκείμενη της ενοποίησης των αμετατρόπων. Επιπλέον οι εξελίξεις στην βιοχημεία στο δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα επέτρεψαν να αποκαλυφθεί η βαθιά και απαράβατη ενότητα στην μικροσκοπική κλίμακα του ζωντανού σύμπαντος. Από το βακτηρίδιο μέχρι τον άνθρωπο ο χημικός μηχανισμός είναι στην ουσία ο ίδιος τόσο ως προς τις δομές όσο και ως προς τον τρόπο λειτουργίας.22
22 Βλ. όπ. π., σσ. 141-144.
1. Ως προς τη δομή όλα τα έμβια όντα ανεξαιρέτως αποτελούνται από δύο κύριες τάξεις μακρομορίων που είναι οι πρωτεϊνες και τα νουκλεϊνικά οξέα. Επιπλέον αυτά τα μακρομόρια σχηματίζονται σε όλα τα έμβια όντα από τη συναρμολόγηση των ίδιων ριζών σε πεπερασμένο αριθμό. Δηλαδή είκοσι αμινοξέων για τις πρωτεϊνες και τεσσάρων τύπων νουκλεοτιδίων για τα νουκλεϊνικά οξέα.
2. Ως προς τον τρόπο λειτουργίας οι ίδιοι κύκλοι αντιδράσεων χρησιμοποιούνται σε όλους τους οργανισμούς για τις βασικές χημικές διεργασίες, όπως η κινητοποίηση και αποθεματοποίηση του χημικού δυναμικού, βιοσύνθεση των συστατικών του κυττάρου.

Βέβαια πάνω στο θέμα του μεταβολισμού συναντάμε πάρα πολλές παραλλαγές και οι οποίες ανταποκρίνονται στις διάφορες λειτουργικές προσαρμογές. Σχεδόν πάντοτε όμως οι παραλλαγές αυτές συνίστανται σε νέα χρησιμοποίηση των γενικών μεταβολικών κύκλων που προηγούμενα χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες λειτουργίες. Για παράδειγμα η αποβολή του αζώτου γίνεται υπό διαφορετικές μορφές στα πτηνά από ότι στα θηλαστικά.» (σελ. 141) Πέρα πάντως από τον μεταβολισμό εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι ο κυτταρικός χημικός δεσμός. Το θέμα είναι ότι η βαθμιαία αποκάλυψη του καθολικού χαρακτήρα του κυτταρικού χημισμού, έδειχνε από την άλλη μεριά πως καθιστούσε οξύτερο και πιο παράδοξο ακόμα το πρόβλημα της αναπαραγωγικής αμετατροπίας. Αν από χημική άποψη τα συστατικά είναι τα ίδια και έχουν συντεθεί ακολουθώντας τις ίδιες διαδρομές σε όλα τα έμβια όντα, ποια είναι η πηγή της απαράμιλλης μορφολογικής και φυσιολογικής ποικιλίας τους; Επιπλέον πώς γίνεται και κάθε είδος χρησιμοποιώντας τα ίδια υλικά και τους ίδιους χημικούς μετασχηματισμούς όπως όλα τα άλλα είδη, κατορθώνει και διατηρεί αμετάτροπη δια μέσου των γενεών την δομική νόρμα που το χαρακτηρίζει και το διαφορίζει από κάθε άλλο; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα ξεκλειδώσει και την φαινομενική αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην τύχη και την τελεονομία. Με άλλα λόγια η κάθε δομή (η μορφοποίηση του ιδιαιτεροποιημένου που εκφράζεται με την ύπαρξη του υποκειμένου) είναι απόρροια ενός συνδυασμού από τα γράμματα ενός αλφαβήτου και το οποίο αποτελεί το καταγωγικό esse. Ο χώρος στον οποίο δυνάμει ενυπάρχουν όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί. Είναι οι νόμοι που διέπουν την δυνάμει κωδικοποίηση.
Τα καθολικά συστατικά που είναι τα νουκλεοτίδια και τα αμινοξέα αποτελούν το λογικό ισοδύναμο ενός αλφαβήτου, με το οποίο έχει γραφτεί η δομή, δηλαδή οι εξειδικευμένες προσεταιριστικές λειτουργίες των πρωτεϊνών. Με αυτό το αλφάβητο μπορεί να γραφτεί όλη η ποικιλία των δομών και των αποτελεσμάτων που κλείνει μέσα της η βιόσφαιρα. Επιπλέον η αναπαραγωγή σε κάθε κυτταρική γενιά του κειμένου που έχει γραφτεί υπό την μορφή μιας αλύσου νουκλεοτιδίων μέσα στο DNA, είναι εκείνη που διασφαλίζει την αμετατροπία του είδους. «Η βασική βιολογική αμετάτροπος είναι το DNA. Κάπως έτσι λοιπόν ο ορισμός από τον Mendel του γονιδίου ως αμετάτροπου φορέα των κληρονομικών γνωρισμάτων, η χημική ανίχνευσή του από τον Άβερυ και η αποσαφήνιση από τους Watson και Crick των δομικών βάσεων της αναδιπλασιαστικής αμετατροπίας του, αποτελούν τις πλέον θεμελιώδεις ανακαλύψεις που έγιναν ποτέ στη βιολογία. Επιπλέον σε αυτά πρέπει βέβαια να προστεθεί και η θεωρία της επιλεκτικής εξέλιξης. Παρακάτω παρουσιάζεται η δομή του DNA, ο τρόπος με τον οποίο αυτή η δομή ερμηνεύει την ικανότητά της να υπαγορεύει ένα ακριβές αντίγραφο της σειράς των νουκλεοτιδίων η οποία προσδιορίζει ένα γονίδιο και ο χημικός μηχανισμός που αποκωδικοποιεί την σειρά των νουκλεοτιδίων μιας περιοχής του DNA σε σειρά αμινοξέων μέσα σε μια πρωτεϊνη όπου αναπτύσσονται μαζί με τους μηχανισμούς της αντιγραφής και της αποκωδικοποίησης.
DNA → Δύο διπλοί απαράλλακτοι έλικες (αντιγραφή).
DNA → Διπλή σειρά συμπληρωματικών νουκλεοτιδίων (αποκωδικοποίηση).
Πολυπεπτίδιο → Γραμμική σειρά ριζών αμινοξέων (έκφραση).
Σφαιρική πρωτεϊνη → Αναδίπλωση της γραμμικής σειράς αμινοξέων.» (σελ. 142-143) ~ 78 ~

 «Το πρώτο σημείο που ενδιαφέρει είναι ότι το μυστικό της αντιγραφής του DNA έγκειται στη στερεοχημική συμπληρωματικότητα του μη ομοιοπολικού συμπλόκου, το οποίο αποτελούν οι δύο ίνες που συνδέονται μέσα στο μόριο.
1. Η στερεοδομή του συμπλόκου μπορεί εξ ολοκλήρου να απεικονιστεί σε δύο διαστάσεις, από τις οποίες η μία πεπερασμένη περιέχει σε κάθε σημείο ένα ζεύγος νουκλεοτιδίων αμοιβαίως συμπληρωματικών, ενώ η άλλη περιέχει μία δυναμικώς άπειρη άλυσο αυτών των ζευγών.
2. Αν η μία οποιαδήποτε από τις δύο αυτές ίνες θεωρηθεί δεδομένη, η συμπληρωματική άλυσος θα μπορέσει να ανασυσταθεί βήμα προς βήμα, με διαδοχικές προσθήκες νουκλεοτιδίων που το καθένα τους έχει επιλεγεί από το στερεοδομικά προκαθοριζόμενο ταίρι του. Έτσι γίνεται και κάθε μία από τις δύο ίνες υπαγορεύει την δομή της συμπληρωματικής της, ώστε να ανασυστήσει το σύμπλοκο ολόκληρο.» (σελ. 144)

Η δομή του μορίου του DNA είναι η απλούστερη και η πιο πιθανή την οποία θα μπορούσε να αποκτήσει ένα μακρομόριο που έχει συσταθεί από τον γραμμικό πολυμερισμό παρόμοιων ριζών. Δηλαδή είναι μια ελικοειδής ίνα οριζόμενη από δύο πράξεις συμμετρίας, μία μεταφορά και μια περιστροφή. Ο σχηματισμός τώρα αυτής της δομής μπορεί να παραβληθεί με το σχηματισμό κρυστάλλου. Κάθε στοιχείο της αλύσου στην μία από τις δύο ίνες, παίζει τον ρόλο του κρυσταλλικού σπέρματος που διαλέγει και προσανατολίζει τα μόρια που έρχονται να προσδεθούν εκεί αυτόματα διασφαλίζοντας έτσι την αύξηση του κρυστάλλου. Δύο συμπληρωματικές ίνες τεχνητά αποσυνδυασμένες, ανασχηματίζουν αυτομάτως το ειδικό σύμπλοκο, διαλέγοντας η καθεμιά τους σχεδόν χωρίς σφάλματα το ταίρι της ανάμεσα σε χιλιάδες ή και εκατομμύρια άλλες αλύσους. Επιπλέον η αύξηση κάθε ίνας συνεπάγεται τον σχηματισμό ομοιοπολικών δεσμών οι οποίοι συνδέουν αλυσιδωτά τα νουκλεοτίδια μεταξύ τους. Ο σχηματισμός αυτών των δεσμών όμως δεν μπορεί να γίνει αυτομάτως, αλλά χρειάζεται μια πηγή χημικού δυναμικού και ένας καταλύτης.
Όσον αφορά τώρα τον μηχανισμό αποκωδικοποίησης της σειράς των νουκλεοτιδίων σε άλυσο αμινοξέων, είναι πολύ πιο μπερδεμένος και ως προς την αρχή του ακόμα από τον μηχανισμό της ανατύπωσης. Η τελευταία αυτή διεργασία εξηγείται με απευθείας στερεοειδικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της πολυνουκλεοτιδικής αλύσου που χρησιμεύει σαν μήτρα και των νουκλεοτιδίων που έρχονται να προσδεθούν πάνω της. Στην αποκωδικοποίηση πάλι στερεοειδικές αλληλεπιδράσεις μη ομοιοπολικές διασφαλίζουν την μεταφορά της πληροφορίας. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές περιλαμβάνουν πλήθος διαδοχικών σταδίων στα οποία τα συστατικά αναγνωρίζουν το λειτουργικό τους ταίρι. Τα συστατικά που υπεισέρχονται στην αρχή αυτής της αλυσίδας για τη μεταφορά της πληροφορίας αγνοούν τελείως το τι συμβαίνει στην άλλη άκρη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο γενετικός κώδικας είναι γραμμένος σε μια στερεοχημική γλώσσα της οποίας το κάθε γράμμα αποτελείται από μια σειρά τριών νουκλεοτιδίων μέσα στο DNA, τριάδα η οποία προσδιορίζει την ένταξη ενός αμινοξέος μέσα στο πολυπεπτίδιο και δεν υφίσταται καμιά απευθείας στερεοδομική σχέση μεταξύ της διατεταγμένης τριάδας που ορίζει τον γενετικό κώδικα και του αμινοξέος που ορίζεται από τον γενετικό κώδικα. Το συμπέρασμα που μας ενδιαφέρει είναι ότι ο κώδικας αυτός εμφανίζεται από χημική άποψη αυθαίρετος με την έννοια ότι η μεταφορά πληροφορίας θα μπορούσε να λάβει χώρα κατά μια άλλη σύμβαση. Υπάρχουν μεταλλάξεις οι οποίες αλλοιώνοντας τη δομή ορισμένων εξαρτημάτων του μηχανισμού αποκωδικοποίησης, τροποποιούν ως εκ τούτου την ερμηνεία ορισμένων διατεταγμένων τριάδων με συνέπεια ορισμένα πολύ βλαβερά σφάλματα για τον οργανισμό.
Το όλο σύστημα μοιάζει με μια εργαλειομηχανή η οποία σπρώχνει εγκοπή προς εγκοπή ένα εξάρτημα την ώρα που παρασκευάζεται. Σε κάθε φυσιολογικό οργανισμό αυτή η μικροσκοπική μηχανή ακριβείας προσδίδει στη διεργασία αποκωδικοποίησης αξιοσημείωτη πιστότητα. Καμία επιπλέον συνεισφορά πληροφορίας εκτός της γενετικής δεν απαιτείται ούτε είναι και δυνατή, αφού ο μηχανισμός δεν αφήνει κανένα περιθώριο γι’ αυτό. Επιπλέον είναι πολύ σημαντικό ότι ο μηχανισμός αποκωδικοποίησης είναι μη αντιστρεπτός. Ούτε έχει παρατηρηθεί αλλά ούτε γίνεται να μεταβιβαστεί η πληροφορία κατά αντίστροφη έννοια δηλαδή από την πρωτεϊνη στο DNA. Δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει μηχανισμός μέσω του οποίου θα ήταν δυνατό η δομή και τα αποτελέσματα μιας πρωτεϊνης να τροποποιηθούν, και αυτές οι τροποποιήσεις να μεταβιβαστούν, εκτός κι αν πρόκειται για αποτέλεσμα αλλοίωσης των οδηγιών σε μια περιοχή αλύσων του DNA. Ενώ αντιστρόφως δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός μέσω του οποίου οποιαδήποτε εντολή ή πληροφορία να διαβιβαστεί στο DNA. Επομένως ολόκληρο το σύστημα είναι απόλυτα κλειστό στον εαυτό του και απομονωμένο, και άρα ανίκανο να δεχθεί οποιαδήποτε υπόδειξη από τον εξωτερικό κόσμο. Είναι ένα σύστημα που λειτουργεί ως ένας μηχανισμός που μεταξύ DNA και πρωτεϊνης, μεταξύ οργανισμού και περιβάλλοντος συντελούνταισχέσεις μονής κατεύθυνσης. Το εύλογο συμπέρασμα που θα μπορούσε να προκύψει από τα παραπάνω είναι ότι το σύστημα αυτό ακριβώς λόγω της δομής του θα έπρεπε να αντιτίθεται σε κάθε αλλαγή και εξέλιξη. Αρχικά η απάντηση είναι θετική διότι αυτός είναι ο λόγος της απαράμιλλης σταθερότητας ορισμένων ειδών που κατόρθωσαν να αναπαράγονται χωρίς υπολογίσιμες αλλοιώσεις εδώ και εκατομμύρια χρόνια.
 «Από την άλλη πλευρά όμως καμιά μικροσκοπική οντότητα δεν μπορεί να γλυτώσει από διαταράξεις κβαντικής τάξης, των οποίων η συσσώρευση στους κόλπους ενός μακροσκοπικού συστήματος θα αλλοιώσει τη δομή του βαθμιαία αλλά αναπόδραστα. Τα έμβια όντα παρά τη διατηρητική τελειότητα του μηχανισμού που διασφαλίζει την πιστότητα της αποκωδικοποίησης δεν ξεφεύγουν από αυτόν τον νόμο. Έτσι εξηγούνται τα γηρατιά και ο θάνατος των πολυκυτταρικών οργανισμών εν μέρει με την συσσώρευση συμπτωματικών σφαλμάτων αποκωδικοποίησης, τα οποία αλλοιώνουν ορισμένα ιδίως από τα συστατικά που είναι υπόλογα για την πιστότητα της αποκωδικοποίησης, και αυξάνουν τη συχνότητα αυτών των σφαλμάτων που επιφέρουν σιγά σιγά την αναπόφευκτη κατάρρευση της δομής των οργανισμών. Το ίδιο ισχύει και για τον μηχανισμό ανατύπωσης όπου συναντάμε διαταράξεις και ανωμαλίες. Σφάλματα μεταγραφής τα οποία δυνάμει της τυφλής πιστότητας του μηχανισμού θα ξαναμεταγραφούν αυτομάτως με την προσέγγιση που επιτρέπουν άλλες πιθανές διαταράξεις. Θα αποκωδικοποιηθούν επίσης με την ίδια πιστότητα σε αλλοίωση του ειρμού των αμινοξέων μέσα στο πολυπεπτίδιο που αντιστοιχεί στην περιοχή του DNA όπου θα έχει παραχθεί η μετάλλαξη. Αλλά μόνο όταν το εν μέρει καινούριο αυτό πολυπεπτίδιο αναδιπλωθεί πάνω στον εαυτό του θα αναφανεί η λειτουργική σημασία της μετάλλαξης.» (σελ. 150)

Τώρα το θέμα είναι ότι αυτές οι αλλοιώσεις είναι συμπτωματικές, δηλαδή απόρροια της καθαρής τύχης. Και εφόσον αποτελούν την μόνη δυνατή πηγή τροποποιήσεων του γενετικού κώδικα που με τη σειρά του είναι η μόνη παρακαταθήκη των κληρονομικών δομών του οργανισμού, αναγκαστικά προκύπτει το συμπέρασμα ότι μόνο η τύχη είναι η πηγή κάθε καινοφάνειας και κάθε δημιουργίας μέσα στην βιόσφαιρα. Κατά συνέπεια ο ακρογωνιαίος λίθος της εξέλιξης είναι η καθαρή τύχη και η οποία κινείται μέσα σε μια τυφλή ελευθερία. Με άλλα λόγια οι μεταλλάξεις οφείλονται στην τύχη και αποτελούν την αιτία της εξέλιξης. Επομένως μέσα στην καρδιά ενός αυστηρού τελεονομικού μηχανισμού λόγω της μεταβίβασης της πληροφορίας μέσω του DNA, βρίσκεται μια αφηρημένη ενεργούσα τύχη κβαντικής φύσεως, η οποία λειτουργεί οντολογικά για ενδεχόμενες μεταλλάξεις που αποτελούν την πηγή της εξέλιξης. Άρα τελεονομία και τύχη συμπορεύονται αρμονικά με κοινό στόχο την εξέλιξη της οποίας η υπόσταση είναι τυχαία λόγω της μετάλλαξης, αλλά απόλυτα εξηγήσιμη όσον αφορά το πέρασμα από το ένα στάδιο στο άλλο. Βεβαίως η τύχη στο επίπεδο που βρισκόμαστε δεν ανάγεται στον κλασικό μακροσκοπικό λογισμό πιθανοτήτων. Η τύχη στο μακροσκοπικό επίπεδο έχει να κάνει με μια υπολογιστική αοριστία εξαιτίας της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης να ελέγξει μέσα από εξισώσεις τις παραμέτρους των δυνάμεων που κάθε φορά ενεργούν. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το αποτέλεσμα στο ρίξιμο ενός ζαριού γιατί δεν μπορούμε να το κατευθύνουμε με ακρίβεια. Θεωρητικά θα μπορούσε να κατασκευαστεί μια μηχανή αφάνταστης ακρίβειας η οποία να μπορούσε να αντιμετωπίσει την απροσδιοριστία, η οποία όμως είναι καθαρά τεχνική επειδή το επίπεδο είναι μακροσκοπικό. Γενικά η οποιαδήποτε χρήση των πιθανοτήτων στο μακροσκοπικό επίπεδο δεν παραπέμπει σε μια οντολογική απροσδιοριστία του ίδιου του πράγματος, αλλά στην πρακτική ανθρώπινη αδυναμία να ελέγξει τις μακροσκοπικές παραμέτρους. Δηλαδή έχουμε υπολογιστικό πρόβλημα και όχι οντολογικό.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν όχι μόνο με το πέρασμα στο υποατομικό επίπεδο, αλλά ακόμα και στο μακροσκοπικό όταν αναφερόμαστε σε ανεξάρτητα μεταξύ τους συστήματα που συμπτωματικά επικοινωνούν. Αυτό συμβαίνει βασικά στην περίπτωση ανάμεσα στα περιστατικά που μπορούν να προκαλέσουν είτε να επιτρέψουν ένα σφάλμα κατά την αντιγραφή της γενετικής πληροφορίας, και στις λειτουργικές επιπτώσεις αυτού του σφάλματος όπου υπάρχει εξίσου πλήρης ανεξαρτησία. Το λειτουργικό αποτέλεσμα εξαρτάται από τη δομή, από τον ρόλο της αλλοιωμένης πρωτεϊνης, τις αλληλεπιδράσεις που αυτή διασφαλίζει και τις αντιδράσεις που καταλύει. Ένα σωρό πράγματα δηλαδή που δεν έχουν καμιά σχέση με το καθεαυτό μεταλλακτικό συμβάν ούτε και με τις άμεσες είτε μακρινές αιτίες του, όποια και να είναι εξάλλου η υφή, ντετερμινιστική η μη αυτών των αιτιών. Εάν τώρα προσθέσει κανείς το γεγονός ότι η μετάλλαξη είναι ένα μικροσκοπικό φαινόμενο υπαγόμενο σε κβαντικούς νόμους, η απροσδιοριστία τελικά του φαινομένου αποκτάει οντολογική χρειά. Συμβάν λοιπόν ουσιαστικά απρόβλεπτο από την ίδια του την φύση.
3.4 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΚΑΙ Η ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ
Μέχρι στιγμής παρουσιάστηκε η καθοριστική συμμετοχή του τυχαίου μέσα στην καρδιά του ντετερμινιστικού μηχανισμού. Τώρα το αποτέλεσμα αυτής της σύζευξης των δύο φαινομενικά αντιθετικά καταστάσεων κάτω από την σκέπη του συστήματος που τα συνδέει είναι η εξέλιξη. Έτσι λοιπόν από την στιγμή που εγγραφεί μέσα στην δομή του DNA το ιδιοσύστατο και συνεπώς κατ’ ουσία αναπάντεχο συμβάν, από εκεί και πέρα θα αρχίσει μηχανικά και πιστά να ανατυπώνεται και να αποκωδικοποιείται δηλαδή να πολλαπλασιάζεται και να μεταβιβάζεται σε δισεκατομμύρια αντίτυπα. Προερχόμενο το συμβάν αυτό από το βασίλειο της καθαρής τύχης εισχωρεί στο βασίλειο της πιο άκαμπτης βεβαιότητας. Στην μακροσκοπική κλίμακα που είναι η κλίμακα του οργανισμού εργάζεται και η επιλογή. Η επιλογή εργάζεται επάνω στις απόρροιες της τύχης και δεν μπορεί να εφοδιάζεται από πουθενά αλλού. Εργάζεται όμως σε έναν χώρο άτεγκτων απαιτήσεων όπου το τυχαίο έχει εξοστρακιστεί. Από τις απαιτήσεις αυτές ακριβώς, και όχι από την τύχη έχει αντλήσει η επιλογή τους γενικά ανοδικούς προσανατολισμούς της.
Τα δεδομένα της σύγχρονης βιολογίας επιτρέπουν να διευκρινιστεί και να προσδιοριστεί ακόμα περισσότερο η έννοια της φυσικής επιλογής. Έτσι για παράδειγμα για την ισχύ, την συνθετικότητα και την συνοχή του ενδοκυτταρικού κυβερνητικού δικτύου, μια αρκετά ξεκαθαρισμένη ιδέα και η οποία μας επιτρέπει να καταλάβουμε ότι κάθε καινοφάνεια με τη μορφή αλλοίωσης της δομής μια πρωτεϊνης θα περάσει πρώτα από δοκιμασία. Μέσα από αυτή θα εξακριβωθεί κατά πόσο συμβιβάζεται με το σύνολο ενός συστήματος, ήδη συναρμοσμένου με αναρίθμητες υποτάξεις που κυβερνούν την εκτέλεση του σχεδίου του οργανισμού. Οι μόνες λοιπόν ανεκτές μεταλλάξεις είναι εκείνες που τουλάχιστον δεν μειώνουν την συνεκτικότητα του τελεονομικού μηχανισμού, αλλά μάλλον την ενισχύουν περισσότερο προς την ήδη υιοθετημένη κατεύθυνση ή ακόμα και οπωσδήποτε πολύ σπανιότερα την εμπλουτίζουν με καινούριες δυνατότητες. Υπό αυτή την έννοια η λογική της εξέλιξης έχει την προέλευσή της στην τύχη λόγω του ότι από εκεί πηγάζει αυθαίρετα η μετάλλαξη, αλλά η ίδια η εξέλιξη δεν είναι τυχαία αφού οι μεταλλάξεις δοκιμάζονται και κρίνονται από την αυστηρή δομή του ίδιου του αιτιακού ντετερμινιστικού μηχανισμού.
Ο τελεονομικός λοιπόν μηχανισμός είναι εκείνος που με τον τρόπο που λειτουργεί από την στιγμή που θα εκφραστεί για πρώτη φορά κάποια μετάλλαξη, ορίζει τις βασικές αρχικές συνθήκες αποδοχής πρόσκαιρης είτε οριστικής ή απόρριψης που γεννά η τύχη. «Εξαιτίας της διατηρητικής τελειότητας του μηχανισμού ανατύπωσης, κάθε μετάλλαξη θεωρούμενη ξεχωριστά είναι σπανιότατο γεγονός. Στα βακτηρίδια που είναι και οι μόνοι οργανισμοί που διαθέτουμε πολλά και ακριβή δεδομένα, η πιθανότητα για ένα δεδομένο γονίδιο να υποστεί μετάλλαξη που αλλοιώνει αισθητά τις λειτουργικές ιδιότητες της αντίστοιχης πρωτεϊνης είναι από 10-6 μέχρι 10-8 ανά κυτταρική γενιά. Όμως μέσα σε λίγα κυβικά εκατοστά νερό μπορεί να αναπτυχθεί πληθυσμός πολλών δισεκατομμυρίων κυττάρων. Σε έναν τέτοιο πληθυσμό όμως συντελείται ότι κάθε δεδομένη μετάλλαξη παρουσιάζεται από 10 έως και 1000 αντίτυπα. Κατά συνέπεια ο ολικός αριθμός των μεταλλαγμάτων κάθε είδους σε αυτόν τον πληθυσμό είναι περίπου 105 ως 106. Το συμπέρασμα είναι ότι στην κλίμακα του πληθυσμού, η μετάλλαξη δεν είναι ένα φαινόμενο κατ’ εξαίρεση αλλά αντίθετα είναι ο κανόνας. Επομένως μέσα στον πληθυσμό είναι που ασκείται η ώθηση της επιλογής και όχι σε μεμονωμένα άτομα.» (σελ. 161)
Όσον αφορά τώρα τα ανώτερα θηλαστικά και ειδικότερα τον άνθρωπο το ποσοστό ορισμένων μεταλλάξεων είναι ιδιαίτερα υψηλό της τάξεως από 10-4 έως 10-5 κάτι που οφείλεται στο ότι περιέχει χίλιες φορές περισσότερα γονίδια από το γένωμα ενός βακτηριδίου. Επιπλέον ο αριθμός των κυτταρικών γενεών και άρα των πιθανοτήτων μετάλλαξης σε μια σπερματογονική σειρά, από ωάριο σε ωάριο και από σπερματοζωάριο σε σπερματοζωάριο είναι πολύ μεγάλος. Συνολικά στον ανθρώπινο πληθυσμό συντελούνται σε κάθε γενιά περίπου χίλια δισεκατομμύρια μεταλλάξεις, ένα νούμερο που αποκαλύπτει τις διαστάσεις της δεξαμενής από την οποία η τυχαιότητα αντλεί την μεταβλητότητά της, και η οποία αποτελεί το γένωμα του είδους παρά τις διατηρητικές ιδιότητες του μηχανισμού ανατύπωσης. Το συμπέρασμα είναι ότι η φύση συμμετέχει σε μια λοταρία τεραστίων διαστάσεων με συνέπεια το παράδοξο να μην είναι η εξέλιξη, αλλά το πώς επιτυγχάνεται η σταθερότητα των μορφών μέσα στην βιόσφαιρα. Παραδείγματα αυτής της σταθερότητας υπάρχουν αρκετά με ενδεικτικότερο το ίδιο το κύτταρο. Αυτό χαρακτηρίζεται από το αμετάτροπο χημικό πλάνο της οργάνωσής του (αρχίζοντας από τη δομή του γενετικού κώδικα και τον πολυσύνθετο μηχανισμό αποκωδικοποίησης), υφίσταται εδώ και τρία δισεκατομμύρια χρόνια εφοδιασμένο εξαρχής με ισχυρά μοριακά κυβερνητικά δίκτυα διασφαλιστικά της λειτουργικής συνεκτικότητάς του. Η ασυνήθιστη σταθερότητα ορισμένων ειδών, τα δισεκατομμύρια χρόνια που καλύπτει η εξέλιξη, η αμετατροπία του θεμελιώδους χημικού πλάνου του κυττάρου, δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά μόνο με την εξαιρετική συνοχή του τελεονομικού μηχανισμού και το οποίο συνεπώς διαδραμάτιζε μέσα στην εξέλιξη ρόλο κατευθυντήριο αλλά και ανασχετικό. Οπότε συγκράτησε, ενίσχυσε και ολοκλήρωσε ελάχιστο μόνο κλάσμα των πιθανοτήτων που του παρείχε σε αστρονομικό αριθμό η ρουλέτα της φύσης.
Από την άλλη μεριά το σύστημα ανατύπωσης όχι μόνο δεν μπορεί να εξαλείψει τις μικροσκοπικές διαταράξεις στις οποίες υπόκειται αναπόφευκτα, αλλά απεναντίας δεν ξέρει να κάνει τίποτα άλλο από το να τις καταγράφει και να τις προσκομίζει σχεδόν πάντα ματαιοπονώντας μέσα στον τελεονομικό μηχανισμό, του οποίου τα αποτελέσματα έχουν τελεσίδικα κριθεί από την επιλογή. Τώρα αυτό το θεμελιακό είδος της τύχης είναι καθοριστικό για την διαμόρφωση της μη αντιστρεψιμότητας της εξέλιξης. Πιο συγκεκριμένα μια απλή σημειακή μετάλλαξη όπως η υποκατάσταση μέσα στο DNA ενός γράμματος του κώδικα από κάποιο άλλο είναι αντιστρεπτή. Όμως κάθε αισθητή εξέλιξη όπως ο διαφορισμός δύο ειδών, απορρέει από ένα πλήθος ανεξάρτητων μεταλλάξεων που έχουν διαδοχικά συσσωρευτεί στο αρχέτυπο είδος. Στην συνέχεια και εξαιτίας της τύχης ανασυνδιάζονται χάρη στην προωθούμενη απότην σεξουαλικότητα γενετική ροή. Ένα τέτοιο φαινόμενο εξαιτίας του αριθμού των ανεξάρτητων γεγονότων από τα οποία απορρέει είναι στατιστικά μη αντιστρεπτό.
Κατά συνέπεια η εξέλιξη μέσα στην βιόσφαιρα είναι αναγκαστικά μια μη αντιστρεπτή διαδικασία και η οποία ορίζει μια κατεύθυνση μέσα στον χρόνο. Η κατεύθυνση αυτή προέρχεται και καθορίζεται από τον νόμο αύξησης της εντροπίας που είναι η δεύτερη αρχή της θερμοδυναμικής. Η δεύτερη αρχή θεμελιώνεται σε στατιστικές θεωρήσεις απαράλλακτες με εκείνες που θεσπίζουν τον μη αντιστρεπτό χαρακτήρα της εξέλιξης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η δεύτερη αρχή διατυπώνει απλώς μια στατιστική πρόβλεψη και δεν αποκλείει την περίπτωση σε ένα τυχόν μακροσκοπικό σύστημα δηλαδή σε μια παλινδρόμηση ελάχιστου πλάτους και μικρής διάρκειας, να μπορεί να ξανανεβαίνει την κατηφοριά της εντροπίας και άρα κατά κάποιο τρόπο να ξαναγυρίζει πίσω μέσα στον χρόνο. Στα έμβια όντα αυτές οι φευγαλέες παλινδρομήσεις συλλαμβανόμενες και αναπαραγόμενες από τον μηχανισμό ανατύπωσης έχουν συγκρατηθεί από την επιλογή. Με την έννοια αυτή η επιλεκτική εξέλιξη βασιζόμενη στην προτίμηση των σπάνιων και πολύτιμων αυτών συμπτώσεων που μαζί με άπειρες άλλες, περιέχονται στην τεράστια δεξαμενή της μικροσκοπικής τύχης και είναι σαν μια μηχανή επιστροφής μέσα στον χρόνο.
Εάν τώρα συγκεντρώσουμε όλο το υλικό εκείνο που αναδεικνύεται από τα προηγούμενα, παραμένει μυστηριώδες το ότι ολόκληρη αυτή η εξέλιξη έχει προέλθει από μια τεράστια λοταρία. Ενώ έχουμε δηλαδή μια αδιαμφισβήτητη εξέλιξη μέσα από τον απαράμιλλο πλούτο των δομών που δημιούργησε και παράλληλα τον θαυμαστό λειτουργικό χαρακτήρα του μηχανισμού και της επιλογής, ολόκληρη η βάση και η προέλευση αυτού του οικοδομήματος είναι η τύχη. Όπου τύχη, είναι οι βασικές διεργασίες όπως οι μοριακοί μηχανισμοί της αντιγραφής, της μετάλλαξης και της αποκωδικοποίησης από τις οποίες προκύπτουν οι μετέπειτα τελεονομικοί μηχανισμοί. Στην φυσική οι δυσκολίες προκύπτουν εξαιτίας του ότι ο μικρόκοσμος υπερβαίνει τον κόσμο της εμπειρίας και επομένως αλλάζουν οι όροι παρατήρησης. Στην βιολογία σύμφωνα με τον Μονό οι στοιχειώδεις αλληλεπιδράσεις στις οποίες βασίζονται τα πάντα, είναι σχετικά εύκολα καταληπτές εξαιτίας του μηχανιστικού τους χαρακτήρα. Η δυσκολία έγκειται στην πρωτοφανή πλοκή των ζωντανών συστημάτων και η οποία δεν επιτρέπει μια ολική εποπτική παράσταση. Παρόλα αυτά οι μηχανισμοί της εξέλιξης σήμερα έχουν προσδιορισθεί με ακρίβεια και βέβαια πρόκειται για τους μηχανισμούς εκείνους που εξασφαλίζουν την σταθερότητα των ειδών. Την ανατυπωτική αμετατροπία του DNA και την τελεονομική συνεκτικότητα των οργανισμών. Σύμφωνα λοιπόν με τον Μονό τα σύνορα της γνώσης δεν βρίσκονται στους μηχανισμούς της εξέλιξης, αλλά στις δύο άκρες της. «Δηλαδή στην προέλευση των πρώτων ζωντανών συστημάτων, και εν συνεχεία στον τρόπο λειτουργίας του εντονότερα τελεονομικού συστήματος που αναφάνηκε ποτέ, που είναι το κεντρικό νευρικό σύστημα του ανθρώπου. Τώρα τα τρία στάδια στην διαδικασία εκείνη που οδήγησε στην εμφάνιση των πρώτων οργανισμών είναι τα εξής:23
23 Βλ. όπ. π., σ. 183.
1) Τον σχηματισμό επάνω στην γη των βασικών χημικών συστατικών των έμβιων όντων, που είναι τα νουκλεοτίδια και τα αμινοξέα.
2) Τον σχηματισμό από αυτά τα υλικά των πρώτων ικανών για ανατύπωση μακρομορίων.
3) Την εξέλιξη η οποία γύρω από αυτές τις ανατυπωτικές δομές, συγκρότησε έναν τελεονομικό μηχανισμό για να καταλήξει στο αρχέγονο κύτταρο.

Το πρώτο στάδιο που λέγεται και ‘προβιοτική’ φάση, αναφέρεται στην αοριστία που υπάρχει στις διαδρομές που ακολούθησε η προβιοτική χημική εξέλιξη. Οι συνθήκες της ατμόσφαιρας και του γήινου φλοιού πριν από τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια ήταν πρόσφορες για την επισώρευση ορισμένων απλών ενώσεων άνθρακα όπως το μεθάνιο. Επιπλέον υπήρχε νερό και αμμωνία, οπότε και με την παρουσία μη βιολογικών καταλυτών προέκυψαν συνθετότερα σώματα, μεταξύ των οποίων συναντάμε αμινοξέα και πρόδρομους των νουκλεοτιδίων. Το αξιοσημείωτο είναι ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες, που η σύμπτωσή τους είναι ευλογοφανής, η απόδοση αυτών των συνθέσεων σε σώματα ολόιδια ή ανάλογα με τα συστατικά του σύγχρονου κυττάρου είναι πολύ υψηλή. Το συμπέρασμα είναι ότι μπορούμε να θεωρήσουμε αποδεδειγμένο ότι κάποια στιγμή επάνω στην γη, ορισμένες υδάτινες εκτάσεις μπορούσαν να περιέχουν διαλελυμένα σε μεγάλες συγκεντρώσεις τα βασικά συστατικά των δύο τάξεων βιολογικών μακρομορίων, δηλαδή των νουκλεϊνικών οξέων και των πρωτεϊνών.» (σελ. 183)
3.5 ΕΥΦΥΕΣ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ
Όπως έχει γίνει φανερό μέχρι στιγμής η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου και ακόμα χειρότερα η προέλευση του πρώτου κυττάρου, αποτελούν τις βασικότερες αιτίες διαμάχης από τις οποίες θα συναχθούν τα συμπεράσματα που αφορούν κυρίως την σχέση του ανθρώπου με την τύχη, την αναγκαιότητα αλλά και την ίδια του την ύπαρξη. Η θεωρία της εξέλιξης μέσα από την φυσική επιλογή είναι η μόνη δυνατή θεωρία που μπορεί να εξηγήσει το αποτέλεσμα που έχουμε σήμερα, ακόμα κι αν αναδεικνύει μια απίστευτη πολυπλοκότητα. Στην ουσία του πράγματος η πολυπλοκότητα των σύγχρονων οργανισμών δημιουργεί ένα είδος άρνησης στο κατά πόσο η κατά τα άλλα τυχαία φυσική επιλογή είναι δυνατόν να παρήγαγε εξελικτικά ένα τέτοιο μεγαλείο πολυπλοκότητας, και το οποίο θα μπορούσε να προκύψει μόνο μέσα σε ένα πλαίσιο ευφυούς σχεδιασμού.
Ο μηχανισμός της εξέλιξης πραγματοποιείται μέσα από τις διαδικασίες αντιγραφής του DNA όπου συντελούνται κάποιες σπάνιες φορές σφάλματα στην διαδικασία ενός γράμματος από τον κώδικα που αντιγράφεται. Το σφάλμα αυτόσυντελείται τελείως αυθαίρετα, αλλά θα αποτελέσει την αιτία της μετάλλαξης παρόλο που στην συνέχεια ο τελείως τελεονομικός μηχανισμός της αντιγραφής θα πραγματοποιήσει όλες εκείνες τις διαδικασίες για την παραγωγή του καινούριου γενετικού κώδικα. Το μεγάλο θέμα όμως είναι ότι δεν είναι λογικό χωρίς την ύπαρξη συνειδητού σκοπού, η ίδια η τυχαιότητα μέσα από τις μεταλλάξεις να καταφέρνει την τελειότητα της πολυπλοκότητας που παρατηρούμε σήμερα. Είναι με άλλα λόγια η πολυπλοκότητα ο λόγος μέσα από τον οποίο αποκαλύπτεται ότι η τυχαιότητα δεν είναι τυχαία. Από αυτή την συλλογιστική προέκυψαν οι υποστηρικτές του ευφυούς σχεδίου, οι οποίοι απέδωσαν στην τυχαιότητα συνειδητή προέλευση, διότι αλλιώς δεν θα μπορούσε να συντελεστεί η πολυπλοκότητα, και φυσικά η συνειδητότητα αυτή είναι ο Θεός.
«Το ευφυές σχέδιο εμφανίστηκε στην σκηνή το 1991.24 Κάποιες από τις ρίζες του μπορούν να ανιχνευθούν σε παλιότερα επιστημονικά επιχειρήματα για την στατιστική απιθανότητα της καταγωγής της ζωής. Αλλά το ευφυές σχέδιο εστιάζεται περισσότερο όχι στο πώς οι πρώτοι αυτοαντιγραφόμενοι οργανισμοί ήρθαν στη ύπαρξη, αλλά στην υποτιθέμενη ανεπάρκεια της εξελικτικής θεωρίας να εξηγήσει την εκπληκτική πολυπλοκότητα της ζωής που επακολούθησε. Ιδρυτής του ευφυούς σχεδίου είναι ο Phillip Johnson ένας χριστιανός δικηγόρος στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Berkley, του οποίου το βιβλίο η Δίκη του Δαρβίνου για πρώτη φορά εξέθεσε τη θέση του ευφυούς σχεδίου. Οι τρεις βασικές προτάσεις του σχεδίου αυτού είναι οι εξής:
24 Francis S. Collins, Η Γλώσσα του Θεού (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 2009), σελ. 162-165.
Η εξέλιξη προωθεί μια αθεϊστική κοσμοθεωρία και συνεπώς πρέπει να αποκρούεται από όσους πιστεύουν στο Θεό.
Η εξέλιξη είναι βασικά εσφαλμένη γιατί δεν μπορεί να εξηγήσει την βαθιά πολυπλοκότητα της φύσης.
Αν η εξέλιξη δεν μπορεί να εξηγήσει την μη αναγώγιμη πολυπλοκότητα, τότε πρέπει να υπήρξε ένας έξυπνος σχεδιαστής αναμεμιγμένος κάπου, ο οποίος εισήλθε για να προσφέρει τα αναγκαία συστατικά κατά την διαδρομή της εξέλιξης.» (σ. 163-64)
«Στο Μαύρο κουτί του Δαρβίνου ο Michael Behe περιγράφει αυτά τα επιχειρήματα τελείως πειστικά. Όταν ο Βιοχημικός Behe παρατηρεί τις εσωτερικές λειτουργίες του κυττάρου, αισθάνεται κατάπληξη και δέος από τις λεπτομέρειες των μοριακών μηχανών που είναι εκεί, και τις οποίες η επιστήμη ανακαλύπτει τις τελευταίες δεκαετίες. Υπάρχουν εκεί αξιοθαύμαστες μηχανές που μεταφράζουν το RNA σε πρωτεϊνες, άλλες που βοηθούν το κύτταρο να κινείται τριγύρω και άλλες που μεταδίδουν από την επιφάνεια του κυττάρου στον πυρήνα σήματα που μεταδίδονται μέσω βιοχημικών διαδρομών αλληλεπιδρώντων μορίων. Δεν είναι μόνο τα κύτταρα που προκαλούν έκπληξη. Ολόκληρα όργανα κατασκευασμένα από δισεκατομμύρια ή τρισεκατομμύρια κύτταρα είναι οικοδομημένα με ένα τρόπο που μόνο δέος μπορεί να εμπνεύσουν. Το ανθρώπινο μάτι για παράδειγμα είναι ένα περίπλοκο όργανο σαν κάμερα του οποίου η ανατομία και η φυσιολογία αναδεικνύουν μια απίστευτα κομψή και εκλεπτυσμένη μηχανική λειτουργία.» (σελ. 164)
Ο Behe υποστηρίζει ότι μηχανές αυτού του είδους δε θα είχαν ποτέ προκύψει με βάση την φυσική επιλογή. Τα επιχειρήματά του εστιάζονται κυρίως σε πολύπλοκες δομές που απαιτούν την αλληλεπίδραση πολλών πρωτεϊνών και των οποίων η λειτουργία χάνεται αν κάποια από αυτές τις πρωτεϊνες απενεργοποιηθεί. Ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφερόμενο από τον Behe είναι το μαστίγιο των βακτηριδίων. Πολλά και διαφορετικά βακτηρίδια διαθέτουν τέτοια μαστίγια που είναι μικρές εξωλέμβιες μηχανές οι οποίες μετακινούν τα κύτταρα προς διάφορες διευθύνσεις. Η δομή του μαστιγίου που αποτελείται από τριάντα περίπου διαφορετικές πρωτεϊνες είναι πράγματι λεπτότατη. Περιλαμβάνει μικροσκοπικές ποικιλίες μιας βασικής έκφυσης, ένα στέλεχος οδήγησης και έναν σύνδεσμο. Όλα αυτά αποτελούν έναν τριχοειδή κινητήρα και συνολικά με την όλη διάταξη να είναι ένα θαύμα νανοτεχνολογικής μηχανικής.
Αν μία από αυτές τις τριάντα πρωτεϊνες αχρηστευθεί από γενετική μεταλλαγή, ολόκληρη η συσκευή δεν θα μπορέσει να εργαστεί σωστά. Το επιχείρημα του Behe είναι ότι μια τέτοια πολύπλοκη συσκευή δεν θα μπορούσε να υπάρξει με βάση μόνο τις Δαρβίνειες διαδικασίες. Υποθέτει ότι ένα συστατικό αυτού του πολύπλοκου εξωλέμβιου κινητήρα θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί τυχαία μετά από μια μακρά χρονική περίοδο, αλλά δεν θα υπήρχε πίεση επιλογής για να διατηρηθεί εκτός και αν τα άλλα 29 είχαν αναπτυχθεί ταυτοχρόνως. Ακόμα, κανένα από αυτά δεν θα είχε κάποιο πλεονέκτημα επιλογής παρά μόνο όταν ολόκληρη η δομή είχε συναρμολογηθεί. Ο Behe υποστηρίζει, και κατόπιν ο Dembski το μετέτρεψε αυτό σε ένα μαθηματικό επιχείρημα, ότι η πιθανότητα τέτοιας τυχαίας συνέλιξης πολλών ατομικά άχρηστων στοιχείων είναι σχεδόν άπειρα μικρή. Έτσι το κύριο επιστημονικό επιχείρημα του ευφυούς σχεδίου αποτελεί μια νέα μορφή του επιχειρήματος του Palley από την «προσωπική δυσπιστία» εκφρασμένο στην γλώσσα της βιοχημείας, της γενετικής και των μαθηματικών.
«Από την άλλη πλευρά οι επιστημονικές αντιρρήσεις που προβάλλονται στο ευφυές σχέδιο είναι ιδιαίτερα ισχυρές.25 Πρώτα από όλα το ευφυές σχέδιο αδυνατεί να χαρακτηριστεί ως επιστημονική θεωρία. Όλες οι επιστημονικές θεωρίες έχουν ένα πλαίσιο για να δώσουν την εντύπωση συνόλου πειραματικών παρατηρήσεων. Μία βιώσιμη επιστημονική θεωρία προβλέπει άλλα ευρήματα και συνιστά τρόπους για μια παραπέρα επιστημονική επαλήθευση. Το ευφυές σχέδιο υστερεί πολύ από αυτή την άποψη. Η βασική θεωρία του σχεδίου αυτού όπως διαγράφεται από τον Johnson, πάσχει επίσης από το ότι δεν προτείνει κανένα μηχανισμό με τον οποίο οι υποτιθέμενες υπερφυσικές επεμβάσεις θα προξενούσαν την πολυπλοκότητα. Σε μια
25 Βλ. όπ. π., σσ. 166-170. ~ 88 ~

προσπάθεια να αντιμετωπίσει αυτό ο Behe πρότεινε την άποψη ότι οι πρωτόγονοι οργανισμοί θα είχαν από πριν προικισθεί με όλα τα γονίδια που θα ήταν τελικά αναγκαία για την ανάπτυξη των πολύπλοκων, πολυσύνθετων μοριακών μηχανών τις οποίες αυτός θεωρεί μη αναγώγιμα περίπλοκες. Ο Behe προτείνει ότι αυτά τα κοιμώμενα γονίδια ξύπνησαν σε μια κατάλληλη στιγμή εκατοντάδες εκατομμύρια έτη αργότερα όταν ήταν αναγκαία. Βάζοντας κατά μέρος το γεγονός ότι κανένας πρωτόγονος οργανισμός δεν βρίσκεται σήμερα που να περιέχει αυτήν την κρύπτη γενετικής πληροφορίας για μελλοντική χρήση, η γνώση μας για τον ρυθμό που μεταλλάσσονται τα γονίδια που δεν χρησιμοποιούνται κάνει πολύ απίθανο ότι μια τέτοια αποθήκη πληροφορίας θα είχε επιζήσει αρκετά χωρίς να αχρηστευθεί.» (σ. 166)
Επιπλέον από την στιγμή που το ευφυές σχέδιο παρουσιάστηκε στην σκηνή η επιστήμη έκανε ουσιαστικές προόδους ιδίως στις λεπτομερείς των γονιδιομάτων πολλών οργανισμών από πολλά διαφορετικά μέρη του εξελικτικού δέντρου. Μεγάλες ρωγμές άρχισαν να παρουσιάζονται που δείχνουν ότι οι οπαδοί του ευφυούς σχεδίου έχουν κάνει το λάθος να συγχέουν το άγνωστο με αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί, και το άλυτο με αυτό που δεν μπορεί να λυθεί. Τρία αντιπροσωπευτικά παραδείγματα που δείχνουν ότι οι δομές που φαίνονται να ταιριάζουν στον ορισμό του Behe για μη αναγώγιμη πολυπλοκότητα, παρουσιάζονται στην συνέχεια και δείχνουν το πώς μπορούν να συναρμολογηθούν μόνο από την λογική της εξέλιξης μέσα σε μια σταδιακή διαδικασία.
«Ο μηχανισμός πήξεως του ανθρώπινου αίματος που φαίνεται, με τις 12 ή τις περισσότερες πρωτεϊνες του να είναι ένα πολύπλοκο σύστημα το οποίο ο Behe θεωρεί ανάλογο του Rude-Goldberg, μπορεί στην πραγματικότητα να κατανοηθεί σαν μία βαθμιαία συγκέντρωση συνεχώς περισσότερων μερών του μηχανισμού. Το σύστημα φαίνεται να έχει ξεκινήσει με έναν πολύ απλό μηχανισμό που θα λειτουργούσε ικανοποιητικά σε ένα αιμοδυναμικό σύστημα χαμηλής πίεσης και βραδείας ροής. Όμως, σε μια μακρά περίοδο χρόνου, θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί στο πολύπλοκο σύστημα που είναι αναγκαίο για τους ανθρώπους και τα άλλα θηλαστικά, που έχουν καρδιαγγειακό σύστημα με μεγάλη πίεση, όπου οι αιμορραγίες πρέπει να σταματούν αμέσως. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της εξελικτικής υπόθεσης είναι το βεβαιωμένο φαινόμενο του διπλασιασμού των γονιδίων. Όταν κανείς παρατηρήσει τις πρωτεϊνες του μηχανισμού της πήξης, πολλά από τα συστατικά αποδεικνύεται να σχετίζονται μεταξύ τους στο επίπεδο της ακολουθίας των αμινοξέων. Αυτό δεν είναι επειδή τελείως νέες πρωτεϊνες οικοδομήθηκαν από τυχαία γενετική πληροφορία και τελικά συγκεντρώθηκαν στο ίδιο θέμα. Μάλλον η ομοιότητα αυτών των πρωτεϊνών μπορεί να αποδειχθεί ότι αντανακλά παλαιούς διπλασιασμούς γονιδίων που κατόπιν επέτρεψαν μια νέα αντιγραφή, που δεν δεσμεύεται από την ανάγκη να διατηρήσει την αρχική της λειτουργία (γιατί η παλαιά αντιγραφή συνεχίζει να το κάνει αυτό) και έτσι μπορεί να αναλάβει μια νέα λειτουργία, οδηγούμενη από την δύναμη της φυσικής επιλογής.» (σελ. 167)
Βέβαια πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι δεν μπορεί να περιγραφεί με ακρίβεια η σειρά των βημάτων που τελικά οδήγησαν στην διαδικασία της πήξης του αίματος στον άνθρωπο. Αυτό είναι κάτι που ίσως δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει, γιατί οι οργανισμοί που φιλοξένησαν προηγουμένως μηχανισμούς πήξης χάθηκαν στην ιστορία. Εντούτοις ο δαρβινισμός προλέγει ότι πρέπει να υπήρξαν πιθανά ενδιάμεσα στάδια και μερικά πράγματι έχουν βρεθεί. Το ευφυές σχέδιο σιωπά για αυτές τις προβλέψεις και η κεντρική πρότασή του είναι, ότι ολόκληρος ο μηχανισμός πήξης του αίματος προέκυψε πλήρως λειτουργικός από προϋπάρχοντα μόρια του DNA τα οποία δεν είχαν βιολογικό νόημα και το οποίο είναι μια πρόταση έντονα αντιεπιστημονική. Ο οφθαλμός είναι ένα άλλο παράδειγμα που αναφέρεται από τους υποστηρικτές του ευφυούς σχεδίου ότι παρουσιάζει έναν βαθμό πολυπλοκότητας, την οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να φθάσει καμία σταδιακή φυσική επιλογή. Ο ίδιος ο Δαρβίνος αναγνώριζε τη δυσκολία που θα είχαν οι αναγνώστες του να το δεχθούν αυτό οπότε δήλωνε:
Το να υποθέσουμε ότι το μάτι με όλον αυτόν τον αμίμητο εξοπλισμό του για να εστιάζει σε διάφορες αποστάσεις, να δέχεται διαφορετικές ποσότητες φωτός και να διορθώνει τη σφαιρική και χρωματική εκτροπή, μπορεί να έχει σχηματισθεί από φυσική επιλογή, φαίνεται, το ομολογώ ελεύθερα, παράλογο στον μεγαλύτερο βαθμό.
Παρόλα αυτά ο Δαρβίνος πρότεινε εδώ και 150 χρόνια μια σειρά βημάτων στην εξέλιξη αυτού του πολύπλοκου οργάνου και η οποία επιβεβαιώνεται από την μοντέρνα βιολογία. Ακόμα και πολύ απλοί οργανισμοί έχουν ευαισθησία στο φως που τους βοηθάει να αποφύγουν εχθρούς και να αναζητούν τροφή. Οι γαιοσκώληκες έχουν μια απλή χρωματισμένη λακκουβίτσα που περιέχει φωτοευαίσθητα κύτταρα, και η οποία προσφέρει μια δυνατότητα αντίληψης της διεύθυνσης στην ικανότητά του να αισθάνεται τα φωτόνια που προσπίπτουν. Ο κομψός καταδυόμενος ναυτίλος δείχνει μια μικρή πρόοδο όπου αυτός ο λάκκος έχει μεταβληθεί σε μια κοιλότητα με μια πολύ μικρή τρύπα για να δέχεται το φως. Αυτό βελτιώνει σημαντικά την διακριτική ικανότητα του οργάνου, χωρίς να απαιτεί παρά μόνο μια πολύ μικρή αλλαγή στην γεωμετρία του τριγύρω ιστού. Παρόμοια η προσθήκη μιας πηκτοειδούς ουσίας πάνω από τα πρωτόγονα φωτοευαίσθητα κύτταρα σε άλλους οργανισμούς κάνει δυνατή κάποια εστίαση του φωτός. Δεν είναι απαγορευτικά δύσκολο μέσα σε εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια να φαντασθούμε πως αυτό το σύστημα θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί στο μάτι ενός σημερινού θηλαστικού, ολοκληρωμένου με φωτοευαίσθητο αμφιβληστροειδή και φακό που εστιάζει το φως. Είναι επίσης σημαντικό να επισημανθεί ότι ο σχεδιασμός του ματιού δεν φαίνεται σε προσεκτική παρατήρηση να είναι πλήρως ιδεώδης. «Τα κωνία και τα ραβδία που αισθάνονται το φως είναι στην οπίσθια στιβάδα του αμφιβληστροειδούς και το φως πρέπει να περάσει μέσα από νεύρα και αγγεία για να φθάσει σε αυτά. Παρόμοιες ατέλειες στην ανθρώπινη σπονδυλική στήλη (που δεν έχει τον καλύτερο σχεδιασμό για κάθετη στήριξη), οι φρονιμίτες και η περίεργη παραμονή της σκωληκοειδούς αποφύσεως επίσης φαίνεται σε πολλούς ανατόμους να ακυρώνουν την ύπαρξη ενός πράγματι σοφού σχεδίου για το ανθρώπινο σώμα.» (σελ. 169)
Ένα ιδιαίτερα επιζήμιο χτύπημα στην θεμελίωση της θεωρίας του ευφυούς σχεδίου προκύπτει από πρόσφατες αποκαλύψεις γύρω από το μαστίγιο των βακτηριδίων. Το επιχείρημα ότι είναι πολύπλοκο στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι τα ξεχωριστά μέρη του μαστιγίου δεν είχαν καμιά προηγούμενη λειτουργία ανάλογου είδους, και επομένως ο κινητήρας δεν μπορεί να συναρμολογήθηκε συγκεντρώνοντας τέτοια κομμάτια με βαθμιαίο τρόπο οδηγούμενος από δυνάμεις φυσικής επιλογής. Η πρόσφατη έρευνα έχει θεμελιωδώς υποβαθμίσει αυτή τη θέση. Ειδικότερα η σύγκριση της πρωτεϊνικής σειράς από πολλά βακτηρίδια απέδειξε ότι διάφορα συστατικά του μαστιγίου σχετίζονται με μια τελείως διαφορετική συσκευή που χρησιμοποιείται από μερικά βακτηρίδια για να ενέσουν τοξίνες σε άλλα βακτηρίδια στα οποία επιτίθενται. «Αυτό το μικροβιακό επιθετικό όπλο αναφερόμενο από τους μικροβιολόγους ως εκκριτική συσκευή τύπου 3, προσφέρει ένα καθαρό πλεονέκτημα επιβίωσης του καταλληλότερου στους οργανισμούς που το διαθέτουν. Πιθανώς τα στοιχεία αυτής της κατασκευής αντιγράφηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια πριν, και κατόπιν επιστρατεύθηκαν για μια νέα χρήση. Ενώνοντας αυτές με άλλες πρωτεϊνες που έκαναν προηγουμένως απλούστερες λειτουργίες δημιουργήθηκε τελικά ολόκληρος ο κινητήρας. Ασφαλώς η εκκριτική συσκευή τύπου 3 είναι μόνο ένα κομμάτι από το να συμπληρωθεί ποτέ ολόκληρη η εικόνα. Αλλά κάθε τέτοιο νέο κομμάτι του παζλ προσφέρει μια φυσική εξήγηση για οτιδήποτε το ευφυές σχέδιο έχει αποδώσει σε υπερφυσικές δυνάμεις, και αφήνει στους οπαδούς του όλο και λιγότερο έδαφος για να στηριχθούν. Ο Behe αναφέρει μια περίφημη περικοπή του Δαρβίνου για να υποστηρίξει τα επιχειρήματα της μη αναγώγιμης πολυπλοκότητας:
Αν μπορούσε να αποδειχθεί ότι υπάρχει κάποιο όργανο που δεν θα ήταν δυνατό να έχει σχηματισθεί από πολυάριθμες διαδοχικές μικρές τροποποιήσεις η θεωρία μου θα κατέρρεε τελείως.
Στην περίπτωση του μαστιγίου και σχεδόν σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που προτάθηκαν για την μη αναγώγιμη πολυπλοκότητα, τα κριτήρια του Δαρβίνου δεν βρέθηκαν, και μια τίμια εκτίμηση της σημερινής γνώσης οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα που ακολουθεί στην επόμενη φράση του Δαρβίνου:
Αλλά δεν μπορώ να ανακαλύψω καμία τέτοια περίπτωση.» (σελ. 170)
3.6 ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ, ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΟΤΗΤΑ
Στην προηγούμενη ενότητα παρουσιάστηκαν οι διάφορες εκδοχές της πολυπλοκότητας μέσα από την θεωρία της εξέλιξης και του ευφυούς σχεδίου υπό το πρίσμα της βιολογίας. Η πολυπλοκότητα όμως είναι ένα ζήτημα με πολύ μεγάλες εφαρμογές σε όλα τα επίπεδα (βιολογία, κοινωνία, φύση), οπότε μέσα από τις μελέτες του Prigogine θα συνδέσω την πολυπλοκότητα με την φυσική αλλά και την βιολογία. Ο Prigogine συνοψίζει την ουσία της φυσικής μακράν της ισορροπίας στην μη αντιστρεψιμότητα, στην πιθανότητα και την αστάθεια. Τα δύο παράδοξα που προκύπτουν από την διατύπωση του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής είναι το παράδοξο της ζωής και το παράδοξο της δυναμικής. Πώς εμφανίζονται οι έμβιες μορφές και πώς αυτό-οργανώνονται μειώνοντας την εντροπία τους αψηφώντας την παγκοσμιότητα του δεύτερου νόμου; Ο Schrodinger τόνισε την ανάγκη να επεκταθεί η θερμοδυναμική μακράν της ισορροπίας, ώστε να βρεθούν πιθανοί τρόποι να αποφευχθεί η αντίφαση ανάμεσα στην αυτό-οργάνωση των έμβιων μορφών και στην αύξηση της εντροπίας που οδηγεί στην ισορροπία. Στην πραγματικότητα οι μη γραμμικές εξισώσεις που περιγράφουν συστήματα μακράν της ισορροπίας όπως έδειξε ο Prigogine ενέχουν δομικές αστάθειες οι οποίες επάγονται στις διακλαδώσεις. Ως αποτέλεσμα έχουμε τη δημιουργία μορφών και την αυτό-οργάνωση( Πώς όμως και μας λέτε ότι συμβιβλαζονται όλα με την ανθρώπινη λογική; Με ποια λογική;). Στις κρίσιμες μεταβάσεις μακράν της ισορροπίας εμφανίζονται συσχετίσεις μακράς εμβέλειας ενώ τον κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι διακυμάνσεις. Η αρχή της «τάξης μέσω διακυμάνσεων» περιγράφει πως οι μορφές σχηματίζονται μακριά από την ισορροπία όπου δεν υπάρχει μια γενική αρχή ακρότατων τιμών. Το σύστημα βρίσκει τον δρόμο του μέσω ολκών και αποστών και υφίσταται κρίσιμες μεταβάσεις, καθώς αλλάζουν οι παράμετροι τάξης καθοδηγούμενες από διακυμάνσεις.
«Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα το θέμα είναι το πώς μπορεί η εντροπία να αυξάνει μη αναστρέψιμα σε ένα σύστημα ατόμων που αλληλεπιδρούν με αναστρέψιμες και συντηρητικές δυνάμεις. Το πρόβλημα αυτό τέθηκε επιστημονικά από τον Boltzmann, ενώ ο Επίκουρος και ο Λουκρήτιος επικαλέστηκαν εξωδυναμικούς παράγοντες. Ο Prigogine όμως δεν μπορούσε να δεχθεί κανένα εξωδυναμικό επιχείρημα (άγνοια, προσέγγιση), διότι η μη αναστρέψιμη εμφάνιση τάξης μακράν της ισορροπίας επιτυγχάνεται μέσω της ροής εντροπίας βάσει της εσωτερικής παραγωγής εντροπίας, η οποία ακολουθεί τον Δεύτερο Νόμο. Έτσι λοιπόν, η μη αναστρεψιμότητα οφείλει να είναι εγγενής ιδιότητα της φύσης. Επειδή και η πιθανότητα (διακυμάνσεις) ενέχεται επίσης στις μεταβάσεις μακράν της ισορροπίας που παράγουν την ποικιλομορφία της φύσης ο Prigogine δεν μπορούσε να φανταστεί την μη αναστρεψιμότητα χωρίς την πιθανότητα, ακόμα και στο θεμελιώδες επίπεδο της δυναμικής περιγραφής.» (σελ. 268)
26 Ilya Prigogine, Το Τέλος της Βεβαιότητας (Αθήνα: Εκδόσεις Κάτοπτρο, 2003) σελ. 268-272
Η στρατηγική επισήμανσή του ήταν ότι η μη αναστρεψιμότητα και η πιθανότητα πρέπει να είναι αντικειμενικές ιδιότητες των ασταθών είτε μη ολοκληρώσιμων δυναμικών συστημάτων. Στα ασταθή είτε μη ολοκληρώσιμα συστήματα έχουμε επεκτάσεις της δυναμικής εξέλιξης, οι οποίες είναι εγγενώς μη αναστρέψιμες και εγγενώς(;;;;;;;;;;;;; )πιθανοκρατικές. Επεκτάσεις μπορούν να κατασκευαστούν επίσης και για ευσταθή είτε ολοκληρώσιμα συστήματα, αλλά είναι πάντοτε αναστρέψιμες και μη πιθανολογικές. Συνεπώς, η ταξινόμηση της δυναμικής ως προς την ευστάθεια και την ολοκληρωσιμότητα έχει καθοριστική σημασία. Αυτή η ταξινόμηση εφαρμόζεται όχι μόνο σε μικροσκοπικές και μακροσκοπικές διαδικασίες αλλά και στο σύμπαν θεωρούμενο ως όλον. Για παράδειγμα, στα κοσμολογικά μοντέλα με αστάθειες που οφείλονται στην αρνητική καμπυλότητα, έχουν βρεθεί διάφορες προβλέψεις που μπορούν να ελεγχθούν με παρατηρήσεις. Η ανάλυση πρόσφατων παρατηρήσεων(………………) παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι το σύμπαν μας εμφανίζει αρνητική καμπυλότητα, δηλαδή χάος.
«Τα κύρια αποτελέσματα του έργου του Prigogine συνοψίζονται παρακάτω.
1. Η αποσαφήνιση των φυσικών συνθηκών για την εμφάνιση της πολυπλοκότητας στο μακροσκοπικό και μικροσκοπικό επίπεδο.
2. Η ανάπτυξη της πιθανολογικής ανάλυσης των πολύπλοκων συστημάτων. Η πιθανότητα είναι η αποτίμηση της αβεβαιότητας που ενυπάρχει στα πολύπλοκα συστήματα.

Η πολυπλοκότητα στην φύση οδηγεί σε προβλήματα υπολογιστικής πολυπλοκότητας. Τα πολύπλοκα συστήματα απαιτούν την ανάπτυξη μη συμβατικών αλγορίθμων. Αυτοί οι αλγόριθμοι μπορούν να μεταφερθούν από το ένα πεδίο έρευνας στο άλλο ώστε να υπάρξει αμοιβαίο όφελος. Για παράδειγμα τα μαθηματικά μοντέλα του ανοσοποιητικού συστήματος μπορούν να δώσουν νέες υπολογιστικές δυνατότητες ή ακόμα και ένα ανοσοποιητικό σύστημα για δίκτυα υπολογιστών. Αυτά τα νέα λογισμικά φαίνεται να συμβάλλουν σημαντικά στην ασφάλεια των δικτύων. Η βιολογία υπό αυτή την έννοια παρέχει πολλές ιδέες για την θεωρία πολυπλοκότητας και την πληροφορική τεχνολογία. Μπορούν να αναφερθούν για παράδειγμα εκτός των ανοσοδικτύων, τα νευρωνικά δίκτυα, τα εξελικτικά αυτόματα, την ευφυία πληθυσμών . Τα κοινωνικά δίκτυα που προτάθηκαν πρόσφατα είναι χρήσιμα για το διαδίκτυο, την επιδημιολογία, ακόμα και για την μορφοδόμηση επιστημονικών συνεργασιών. Η κοινωνία της πληροφορίας μπορεί να θεωρηθεί αυτή καθ’ εαυτή ως ένα πολύπλοκο σύστημα.» (σελ. 271-272)
3.7 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Θεωρώ ότι το πιο κρίσιμο σημείο από αυτήν την σύνδεση της τύχης με την τελεονομία υπό το πρίσμα των μεταλλάξεων και την μετέπειτα τοποθέτησή τους στον τελεονομικό μηχανισμό, δεν είναι μόνο το ότι έτσι συντελείται η εξέλιξη κάτι που σύμφωνα με όρους πιθανοτήτων δεν θα αναμένονταν να συμβεί. Όπως επίσης ο εντοπισμός κατά τον Μονό στο ότι το απροσέγγιστο γνωσιακά είναι η εμφάνιση των πρώτων οργανισμών δηλαδή το πρόβλημα των καταγωγών, αλλά και η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου κεντρικού νευρικού συστήματος. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο νομίζω ότι είναι, ότι όλη αυτή η διαδικασία συντελείται χωρίς την επενέργεια εξωτερικών δυνάμεων, αλλά αντίθετα είναι απόρροια εσωτερικών μηχανισμών κάτι που το θεωρώ πολύ σημαντικό στην σύνδεσή του από φιλοσοφικής(ανάγεται σε πηγή γνώσεως,..ορισμός ,λειτουργία βάση της φιλοσοφίας) απόψεως. Λειτουργεί ως παράδειγμα για να δείξει ότι η αναζήτηση της βαθύτερης αλήθειας και αιτίας των πραγμάτων, βρίσκεται μέσα στην ίδια την διεργασία αναζήτησης της γνώσης και η οποία στο τέλος θα αποτελέσει την γνώση του εαυτού. Έτσι έχει νόημα η αυτοοργάνωση με συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά και παράλληλα διατηρώντας το πιο ζωτικό της χαρακτηριστικό που είναι η δυνατότητα και το ενδεχομενικό. Αυτό νομίζω ότι είναι και το υπόστρωμα αυτής της διαδικασίας, η οποία είναι η κατεξοχήν έννοια της κίνησης του ‘υπάρχειν’ από την οποία απορρέει και το νόημα ως επίγνωση πλέον. Δηλαδή σε αυτό που κάνει το ‘είναι’ να είναι αυτό που είναι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4Ο
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.
Είναι πολύ λογικό η έννοια της τύχης να δημιουργεί πολύ μεγάλα προβλήματα όσον αφορά όχι μόνο την κατανόηση των νόμων της φύσης με την ευρύτερη έννοια, αλλά και τις συνέπειές της ως προς το ηθικό-πνευματικό επίπεδο της ανθρώπινης αντίληψης. Κάπως έτσι αρχίζουν οι αντιφάσεις. Από την μια πλευρά εάν δεν θα υπήρχε το τυχαίο ο άνθρωπος θα μπορούσε να ελέγχει, αλλά και να ελέγχεται από τα πάντα, με συνέπεια να αμφισβητηθεί το είδος της ελευθερίας που έχει. Η απόλυτη προσδιορισιμότητα στα πράγματα είναι σαν να προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος είναι ήδη ένα τέλειο ον του οποίου οι επιλογές έχουν μόνο να ζημιώσουν μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο διέπεται από μια τυχαιότητα που μπορεί να απειλήσει την ασφάλεια και την σιγουριά( Η αλήθεια με Α κεφαλαίο πρέπει να βρίσκεται πάντα έξω από το βασίλειο τής κατανόησής μας. που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος με την σοφία του. Υπό αυτή την έννοια εξασφαλίζεται ένα είδος ελεγξιμότητας και κατ επέκταση νοηματοδότησης της ύπαρξης, παρόλο που αυτό λειτουργεί και ως εγκλωβισμός στην ίδια την ελευθερία του. Από την άλλη πλευρά το μεγάλο πρόβλημα με την λογική της τύχης είναι ο πολύ μεγάλος φόβος ότι μέσα της εμπεριέχει την στέρηση του νοήματος και κατά συνέπεια την έννοια της απαξίωσης. Κανένας νους δεν είναι περήφανος όταν πετυχαίνει κάτι που είναι προϊόν καθαρής τύχης, αφού δεν το αισθάνεται καν δικό του Αντίθετα όταν κάποιος καταβάλει προσπάθεια όχι μόνο έχει λόγο να ικανοποιείται αλλά κυρίως ξέρει ότι έχει συμβάλει για να συμβεί κάτι.
4.1 ΤΟ ΠΡΟΘΕΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΤΥΧΑΙΟΥ
Πρώτα πρώτα ας επεξεργαστούμε το τι είναι το τυχαίο. Το ένα είδος του τυχαίου αναφέρεται στον μακρόκοσμο και την κλασική λογική. Το άλλο είδος του τυχαίου το οποίο είναι και πιο οντολογικό αναφέρεται στον μικρόκοσμο. Στον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε το τυχαίο (μακρόκοσμος), είναι συνδεδεμένο με αυτό του οποίου δεν μπορούμε να προβλέψουμε(τυχαίο και απρόβλεπτο σε μεγάλη κλίμακα,ταυτίζονται;)  το αποτέλεσμα παρά μόνο να το διαχειριστούμε πιθανοκρατικά. Τέτοια παραδείγματα είναι το ρίξιμο ενός ζαριού ή η ρουλέτα. Τα παιχνίδια αυτά όμως είναι μακροσκοπικά και διέπονται από νόμους οι οποίοι λόγω της πολυπλοκότητάς τους είναι απλώς μη προσβάσιμοι από τον άνθρωπο. Η πρακτική αδυναμία μας δηλαδή να διευθύνουμε με ακρίβεια το ρίξιμο του ζαριού είναι η αιτία της μη προβλεψιμότητας. Έχουμε δηλαδή μια απροσδιοριστία η οποία είναι καθαρά υπολογιστική και όχι ουσιαστική. Από την άλλη πλευρά έχουμε την λογική της σύμπτωσης στην οποία το τυχαίο λαμβάνει άλλη μορφή. Να είναι δηλαδή το αποτέλεσμα που προκύπτει από την τομή δύο αιτιακών αλληλουχιών εντελώς ανεξάρτητων μεταξύ τους. Την στιγμή που κάποιος βγαίνει από το σπίτι του για να αγοράσει επειγόντως ένα φάρμακο που χρειάζεται, μπορεί από το σημείο που περνάει να χτίζεται μια πολυκατοικία και να πέσει στο κεφάλι του ένα αντικείμενο. Φυσικά όλων των ειδών τα σενάρια είναι δυνατό να συμβούν, όπου αλλάζει κάθε φορά το είδος της πιθανότητας. Ανάμεσα όμως στο ζάρι που είναι ένα ατομικό γεγονός και σε σύγκριση με το παράδειγμα του ατυχήματος, υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Το γεγονός ότι η πιθανότητα στην περίπτωση του ζαριού είναι σίγουρη, ενώ στην περίπτωση του ατυχήματος είναι μόνο δυνάμει. Όταν γίνεται η κλήρωση ενός λαχείου η πιθανότητα να κερδίσω είναι ελάχιστη, το σίγουρο όμως είναι ότι κάποιος θα κερδίσει. Πρόκειται δηλαδή για ένα γεγονός το οποίο σίγουρα θα συμβεί αλλά απλώς δεν γνωρίζουμε σε ποιον. Αυτό συμβαίνει διότι το αποτέλεσμα θα προκύψει από τον εσωτερικό δυναμισμό του απομονωμένου συστήματος το οποίο δεν εξαρτιέται κατά κάποιο τρόπο από εξωτερικό παράγοντα.
 Με αυτήν την διάκριση δεν υπονοώ ότι διαφορετικοί νόμοι της φύσης ισχύουν για τους δύο κόσμους. Άλλωστε η τοποθέτησή μου θα έχει ενοποιητικό χαρακτήρα.
Αντίθετα στην περίπτωση του ατυχήματος έχουμε συσχέτιση δύο ή και περισσοτέρων συστημάτων τα οποία εκτός του ότι διαθέτουν τον δικό τους εσωτερικό δυναμισμό, βρίσκονται σε αλληλεπίδραση με τον δυναμισμό των άλλων συστημάτων. Κατά συνέπεια η πραγμάτωση ενός αποτελέσματος βασίζεται σε ένα είδος συγχρονισμού των επιμέρους συστημάτων όπου το ένα θα πρέπει να επικοινωνήσει αρμονικά με το άλλο. Άρα το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση δεν είναι το σε ποιον θα υπάρξει το αποτέλεσμα αλλά το εάν θα υπάρξει αποτέλεσμα. Αφού λοιπόν το αποτέλεσμα θα είναι προϊόν ενός συντονισμού αυτό μάλλον σημαίνει ότι ο χρόνος το (timing) λειτουργεί ως κριτήριο. Η γνώση της πρόθεσης καθορίζει το πότε θα γίνει ο συγχρονισμός. Η έννοια όμως της πρόθεσης εκτός του ότι λειτουργεί εξωτερικά ως προς τα συστήματα, ακόμα πιο εντυπωσιακά δεν εμπεριέχει την έννοια του τυχαίου που στην χειρότερη των περιπτώσεων θα είναι νοηματοδοτούμενο. Η λογική της πρόθεσης αναμένεται να βασίζεται σε αποτελέσματα που ενέχουν νοήματα παρόλο που, για την επίτευξή τους μπορεί να γίνει χρήση του τυχαίου. Αυτό είναι και το τυχαίο που δεν είναι τυχαίο. Άρα θα πρέπει να εξεταστεί η προθετικότητα της ίδιας της φύσης του χρόνου. Ο χρόνος όμως που δεν αναμένεται να έχει συνείδηση ο ίδιος, λειτουργεί ως το μέσον που επιτρέπει τον συντονισμό, αλλά με την πρόθεση να πρέπει να έχει αποφασιστεί από αλλού.
 Είναι όπως όταν θέλουμε να συγχρονίσουμε ορισμένες κυματομορφές στα ολοκληρωμένα κυκλώματα όπου η χρήση ενός timer (το οποίο επίσης είναι ένα τσιπάκι), καθορίζει την φάση των κυματομορφών. Στην περίπτωση όμως του timer μπορούμε να κατασκευάσουμε το εξάρτημα αυτό διότι γνωρίζουμε το τι σκοπό θέλουμε να επιτελέσει.
Ένα είδος αντίστοιχου παραδείγματος ως αναλογία είναι η θέση της γης στο ηλιακό σύστημα. Βέβαια εδώ δεν είναι ο χρόνος το κριτήριο αλλά η θέση. Πιο συγκεκριμένα η θέση της γης βρίσκεται σε μια ιδανική απόσταση από τον ήλιο όπου είναι δυνατή η ύπαρξη της ζωής που ξέρουμε. Εάν θα βρισκόταν λίγο πιο μακριά ή λίγο πιο κοντά θα ήταν υπερβολικά θερμή ή παγωμένη αντίστοιχα, ώστε δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί η ζωή. Γνωρίζουμε όμως από την φυσική ότι κανένας νόμος δεν επιβάλει αυτήν την θέση της γης όχι επειδή δεν μπορούμε να τον βρούμε αλλά επειδή δεν υπάρχει τέτοιος νόμος( η έννοια του νόμου;;;). Στην ουσία του πράγματος το αποτέλεσμα υπάρχει δηλαδή η ζωή, προερχόμενο από μια αιτία η οποία είναι ανύπαρκτη και η οποία εκφράζει την μία και μοναδική πιθανότητα να μπορούσε να συμβεί αυτό. Εάν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η πρόθεση είναι η ύπαρξης της ζωής τότε αυτή επετεύχθη από μια πιθανότητα η οποία προέρχεται από ένα προθετικό περιβάλλον το οποίο δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Βέβαια τα πράγματα είναι ίσως πιο περίπλοκα. Εάν δεν αντιμετωπίσουμε το τυχαίο ως εμποδιστική παράμετρο, αλλά ως μέρος ενός γενικότερο τελεονομικού μηχανισμού. Ο τελεονομικός μηχανισμός προφανώς εισάγει την πρόθεση, και πρόθεση σημαίνει αιτιοκρατία ακόμα κι αν οι λογικές σχέσεις δεν είναι ντετερμινισμένες. Επομένως όλη η πολυπλοκότητα προκύπτει ανάμεσα στην αλήθεια που αποκαλύπτει η πρόθεση από την μια πλευρά, και από την άλλη οι μηχανισμοί της συσχέτισης τύχης και αιτιοκρατίας για το πέρασμα στο αποτέλεσμα το οποίο τελικά αποκαλύπτεται.
Κάπου εδώ τώρα ανακύπτει το πολύ μεγάλο ζήτημα με τις άπειρες δυνατότητες. Οι άπειρες δυνατότητες από τις οποίες μόνο η μία μπορεί να είναι η επιθυμητή λύση, είναι αυτό που πάντα δεν μπορεί να εξηγηθεί. Εάν γνωρίζουμε ότι από το πρακτικά άπειρο πλήθος των λύσεων έχει επιλεγεί μόνο η μία, πρόκειται για ένα εξιδανικευμένο σενάριο το οποίο λειτουργεί προθετικά σε μια διαδικασία τύχης. Σύμφωνα με την κοινή λογική ο τρόπος για να διαχειριστούμε την τύχη είναι με την χρήση των πιθανοτήτων. Σε ένα αθλητικό παιχνίδι όταν υπάρχει διακριτή διαφορά δυναμικότητας μεταξύ δύο ομάδων δεν σημαίνει ότι σίγουρα θα νικήσει ο καλύτερος.
Στις περιπτώσεις όπου νικάει ο ασθενέστερος μιλάμε για ανατροπή και πραγμάτωση της μικρής πιθανότητας που είχε αρχικά δοθεί. Αντίστοιχα όταν οι ομάδες είναι ισοδύναμες συνήθως το αποτέλεσμα κρίνεται στις λεπτομέρειες. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν γνωρίζουμε το αποτέλεσμα δεν είναι και τόσο σημαντικό, αφού οι μηχανισμοί που το εξηγούν με την χρήση των πιθανοτήτων εκφράζουν την λογικότητα της διαδικασίας. Η χρήση των πιθανοτήτων για τις περιπτώσεις που αναφέρονται σε ένα μεγάλο στατιστικά αριθμό γεγονότων προβλέπει επίσης και το αποτέλεσμα. Μπορεί κάποιος να κερδίσει μια φορά σε ένα καζίνο, όμως πάντα είναι κερδισμένο το καζίνο διότι σε έναν μεγάλο αριθμό παιχνιδιών στατιστικά το καζίνο πάντα κερδίζει. Υπό αυτήν την έννοια έχουμε το αποτέλεσμα. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι και η θέση της γης είναι απόρροια της πραγμάτωσης μίας από τις πολλές πιθανές θέσεις που θα μπορούσε να έχει.
Κάπου εδώ όμως ανακύπτει η λογική των πολλαπλών λύσεων. Όπως έχουμε δει η θεωρία των χορδών (string theory) αποκαλύπτει έναν κόσμο έντεκα διαστάσεων. Οι διαστάσεις αυτές δεν είναι βέβαια προσβάσιμες στις ανθρώπινες αισθήσεις, αλλά για τις δυνατότητες του μικρόκοσμου και λόγω της δομής των χορδών μπορεί έστω με μαθηματικές διαδικασίες να θεωρηθούν ότι υπάρχουν. Οι διαστάσεις αυτές διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, διότι αποτελούν το υπόστρωμα πάνω στο οποίο αποκτούν οντολογικό περιεχόμενο όλες οι δυνάμει καταστάσεις. Ο πλούτος του δυνάμει κόσμου προέρχεται ακριβώς από κάτι το οποίο δεν υπάρχει ή δεν είναι λογικό για τον μακρόκοσμο. Υπό μία έννοια όλα τα δυνατά σενάρια και όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί πρέπει να υπάρχουν μέσα σε μια διαδικασία η οποία συνεχώς μπορεί να εμπλουτίζεται με νέες δυνατότητες. Η φιλοσοφία του κώδικα του DNA με την ευρύτερη έννοια λειτουργεί ως ένα εκπληκτικά ευέλικτο μηχάνημα το οποίο επιτρέπει ένα πρακτικά άπειρο πλήθος συνδυασμών, όπου μαζί με τις δυνατότητες μετάλλαξης του DNA οδηγούμαστε σε μια ατέρμονη δυνατότητα διαφορετικότητας. Κατά κάποιο τρόπο κάπως έτσι κατασκευάστηκαν οι πρώτες μηχανές κρυπτογραφημένων μηνυμάτων που χρησιμοποιήθηκαν στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Οι κώδικες ήταν αδύνατο να «σπάσουν» εάν δεν υπήρχε μία αντίστοιχη μηχανή η οποία έπρεπε μάλιστα να γνωρίζει τον σκοπό ώστε τελικά να μπορεί να μπει στην υπολογιστική διαδικασία.
Επανερχόμενοι στην θεωρία των χορδών, είδαμε ότι ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο δονούνται οι χορδές, αποτελεί την βάση για τον σχηματισμό κάθε μακροσκοπικής πραγματικότητας. Αυτό σημαίνει ότι οι ‘αποφάσεις’ λαμβάνονται σε έναν κόσμο στον οποίο δεν έχουμε πρόσβαση, και ακόμα εντυπωσιακότερα είναι ο κόσμος των δυνατοτήτων. Εκεί όλα είναι δυνατά, αλλά δεν είναι τυχαίο το ποιο δυνατό επιλέγεται, την ίδια στιγμή που αναφερόμαστε στο βασίλειο της τύχης. Το ότι κάθε τρόπος δόνησης της χορδής συνεπάγεται συγκεκριμένη πραγμάτωση, αποτελεί το οντολογικό υπόστρωμα του τρόπου με τον οποίο αποδίδεται η ταυτότητα και το ιδιωτικό χαρακτηριστικό στο καθετί που μετουσιώνει το ‘είναι’ σε ύπαρξη, και παράλληλα αποκαλύπτει την σχέση μεταξύ του αφηρημένου με το συγκεκριμένο.
4.2 ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΝΟΗΜΑΤΟΣ
Ας αναλογιστούμε πρώτα από όλα ορισμένα πράγματα τα οποία λειτουργώντας ως αναλογίες και παραδείγματα θα ευνοήσουν την συλλογιστική που θα αναπτυχθεί στην συνέχεια. Κορυφαίο παράδειγμα είναι οι μαύρες τρύπες μέσα από τις οποίες είδαμε την συνύπαρξη του μικρόκοσμου και των απειροελάχιστων κβαντικών δομών σε άμεση συσχέτιση με την ισχυρότερη βαρυτική δύναμη. Η ίδια η αρχή του σύμπαντος με την μεγάλη έκρηξη θεμελιώθηκε ανάμεσα στην αρμονική σύζευξη φαινομενικά δύο τελείως αντιφατικών καταστάσεων. Χρειαζόμαστε μια οπτική του κόσμου που θα κάνει την αντίφαση να πάψει να φαίνεται ως αντίφαση, αλλά αντίθετα να λειτουργεί ως εξηγητικός μηχανισμός. Αυτός νομίζω είναι και ο λόγος της δυσκολίας κατανόησης της κβαντομηχανικής. Το χαρακτηριστικό πρόβλημα με την κβαντική θεωρία είναι ότι κάθε φορά που αναμένουμε ένα αποτέλεσμα σύμφωνα με την θεωρία, η ίδια η πράξη μας δίνει το αντίθετο αποτέλεσμα.
Υπάρχουν επίσης και πιο απλές δομές λογικής για να υποψιαστεί κανείς ότι η προφάνεια των αισθήσεων είναι ιδιαίτερα παραπλανητική. Όσο προσπαθούσαν οι επιστήμονες να κατασκευάσουν όπλα χρησιμοποιώντας μακροσκοπικά υλικά τα αποτελέσματα ήταν όσο να ναι πεπερασμένα. Η βόμβα υδρογόνου όμως και η ατομική βόμβα προέκυψαν από την αξιοποίηση τεράστιων δυνάμεων οι οποίες βρίσκονται στο μικροσκοπικό επίπεδο ανάμεσα στον πυρήνα του ατόμου. Το μικροσκοπικό επίπεδο δηλαδή είναι αυτό στο οποίο βρίσκονται οι ισχυρότερες δυνάμεις και οι οποίες εφόσον αποκτήσουν αναφορικότητα() στο μακροσκοπικό θα προκαλέσουν ασύγκριτα μεγαλύτερες καταστρεπτικές συνέπειες. Το ίδιο συμβαίνει και με τα χημικά και βιολογικά όπλα τα οποία χρησιμοποιούν υλικό προερχόμενο από έναν κόσμο ο οποίος δεν είναι ορατός από τις αισθήσεις. Αν τώρα συνυπολογίσει κανείς ότι πέρα από τις τεράστιες δυνάμεις που αναπτύσσονται σε αυτό το επίπεδο, ότι και η ύλη συμπεριφέρεται με ιδιότητες αντίστοιχης σύνδεσης μικροσκοπικού με τον μακροσκοπικό κόσμο, δημιουργούμε το υπόστρωμα διασύνδεσης και επικοινωνίας του οντολογικού και ασύλληπτων διαστάσεων δύναμης με την δυνατότητα έκφρασης αυτού στον αποκαλύψιμο εξωτερικά κόσμο.
Το κρίσιμο σημείο όμως νομίζω ότι είναι το πώς επικοινωνεί και το πώς γίνεται το πέρασμα από την μικροσκοπική πραγματικότητα στον μακρόκοσμο. Εάν η οντολογία των πραγμάτων είναι ο μικρόκοσμος πώς μπορεί και προσαρμόζεται στην τελεονομία του μακρόκοσμου; Γνωρίζουμε ότι, σύμφωνα με τους νόμους της λογικής τα πάντα διέπονται από την αιτία και το αποτέλεσμα. Το θέμα είναι ότι το τυχαίο δεν μπορεί να εξεταστεί εάν δεν λογικοποιηθεί, διότι ο άνθρωπος την λογική έχει για να χρησιμοποιήσει. Εάν το τυχαίο συνδεθεί με το αυθαίρετο ή κάτι που δεν υπάγεται σε νόμο φυσικό, ηθικό, λογικό, τότε το ίδιο το τυχαίο θα γίνει παράλογο ως προς τον εαυτό του Από εκεί και πέρα το ζητούμενο είναι να υπάρχει ένας μηχανισμός, αλλά δεν νοείται να υπάρχει μηχανισμός χωρίς πρόθεση. Ο σκοπός όμως πρόκειται να καθορίσει το πώς θα είναι ένας μηχανισμός. Εάν το τυχαίο εξυπηρετεί τις άπειρες δυνατότητες, τότε όχι μόνο δεν είναι πρόβλημα αλλά το έχουμε και ανάγκη, διότι μέσα από αυτό μπορούμε να επανακαθορίζουμε τις σταθερές κάτι που παραπέμπει στην οντολογία των πραγμάτων και χωρίς αυτό να λειτουργεί σε βάρος της προθετικότητας. Ο μηχανισμός της τελεονομίας δεν σημαίνει ότι εγκλωβίζει τα πράγματα διότι αυτό θα ήταν σε βάρος της εξελικτικότητας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πρόθεση και η οποία βρίσκεται στα δομικά χαρακτηριστικά του μηχανισμού.
Συνήθως χρησιμοποιούμε την έννοια του τυχαίου για πράγματα στα οποία αποδίδουμε μικρή πιθανότητα. Άλλοτε αυτή η πιθανότητα είναι σίγουρη όπως η κλήρωση ενός λαχείου όπου σίγουρα κάποιος θα κερδίσει. Φυσικά αυτός που κερδίζει θα θεωρηθεί πολύ τυχερός διότι εξαρχής είχε πολύ μικρή πιθανότητα. Υπάρχουν επίσης γεγονότα τα οποία έχουν μικρή πιθανότητα, τα οποία όμως δεν είναι επιβαλλόμενα από κάποιο νόμο ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε έστω και ένα από αυτά να πραγματοποιηθεί. Από την άλλη πλευρά η έννοια της πιθανότητας επανακαθορίζεται όταν μελετάμε στατιστικές συλλογές πληθυσμών όπως συμβαίνει στις μεταλλάξεις του κώδικα στο DNA. Σε μία ατομική περίπτωση η μετάλλαξη θα συμβεί με απειροελάχιστή πιθανότητα αλλά σε πληθυσμούς μετατρέπεται σε συχνό φαινόμενο. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι όταν υπάρχουν όλα τα δυνατά σενάρια έστω και σε δυνάμει μορφή ότι δεν είναι και τόσο περίεργο να εμφανιστεί εν ενεργεία κάποιο το οποίο είναι επιθυμητό για διαφόρους λόγους. Εάν υπάρχουν αμέτρητα σύμπαντα γιατί να μην υπάρχει και ένα σαν το δικό μας με την πολύ συγκεκριμένη τιμή της σκοτεινής ενέργειας. Το γεγονός δηλαδή ότι όλα τα σενάρια πραγματοποιούνται κάθε φορά αφήνει το περιθώριο να συμβεί και κάτι που μοιάζει εξιδανικευμένο. Σε αυτή την περίπτωση μάλιστα το τυχαίο είναι μόνο για αυτόν που πρόκειται να του συμβεί, ενώ για το ίδιο δεν είναι αφού είναι αναγκασμένο να συμβεί κάπου λόγω της ύπαρξης όλων των περιπτώσεων.
Μία επίσης καθοριστική παράμετρος είναι το τυχαίο που αναφέρεται κυρίως στον μη ελέγξιμο παράγοντα της ζωής κάθε φορά. Αυτό που δεν υπάγεται σε κάποιο νόμο ή σε συνδυασμό γεγονότων τα οποία επικοινώνησαν συντονισμένα για να γίνει κάτι. Συνήθως αποδίδουμε την έννοια του τυχαίου εκεί όπου πραγματοποιείται η μικρή πιθανότητα. Το γεγονός όμως ότι μιλάμε για πιθανότητες σημαίνει ότι ο αιτιακός μηχανισμός δεν είναι μια άκαμπτη λογικότητα. Μικρή πιθανότητα όμως σημαίνει ότι η ενεργοποίηση των αιτίων που μπορούν να προκαλέσουν το σπάνιο αποτέλεσμα διέπονται από λογικότητες και αιτιώδεις σχέσεις οι οποίες παραβιάζουν τα ίδια τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του συστήματος. Όταν για παράδειγμα θα δοθεί ο οποιοσδήποτε αγώνας μεταξύ δύο αντιπάλων διαφορετικής δυναμικότητας, το να νικήσει ο αδύνατος τον δυνατό είναι μη αναμενόμενο διότι αναμένουμε να επικρατήσει και να καθορίσει την έκβαση το ίδιο το κριτήριο. Το κριτήριο αναφοράς και καθορισμού της έκβασης είναι ας πούμε η δύναμη με την ευρύτερη έννοια, οπότε σε περίπτωση που η έκβαση είναι απρόσμενη πρακτικά δεν παραβιάστηκε το ίδιο το κριτήριο αλλά απλώς δεν λειτούργησε, διότι ενεργοποιήθηκαν άλλοι παράμετροι που δεν είναι αντιπροσωπευτικοί του συστήματος. Άρα δεν λειτούργησε αυτό που χαρακτήριζε το σύστημα.
Για παράδειγμα η Εθνική Ελλάδος στο ποδόσφαιρο κέρδισε το EURO 2004 χωρίς να είναι η καλύτερη ομάδα. Το ότι οι πιθανότητες πριν από το τουρνουά ήταν ελάχιστες δεν είναι κάτι λάθος αφού και η έκβαση του αποτελέσματος έδειξε ότι υπήρχαν καλύτερες ομάδες. Όταν τώρα θα αναζητήσει κανείς την αιτία του αποτελέσματος που είναι η έκπληξη τελικά, θα μπορούσε να εντοπιστεί στην ασυνήθιστα υψηλή ενέργεια και διάθεση που έδειξαν οι Έλληνες παίκτες (η δύναμη της θέλησης, κατάθεση ψυχής). Μαζί με ορισμένες άλλες παραμέτρους όπως το ψυχολογικό σκέλος, όπου η Ελλάδα δεν είχε να χάσει κάτι και άρα ψυχικά αποφορτισμένη, όπως επίσης και στο τεχνικό σκέλος το αμυντικό της παιχνίδι που άγχωνε κάθε φορά τον αντίπαλο ο οποίος αντίπαλος μετά γινόταν αυτοκαταστροφικός. Όλα αυτά ίσως να μπορούν να εξηγήσουν και την τελική συνομωσία του σύμπαντος λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αντίπαλοι έκαναν ασύγκριτα πολύ περισσότερες προσπάθειες και όλες παράδοξα άστοχες και η Ελλάδα στην μια φάση ευστοχούσε. Το γεγονός όμως ότι συνέβη αυτό το περιστατικό δεν καταργεί την κριτηριακότητα που είναι η κλάση και οι τεχνικές ικανότητες της κάθε ομάδας.
Η υπέρβαση του κριτηρίου που χαρακτηρίζει το σύστημα είναι ένα γεγονός που εξορισμού θα είναι σπάνιο, ώστε να μην έρχεται σε αντίφαση το ίδιο το σύστημα με τον εαυτό του. Είναι για να μην συμβεί η λογική ότι επαναλαμβανόμενη σύμπτωση παύει να είναι σύμπτωση. Εάν κανείς δεχθεί την παραπάνω εξήγηση του αποτελέσματος, θα μπορούσε να πει ότι το αποτέλεσμα δεν είναι τυχαίο αφού είναι εξηγήσιμο και άρα πολύ λογικό. Από την άλλη όμως ξέρουμε ότι πρόκειται για ένα σπανιότατο γεγονός διότι η ίδια η λογική θα έπρεπε να φτιάξει ένα νέο κριτήριο το οποίο στην συνέχεια ατέρμονα θα έπρεπε να αναιρεθεί από το επόμενο κριτήριο. Ούτως η άλλως η λογική παραμένει αφού ο δυνατός παραμένει πιο δυνατός από τον αδύνατο. Η πιθανότητα αναφέρεται στο αποτέλεσμα αλλά θεμελιώνεται από το περιεχόμενο της διαδικασίας και κατά κανόνα προέρχεται από μια λογική η οποία έχει έντονο λειτουργικό περιεχόμενο.
Σχεδόν πάντα ένα γεγονός όταν είναι προϊόν τύχης διέπεται από μια μοναδικότητα. Κάποιος που κερδίζει ένα λαχείο δεν αναμένεται να ξανακερδίσει. Σημασία εδώ όμως έχει η αξία της μοναδικότητας. Το αντιφατικό χαρακτηριστικό με την τύχη είναι ότι ενώ λειτουργεί ως μηχανισμός για την ανάδειξη της εκάστοτε μοναδικότητας από την μια πλευρά, από την άλλη είναι σαν να μην περιέχει την κριτηριακότητα της μοναδικότητας. Όταν κάτι είναι μοναδικό αποκτάει ένα είδος αυταξίας αλλά εάν δεν υπάρχει από πίσω μια συγκεκριμένη συλλογιστική δεν θα υπάρχει και νοηματοδότηση για να στηρίξει την μοναδικότητα. Η έννοια θα περιοριστεί μόνο στο περιεχόμενο της λέξης και σε μια σχέση μόνο με τον εαυτό της χωρίς να βρίσκει αντίκρισμα σε κάτι το οποίο θα της δίνει υπόσταση. Άρα λοιπόν ενώ η μοναδικότητα είναι ζητούμενο ως αποτέλεσμα είναι κάπως αντιφατικό αυτή να προέρχεται από έναν μηχανισμό μη νοούμενο.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν πολλοί πλανήτες στο μέγεθος της γης και σε άλλα χαρακτηριστικά της, αλλά το ότι η απόστασή τους ως προς τον ήλιο τους δεν είναι η κατάλληλη δεν επιτρέπει την ανάπτυξη της ζωής. Όσο κι αν σε ένα τεράστιο σύνολο περιπτώσεων θα μπορούσε να υπάρξει μια γη με ιδανική απόσταση από τον ήλιο αυτό δεν αναιρεί την μοναδικότητα του γεγονότος της δικής μας γης. Το γεγονός παραμένει μοναδικό κι αν ακόμα προέρχεται από μια μη σκεπτόμενη τύχη, τότε η τύχη αυτή έχει κάνει κάτι σπουδαίο και δεν το ξέρει. Για την ίδια την τύχη δεν είναι σπουδαίο διότι για την ίδια υπήρχαν όλες οι δυνατές περιπτώσεις, για αυτόν όμως που του συμβαίνει η εύνοια είναι η μοναδική του ευκαιρία. Είναι αυτός που όχι μόνο δεν έχει στο χέρι όλα τα σενάρια (πεδίο δράσης της τύχης) αλλά είναι και εξαρτημένος από το μοναδικό που πρέπει να προσφερθεί και από αλλού, αλλά και από πολλά άλλα. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την συλλογιστική μπορούμε να πούμε ότι η πραγμάτωση ενός μοναδικού γεγονότος με συγκεκριμένο νόημα (π.χ. ύπαρξη ζωής στην γη) θα υποχρεώσει την διαδικασία που προηγήθηκε να συγχρονιστεί ανάλογα. Ένα τέτοιο pattern με νόημα και εξαιτίας του συντονισμού μπορεί ίσως να αποκτήσει αυτοσυνείδηση και τελικά αυτό που ξεκίνησε ως φαινομενικά τυχαίο να καταλήξει να οντολογικοποιήσει με ενσυνειδησία τον εαυτό του και άρα αυτό που ήταν τυχαίο να γίνει μια νοούμενη δυνατότητα. Ο συνδυασμός της αξίας και του νοήματος που εμπεριέχονται στο αποτέλεσμα δεν γίνεται να αφήσουν ανεπηρέαστη την διαδικασία που προηγήθηκε.
Η λογική της μοναδικότητας είναι αναπόσπαστα συνυφασμένη με το ιδιαιτεροποιημένο γεγονός. Το ζητούμενο κατά την γνώμη μου είναι μια φόρμουλα η οποία θα εμπεριέχει το φαινομενικά τυχαίο μέσα σε μια διαδικασία όπου το τυχαίο στοιχείο θα λειτουργεί με σκοπό και άρα όχι αυθαίρετα. Ένα φαινομενικά τυχαίο που υπηρετεί και βρίσκεται μέσα σε ένα νόημα εκφράζει την υπέρβαση της λογικής και αποκαλύπτει την βαθύτερη πραγματικότητα ανάμεσα στο ανθρώπινο μεγαλείο και τον μη ελέγξιμο παράγοντα. Αναφέρομαι στους όρους και τις προϋποθέσεις για να επιτευχθεί η συνομωσία του σύμπαντος. Είναι οι περιπτώσεις εκείνες όπου αναδεικνύεται η λογική του πεπρωμένου. Είναι δηλαδή ένας συσχετισμός γεγονότων τα οποία σύμφωνα με την κοινή λογική δεν έχουν αιτιοκρατική και υψηλή πιθανοκρατική ισχύ για να συμβούν. Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο οφείλουν να θεωρηθούν τυχαία. Ο τρόπος όμως και κυρίως η οριακότητα της πραγμάτωσής τους, υποδηλώνει ότι συμβαίνει κάτι πολύ περισσότερο από μια σύμπτωση ή από μια απαξιωμένη λοταρία. Το γεγονός από μόνο του μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο, τοποθετημένο όμως μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο-σύστημα με το timing και την προθετικότητα σε αιχμές του δόρατος αποκαλύπτουν το μη τυχαίο του τυχαίου.
Φυσικά σε αυτή την διαδικασία ο ανθρώπινος παράγοντας είναι άκρως καθοριστικός, αλλά το βασικό είναι ότι συνεργάζονται αρμονικά η αιτιοκρατία και το τυχαίο και η ανθρώπινη συνείδηση. Συνδεδεμένα όλα μαζί σε ένα κοινό νόημα για την επίτευξη ενός στόχου, ο οποίος αποθεώνει μια μοναδικότητα η οποία δεν προκύπτει ούτε από αναγκαιότητα ούτε από λοταρία αλλά από μια ισορροπία δικαιοσύνης. Είναι εκείνο το αποτέλεσμα που προκύπτει την στιγμή που σύμφωνα με την κλασική αιτιοκρατική λογική έχει όλους τους λόγους κανείς να πιστεύει ότι όλα έχουν τελειώσει. Είναι το σημείο της εσχατιάς. Είναι το σημείο που η συμβατική λογική συνυπάρχει με την οντολογία του τυχαίου, λειτουργώντας ως προκείμενες για την επίτευξη ενός αποτελέσματος που ξεπερνά τις μεγαλύτερες ανθρώπινες προσδοκίες. Είναι η δημιουργία και το καινοφανές. Η συνομωσία του σύμπαντος λαμβάνει χώρα όταν όλοι οι παράμετροι του συστήματος δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση και συνάμα έχουν ολοκληρώσει τον σκοπό που εξυπηρετούσαν.
4.3 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Νομίζω ότι το πιο σημαντικό σημείο που αναδείχθηκε σε αυτό το κεφάλαιο και που συνδυάζει την οντολογική και γνωσιολογική διάσταση του θέματος, είναι ότι όλα καταλήγουν σε μια ηθική η οποία δεν θα προκύπτει από την υπεράσπιση στο όνομα του νοήματος προερχόμενου από την παράσταση. Το επώδυνο σκέλος αυτού του αγώνα προερχόμενου από την παράσταση και του αντίστοιχου νοήματος που αυτό φέρει, λειτουργεί εσφαλμένα ως κριτήριο για να δεσμευθεί η τύχη και να ανταμείψει τον αγωνιζόμενο. Με άλλα λόγια δεν θα κερδίσει εκείνος που νομίζει ότι το στοίχημα είναι απλώς η αντιμετώπιση των εμποδίων αφήνοντας το νόημα του στόχου ανεπηρέαστο, αλλά αντίθετα η ακύρωση του ίδιου του νοηματικού στοιχείου και το οποίο θα προκαλέσει την άρση της παραστασιακής σκέψης. Αυτός ο οποίος μπορεί να αναλάβει την απώλεια του νοήματος βρίσκεται αντιμέτωπος με το πραγματικά επώδυνο στοιχείο. Η γνώση που αποτελεί και ρεαλισμό που θα αναδειχθεί από την σκληρότητα του αγώνα και εξαιτίας της αβεβαιότητας αυτού, θα ευνοήσει την ακύρωση του νοηματικού και την αντικατάστασή του από ένα άλλο νόημα, του οποίου η προέλευση θα απαιτεί από το υποκείμενο τον μέγιστο αγώνα χωρίς την ανάγκη της παραμικρής προσδοκίας. Εκεί ελευθερώνεται πραγματικά ο άνθρωπος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο σκοπός της εργασίας αυτής ήταν να δείξει ότι η σχέση της τύχης με την αναγκαιότητα όχι μόνο δεν είναι αντιθετική, αλλά ότι η μία έννοια συμπληρώνει την άλλη με κοινό σκοπό την εξέλιξη σε βαθύτερα επίπεδα επιστήμης και φιλοσοφίας όπου υφίσταται η ουσία και η αλήθεια. Ένα βαθύτερο νόημα των πραγμάτων το οποίο αναδεικνύεται σε απώτερο στόχο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο τρόπος για να γίνει αυτό απαιτεί κατά την γνώμη μου το πέρασμα από την επιστήμη στην φιλοσοφία. Την μετατροπή της παράστασης και της εικόνας σε γεγονότα. Την πληροφορία που είναι το υλικό των επιστημών σε επίγνωση. Εκεί συγκλίνει η οντολογία των νοημάτων με την αυτογνωσιακή διαδικασία προσέγγισής τους. Είναι κατά την γνώμη μου και ο λόγος που η λογικότητα των φυσικών διαδικασιών συμπίπτει με την λογικότητα του ανθρώπινου νου.Δεν είναι το πρόβλημα ο ντετερμινισμός. Η άρση της ουδετερότητας του παρατηρητή είναι το ζητούμενο. Το σύστημα γίνεται να παραμείνει ντετερμινισμένο αλλά να εισαχθεί η τύχη εισάγοντας την ποιοτική μεταβολή ως απόρροια της κατάργησης της ουδετερότητας. Το ζήτημα της απροσδιοριστίας προκύπτει από την μη υποκειμενοποίηση του παρατηρητή. Άρα μπορούμε να πετύχουμε τον ντετερμινισμό που τόσο πολύ είχε ανάγκη ο Einstein, αλλά όχι κρατώντας απόσταση από τα πράγματα. Όχι καρτεσιανά και παραπέμποντας στην παραστατικότητα. Αυτοί που υπερασπίζονται τον μη ντετερμινισμό απλώς διαπιστώνουν την ασυμφωνία μεταξύ της ουδετερότητας και του αντικειμένου. Η ιδιαιτεροποίηση –υποκειμενοποίηση θα κάνει το σύστημα εξηγήσιμο, διότι θα νοηματοδοτηθεί η τύχη και υπό αυτή την έννοια θα ντετερμινοποιηθεί το συνολικό σύστημα. Ο Einstein ήθελε ντετερμινισμό από θέση ουδετερότητας. Εμείς θέλουμε η σχέση αιτίου και αποτελέσματος να περάσει μέσα από το υποκείμενο, διότι μόνο έτσι ποιοτικοποιείται και βρίσκει χώρο και η τύχη.
Βασικό επίσης ζήτημα ήταν η υποστήριξη του προσδιορισμού της τύχης χωρίς να αναιρείται ο χαρακτήρας του τυχαίου, αλλά επαναπροσδιοριζόμενος με τέτοιον τρόπο που να παύει να έχει αυτόν τον αφηρημένο και απαξιωτικό χαρακτήρα που κατά κανόνα αποδίδουμε σε αυτό. Το νόημα είναι συνυφασμένο με κάτι που διέπεται από μιας μορφής λογική και αυτό συντελείται σε αναγκαίες σχέσεις. Ακριβώς και γι’ αυτό τον λόγο έγινε μια διάκριση ανάμεσα στην φυσική φιλοσοφία και την φιλοσοφική ανθρωπολογία. Στην φυσική φιλοσοφία πράγματι το ποιητικό αίτιο κινείται μέσα στην απροσδιοριστία, παρόλο που ο συνολικός μηχανισμός διέπεται από την αναγκαιότητα που επιβάλλεται μέσω του σκοπού από το τελικό αίτιο. Επομένως το νόημα εξαντλείται στο περιεχόμενο του σκοπού και ο οποίος θα μπορούσε να επιτευχθεί με οποιονδήποτε τρόπο και χωρίς αυτός ο τρόπος να έχει ιδιαίτερη σημασία. Από την άλλη πλευρά στην φιλοσοφική ανθρωπολογία νομίζω ότι ακόμα και το ποιητικό αίτιο μπορεί να προσδιορισθεί με τέτοιον τρόπο που να καθορίζει την έκβαση του σκοπού. Με άλλα λόγια το τελικό αίτιο είναι εφικτό, εάν επιλεγεί ο ορθός τρόπος που είναι το πολύ συγκεκριμένο ποιητικό αίτιο. Αυτό είναι σημαντικό διότι η νοηματοδότηση του σκοπού θα γίνει από το ποιητικό αίτιο, και το οποίο μέσα από την σχέση του με την αναγκαιότητα που επιβάλλεται από τον σκοπό
θα μπορέσει να αυτοπροσδιοριστεί. Κάπως έτσι ο συνολικός μηχανισμός θα αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του με τέτοιον τρόπο χωρίς να αναιρείται η ελευθερία του συστήματος, αλλά έχοντας ανάγκη από αυτήν την μη τυχαία τύχη να ενεργήσει για να επιτευχθεί τελικά ο σκοπός. Η τύχη και οι πιθανότητες αντιμετωπίζονται ως το μη ελεγχόμενο και ασύνδετο από την ανθρώπινη βούληση. Εκείνο όμως που θέλησα να υποστηρίξω είναι ότι σε ένα βαθύτερο επίπεδο αυτή η τύχη είναι η ίδια η δυνατότητα που μπορεί και συγκεκριμενοποιείται όταν μας αποτείνεται. Εκεί μέσα μπορεί να γεννηθεί το νόημα του τυχαίου, το οποίο αποτελεί και την ελπίδα του ανθρώπου για την επίτευξη και του πιο αδιανόητου ονείρου.
Είδαμε επίσης από την σκοπιά της φυσικής και της βιολογίας την ανάγκη να επαναπροσδιοριστούν οι δομές των αιτιακών σχέσεων, και το πως η προοπτική που ανοίγεται μοιάζει πολύ περισσότερο να έχει ανάγκη μια διευρυμένη αντίληψη όπου η διαχείριση των εννοιών με τον κλασικό τρόπο ίσως να μην είναι αρκετή πλέον. Χρειάζεται ο άνθρωπος να ενεργοποιήσει την φαντασία του πλέον, την συναισθηματική του ευφυϊα, όχι μόνο για να σταθεί απέναντι στις απαιτήσεις που ανοίγονται από τις επικίνδυνες και άγνωστες προσβάσεις του στις νέες ανακαλύψεις, αλλά κυρίως για να βοηθήσει τον εαυτό του να αντιληφθεί ότι αυτή η ζωή είναι η ευκαιρία που έχει ο κάθε άνθρωπος να αποδείξει ότι τίποτα δεν είναι μάταιο και ότι αξίζει να αγωνιστεί πιστεύοντας σε ιδανικά και αξίες, και τότε να περιμένει ότι αυτή η Τύχη θα του χαμογελάσει με τον πιο εμφατικό τρόπο.

1.36          ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Stachel John. (1974). The Logic of Quantum Logic. ▬▬ Proceedings of the Biennial Meeting of the Philosophy of Science, Vol. 1974, pp. 515-526
Whitaker E. T. (1943). Aristotle, Newton, Einstein. ▬▬ Science, New Series, Vol. 98, No. 2542, pp. 249-254
Kaiser C. H. (1940). The consequences for Metaphysics of Quantum- Mechanics. ▬▬ The Journal of Philosophy, Vol. 37, No. 13, pp. 337-348
Lande Alfred. (1976). The Laws behind the Quantum Laws. ▬▬ The British Journal for the Philosophy of Science, Vol. 27, No. 1, pp. 43-50
McCormmach Russel. (1967). Henri Poincare and the Quantum Theory. ▬▬ Isis, Vol. 58, No. 1, pp. 37-55
Krips H. (1989). A Propensity Interpretation for Quantum Probabilities. ▬▬ The Philosophical Quartely, Vol. 39, No. 156, pp. 308-333
Krips H. (1984). Popper, Propensities and Quantum Theory. ▬▬ The British Journal for the Philosophy of Science, Vol. 35, No. 3, pp. 253-274
Bell J. and Hallett M. (1982). Logic, Quantum Logic and Empiricism. ▬▬ Philosophy of Science, Vol. 49, No. 3, pp. 355-379
Taylor R. E. (2001). The Discovery of the Point-like Structure of Matter. ▬▬ Philosophical Transactions: Physical and Engineering, Vol. 359, No. 1779, pp. 225-240
Weingard R. (1982). Do Visual Particles Exist? ▬▬ Proceedings of the Biennial Meeting of the Philosophy of Science, Vol. 1982, pp. 235-242
O’Keefe Tim. (2002). The Reductionist and Compatibilist Argument of Epicurus on “On Nature”, Book 25.
▬▬ Phronesis, Vol. 47, No. 2, pp. 153-186
Σφενδόνη-Μέντζου, Δήμητρα. Η Πιθανότητα και το Τυχαίο στον C. S. Peirce. Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1980.
Σφενδόνη-Μέντζου Δήμητρα. Ο Αριστοτέλης Σήμερα. Πτυχές της Αριστοτελικής Φυσικής Φιλοσοφίας υπό το πρίσμα της σύγχρονης επιστήμης. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΖΗΤΗ, 2010. ~ 106 ~

[1] Powers Jonathan. Φιλοσοφία και Νέα Φυσική. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1995.
[2] Χρηστίδης Θεόδωρος. Χάος Και Πιθανολογική Αιτιότητα: Μεταξύ Προκαθορισμού και Τύχης. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 1997.
[3] Μπιτσάκης Ευτύχης. Ο Νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός :Φιλοσοφικές Διερευνήσεις στο Χώρο της Μικροφυσικής. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg, 1999.
Μπιτσάκης Ευτύχης. Ο Δαίμων του Αϊνστάιν. Αιτιότητα και Τοπικότητα στη Φυσική. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg, 2000.
[4] Krips Henry. The Metaphysics of Quantum Theory. Oxford: Clarendon Press, 1987.
[5] Prigogine Ilya.
Οι Νόμοι του Χάους. Αθήνα: Εκδόσεις Π. Τραυλός, 2003.
James William. The Dilemma of Determinism sto The Will to Believe.
New York: Dover, 1956.
Popper L. Karl. The Open Universe :An Argument for Indeterminism.
Cambridge: Routledge 1982.
Niels Bohr. Atomic and Human Knowledge.
New York: Wiley, 1958.
Watts D. Small Worlds: The Dynamics of Networks Between Order and Randomness.
Princeton University Press, New Jersey 1999.
Αρχαία Ελληνική Γραμματεία «Οι Έλληνες». ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΑΠΑΝΤΑ. Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος, 1994.
O’ Keefe Tim. Epicurus on Freedom. Cambridge: Cambridge University Press, 2005.
Μονό Ζακ. Η τύχη και η αναγκαιότητα. Paris: Editions du Seuil, 1970.
Collins S. Francis.
Η Γλώσσα του Θεού. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 2009. ~ 107

Καργόπουλος Β. Φίλλιπος. Το Πρόβλημα της Επαγωγικής Λογικής. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 1991.
Κάλφας Βασίλης. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ Το Δεύτερο Βιβλίο των Φυσικών. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 1999.
Prigogine Ilya. Το Τέλος της Βεβαιότητας. Αθήνα: Εκδόσεις Κάτοπτρο, 2003.
Heisenberg Werner. Φυσική και Φιλοσοφία. Αθήνα: Εκδόσεις Διογένης, 1971.
Δεληγιώργη Αλεξάνδρα. Φιλοσοφία των Κοινωνικών Επιστημών Θετικιστικού, Ερμηνευτικού και Διαλεκτικού Τύπου. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΖΗΤΗ, 2011

1.37          (Επ/αποσμ/για την ΤΥΧΗ)
---------------------------------------------------------------------

 

 

-------------------------------------------------------------------------
Clément Sire, Directeur de recherche au Laboratoire de physique théorique - IRSAMC du CNRS - Université de Toulouse
«Non, le hasard n'est pas forcément imprévisible»
La chance, le hasard… Comment un physicien explique-t-il au grand public, à ses étudiants, une notion aussi abstraite ?
Le hasard, ce n'est pas si abstrait que ça. J'aime bien rappeler que le hasard, l'aléatoire, dans deux langues différentes, nous renvoie au dé à jouer. À l'origine, al-zahr, en arabe, voulait dire la chance, le dé. Aléatoire, c'est l'aléa, le célèbre Alea jacta est – les dés sont jetés – de César. Le hasard nous fournit des illustrations dans la vie de tous les jours : une rencontre, un tirage de dé… Dans ma conférence, j'explique qu'il y a de vrais hasards, mais aussi des «hasards» qui, en fait, ne font que cacher notre incompétence ou notre ignorance à comprendre un événement. Voltaire (et d'autres) disait que «ce que nous appelons hasard n'est et ne peut être que la cause ignorée d'un effet connu…». J'évoque aussi les «coïncidences», et parfois le sens excessif qu'on leur accorde, alors qu'on ne les constate qu'a posteriori.
Le tirage de dé, en réalité, ne serait donc pas du hasard ?
Si vous lancez votre dé plusieurs fois exactement de la même hauteur et à la même vitesse, le dé retombera toujours sur la même face. En pratique, nous sommes confrontés à un phénomène appelé «chaos» : si vous changez un tant soit peu la condition initiale (position et vitesse), le résultat (la face sur laquelle tombe le dé) sera souvent différent, rendant le tirage de dé aléatoire. Autre exemple de système «chaotique» : la météo. La dynamique de l'air est régie par des équations chaotiques résolues par les superordinateurs des météorologues. Comme on ne connaît pas exactement et partout la vitesse du vent, la pression, la température exactement au même instant donné, on ne peut exactement prévoir le temps. Pire, comme pour un lancer de dé, notre incertitude sur les conditions météorologiques à un instant donné est ensuite amplifiée par le chaos, rendant les prédictions hasardeuses au-delà de quelques jours.Il y a donc toujours une explication physique à un phénomène ?
Autant on peut interpréter de manière pratique le lancer de dé ou la météo à long terme comme du «hasard apparent», autant le véritable hasard existe… Mais à l'échelle atomique ! À l'échelle du milliardième de mètre, la mécanique de Newton n'est plus valable. Il faut utiliser la mécanique quantique, dont l'électronique actuelle, ou le laser, est le pur produit. La mécanique quantique nous dit que l'électron n'est pas localisé à un endroit précis, mais qu'il a seulement une certaine probabilité d'être observé ici ou là. Le monde quantique est intrinsèquement aléatoire ou probabiliste ! La mécanique quantique permet de calculer exactement ces probabilités, mais pas de vous dire où est exactement l'électron à un instant précis, cette question n'ayant en fait aucun sens à l'échelle atomique. Mais la beauté et la puissance de la physique, c'est aussi de pouvoir prédire le comportement régulier à grande échelle de systèmes apparemment contrôlés par le hasard («chaotique» ou «quantique»).
Votre téléphone portable où un milliard de milliards de milliards d'électrons nous obéissent collectivement au doigt et à l'œil en est une belle illustration !(out)

Scientists Have Proved That Luck Really Exists, and Now They Show Us How to Attract Itsomeone who believes that luck is a matter of chance and has nothing to do with your own will and choice, well, it’s time to change your mind. No, we’re not going to talk about lucky charms or all sorts of superstitions (they don’t work, alas). Richard Wiseman, a British psychologist, has studied this phenomenon and proved we can actually influence luck. Follow his tips, and you’ll learn how to become very fortunate.
For most people, luck is sudden, unexpected, and indefinable. It’s something they either believe in or not. But recent research by Richard Wiseman has shown that there are particular patterns all lucky things and losers have in their behavior, lifestyle, and mindset.
Bright Side presents Mr. Wiseman’s ideas that will tell you a lot about the psychological aspect of luck.Richard Wiseman has studied the phenomenon of luck, and, surprisingly, he proved that people are not born lucky or unlucky. According to his research paper “The Luck Factor,” good fortune is not a kind of magic — it’s mostly your attitude. Lucky people tend to be more open-minded, smiling, and easy-going, while poor underdogs live deep in their anxiety, look tense, and feel unhappy. It all affects the decisions both groups make, the opportunities they seize, and the luck they get.To increase the amount of good luck in the world, Mr. Wiseman even opened the Luck School, sharing certain exercises and tricks. Ready for an experiment? Try them!
1. Maximize opportunities.We all know people who constantly complain about getting fewer opportunities. It’s why they’re not successful at work, can’t meet a perfect partner, or don’t fulfill their dreams. But the major problem is their inattentiveness and fear of taking risks. Being too focused on what you have (or don’t have) in your life distracts your attention from finding, trying, and creating cool new stuff.
• What to do? Keep your eyes and mind open. Don’t wait for things to happen. Be the master of your life, and don’t fear the unknown.
2. Listen to hunches.Getting on well with your subconsciousness can also make you luckier. Fortunate people always listen to the signals their body and mind send, and they learn how to read them properly. However, the fortuneless are too anxious to notice a gut feeling and are afraid to rely on their intuition.
• What to do? Clear your mind of all the usual doubts and anxiety, and try to become good friends with your inner voice by, for example, meditating.
3. Expect good luck.Explainer: does luck exist?
Neil Levy Head of Neuroethics, Florey Institute of Neuroscience and Mental Health
Some people seem born lucky. Everything they touch turns to gold. Others are dogged by misfortuneIt’s not just people who might be lucky or unlucky – it can be single acts. When the ball hits a post in soccer, the commentators often say the striker was unlucky. We sometimes argue whether an act was lucky or not. I might say your pool shot was lucky. “Not luck; skill”, you might replyIs any of this talk sensible? Is there really such a thing as luck? Do some people have more of it than others (just as some people are better at pool than others)? I think there is a perfectly reasonable way of making sense of talk about luck. But there is no such thing as luck. It isn’t a property, like mass, or an object. Rather, to talk about luck is to talk about how things might easily have gone.This view entails that no-one has luck. We can’t truly say of someone they’re lucky, meaning they are the kind of person to whom lucky things can be expected to happen.It has sometimes been suggested that luck exists only if a certain interpretation of quantum mechanics is true: if causality is not “deterministic”. If physical determinism is true then every event that occurs is entirely predictable (in principle), by someone who knows enough about the universe and its laws.
If indeterministic physics is true, then such predictability is not possible: no one, no matter how much they know, can predict every event that happens, even in principle.
I don’t know which interpretation of quantum mechanics is true, but it seems unlikely to me that we need to settle that debate to decide whether some things are lucky. It seems obvious to me that the person who was hit by lightning (on a clear day, if you like) was unlucky, and the person who wins the lotto is lucky.
Here’s how I understand luck. I think something is lucky (or unlucky) for a person if two things are true of it: it matters (somehow) to them, and it might easily not have happened. The second condition needs some explanation.
To say that something might easily not have happened is to say that, given how things were at the time just before, the event might well not have occurred. We might think of this in terms of replaying the event. If I set up the pool table again and ask you to retake the shot, we can discover whether your shot was luck or skill. We will need to do it a few times: you might get lucky twice, but you very unlikely to be lucky ten times in a row.
If every time you try (roughly) the same shot, you sink it I will have to concede: that’s skill, not luck. But if you can’t do it again, you were lucky the first time. Similarly, someone was unlucky to be hit by lightning if it is true that were they to be in similar conditions again, they (probably) would not be hit by lightning. If, on the other hand, lightning is so prevalent around here that any time anyone goes out they get hit, then they weren’t unlucky.
If this is right, there can’t be lucky or unlucky people. At least, there can’t be people who have the property of having lucky events happen to them. Whether I am lucky in doing something depends on how skillful I am at doing things like that. If I’m really good at it, then I am less lucky at succeeding than if I am bad at it.
So, roughly, the more often something happens to someone, the less luck is involved. Of course someone can be lucky or unlucky twice: lightning can strike twice. But the person who is lucky twice, or more, is not a lucky person: their past luck doesn’t give us any reason to expect luck in their future.
Is this good luck, or just physics?
There is one way in which we can say that someone is lucky or unlucky. Rather than compare an event to what we would expect to happen, given roughly the same circumstances, we might compare a person’s circumstances or their traits to what is statistically normal for a group. Using this kind of measure, we can say that someone born severely handicapped is unlucky and someone born into wealth is lucky.
What is the relevant group for this kind of comparison? I don’t think there is a single right answer here: it will depend on the context and our aims. For some purposes, a narrower group might be relevant, and for some, a broader. This entails that the same person might be said to be both lucky and unlucky.
Think of the contemporary Australian who loses her job, through no fault of her own. We might say she is unlucky, comparing her to other contemporary Australians. But compared to humanity as a whole, she might be lucky if she remains able to feed and house herself.
This same kind of context sensitivity and relativism is characteristic of luck in events as well. The same event can be lucky and unlucky for a person. Think of someone who misses her flight and takes another one, which then crashes. She is unlucky to be involved in a plane crash, given that she might easily have been on the earlier flight. But if she is the only survivor, she might be lucky, given that everyone else died.
That’s why we can find ourselves saying of someone who has broken three ribs and both legs that they are lucky.


Neil Levy is the author of Hard Luck: How Luck Undermines Free Will and Moral Responsibility.




Η τύχη δεν λειτουργεί όσο τυχαία νομίζουμε


Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε όσα μας συμβαίνουν; Το γιατί κερδίζουμε ή χάνουμε ή απλά επιβιώνουμε σε όσους αγώνες δίνουμε, επαγγελματικούς, προσωπικούς, στη ζωή γενικότερα;
Το 1992, ένας σερβιτόρος ονόματι Άρτσι Κάρας πήγε στο Λας Βέγκας να δοκιμάσει την τύχη του. Μέχρι το 1995, είχε καταφέρει να μετατρέψει $50 σε $40εκ., με μία κίνηση που μέχρι και σήμερα είναι γνωστή ως το μεγαλύτερο σερί νικών στην ιστορία του τζόγου. Πολλοί θα έλεγαν πως ήταν απλά τυχερός, άλλοι θα πίστευαν στην πιο ορθολογιστική θεωρία των πιθανοτήτων, κάποιοι θα ήταν σίγουροι πως ο Κάρας έπαιξε «βρώμικα» και κατάφερε να βγει «καθαρός».ΕΠ/
--------------------------------------------------------------------------------------------
Όπως δείχνει μια νέα σειρά ερευνών, ωστόσο, η έννοια της τύχης δεν είναι ένας μύθος ή μια εμμονή των ανθρώπων που ζουν βάσει προκαταλήψεων. Αντίθετα, η τύχη μπορεί να τροφοδοτηθεί από την καλή ή κακή τύχη που είχε το άτομο στο παρελθόν, από την προσωπικότητά του, ακόμα και από τις ίδιες τις απόψεις του σχετικά με την τύχη. Τα τυχερά σερί είναι πραγματικά, αλλά είναι προϊόντα πολλών περισσότερων παραγόντων και όχι μόνο της απλής, τυφλής μοίρας. Είμαστε ικανοί να φτιάξουμε την τύχη μας, από την άλλη όμως δεν θέλουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας «τυχερούς», γιατί τότε είναι σαν να μειώνουμε τις ικανότητες και την νοημοσύνη μας. Η τύχη μπορεί να γίνει μια ισχυρή δύναμη, αλλά πρόκειται για μια δύναμη με την οποία πρέπει να αλληλεπιδρούμε, να τη διαμορφώνουμε και να την καλλιεργούμε.
Ανάλογα με το σύστημα αξιών και πεποιθήσεων του καθένα από εμάς, η τύχη είναι συνήθως θέμα προοπτικής και προσωπικής άποψης. Αν κάποιος βγει από το γραφείο του για ένα εξωτερικό ραντεβού και λίγο μετά το γραφείο πιάσει φωτιά, ένας Ινδουιστής θα θεωρήσει πως αυτό το άτομο είχε καλό κάρμα, ένας Χριστιανός θα πιστέψει πως τον προστάτεψε ο Θεός, ένας μυστικιστής θα πει πως το άτομο αυτό γεννήθηκε σε τυχερή συναστρία.

Αν όμως η συμπεριφορά μας επηρεάζει άμεσα την τύχη μας, τότε και οι άνθρωποι που πιστεύουν πως είναι τυχεροί συμπεριφέρονται διαφορετικά από τους υπόλοιπους;
Μια έρευνα του 2009 ανακάλυψε πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στην πίστη στη σταθερή τύχη (ενάντια στην περιστασιακή τύχη) και το ποσοστό επιτυχίας και κατορθωμάτων ενός ατόμου. Από ότι φαίνεται, οι τυχεροί άνθρωποι είναι και αυτοί που κυνηγάνε αυτό που θέλουν. Κάποιος που πιστεύει στην σταθερή τύχη, έχει περισσότερα κίνητρα για να αναλάβει δύσκολους στόχους και να τους φέρει εις πέρας. Από την άλλη, αυτός που πιστεύει πως η τύχη είναι κάτι περιοδικό και στιγμιαίο στο οποίο δεν μπορείς να βασιστείς, έχει λιγότερα κίνητρα για να εκπληρώσει τους στόχους του και να αναλάβει σημαντικές ευθύνες.

Η άποψη πως η τύχη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αισιοδοξία είναι ένα ακόμα δημοφιλές σενάριο που έχει υποστηριχθεί από πολύ κόσμο, ειδικούς και μη, χωρίς όμως να είναι απαραίτητα και σωστό.
Ο Ρίτσαρντ Γουάιζμαν, ένας πρώτην μάγος που τώρα είναι καθηγητής Δημόσιας Κατανόησης της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Hertfordshire αλλά και συγγραφέας του «The Luck Factor» («Ο Παράγοντας Τύχη») του 2005, υποστηρίζει μεταξύ άλλων πως οι τυχεροί άνθρωποι είναι ειδήμονες στη δημιουργία και την παρατήρηση καλών ευκαιριών, ακούν τη διαίσθησή τους και έχουν θετική και χαλαρή στάση απέναντι στις δοκιμασίες της ζωής.
Αν όμως εξετάσουμε λίγο καλύτερα την ψυχολογία ενός αισιόδοξου και ενός απαισιόδοξου ατόμου, το επιχείρημα του Γουάιζμαν δεν είναι και τόσο σταθερό. Μια έρευνα από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου έδειξε πως αυτοί που έχουν τυχερά σερί όταν παίζουν τυχερά παιχνίδια στο διαδίκτυο, τα καταφέρνουν ακριβώς επειδή είναι απαισιόδοξοι. Φοβούνται πως θα χάσουν, οπότε παίζουν εκ του ασφαλούς. Μπορεί λοιπόν οι αισιόδοξοι άνθρωποι του Γουάιζμαν να έχουν τύχη στη ζωή, μάλλον όμως θα έφευγαν με άδειες τσέπες από ένα καζίνο.(out
-----------------------------------------------------------------------------------------

A.Linde-J.Wheeler)
The universe and the observer exist as a pair, I do not know any sense in which I could claim that the universe is here in the absence of observers.
Το Σύμπαν και ο παρατηρητής υπάρχουν ως ζεύγος.Δεν γνωρίζω καμία έννοια που  θα μου επέτρεπε να ισχυρισθώ, ότι το Σύμπαν είναι παρόν κατά την απουσία των παρατηρητών.
Andrei Linde


----------------------------------------------------------------------
 ( John Wheeler) “….  According to the rules of quantum mechanics, our observations influence the universe at the most fundamental levels.When physicists look at the basic constituents of reality— atoms and their innards, or the particles of light called photons— what they see depends on how they have set up their experiment. …..
The outcome of the experiment depends on what the physicists try to measure…Wheeler has come up with a cosmic-scale version of this experiment that has even weirder implications. …………..Wheeler's version shows that our observations in the present can affect how a photon behaved in the past.
 ……………(he)suspects that most of the universe consists of huge clouds of uncertainty that have not yet interacted either with a conscious observer or even with some lump of inanimate matter
Επ. Σε μετάφραση



Επ
------------------------------------------------------------------------------------------------------

     

 

Ο μισοβαμμένος καθρέφτης

 

Αν ρίξετε ένα μεμονωμένο φωτόνιο σε έναν μισοεπαργυρωμένο καθρέφτη, αυτό μπορεί να περάσει μέσα από αυτόν ή να ανακλαστεί: οι κβαντικοί κανόνες δεν μας δίνουν τρόπο για να προβλέψουμε εκ των προτέρων τι θα συμβεί. Αν δώσετε σε ένα ηλεκτρόνιο δύο σχισμές σε έναν τοίχο για να περάσει από μέσα τους, αυτό θα διαλέξει τυχαία. Αν περιμένετε ένα μεμονωμένο ραδιενεργό άτομο να εκπέμψει ένα σωματίδιο, μπορεί να περιμένετε ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου ή έναν αιώνα. Αυτή η μάλλον αδιάφορη στάση απέναντι στις κλασικές βεβαιότητες ίσως μάλιστα να ευθύνεται ακόμη και για το ότι βρισκόμαστε εδώ. Ενα κβαντικό κενό που δεν περιέχει τίποτε μπορεί τυχαία και αυθόρμητα να παραγάγει κάτι. Μια τέτοια απρόσεκτη ενεργειακή διακύμανση ίσως να εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο πώς ξεκίνησε το Σύμπαν μας.

Το να εξηγήσουμε την εξήγηση είναι δυσκολότερο. Δεν γνωρίζουμε από πού προήλθαν οι κβαντικοί κανόνες. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι τα μαθηματικά πίσω τους, τα οποία είναι ριζωμένα στην αβεβαιότητα, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όταν την παρατηρούμε από πολύ κοντά. Αυτά ξεκινούν με την εξίσωση του Σρέντινγκερ, η οποία περιγράφει πώς οι ιδιότητες ενός κβαντικού σωματιδίου εξελίσσονται στον χρόνο. Η θέση ενός ηλεκτρονίου, για παράδειγμα, δίδεται από ένα «πλάτος» το οποίο απλώνεται στον χώρο και υπάρχει ένα σύνολο μαθηματικών κανόνων που μπορείτε να εφαρμόσετε για να βρείτε την πιθανότητα με την οποία οποιαδήποτε συγκεκριμένη μέτρηση θα τοποθετήσει το ηλεκτρόνιο σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη θέση.

Αυτό δεν αποτελεί εγγύηση ότι το ηλεκτρόνιο θα βρίσκεται σε αυτή τη θέση ανά πάσα στιγμή. Αν όμως κάνετε επαναλαμβανόμενα την ίδια μέτρηση, επανατοποθετώντας το σύστημα κάθε φορά, η κατανομή των αποτελεσμάτων θα ταιριάζει με τις προβλέψεις της εξίσωσης του Σρέντινγκερ. Τα επαναλαμβανόμενα, προβλέψιμα μοτίβα του κλασικού κόσμου είναι τελικά το αποτέλεσμα πολλών μη προβλέψιμων διαδικασιών.

 

Περνάμε μέσα από τον τοίχο

 

Οι επιπτώσεις είναι ενδιαφέρουσες. Ας πούμε ότι θέλετε να περάσετε μέσα από έναν τοίχο: η κβαντική θεωρία λέει ότι αυτό είναι δυνατόν. Κάθε ένα από τα άτομα που σας αποτελούν έχει μια θέση η οποία θα μπορούσε – τυχαία – να αποδειχθεί ότι βρίσκεται στην άλλη πλευρά του τοίχου όταν αυτό θα αλληλεπιδράσει. Η πιθανότητα αυτού του ενδεχομένου είναι υπερβολικά μικρή και η πιθανότητα ότι όλα τα άτομα που σας αποτελούν θα τοποθετηθούν ταυτόχρονα στην άλλη πλευρά του τοίχου είναι απειροελάχιστη. Ενα γερό καρούμπαλο είναι το άθροισμα όλων των άλλων πιθανοτήτων. Καλώς ήλθατε στην πραγματικότητα.

Ο Αϊνστάιν εκνευριζόταν ιδιαίτερα από αυτή την πιθανοκρατική προσέγγιση γεγονότων του πραγματικού κόσμου, κάνοντας μάλιστα και τη διάσημη παρατήρηση ότι είναι σαν να λέμε ότι ο Θεός παίζει ζάρια. Υπέθετε ότι θα πρέπει να υπάρχουν κάποιες πληροφορίες που μας λείπουν και οι οποίες θα μπορούσαν να μας πουν το αποτέλεσμα των μετρήσεων εκ των προτέρων.(out)

 

     Οι κρυφές πραγματικότητες 

      Το 1964 ο φυσικός Τζον Μπελ ανέπτυξε έναν τρόπο εξέτασης της ύπαρξης τέτοιων «κρυφών μεταβλητών». Η ιδέα του έχει εφαρμοστεί έκτοτε ξανά και ξανά χρησιμοποιώντας κυρίως διεμπλεγμένα ζεύγη φωτονίων. Τα διεμπλεγμένα σωμάτια αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου. Εχουν αλληλεπιδράσει μεταξύ τους κάποια στιγμή στο παρελθόν και τώρα εμφανίζονται να έχουν κοινές ιδιότητες με τρόπο ώστε μια μέτρηση στο σωμάτιο Α να επηρεάζει ακαριαία το αποτέλεσμα που παίρνουμε από μια μέτρηση στο σωμάτιο Β και αντίστροφα.

     Τι κρύβεται πίσω από αυτό; Οι λεπτομέρειες των τεστ του Μπελ είναι πολύπλοκες, η βασική αρχή όμως μοιάζει με ένα άθλημα στο οποίο δύο ομάδες πειραματιζόμενων παίζουν με διαφορετικούς κανόνες. Η ομάδα Αλφα υποθέτει ότι οι κβαντικές συσχετίσεις οφείλονται σε κάποια κρυφή ανταλλαγή πληροφοριών και κάνει τις μετρήσεις της με βάση αυτή την υπόθεση. Η ομάδα Βήτα, από την άλλη πλευρά, υποθέτει ότι οι συσχετίσεις υλοποιούνται τυχαία με τη μέτρηση.

      Και η ομάδα Βήτα κερδίζει πάντα. Οι αλλόκοτες συσχετίσεις που κβαντικού κόσμου απορρέουν από θεμελιώδη τυχαιότητα.

      Ή μήπως όχι; Οι φυσικοί εξακολουθούν να διερευνούν το ενδεχόμενο να υπάρχουν στον τρόπο που κάνουμε τις κβαντικές μετρήσεις κάποιες «τρύπες» οι οποίες θα μπορούσαν να στρεβλώνουν τα αποτελέσματα και να προσποιούνται την τυχαιότητα – το γεγονός ότι δεν μπορούμε να μετρήσουμε την κατάσταση των φωτονίων με ακρίβεια 100%, π.χ., ή ακόμη και το ζήτημα του αν έχουμε ελεύθερη βούληση στην επιλογή των μετρήσεων που κάνουμε. «Νομίζω ότι είναι πρόωρο να λέμε ότι έχουμε κλείσει όλες τις σημαντικές «τρύπες» του Μπελ» λέει ο κ. Κεντ.

     Είναι πιθανόν κάποτε οι παραξενιές της κβαντικής θεωρίας να εξηγηθούν, ίσως συμβιβάζοντας κάποια άλλη αγαπημένη αρχή όπως η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν. Ή ίσως κάποιος να εμφανίσει μια πιο εμπνευσμένη, μη τυχαία θεωρία η οποία θα αναπαράγει όλες τις προβλέψεις της κβαντικής θεωρίας και θα κάνει παράλληλα κάποιες ισχυρότερες. «Αυτή η υποθετική θεωρία θα πρέπει να είναι μια νέα θεωρία – μια διάδοχος της κβαντικής θεωρίας και όχι μια εκδοχή της» επισημαίνει ο κ. Κεντ.

--

      Ο Τέρι Ρούντολφ, φυσικός από το Imperial College του Λονδίνου, συμφωνεί. Η κβαντική θεωρία είναι η απόλυτη θεωρία μας για τη φύση και φαίνεται να υποδεικνύει ότι το Σύμπαν είναι τυχαίο, δεν υπάρχει όμως εγγύηση για αυτό. «Δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε ποτέ να το αποδείξουμε» λέει.

     Αν είναι έτσι, ίσως θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί ότι η τυχαιότητα είναι μια ψευδαίσθηση – και μαζί της ίσως και η ελεύθερη βούλησή μας. «Τότε η κβαντική φυσική είναι απλώς μέρος της μεγάλης συνωμοσίας» λέει ο κ. Σκαράνι.

     Αναγελάσματα της Μοίρας; Ισως δεν έχουμε την ελευθερία να αποφασίσουμε περί αυτού.Eπ

 

 

-

ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Στην αρχή, υπήρχε… ή μήπως δεν υπήρχε καν αρχή; 

 

Ίσως το σύμπαν να υπήρχε ανέκαθεν και μια νέα θεωρία κβαντικής βαρύτητας αποκαλύπτει πώς θα μπορούσε αυτό να λειτουργήσει, όπως αναφέρει το Live Science.

 

Ο Μπρούνο Μπέντο, φυσικός που μελετά τη φύση του χρόνου στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, χρησιμοποίησε στο πρότζεκτ του μια νέα θεωρία της κβαντικής βαρύτητας, που ονομάζεται θεωρία αιτιώδους συνόλου, στην οποία ο χώρος και ο χρόνος διασπώνται σε διακριτά κομμάτια του χωροχρόνου. Σε κάποιο επίπεδο, υπάρχει μια θεμελιώδης μονάδα χωροχρόνου, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία.

 

Ο Μπέντο και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν αυτήν την αιτιώδη προσέγγιση για να εξερευνήσουν την αρχή του σύμπαντος. Διαπίστωσαν ότι είναι πιθανό το σύμπαν να μην είχε αρχή - ότι πάντα υπήρχε στο άπειρο παρελθόν και μόλις πρόσφατα εξελίχθηκε σε αυτό που ονομάζουμε Big Bang.

 

Η αιτιώδης θεωρία συνόλων

 

Σε όλες τις τρέχουσες θεωρίες της φυσικής, ο χώρος και ο χρόνος είναι συνεχείς. Σχηματίζουν ένα «λείο ύφασμα» που βρίσκεται κάτω από όλη την πραγματικότητα. Σε έναν τέτοιο συνεχή χωροχρόνο, δύο σημεία μπορούν να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά το ένα στο άλλο και δύο γεγονότα μπορούν να συμβούν όσο το δυνατόν πιο κοντά το ένα στο άλλο.

 

Αλλά μια άλλη προσέγγιση, που ονομάζεται θεωρία αιτιώδους συνόλου, περιγράφει εκ νέου το χωροχρόνο ως μια σειρά διακριτών κομματιών. Αυτή η θεωρία θα θέσει αυστηρά όρια στο πόσο κοντά μπορεί να είναι τα γεγονότα στο χώρο και στο χρόνο, αφού δεν μπορούν να είναι πιο κοντά από το μέγεθος ενός «ατόμου».

 

Αρχή του χρόνου

 

Η θεωρία αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις στη φύση του χρόνου.

 

«Ένα τεράστιο μέρος της αιτιολογικής φιλοσοφίας είναι ότι το πέρασμα του χρόνου είναι κάτι φυσικό, ότι δεν πρέπει να αποδοθεί σε κάποια αναδυόμενη ψευδαίσθηση ή σε κάτι που συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλό μας που μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο χρόνος περνά», είπε ο Μπέντο. 

 

Η προσέγγιση του αιτιώδους συνόλου αποδομεί σιγά σιγά την μοναδικότητα της θεωρίας του Big Bang. Είναι αδύνατο η ύλη να συμπιέζεται σε απείρως μικροσκοπικά σημεία.

 

Επομένως, η νέα αυτή θεωρία υπονοεί ότι το σύμπαν μπορεί να μην είχε αρχή. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως η Μεγάλη Έκρηξη μπορεί να ήταν απλώς μια συγκεκριμένη στιγμή στην εξέλιξη αυτού του πάντα υπαρκτού αιτιώδους συνόλου, όχι μια αληθινή αρχή.

 

Το πρότζεκτ δημοσιεύτηκε στις 24 Σεπτεμβρίου στην βάση δεδομένων arXiv και δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί σε επιστημονικό περιοδικό.

 

 

Πηγή: https://www.skai.gr/news/technology/mporei-to-sympan-na-min-eixe-arxi-ti-itan-tote-to-big-bang

Follow us: @skaigr on Twitter | skaigr on Facebook | @skaigr on Instagram---Διαδίκτυο 13-10-2021

 

Μια εκδοχή είναι να διαλέξεις το παραμύθι της αρεσκείας σου, να το βαφτίσεις θρησκεία και να πάρεις έτοιμες τις απαντήσεις απ’ το άγιο λυσάρι των ιερέων. Μια άλλη (πιο δύσκολη) είναι μάθεις, πριν πιστέψεις.

Το βιβλίο του Δημήτρη Νανόπουλου (σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά) «Στον τρίτο βράχο από τον Ήλιο» δεν αποκαλύπτει όπως θα περίμενε κανείς την ύπαρξη ενός κεντρικού νόμου που διέπει την ανθρώπινη ζωή από τη Δημιουργία και μετά, για έναν απλό λόγο: «Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος τέτοιος νόμος. Είμαστε το αποτέλεσμα μίας συγκυρίας γεγονότων και αυτή είναι πλέον μία οριστική γνώση, στηριγμένη πάνω σε πειραματικά δεδομένα».

Είναι τόσο απλό, όσο και σοκαριστικό. Η ύπαρξη μας, αυτό που αποκαλούμε «ζωή», δεν είναι το αποτέλεσμα μιας εξωτερικής παρέμβασης. Δεν μας δημιούργησε κάποια ανώτερη δύναμη, που ζει αιώνες τώρα σε ένα άσπρο συννεφάκι στον ουρανό. Υπάρχουμε κατά τύχη: «Όλοι εμείς, τα ανθρώπινα όντα που γεννιόμαστε και υπάρχουμε στον κόσμο, είμαστε απλώς συμπωματικές υπάρξεις σε ένα τυχαίο σύμπαν».

Ο εύλογος συνειρμός είναι ότι αφού υπάρχουμε κατά τύχη, τότε δημιουργηθήκαμε και κατά τύχη. Υπήρξε κάποτε μια τυχαία αρχή και κάποια στιγμή θα υπάρξει ένα τυχαίο τέλος. Στο υπαρξιακό σύμπαν του καθηγητή Νανόπουλου οι έννοιες «αρχή» και «τέλος» είναι σχετικές:

«Οι άνθρωποι θεωρούν ότι αυτό που συνέβη για να δημιουργηθεί το δικό μας Σύμπαν ήταν ένα μεγάλο big bang. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό δεν ήταν παρά ακόμα ένα, μέσα μία απειρία αιώνιων big bangs, στα οποία δεν υπάρχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Αυτή η διαδικασία θα συνεχίζεται αιώνια».

Ο Καζαντζάκης έλεγε ότι «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο και καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή». Απ’ το τίποτα ξεκινάμε και στο τίποτα καταλήγουμε:

«Με βάση τα όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ολόκληρο το σύμπαν μας είναι μια κβαντική διακύμανση, η οποία προήλθε από το “τίποτα”. Αν λάβουμε υπόψη αυτή τη διαπίστωση, καταλαβαίνουμε ότι είμαστε μια “ανακατανομή του τίποτα”».

 

 «Σύμφωνα με τη θεωρία των υπερχορδών, υπάρχουν έντεκα διαστάσεις. Πρέπει να πούμε ωστόσο ότι η ενδέκατη διάσταση ενώνεται με τη δέκατη. Κάποιος θα πει, “μα εγώ βλέπω ότι ζούμε σε τέσσερις διαστάσεις, κι αν αφήσουμε έξω τον χρόνο, σε τρεις. Τι γίνεται;” Οι άλλες έξι “διπλώνονται” σε κάθε σημείο, είναι πάρα πολύ μικρές και δεν μπορούμε να τις δούμε».

Ο άνθρωπος αυτό το τυχαίο ταξίδι στο άγνωστο, πολλές φορές νιώθει ότι το έχει ξανακάνει. Χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το πώς και το γιατί αισθάνεται ότι υπάρχουν σεκάνς στη ζωή του που τις έχει ξαναδεί σε κάποια άλλη προβολή.

«Μέσα στα 10/506 διαφορετικά σύμπαντα που υπάρχουν είναι δυνατό και πολύ πιθανό να προκύψει κάποτε και ένα σύμπαν ίδιο με αυτό στο οποίο ζούμε. Μάλιστα, το ενδεχόμενο αυτό είναι κάτι που μπορεί αν έχει ήδη συμβεί στο παρελθόν και να ξανασυμβεί στο μέλλον. Με αυτό εννοώ να συμβεί (όλο το έργο από την αρχή). Η πορεία κάθε σύμπαντος δεν είναι κυκλική αλλά εξελίσσεται γραμμικά. Εφόσον το δικό μας σύμπαν το δημιούργησε μια κβαντική διακύμανση, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα μια ίδια διακύμανση, είτε στο παρελθόν είτε στο μέλλον, να δημιουργήσει ένα πανομοιότυπο σύμπαν. Επίσης, πιθανότατα, αυτή τη στιγμή που διαβάζετε τις συγκεκριμένες γραμμές υπάρχουν και άλλα σύμπαντα που μοιάζουν πολύ με το δικό μας. Όλα τα σύμπαντα κάποτε φτάνουν στο τέλος της πορείας τους, “εξαντλούν τα καύσιμά τους”. Αυτό σημαίνει ότι από τα παλαιότερα σύμπαντα που μπορεί να ήταν ίδια με το δικό μας, μερικά ίσως έχουν κλείσει ήδη τον κύκλο τους, και ενώ το δικό μας είναι τώρα 13, 8 δισεκατομμυρίων ετών εκείνα ίσως έχουν σβήσει και έχει εξαφανιστεί ακόμη και η ύλη τους

. Η φύση όμως φαίνεται πως, για κάθε σύμπαν που φτάνει στο τέλος του, δεν προτιμάει να απαλείφει εντελώς τη “μνήμη” που έχει συσσωρευτεί μέσα από τη συνολική διαδρομή του. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η θεωρία θα μπορούσε να εξηγήσει ορισμένες δευτερεύουσες πτυχές του ανθρώπινου βίου, όπως είναι η αίσθηση που έχουμε μερικές φορές πως κάποιο γεγονός το έχουμε ξαναζήσει-την προμνησία, το περίφημο deja vu-, καθώς και η ανθρώπινη διαίσθηση σε υψηλή ένταση. Η θεωρία περί παράλληλων συμπάντων και Πολυσύμπαντος θα μπορούσε να εξηγήσει τέτοιου είδους φαινομενικές συμπτώσεις».

Αν κάποτε αποφασίζαμε να στείλουμε στο διάστημα ένα μήνυμα κλεισμένο σε μπουκάλι ώστε να πληροφορήσουμε κάποιους πιθανούς παραλήπτες σε ποιο επίπεδο εξέλιξης βρισκόμαστε τώρα, το μήνυμα σύμφωνα με τον καθηγητή Νανόπουλο θα έπρεπε να λέει τα εξής:

«Ζούμε σε ένα σύμπαν που έχει δημιουργηθεί από το τίποτα. Η δομή του, οι φυσικοί νόμοι από τους οποίους διέπεται, οι τιμές των φυσικών σταθερών του και ο αριθμό των διαστάσεων που περιέχει είναι μεγέθη συγκεκριμένα και καταγεγραμμένα από τους επιστήμονες αυτού του σύμπαντος. Υπάρχουν λοιπόν συνολικά 10 /506 σύμπαντα και πιθανώς μερικά να μοιάζουν με το δικό μας. Εμείς, οι κάτοικοι του συγκεκριμένου σύμπαντος, που τυχαίνει να διαθέτει τέσσερις μη διπλωμένες διαστάσεις, είμαστε απλώς τυχαία γεγονότα, αφού δημιουργηθήκαμε από βιολογικές διεργασίες καθαρά συμπωματικές. Βασική αρχή του κόσμου στον οποίο ζούμε είναι η επιταγή “eat, survive, reproduce” -φάε, επιβίωσε, κάνε απογόνους. Εδώ, σε αυτή τη κβαντική διακύμανση στην οποία έτυχε να υπάρξουμε και την οποία ονομάσαμε γη, τώρα το 2015 νιώθουμε την έκσταση της κάθε στιγμής, καθώς ερχόμαστε όλο και πιο κοντά στη κατανόηση των απαρχών της δημιουργίας μας».

·         Trịnh Xuân Thuận was born in HanoiVietnam. He completed his B.S. at the California Institute of Technology, and his Ph.D. at Princeton University. He has taught astronomy at the University of Virginia, where he is a professor, since 1976, and is also a Research Associate at the Institut d’Astrophysique de Paris. He was a founding member of the International Society for Science and Religion.

·         Thuận was the recipient of UNESCO's Kalinga Prize in 2009 for his work in popularizing science. He received the Kalinga chair award at the 99th Indian Science Congress at Bhubaneswar. In 2012, he was awarded the Prix mondial Cino Del Duca from the Institut de France.[2] This prize recognizes authors whose work, literary or scientific, constitutes a message of modern humanism.[3] Thuận's areas of interest are extragalactic astronomy and galaxy formation. His research has focused on the evolution of galaxies and the chemical composition of the universe, and on compact blue dwarf galaxies.

 

           


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο