ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΠΑΤΑΝΤΖΑΛΙ
Τα τέσσερα βιβλία των Αφορισμών της Γιόγκα του Πατάντζαλι, όπως ερμηνεύονται από τον Γουίλιαμ Κουάν Τζατζ [1], δίνουν σαφή εικόνα των μεταφυσικών διδαχών και αρχών στις οποίες στηρίζονται οι ψυχολογικές πρακτικές πειθαρχίας που αναλύονται και στα τέσσερα βιβλία. Η μεταφυσική τους δίνει μια ολοκληρωμένη βάση πάνω στην οποία οικοδομούνται οι δεοντολογικές και ηθικές πρακτικές τους που με τη σειρά τους πρέπει να γίνουν αναπόσπαστο μέρος της εσωτερικής και εξωτερικής ζωής του σπουδαστή.
Μελέτη και πρακτική θα πρέπει να προχωρήσουν χέρι-χέρι, γιατί η μελέτη της διδασκαλίας, με τον απαραίτητο στοχασμό για την πραγματική της έννοια, συνοδεύεται από μια κατάταξη με την βοήθεια της οποίας ο σπουδαστής μπορεί να οδηγήσει την νοητική, συναισθηματική και σωματική φύση του προς ένα ασφαλές αγκυροβόλιο κατά την «Συγκέντρωση». Όταν πλέον είναι απαραίτητη η πρακτική εφαρμογή των φιλοσοφικών διδασκαλιών και αρχίσει να την πραγματοποιεί ο σπουδαστής, τότε όλο το σύγγραμμα γίνεται μια «ζωντανή πραγματεία» για το πώς μπορεί να απεμπλακεί ο νους από τα πολλά θέλγητρα των αισθήσεων και των επιθυμιών, που προκαλούν τις «τροποποιήσεις» του.
Ο νους τροποποιείται ή μετασχηματίζεται, θα λέγαμε, στο υποκείμενο ή αντικείμενο που εμφανίζεται μπροστά του, πράγμα που κάνει την συγκέντρωση δύσκολη για τους περισσότερους από εμάς.
Το 1ο Βιβλίο απαριθμεί σχολαστικά αυτές τις τροποποιήσεις του νου, που ο σπουδαστής μπορεί να επαληθεύσει άμεσα με την διαδικασία της παρατήρησης ή της αντίληψης, με την αναλυτική διαδικασία της εξαγωγής συμπερασμάτων, συνεπώς ζυγίζοντας και μετρώντας, καθώς επίσης και εξετάζοντας προσεκτικά τα δικά του συμπεράσματα σε σχέση με τις μαρτυρίες άλλων ανθρώπων. Αυτά τα τρία, η Αντίληψη, η Εξαγωγή συμπερασμάτων και οι Μαρτυρίες οδηγούν σε αυτό που ο Πατάντζαλι ονομάζει «Ορθή Γνωστική λειτουργία», δηλαδή, σε μια επακριβή αξιολόγηση όλων των αντικειμένων που διαλογίζεται ο νους. Αυτή η μορφή διαλογισμού, που απαιτεί ένα αντικείμενο στο οποίο επικεντρώνεται ο νους, ονομάζεται κατά τον Πατάντζαλι «διαλογισμός με τον σπόρο του».
Το είδος εκείνο του διαλογισμού κατά το οποίο υπάρχει «διακριτή γνώση» του θέματος που θα αποτελέσει αντικείμενο του στοχασμού προϋποθέτει τις νοητικές διεργασίες της Κρίσης βάσει επιχειρημάτων, της Διαβούλευσης, της Μακαριότητας και του Εγωισμού.
Αυτές οι τέσσερεις διεργασίες αποτελούν βαθμίδες στις οποίες φτάνει ο νους κατά τον διαλογισμό. Ο κ. Τζατζ εξηγεί ότι ο Εγωισμός ή η τέταρτη βαθμίδα οδηγεί σε εκείνη την κατάσταση αντίληψης του Εγώ όπου «χάνεται η διακριτή αναγνώριση του αντικειμένου ή υποκειμένου με το οποίο ξεκίνησε ο διαλογισμός και προκύπτει μόνο αυτοσυνειδητότητα. Όμως, αυτή η αυτοσυνειδητότητα δεν συμπεριλαμβάνει την συνειδητότητα του Απόλυτου ή της Υπέρτατης Ψυχής». Από εδώ και πέρα, ο διαλογισμός μπορεί να προχωρήσει σε αφηρημένο στάδιο και για να επιταχυνθεί αυτή η διαδικασία πρέπει ο διαλογισμός να επικεντρωθεί στην συμβολική και μυστικιστική έννοια του Ανώτατου Πνεύματος που εκδηλώνεται ως Ishwara (πνεύμα του σώματος) με την επανάληψη του ΟΜ.
Όταν ο διαλογισμός φτάσει στην κατάσταση όπου «δεν γεννώνται επιχειρήματα», οπότε το αντικείμενο που επελέγη για διαλογισμό έχει πια εξαφανιστεί από το πεδίο του στοχασμού και όταν «η Σοφία έχει επιτευχθεί, με την συντέλεση της μη-διαλεκτικής νοητικής κατάστασης», επέρχεται πνευματική καθαρότητα ή η αντίληψη «εκείνης της Γνώσης που είναι απολύτως απαλλαγμένη από την Πλάνη».
Αυτή η Γνώση διαφέρει από την γνώση που απορρέει από μαρτυρίες και συμπεράσματα, γιατί, κατά την αναζήτηση της πρώτης, ο νους «ασχολείται με το γενικό πεδίο της ίδιας της γνώσης». Ο ειρμός της αυτο-αναπαραγωγικής σκέψης, που έτσι προκύπτει, βάζει φραγμό σε κάθε άλλη σκέψη.
Οι δύο κύριες γραμμές σκέψης είναι:
Πρώτον, εκείνη που εξαρτάται είτε από κάτι που είπε κάποιος άλλος είτε από κάτι που εντυπώθηκε στις σωματικές ή στις ψυχικές αισθήσεις ή στον νου.
Και δεύτερον, εκείνη που μπορεί να ονομαστεί «αυτο-αναπαραγωγική», η οποία εξαρτάται απολύτως από τον εαυτό της και «αναπαράγει αφ’ εαυτής την ίδια σκέψη όπως πριν». Η αυτο-αναπαραγωγική σκέψη εμποδίζει κάθε άλλο ειρμό σκέψης γιατί απωθεί ή αποβάλλει οποιαδήποτε άλλη σκέψη από τον νου. Ακόμα κι αυτή τη γραμμή σκέψης, που απασχολείται μόνο με ένα αντικείμενο, μπορεί να την σταματήσει κανείς, οπότε επέρχεται «ο διαλογισμός χωρίς σπόρο», με συνέπεια την προοδευτική σκέψη σε ένα ανώτερο επίπεδο.
Το 2ο Βιβλίο συνεχίζει με την πρακτική πτυχή των οδηγιών πειθαρχίας καταδεικνύοντας ότι η Άγνοια είναι η πηγή όλων των άλλων μορφών νοητικών δεινών που απειλούν τον μαθητή εκ των έσω. Ο «Εγωισμός, η Επιθυμία, η Αποστροφή και μια πεισματική λαχτάρα για ύπαρξη στη γη» φυσικά προέρχονται από άγνοια και «επηρεάζουν τόσο τις σωματικές όσο και τις νοητικές δράσεις ή πράξεις» που «οι καρποί τους είναι είτε ορατοί είτε αόρατοι.»
Εγωισμός είναι η σύγχυση της ψυχής με τον νου ή με τα αισθητήρια όργανα. Η ευχαρίστηση κι ο πόνος εδράζονται στην Επιθυμία και στην Αποστροφή αντίστοιχα. «Η πεισματική λαχτάρα για ύπαρξη πάνω στη γη» είναι έμφυτη σε όλα τα αισθανόμενα όντα, κι αυτή η λαχτάρα, που έχει τη ρίζα της στην τάση του πνεύματος να εκδηλώνεται στο υλικό επίπεδο σε όλη τη διάρκεια μιας Μανβαντάρα, εξακολουθεί να υπάρχει σε όλες τις ενσαρκώσεις, αυτο-αναπαραγώμενη σε κάθε ζωή.
Τα «δεινά», για τα οποία έγινε λόγος παραπάνω, μπορούν να αποφευχθούν με την δημιουργία «μιας ανταγωνιστικής νοητικής κατάστασης», όταν μάλιστα τροποποιούν τον νου στρέφοντας την προσοχή σε αυτά, τότε μπορεί κανείς να τα αποδιώξει μέσω του διαλογισμού.
Η κακότητα, με τις αρνητικές της συνέπειες υπό μορφή βασάνων, μπορεί να μεταμορφωθεί στην αντίστοιχή της αρετή που φέρνει θετικά αποτελέσματα υπό μορφή ευτυχίας. Αυτή η μεταμόρφωση, αν και απαραίτητο βήμα στον Δρόμο της Πνευματικής Καλλιέργειας, δεν είναι ο απώτατος στόχος ή ο αντικειμενικός σκοπός, γιατί «στον άνθρωπο που έχει πετύχει την τελειότητα της πνευματικής καλλιέργειας, όλα τα εγκόσμια πράγματα είναι εξ ίσου ενοχλητικά, αφού οι τροποποιήσεις του νου εκ φύσεως είναι ενάντιες στην επίτευξη της ανώτατης κατάστασης». Η έλλειψη διάκρισης προκύπτει από το γεγονός ότι «η ψυχή είναι ενωμένη στο σώμα με το όργανο της σκέψης κι επομένως με το σύνολο της φύσης», πράγμα που προξενεί παρανοήσεις ως προς τα καθήκοντα και τις ευθύνες.
Το Σύμπαν, τόσο το ορατό όσο και το αόρατο, υπάρχει χάριν της εμπειρίας και της χειραφέτησης της ψυχής, και όταν επιτυγχάνεται η διακριτική γνώση της ψυχής και του περιβάλλοντός της, τότε διαλύεται η άγνοια που κρατάει την ψυχή σκλαβωμένη στην ύλη. Με την επίτευξη της τέλειας διακριτικής γνώσης, φτάνει κανείς στο στάδιο που ονομάζεται «Απομόνωση της ψυχής».
Η φράση «Απομόνωση της ψυχής» δεν σημαίνει μια τελεσίδικη παραίτηση της ψυχής από τα εργαλεία που διαθέτει, αλλά την αδιάσπαστη διατήρηση της συνειδητότητας όσο βρίσκεται μέσα στο σώμα, την στιγμή που το εγκαταλείπει και όταν περνά σε ανώτερες σφαίρες καθώς επίσης και κατά την επιστροφή της στο υλικό επίπεδο. Ο νους, απελευθερωμένος από τις τροποποιήσεις που προκύπτουν από αισθητηριακές και ψυχικές αντιλήψεις, γίνεται εργαλείο για να ξεδιπλωθούν οι δυνάμεις της ψυχής. Όμως, πριν γίνει δικιά μας η τέλεια διακριτική γνώση που διατηρείται συνεχώς, είναι δυνατόν να επιτευχθεί, με την βοήθεια πρακτικών που ευνοούν την συγκέντρωση, μια φώτιση περισσότερο ή λιγότερο έντονη, που βοηθάει αποτελεσματικά να απομακρυνθεί κάθε βρώμικη σκέψη.
Αυτές οι πρακτικές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το να μην βλάπτουμε κανέναν, την φιλαλήθεια, το να μην διαπράττουμε κλοπή με σκέψη ή πράξεις, την εγκράτεια, την εξάλειψη της απληστίας, την καθαρότητα νου και σώματος, ένα αίσθημα ικανοποίησης, την λιτότητα του βίου, σωστά αρθρωμένες επικλήσεις, σταθερή αφοσίωση στην Υπέρτατη Ψυχή και αυτοσυγκράτηση. Επίσης γίνονται αναφορές σε στάσεις του σώματος και ρύθμιση της αναπνοής, αλλά ο κ. Τζαζ εξηγεί ότι αυτές οι ασκήσεις δεν είναι απολύτως απαραίτητες για να πετύχει η πρακτική της συγκέντρωσης και το τελικό της αποτέλεσμα. Στις μέρες μας, πολύ λίγοι είναι εξοικειωμένοι με τους κανόνες και τις προδιαγραφές των σωματικών ασκήσεων που εκτελούνται με σκοπό να φέρουν ψυχολογικά, ακολουθούμενα από ψυχικά, αποτελέσματα, γι’ αυτό και καλύτερα θα ήταν να μην γίνονται τέτοιες ασκήσεις.
Άλλες πρακτικές που ευνοούν την συγκέντρωση είναι η προσήλωση, η περισυλλογή και ο διαλογισμός, θέματα που εξετάζονται στο 3ο Βιβλίο.
Η τέλεια συγκέντρωση ή Samyama, εξηγείται ως η χρήση ή λειτουργία των πρακτικών της Dharana ή προσήλωσης, της Dhyana ή στοχασμού και του Samadhi ή διαλογισμού, ως προς ένα και μόνο αντικείμενο. Αυτές οι τρεις πρακτικές πρέπει να εφαρμόζονται από τον σπουδαστή, ώστε να μπορεί να ξεπερνά όλες τις τροποποιήσεις του νου ή το σκόρπισμα του μυαλού του. Διευκολύνουν την επίτευξη εκείνης της κατάστασης διαλογισμού κατά την οποίαν το αντικείμενο του στοχασμού τού είναι πολύ γνωστό και για το οποίο δεν νοιώθει ούτε αμφιβολία ούτε πλάνη. Πρόκειται για μια ξεχωριστή γνωστική λειτουργία που αποκλείει κάθε άλλη τροποποίηση του νου πλην του αντικειμένου του στοχασμού του. Η προσήλωση, η περισυλλογή και ο διαλογισμός προηγούνται της κατάστασης που ονομάζεται «διαλογισμός χωρίς σπόρο».
Υπάρχουν δύο γραμμές αυτο-αναπαραγωγικής σκέψης, «η πρώτη προκύπτει από τον νου που τροποποιείται και μετατοπίζεται από το αντικείμενο ή υποκείμενο του στοχασμού. Η δεύτερη προκύπτει όταν περνά από αυτήν την τροποποίηση και αρχίζει να απασχολείται μόνο με την ίδια την αλήθεια». Η κατάσταση διαλογισμού στην οποία υπάρχει ομοιόμορφη ροή του νου και στην διάρκεια της οποίας ο νους εμπλέκεται και στις δύο γραμμές αυτο-αναπαραγωγικής σκέψης, ονομάζεται Nirodha. Η Ekagrata είναι κατάσταση αποκλειστικής προσήλωσης, όταν, δηλαδή, ο νους επικεντρώνεται σε ένα και μόνο αντικείμενο, αφού πρώτα έχει υπερβεί κάθε σκέψη σχετικά με την κατάστασή του, τις ιδιότητές του και τους συσχετισμούς του.
Η Samyama ή τέλεια συγκέντρωση μπορεί να πραγματοποιηθεί ως προς οποιοδήποτε συγκεκριμένο αντικείμενο ή υποκείμενο, και κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ασκητής αποκτά [αληθινή] γνώση σχετικά με το εν λόγω αντικείμενο ή υποκείμενο αλλά και τις δυνάμεις που απορρέουν από μια τέτοια [αληθινή] γνώση. Επικεντρώνοντας τον νου στην αληθινή φύση της ψυχής «ως εντελώς διακριτής από κάθε εμπειρία, αποκομμένης από κάθε υλικό πράγμα και αποστασιοποιημένης από την κατανόηση, προκύπτει στον ασκητή γνώση της αληθινής φύσης της ψυχής». Μια τέτοια γνώση υπερισχύει του χώρου, του χρόνου και της ύλης.
Αυτός που έχει πετύχει την τέλεια διακριτική γνώση και δύναμη είναι Jivanmukta, κάτοχος «της γνώσης που σώζει από την επαναγέννηση». Ωστόσο, μπορεί να επανέλθει στη γη με δική του ελεύθερη επιλογή για να βοηθήσει και να διδάξει τους άλλους. Τέτοιοι Αντέπτ, Μαχάτμα, Δάσκαλοι σε καμμία περίπτωση δεν είναι δέσμιοι του σώματος, γιατί η ψυχή είναι απολύτως ελεύθερη ανά πάσα στιγμή. Όταν ο νους γίνει ένα με την ψυχή, που πραγματικά γνωρίζει και βιώνει καταστάσεις, τότε «επέρχεται η Απομόνωση και η ψυχή χειραφετείται».
Το 4ο Βιβλίο μάς λέει ότι κάθε ζωή αφήνει στο Εγώ νοητικά αποθέματα που το Εγώ τα κρατά σε μια ληθαργούσα κατάσταση και κάθε ένα απ’ αυτά εκδηλώνεται σε άλλες γεννήσεις κάθε φορά που προσφέρονται η κατάλληλη σωματική σύσταση και το κατάλληλο περιβάλλον. Αυτά τα αποθέματα παράγονται με τη δύναμη της επιθυμίας και, μολονότι επαυξάνονται πάντα με νέες εμπειρίες και επιθυμίες, μπορεί κανείς να απαλλαγεί από αυτά, εάν απαλειφθούν οι αιτίες που τα προκαλούν.
Ο νους δεν είναι παρά ένα εργαλείο που χρησιμοποιεί η ψυχή για να αποκτήσει εμπειρίες και να πετύχει την χειραφέτηση. Όταν παύει να ισχύει η λανθασμένη αντίληψη ότι ο νους είναι αυτός που γνωρίζει και βιώνει καταστάσεις, τότε γίνεται αντιληπτή η μονιμότητα της ψυχής και προκύπτει η Αυτογνωσία. «Τότε ο νους εκτρέπεται προς την διάκριση και υποκλίνεται στην Απομόνωση». Εάν ο ασκητής που έχει φτάσει σε αυτό το στάδιο στρέψει την συγκέντρωσή του στο να αποσοβήσει κάθε άλλη σκέψη, μη επιδιώκοντας δυνάμεις που απορρέουν μόνο και μόνο από τη βούλησή του, φτάνει σε μια επόμενη κατάσταση διαλογισμού, που ονομάζεται «σύννεφο της αρετής». Λέγεται έτσι γιατί [αυτό το «σύννεφο»] θα προκαλέσει την «πνευματική βροχή» που χρειάζεται ώστε να μπορέσει να φτάσει την πλήρη χειραφέτηση, που είναι ο κύριος στόχος της ψυχής. Έως ότου επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η επιθυμία για αποτελέσματα δρα ανασταλτικά.
Αυτή η πλήρης χειραφέτηση της ψυχής ονομάζεται Απομόνωση στους Αφορισμούς. Φτάνοντας σε αυτό το στάδιο, η ψυχή δεν μπερδεύει πια σαν πραγματικότητες τα αντικείμενα, αισθήσεις, συναισθήματα κλπ, που μέχρι τώρα την είχαν εμποδίσει, οπότε διατηρεί την δική της φύση, ενωμένη με την κατανόηση και ανεπηρέαστη από «ζεύγη αντιθέτων» όπως π.χ. κρύο- ζέστη, ευχαρίστηση-πόνος, καλό-κακό κλπ. Το επόμενο βήμα που κάνει η χειραφετημένη ψυχή είναι να βοηθήσει άλλες ψυχές, που παλεύουν ακόμα στο δρόμο για την επίτευξη του δικού τους στόχου.
Εδώ ολοκληρώνεται η παρούσα περίληψη των οδηγιών που περιέχονται στους Αφορισμούς, οδηγίες που μας δείχνουν πώς γίνεται η μετάβαση του νου από το Κάμα-Μάνας στο Μπούντι-Μάνας. Αυτή η μετάβαση μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τις μεταφυσικές αρχές, τις δεοντολογικές και ηθικές διδαχές στις οποίες βασίζονται οι πρακτικές πειθαρχίας και οι μέθοδοι που περιγράφονται και στα τέσσερα βιβλία των Αφορισμών. Η πνευματική γνώση προκύπτει αβίαστα στον σπουδαστή που μελετά τις συγκεκριμένες πραγματείες έχοντας την πρόθεση να εφαρμόσει την απαιτούμενη πειθαρχία για να επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα – την Απομόνωση ή Χειραφέτηση της Ψυχής.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
[1] «Οι Αφορισμοί της Γιόγκα κατά Πατάντζαλι- μια ερμηνεία από τον Γουίλιαμ Κ. Τζατζ», 74σέλιδη έκδοση της Θεοσοφικής Εταιρείας, Λος Άντζελες και Μουμπάη. Το βιβλίο διατίθεται σε PDF σε ιστοσελίδες που συνεργάζονται μαζί μας.
Αναδημοσίευση από το μηνιαίο περιοδικό «Το Θεοσοφικό Κίνημα», Απρ. 2005, σελ 199-204. Πρωτότυπος τίτλος: «Αφορισμοί της Γιόγκα του Πατάντζαλι – Σκέψεις» (“Patanjai’s Yoga Aphorisms- Reflections”). Ο υπότιτλος και η βιβλιογραφική υποσημείωση προστέθηκαν γα την παρούσα online δημοσίευση του άρθρου.
Σχόλια